Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Πλαστογραφία, Αποφάσεως διόρθωση, Πολιτική αγωγή.
Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου που κατεδίκασε σε δεύτερο βαθμό τον αναιρεσείοντα για α) χρήση πλαστών εγγράφων, β) υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως. Παράθεση από τον Άρειο Πάγο με όσα αναφέρονται στο σκεπτικό της επί της αναιρέσεως αποφάσεώς του της παραληφθείσης να παρατεθεί από το δικαστήριο της ουσίας διατάξεως του άρθρου 220 ΠΚ που εφαρμόσθηκε ως προς τη δεύτερη από τις αξιόποινες πράξεις κατ' άρθρο 514α ΚΠΔ. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ για εσφαλμένη από το δικαστήριο της ουσίας του άρθρου 216 παρ. 2 ΠΚ, αντί του άρθρου 217 ΠΚ, καθόσον ορθώς το Εφετείο δέχθηκε ότι ήταν αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η εκ μέρους του χρήση των πλαστών εγγράφων συνιστούσε χρήση πιστοποιητικού στα πλαίσια συντήρησης, κίνησης και κοινωνικής ανέλιξής του και ότι ο πραγματικός σκοπός χρήσεως αυτών των πλαστών εγγράφων ήταν να παραπλανήσει τις δημόσιες υπηρεσίες και τον οδοντιατρικό σύλλογο να του χορηγηθεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος οδοντιάτρου και άδεια λειτουργίας οδοντιατρείου και εγγραφή του στα μητρώα οδοντιατρικού συλλόγου και συνεπαγόταν βλάβη για το κοινό στον τόπο παροχής αυτών των υπηρεσιών από τον αναιρεσείοντα που δεν είχε δίπλωμα οδοντιατρικής και δίπλωμα ασκήσεως του επαγγέλματος οδοντιάτρου. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ) της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων και τη λήψη υπόψη της καταθέσεως του εκπροσώπου του πολιτικώς ενάγοντος οδοντιατρικού συλλόγου καθόσον από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ποια αποδεικτικά μέσα έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο και ότι συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και την ανωμοτί κατάθεση στο ακροατήριό του εκπροσώπου του οδοντιατρικού συλλόγου που συμπεριλαμβάνεται στους μνημονευόμενους στα πρακτικά μάρτυρες κατηγορίας και οι παραδοχές της αποφάσεως είναι σύμφωνες με όσα ανέφερε εξεταζόμενος ο άνω εκπρόσωπος του οδοντιατρικού συλλόγου. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ για απόλυτη ακυρότητα, διότι προσδιορίζονταν επαρκώς η ταυτότητα των εγγράφων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας, όπως αναφέρονταν στα πρακτικά, χωρίς να υπάρχουν άλλα έγγραφα στη δικογραφία με τον ίδιο τίτλο, αριθμό ή ημερομηνία, και δεν στερήθηκε ο κατηγορούμενος της δυνατότητός του να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις ή διασαφήσεις ως προς το περιεχόμενό τους. Διορθώνεται η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας από τον Άρειο Πάγο κατ' άρθρο 145 παρ. 2 ΚΠΔ ως προς τη μη παράθεση στο διατακτικό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης 45 € που αναφερόταν στο σκεπτικό της ότι επιδικάζεται υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος καθόσον σε προφανή παραδρομή οφειλόταν η άνω παράλειψη. Γίνεται δεκτός ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 2 ΚΠΔ και 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ για το ότι χωρίς να έχει ζητηθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδικάσθηκαν οι νόμιμοι τόκοι επί του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως και χωρίς προσδιορισμό ποσού σε δραχμές αμοιβή και έξοδα παραστάσεως του δικηγόρου του πολιτικώς ενάγοντος και απαλείφεται η σχετική διάταξη από την προσβαλλομένη απόφαση.
Αριθμός 786/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μιχαλάκη, περί αναιρέσεως της 4271/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Οδοντιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1332/09.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να συμπληρωθεί το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, να αναιρεθεί εν μέρει, να απαλειφθεί η σχετική για τοκοδοσία διάταξη και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλου, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. Η χρήση του πλαστού εγγράφου από τον αυτουργό της πράξεως της πλαστογραφίας συνιστά επιβαρυντική περίπτωση της τελευταίας ενώ η χρήση από τρίτον συνιστά αυτοτελές έγκλημα τιμωρούμενο με την ποινή της πλαστογραφίας. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, αντικειμενικώς να καταστήσει ο δράστης προσιτό το πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτον, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν μεταφέρει το έγγραφο στον κύκλο της κυριαρχίας του τρίτου και να δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, να έχει ο δράστης πλήρη εντελή γνώση (επίγνωση), ότι το χρησιμοποιούμενο από αυτόν έγγραφο είναι πλαστό ή νοθευμένο, και περαιτέρω επιδιώκει να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση του για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί του δόλου αιτιολογία, στην κυρία αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της (άμεσος δόλος) ή και ορισμένος επί πλέον (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) όπως στο έγκλημα της χρήσεως πλαστού εγγράφου η αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στο σκοπό. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 Π.Κ, όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ιδίου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημοσίου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος, σχετικά με τις παραπάνω βιοτικές ανάγκες χωρίς όμως να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Η διαφορά μεταξύ της διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ και της εξαιρετικής του άρθρου 217 ΠΚ συνίσταται, αφ' ενός μεν στο ότι στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' έγγραφα, αλλά μόνον τα εις αυτό αναφερόμενα, αφ' ετέρου δε στον ειδικό σκοπό για τον οποίο το έγκλημα του άρθρου 217 ΠΚ, τελείται. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αντικείμενο της κατά το άρθρο 217 πλαστογραφίας δεν συνιστούν πάντα τα κατ' άρθρ. 13 παρ. 18 έγγραφα, αλλά μόνον πιστοποιητικά ή μαρτυρικά ή και έτερο έγγραφο στοιχείο συναφές, που να δύναται συνήθως να χρησιμοποιηθεί σαν τέτοιο. Ακόμη συνάγεται από τις άνω διατάξεις ότι ο συνδεόμενος με την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 217 ΠΚ σκοπός του υπαιτίου πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικώς στην άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο του δράστη ή κάποιου άλλου, χωρίς όμως η προσδοκώμενη από την πράξη η ωφέλεια ή η αντίστοιχη ζημία τρίτου να έχουν την σημασία, την οποία έχουν για την θεμελίωση της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 Π.Κ. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία από την πλαστογραφία βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες αυτού σχέσεις ή το συμφέρον της δημοσίας υπηρεσίας ή αν, γενικότερα η πλαστογραφία γίνεται για άλλο σκοπό εκτός από τον υπό του άρθρου 217 αναφερόμενο, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα υπό του ιδίου άρθρου ως πιστοποιητικά ή μαρτυρικά, εφαρμοστέα τυγχάνει η βασική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 και όχι η ειδική διάταξη του άρθρου 217. περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 220 Π.Κ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται α) αναληθής βεβαίωση σε δημόσιο, κατά την έννοια των άρθρων 438 και 439 Κ.Πολ.Δ, έγγραφο για περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή το έγγραφο, από μόνο του ή σε συσχετισμό με άλλο, να μπορεί να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομου σχέσεως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, β) η αναληθής βεβαίωση να προκλήθηκε με οποιοδήποτε απατηλό μέσο, εξαιτίας του οποίου παρεσύρθη ο υπάλληλος έστω και από αμέλεια ή ευπιστία στην παροχή της βεβαίωσης και γ) δόλος του δράστη, ο οποίος συνίσταται στη θέλησή του να προκαλέσει την αναληθή βεβαίωση και στην γνώση ότι το βεβαιούμενο στο δημόσιο έγγραφο γεγονός είναι αναληθές και μπορεί να έχει τις συνέπειες αυτές, είτε για τον εαυτό του είτε για άλλον τρίτο.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ως προς δε τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Ποιν.Δ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμό 4271/2008 αποφάσεώς του σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, την οποία στήριξε σε όλα τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος έχοντας στην κατοχή του στις 14.11.2002 και 29.11.2002, τα αναφερόμενα έγγραφα του Πανεπιστημίου Νεάπολής Ιταλίας Φεντερίκο ήτοι το υπ' αριθμ. ... πτυχίο Οδοντιατρικής, κατά το οποίο φερόταν ότι είχε περατώσει τις πτυχιακές εξετάσεις του Οδοντιατρικής και Οδοντικών προσθέσεων και την με αριθμ. πρωτ. ... αναλυτική κατάσταση βαθμολογίας του ιδίου Πανεπιστημίου, στην οποία γινόταν αναλυτική περιγραφή της βαθμολογίας του και βεβαιωνόταν ότι επιτυχώς επεράτωσε στις 16.10.2001 τις παραπάνω εξετάσεις και επί πλέον το υπ' αριθμ. πρωτ. .../15.2.2001 πιστοποιητικό του Κρατικού Γραφείου εξετάσεων του ιδίου Πανεπιστημίου, στο οποίο βεβαιωνόταν ότι αυτός πέρασε κατά τη δεύτερη εξεταστική περίοδο του 2001 στις κρατικές εξετάσεις για την ικανότητα ασκήσεως του επαγγέλματος του Οδοντιάτρου με βαθμολογία 061/070 καθώς και το από 27/3/2002 πιστοποιητικό του Τμήματος Επαγγελμάτων Υγείας Ανθρωπίνων Πόρων και Τεχνολογίας στην Υγεία και Υγειονομική Βοήθεια Αρμοδιότητας του Κράτους, στο οποίο εβεβαιώνετο ότι το δίπλωμα Οδοντιατρικής και Οδοντικών προσθέσεων που έλαβε αυτός και το δίπλωμα ασκήσεως του Επαγγέλματος του Οδοντιάτρου του ίδιου Πανεπιστημίου ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις εκπαίδευσης που προβλέπονται από το άρθρο 2 της οδηγίας 85-432 της ΕΟΚ της 16/9/1985 και ότι αντιστοιχούσαν στους τίτλους που αναφέρονται στο άρθρο 6 της οδηγίας 85-435 της ΕΟΚ της 16/9/1985, τα οποία (τέσσερα έγγραφα) ήταν πλαστά, καθόσον ουδέποτε είχαν εκδοθεί από το παραπάνω Πανεπιστήμιο, οι σφραγίδες και υπογραφές των διοικητικών υπαλλήλων, διευθυντών του άνω Πανεπιστημίου, που υπήρχαν επ' αυτών ουδέποτε είχαν τεθεί από τα αναφερόμενα σ' αυτά πρόσωπα, ο δε κατηγορούμενος δεν υπήρξε ποτέ φοιτητής του εν λόγω Πανεπιστημίου, ούτε συμμετείχε σε εξετάσεις αυτού, ώστε να του χορηγηθούν οι άνω βεβαιώσεις και τίτλοι σπουδών, όπως σαφώς προκύπτει από τα με αριθμ. πρωτ. .../7.11.2005 έγγραφο του άνω Πανεπιστημίου και την συστημένη αυτού επιστολή προς το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στη Νεάπολη Ιταλίας, χρησιμοποίησε (ο κατηγορούμενος) τα πλαστά αυτά έγγραφα, εν γνώσει της πλαστότητάς των, προσκομίζοντας τα μαζί με άλλα δικαιολογητικά στις 14.11.2002 στη διεύθυνση Δημοσίας Υγείας-Τμήμα Υπηρεσιών Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης και στις 29-11-2002 στον Οδοντιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, προκειμένου να του χορηγηθεί η άδεια ασκήσεως Επαγγέλματος Οδοντιάτρου και για την εγγραφή του στο μητρώο του παραπάνω Συλλόγου αντίστοιχα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στις 18-11-2002, στις 26-2-2004 και στις 26-11-2002 επέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθούν αναληθώς σε δημόσια έγγραφα περιστατικά που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες και ειδικότερα υπέβαλε προς τη Διεύθυνση Δημοσίας Υγείας - Τμήμα Υπηρεσιών Υγείας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Θεσσαλονίκης αιτήσεις για τη χορήγηση, αντίστοιχα, αδείας ασκήσεως επαγγέλματος οδοντιάτρου και αδείας λειτουργίας οδοντιατρείου και προς τον Οδοντιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης αίτηση για την εγγραφή του στο μητρώο αυτού, προσκομίζοντας μεταξύ άλλων ως δικαιολογητικά τα αναφερόμενα παραπάνω τέσσερα πλαστά έγγραφα και έτσι με την εξαπάτηση αυτή εκδόθηκαν από τις άνω Υπηρεσίες στις 18/11/2002 η με αριθμό Γ1/... άδεια ασκήσεως οδοντιατρικού επαγγέλματος, στις 26/2/2004 η με αριθμ. πρωτ. ΔΥ/Γ1/.../03 κοινή (με του πατέρα του κατηγορουμένου) άδεια λειτουργίας οδοντιατρείου επί της οδού ... της ... και στις 29/11/2002 να επιτύχει την εγγραφή του στο μητρώο του Οδοντιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, χωρίς να υπάρχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις. Ο κατηγορούμενος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, δεν αρνήθηκε τα πραγματικά περιστατικά των πράξεών του, επικαλέσθηκε όμως ότι (αναφορικά με το αδίκημα της χρήσεως πλαστών εγγράφων) σκοπός του ήταν να διευκολύνει την άμεση συντήρηση και την κοινωνική του πρόοδο και ζήτησε τη μεταβολή της άνω κατηγορίας από αυτή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 2 Π.Κ σε εκείνη που προβλέπεται από τη διάταξη ου άρθρου 217 Π.Κ. Ωστόσο το Δικαστήριο κρίνει ότι ο άνω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος, γιατί ακόμη και αν η χρήση των επίδικων πλαστών εγγράφων αφορά τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 217 ΠΚ (πιστοποιητικά κλπ) εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 2 Π.Κ. αφού με την έκδοση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος ο κατηγορούμενος δεν αποσκοπούσε απλά στην κοινωνική του πρόοδο, αλλά στην απόκτηση οικονομικών ωφελημάτων, βλάπτοντας συγχρόνως τρίτους, δεδομένου ότι μη έχοντας τις προϋποθέσεις και τα νόμιμα προσόντα για άσκηση επαγγέλματος οδοντιάτρου έθετε σε κίνδυνο την παροχή υπηρεσιών υγείας που προσέφερε στο κοινό ... Με βάση τα παραπάνω το Τριμελές Εφετείο έκρινε ότι έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος ο ήδη αναιρεσείων και για τις δύο πράξεις που του αποδίδονταν και αφού δέχθηκε τη συνδρομή υπέρ αυτού ελαφρυντικών περιστάσεων, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος έζησε έως το χρόνο τελέσεώς των έντιμη ατομική οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλώς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις του, τον κήρυξε ένοχο τόσο της πράξεως της χρήσεως πλαστών εγγράφων κατ' εξακολούθηση, όσο και της πράξεως της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, ανασταλείσα για μία τριετία. Με αυτές τις παραδοχές το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε για τη συνδρομή τους και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 2 και 220 Π.Κ που εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και στην παράθεση της δεύτερης από τις οποίες που δεν έχει παρατεθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση προέρχεται αυτεπαγγέλτως ο Άρειος Πάγος στο σημείο αυτό της παρούσης σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 514 α Κ.Ποιν.Δ. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 217 του ΠΚ (πλαστογραφία πιστοποιητικού) σε σχέση με την χρήση εκ μέρους του των άνω τεσσάρων πιστοποιητικών και ενόψει της προβλεπόμενης για την πράξη αυτήν ποινής που τιμωρεί και την χρήση τέτοιου εγγράφου εν γνώσει του ότι είναι πλαστό ή νοθευμένο με ποινή μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή και του χρόνου κατά τον οποίο φέρεται ότι έχει τελεσθεί η αποδιδόμενη σ' αυτόν πρώτη από τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε πριν από την 17-6-2005 όπου δημοσιεύθηκε και άρχισε να ισχύει ο ν. 3346/2005, να τύχει εφαρμογή το άρθρο 21 αυτού του νόμου για την εν λόγω αξιόποινη πράξη μη εμπίπτουσα στις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 αυτού και να παύσει υφ' όρο η εναντίον του ποινική δίωξη λόγω του χαρακτήρα της άνω πράξεως ως πλημμελήματος κατά του οποίου απειλείται από το νόμο φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή χρηματική ποινή, είναι απορριπτέες. Κατά τα γενόμενα δεκτά από την προσβαλλομένη απόφαση τα συγκεκριμένα πιστοποιητικά από το Πανεπιστήμιο Νεάπολης Ιταλίας Φεντερίκο για τους τίτλους σπουδών Οδοντιατρικής στο όνομα του αναιρεσείοντος και τα πιστοποιητικά από το Κρατικό Γραφείο Εξετάσεων του εν λόγω Πανεπιστημίου και από το Τμήμα Επαγγελμάτων Υγείας Ανθρωπίνων Πόρων και Τεχνολογίας στην Υγεία και Υγειονομική Βοήθεια Αρμοδιότητας του Κράτους για την επιτυχία του αναφερόμενου στις κρατικές εξετάσεις για την ικανότητα ασκήσεως του επαγγέλματος του οδοντιάτρου και για το ότι το δίπλωμα οδοντιατρικής και το δίπλωμα ασκήσεως του επαγγέλματος του οδοντιάτρου που φερόταν ότι έλαβε ο αναιρεσείων από το άνω Πανεπιστήμιο ανταποκρίνονταν και αντιστοιχούσαν στις διατάξεις των οδηγιών 85-432 και 85-435 της ΕΟΚ της 16/9/1985 χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων γνωρίζοντας ότι ήταν πλαστά. Με την προσκομιδή δε αυτών των πλαστών άνω εγγράφων στη Διεύθυνση Δημοσίας Υγείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης και στον Οδοντιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης σκόπευε ο αναιρεσείων να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους της άνω δημόσιας υπηρεσίας και τα αρμόδια όργανα του Οδοντιατρικού Συλλόγου στη Θεσσαλονίκη και να επιτύχει να του χορηγηθεί άδεια ασκήσεως του Επαγγέλματος του Οδοντιάτρου και άδεια λειτουργίας οδοντιατρείου και στο όνομά του στη ... και, ακόμη, να επιτύχει εγγραφή του στα μητρώα του ανωτέρω συλλόγου ως οδοντιάτρου μέλους αυτού. Ο σκοπός, επομένως, του αναιρεσείοντος, υπό τα άνω γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατέτεινε και στην απόκτηση οικονομικών ωφελημάτων με την πρόκληση βλάβης σε τρίτους που θα απευθύνονταν για προβλήματα υγείας σ' αυτόν ως οδοντίατρο κατά παραπλάνηση των προφανώς, δεδομένου ότι ως μη έχων τις προϋποθέσεις και τα προσόντα που ορίζονταν από το νόμο για να ασκήσει αυτός το επάγγελμα του οδοντιάτρου έθεσε σε κίνδυνο την παροχή υπηρεσιών υγείας προς το κοινό. Ο σκοπός αυτός του ήδη αναιρεσείοντος έκειτο εκτός των διαγραφομένων από το άρθρο 217 ΠΚ πλαισίων της άμεσης συντηρήσεως, της κινήσεως και την κοινωνικής προόδου αυτού και λόγω της βλάβης που συνεπαγόταν για το κοινό στον τόπο παροχής παρανόμως των υπηρεσιών αυτών του αναιρεσείοντος ως οδοντιάτρου, ορθώς το Εφετείο εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 2 του ΠΚ και όχι εκείνη του άρθρου 217 του ίδιου Κώδικα όσον αφορά την χρήση των άνω πλαστών τίτλων σπουδών και πιστοποιητικών αφού από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η χρήση του πλαστού γίνεται για άλλο σκοπό εκτός του διαλαμβανομένου στο άρθρο 217 ΠΚ τότε και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό, εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217 του ιδίου Κώδικα. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε κατά τον οποίο εσφαλμένα ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 2 ΠΚ και απερρίφθη ο ισχυρισμός του ότι η αξιόποινη πράξη της χρήσεως των άνω πιστοποιητικών επρόκειτο για πράξη εμπίπτουσα στο άρθρο 217 ΠΚ ως εκ του σκοπού του για άμεση συντήρηση του ιδίου και της οικογένειάς του και ότι αυτή υπέκυψε στην υφ' όρο παραγραφή κατά το άρθρο 31 παρ. 1, 3 Ν. 3346/2005. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει την επιβαλλομένη κατά τα προαναφερθέντα αιτιολογία από το ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε το δικαστήριο όλα τα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα την μη μνημονευόμενη ειδικώς μεταξύ αυτών ανωμοτί στο ακροατήριο κατάθεση του εκπροσώπου του πολιτικώς ενάγοντος Οδοντιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης για να καταλήξει στην άνω καταδικαστική κρίση του είναι απορριπτέες. Από τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από όσα αναφέρονται στην αρχή του σκεπτικού αυτής προκύπτει ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο δικαστήριό του, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εξεδόθη η ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που αναγνώσθηκαν. Από τα ανωτέρω και ιδίως από το περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται σαφώς και κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως μεταξύ των οποίων μαζί με τις καταθέσεις των λοιπών ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και την ενώπιον του ακροατηρίου του ανωμοτί κατάθεση του ..., εκπροσώπου του οδοντιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και ο οποίος με αυτήν την ιδιότητα του ως κατ' εξοχήν μάρτυρας κατηγορίας περιλαμβάνεται στους μνημονευομένους στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως μάρτυρες κατηγορίες, οι δε παραδοχές της αποφάσεως είναι σύμφωνες με τα όσα ανέφερε στην κατάθεσή του εξεταζόμενος στο Εφετείο ο άνω εκπρόσωπος του πολιτικώς ενάγοντος Οδοντιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την παράλειψη αναφοράς ότι λήφθηκε υπόψη η ανωμοτί κατάθεση του εκπροσώπου του πολιτικώς ενάγοντος άνω νομικού προσώπου στο ακροατήριο. Από τις διατάξεις των άρθρων 329.331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Ποιν.Δ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεώς του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν είναι βεβαία η ανάγνωσή τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποία ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., καθόσον κατά τον τρόπο αυτόν ο κατηγορούμενος αποστερείται της δυνατότητος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με αυτό το αποδεικτικό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο της δικογραφίας αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου, τα στοιχεία του οποίου δεν συμπίπτουν πάντοτε με τον πλήρη τίτλο αυτού που ενδεχομένως περιλαμβάνει τον συντάκτη και της χρονολογίας του, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητος, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και δόθηκε συνεπώς στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να εκθέσει κατά το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σε σχέση με το περιεχόμενο αυτού. Αν από τα αναφερόμενα στοιχεία δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου τότε υπάρχει η ίδια άνω απόλυτη ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, στήριξε την κρίση του για την ενοχή του ήδη αναιρεσείοντος μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και στα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, από τον προεδρεύοντα, (κατά τα αναφερόμενα στα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης) δεκαεννέα έγγραφα καθώς και στα προσκομισθέντα από το συνήγορο υπεράσπισης και τον πληρεξούσιο της πολιτικής αγωγής εννέα ακόμη έγγραφα. Τα έγγραφα αυτά όπως αναφέρονται στα άνω πρακτικά της δίκης επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν: 1) Το υπ' αριθμ. πρωτ. .../8.11.2001 έγγραφο, 2) του υπ' αριθ. Πρωτ. .../15.2.2002 έγγραφο, 3) το υπ' αριθμ. πρωτ. .../15.2.2002 έγγραφο, 4) πιστοποιητικό (27.3.2002), 5) του υπ' αριθμ. πρωτ. .../2002 έγγραφο, 6) το υπ' αρ. πρωτ. ΔΥ/Π/.../2003 έγγραφο, 7) το υπ' αρ. πρωτ. Οικ .../21.11.2002 έγγραφο, 8) Αίτηση (14.11.2002), 9) Συστημένη Επιστολή, 10) το υπ' αρ. πρωτ. .../2005, έγγραφο, 11) Τηλεγράφημα (9.1.2005, 12), Τηλεγράφημα (22.4.2005), 13) το υπ' αρ. .../13.9.2005 πιστοποιητικό, 14) το υπ' αρ. .../24.5.2005 έγγραφο, 15) Το υπ' αρ. .../3.4.2003 έγγραφο 16) Το υπ' αρ. .../2003/15.7.2003 έγγραφο 17) Αίτηση Χ, 18) Αίτηση ... (21.7.2004), 19) Το υπ' αρ. πρωτ. Υ7α/Γ.Π. ... (2205 έγγραφο), 20) Το υπ' αρ. πρωτ. .../29.9.2008 έγγραφο του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοικήσεως Β' Βαθμού της Περιφερείας Κεντρικής Μακεδονίας, 21) η από 11.9.2008 Προσφυγή του Οδοντιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, 22) το υπ' αρ. πρωτ. Γ1/014/.../26.8.2002 έγγραφο της Διευθύνσεως Δημοσίας Υγείας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, 23) Το υπ' αριθμ. πράξης .../23.7.2008 έγγραφο πράξη Προέδρου του διοικητικού Συμβουλίου του ΔΟΑΤΑΠ, 24) το υπ' αρ. Γ1/.../26.8.2008 έγγραφο (απόφαση) της Διεύθυνσης Δημοσίας Υγείας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, 25) το υπ' αρ. πρωτ. .../12.9.2008 πιστοποιητικό του Οδοντιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, 26) το υπ' αρ. πρωτ. .../6.10.2008 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου ..., 27) η βεβαίωση Νομίμου Οδοντιάτρου του Οδοντιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και 28) το DIPLOMA DELICENTA της ROMANIA (φωτοαντίγραφο). Με την αναφορά αυτή των εγγράφων αυτών, για το περιεχόμενο των έξι πρώτων από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως εφόσον δεν προκύπτει ότι στη δικογραφία υπήρχαν και άλλα έγγραφα που να έφεραν τον ίδιο τίτλο, αριθμό και ημερομηνία με τα άνω αναγνωσθέντα αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά προσθέτων στοιχείων για τον προσδιορισμό τους και συνεπώς γνώριζε ο κατηγορούμενος δια του εκπροσωπήσαντος αυτού στη δίκη στο δεύτερο βαθμό πληρεξουσίου του δικηγόρου το περιεχόμενό τους και είχε την δυνατότητα να προέλθει σε δηλώσεις εξηγήσεις και παρατηρήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε προς στήριξη της περί ενοχής του ήδη αναιρεσείοντος κρίσεώς του έλαβε υπόψη του τα ανωτέρω έγγραφα χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους με αποτέλεσμα να στερηθεί αυτός της δυνατότητος να προβεί σε δηλώσεις εξηγήσεις και παρατηρήσεις όσον αφορά το περιεχόμενό τους είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 145 παρ. 1 και 2 Κ.Ποιν.Δ. Όταν στην απόφαση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν παράγουν ακυρότητα, το δικαστήριο που την εξέδωσε και στην περίπτωση που κατ' αυτής έχει ασκηθεί ένδικο μέσο το δικαστήριο που αποφαίνεται γι' αυτό, εφ' όσον δεν το απέρριψε ως απαράδεκτο, ύστερα από αίτηση του Εισαγγελέα ή κάποιου διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως διατάσσει τη διόρθωση ή συμπλήρωση εφόσον από αυτή δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή της αποφάσεως και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση της αποφάσεως μπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις και τη συμπλήρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της, όταν αυτό έχει ασάφειες ή είναι διαφορετικό από αυτό που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που σημειώθηκε στα πρακτικά. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες περί ενδίκων μέσων σαφώς συνάγεται ότι ως διόρθωση της αποφάσεως εννοείται η αποκατάσταση της πραγματικής βουλήσεως του δικαστηρίου, με την αποβολή στοιχείων ξένων προς αυτών που παρεισέφρησαν στο κείμενό της ή με την παράθεση σ' αυτό στοιχείων αναγκαίων που παραλείφθησαν από αυτό, από παραδρομή ή από αβλεψία ή από άλλη παρόμοια αιτία. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ. εκτός από τους αναφερομένους στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου λόγους μπορούν να προταθούν σε ό,τι αφορά το πολιτικό μέρος της αποφάσεως και οι λόγοι αναιρέσεως οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία, μεταξύ των οποίων είναι και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ λόγος κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε πλέον των αιτηθέντων. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση υπέρ του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Οδοντιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης ποσο ευρώ χωρίς να καθορίσει στο διατακτικό της το ύψος του επιδικασθέντος ποσού. Επίσης επιδίκασε επί αυτού του ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως τον νόμιμο τόκο από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως μέχρι την εξόφληση και σε δραχμές (χωρίς προσδιορισμό ποσού) τα έξοδα παραστάσεως και αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου του πολιτικώς ενάγοντος για τη δίκη, πρωτοδίκως και εκείνη κατ' έφεση. Το ποσό των 45 ευρώ είχε επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση στον πολιτικώς ενάγοντα πρωτοδίκως όπως προκύπτει από την επισκόπηση τα πρακτικά της δίκης επι της οποίας εξεδόθη η 858/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το ποσό αυτό των 45 ευρώ ζήτησε να επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ο πολιτικώς ενάγων Σύλλογος δια του εκπροσώπου του και στην κατ' έφεση δίκη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση. Επίσης στο σκεπτικό της ίδιας αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης αναφορικά με τις απαιτήσεις πολιτικώς ενάγοντος γίνεται λόγος ότι η πολιτική αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή για το ποσό των 45 ευρώ, το οποίο κρίνει το δικαστήριο ότι είναι αναγκαίο προς την ηθική βλάβη που έχει υποστεί ο πολιτικώς ενάγων από τα αδικήματα για τα οποία δικαζόταν ο κατηγορούμενος. Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι το ποσό των 45 ευρώ ήταν εκείνο που επιδικαζόταν και από το Τριμελές Εφετείο ως χρηματική ικανοποίηση υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος και η παράλειψη μνείας του επιδικαζόμενου ποσού ως προς το ύψος του στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως οφειλόταν προφανώς σε παραδρομή. Η παράλειψη δε αυτή στο διατακτικό της αποφάσεως είναι από αυτές για τις οποίες είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση της αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό, καθόσον δεν αλλοιώνονται ουσιωδώς τα όσα συνέβησαν στο δικαστήριο ούτε επέρχεται καμία δυσμενής συνέπεια για τον ήδη αναιρεσείοντα, ενώ επιτρέπεται η εκ μέρους του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου από το οποίο δεν απορρίπτεται απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά το άρθρο 145 παρ. 2 συμπλήρωση του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το ύψος του επιδικασθέντος ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος σε 45 ευρώ. Από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, περαιτέρω, ότι δεν υπεβλήθη από τον πολιτικώς ενάγοντα αίτημα για την επιδίκαση τόκων επί του ποσού που ζητήθηκε για χρηματική ικανοποίηση ούτε ζητήθηκε να επιδικασθούν έξοδα παραστάσεως και αμοιβή του δικηγόρου της πολιτικής αγωγής. Κατ' ακολουθίαν ο τελευταίος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος που αναφέρεται στο ότι το δικαστήριο καθ' υπέρβαση της εξουσίας του με την πληττομένη απόφαση δέχθηκε την αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των ευρώ χωρίς προσδιορισμό του ύψους του επιδικαζομένου ποσού είναι απορριπτέος και πρέπει να διαταχθεί από το παρόν δικαστήριο η συμπλήρωση του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποιήσεως στον πολιτικώς ενάγοντα και να ορισθεί σε εκείνο των 45 ευρώ. Ως προς το έτερο σκέλος του ο από τα άρθρα 510 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ και 559 αριθμ. 9 Κ.Ποιν.Δικ. λόγος αναιρέσεως ότι το δικαστήριο υποχρέωσε τον ήδη αναιρεσείοντα να καταβάλει επί του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως νόμιμο τόκο από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως μέχρι την εξόφληση και δραχμές άνευ ποσοτικού προσδιορισμού για έξοδα παραστάσεως και αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου για τη δίκη και στους δύο βαθμούς χωρίς να έχουν ζητηθεί είναι ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει κατά τούτο να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να απαλειφθεί η σχετική διάταξή της με την προκειμένη απόφαση αφού δεν συντρέχει περίπτωση να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος τούτο για νέα συζήτηση (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ) ενώ κατά τα λοιπά η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συμπληρώνει το διατακτικό της αποφάσεως 4271/2008 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ως προς τη διάταξη με την οποία υποχρεώνει τον καταδικασθέντα να καταβάλει στον πολιτικώς ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με την αναγραφή ως ποσού αυτής, εκείνου των σαρανταπέντε (45) ευρώ.
Αναιρεί εν μέρει κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό την άνω 4271/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Απαλείφει τη διάταξη της ιδίας αποφάσεως κατά το μέρος που επιδικάζεται στον άνω πολιτικώς ενάγοντα νόμιμος τόκος επί της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως των 45 ευρώ από σήμερα μέχρι της εξόφληση καθώς και δραχμές, για έξοδα παράστασης και αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια δίκη.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 3.9.2009 δήλωση αίτηση του Χ για αναίρεση της άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Απριλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ