Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 498 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συναυτουργία, Παραχάραξη, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Προμήθεια, κατοχή και απόπειρα εξαγωγής παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων (άρθρ. 207 του ΠΚ). Πρόκειται για διακεκριμένα εγκλήματα που συρρέουν αληθώς μεταξύ τους. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για τα εγκλήματα αυτά των κατηγορουμένων, οι οποίοι ενεργώντας από κοινού, προμηθεύτηκαν, κατείχαν και αποπειράθηκαν να εξαγάγουν στη Βουλγαρία 2024 πλαστά χαρτονομίσματα του 100 δολλαρίων ΗΠΑ. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών πραγματικής πλάνης και αναγνωρίσεως ελαφρυντικών του άρθρου 84 § 2ε του ΠΚ. Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι συναυτουργός αλλά αυτός συνεργός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας για συναυτουργία. Απορρίπτονται οι αιτήσεις αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 498/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Σκουρολιάκο, περί αναιρέσεως της 19-20/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 25 Μαΐου 2009 μετά των από 12 Οκτωβρίου 2009 προσθέτων λόγων και 1 Ιουνίου 2009 δύο χωριστών αιτήσεων αναίρεσης, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 899/2009.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου: 1) Η από 29-5-2009 αίτηση αναιρέσεως και οι από 13-10-2009 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως του Χ1 και 2) η από 3-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ2, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ' αριθμ. 19-20/2009 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και οι οποίες είναι συναφείς μεταξύ τους και για αυτό πρέπει να συνεξεταστούν.
Κατά το άρθρο 207 του ΠΚ, όποιος παραποιεί ή νοθεύει μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο, καθώς και όποιος προμηθεύεται, αποδέχεται, εισάγει, εξάγει, μεταφέρει ή κατέχει τέτοιο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Το ανωτέρω έγκλημα είναι σωρευτικώς μικτό και έτσι όποιος προμηθεύεται, κατέχει και εξάγει παραχαραγμένο νόμισμα διαπράττει ισάριθμα, αυτοτελή και διακεκριμένα εγκλήματα κατά την έννοια του άρθρου 94 του ΠΚ, τα οποία συρρέουν αληθώς και τιμωρούνται αυτοτελώς, έστω και αν έχουν το ίδιο υλικό αντικείμενο, αφού στην ανωτέρω διάταξη δεν εμπεριέχεται διάταξη ανάλογη με αυτήν του άρθρου 5§2 του Ν.1729/1987, που να προβλέπει την επιβολή στον υπαίτιο μιας ποινής αν η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους τρόπους (προμήθεια, αποδοχή, κατοχή, εισαγωγή, εξαγωγή κλπ) και αφορά στην ίδια ποσότητα παραχαραγμένων νομισμάτων, όπως δεν υπάρχει τέτοια διάταξη και στο άρθρο 15§1 του Ν.2168/1993 περί όπλων κλπ (ΑΠ 908/2008).
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αυτή αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά να περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ,π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η αντίφαση ειδικότερα, μπορεί να υπάρχει είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, γιατί προκειμένου να κριθεί η ύπαρξη αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και το δεύτερο πρέπει να στηρίζει το πρώτο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος (θετική υπέρβαση) ή αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το νόμο παρόλο ότι συντρέχουν οι όροι άσκησής της (αρνητική υπέρβαση). Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 19-20/2009 απόφασή του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του παρόντος κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "Στα αρμόδια όργανα της Ασφάλειας ... περιήλθε, στις 13-8-2002 η πληροφορία (από το αρχηγείο της ΕΛΑΣ) ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, διακινεί πλαστά χαρτονομίσματα και ότι τις προσεχείς ημέρες θα διήρχετο, με άλλα άτομα, τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα με σκοπό να θέσει σε κυκλοφορία πλαστά χαρτονομίσματα. Άνδρες της άνω υπηρεσίας όπως και Αστυνομικοί του Τμήματος ..., έθεσαν υπό διακριτική παρακολούθηση την περιοχή εξόδου της Ελλάδας προς Βουλγαρία. Στις 15-8-2002 και περί ώρα 09.15 (πρωινή) προσήλθαν στο σημείο εξόδου ο πρώτος κατηγορούμενος, οδηγώντας το υπ' αριθμ. ...ΕΙΧ αυτοκίνητο, κατοχής του δεύτερου κατηγορουμένου (Χ2) που ήταν συνοδηγός. Σε έρευνα που διενήργησαν οι αστυνομικοί στο αυτοκίνητο βρήκαν μια δερμάτινη τσάντα ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορουμένου στην οποία ανευρέθησαν 2024 πλαστά τεμάχια δολαρίων ΗΠΑ των 100 το καθένα, επιμελώς κρυμμένα. Από εργαστηριακή έρευνα που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι τα 2024 τεμάχια δολαρίων, τα αναφερόμενα στο διατακτικό ήταν πλαστά. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα πλαστά χαρτονομίσματα προμηθεύθηκαν, από κοινού, οι κατηγορούμενοι στην ... στις 14-8-2002 από άγνωστο άτομο, κατείχαν δε από κοινού στον ... στις 15-8-2002 (όταν συνελήφθησαν). Τα άνω πλαστά χαρτονομίσματα είχαν σκοπό να τα εξάγουν στη Βουλγαρία για να τα θέσουν σε κυκλοφορία, πλην όμως η πράξη αυτή δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική τους θέληση αλλά από αίτια εξωτερικά, διότι αυτοί συνελήφθησαν. Ο πρώτος κατηγορούμενος προέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τον αυτοτελή ισχυρισμό της πραγματικής πλάνης, διότι αγνοούσε την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων και ότι απλώς αυτός ως γνώστης της Βουλγάρικης συνόδευε τον δεύτερο κατηγορούμενο ο οποίος θα αγόραζε, μια επιχείρηση ξυλείας στη Βουλγαρία, για λογαριασμό τρίτου προσώπου ονόματι ... αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο οποίος και τους προμήθευσε τα χαρτονομίσματα. Όμως ο άνω ισχυρισμός του δεν αποδείχθηκε. Από την σαφή κατάθεση του πρώτου μάρτυρος κατηγορίας και από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία πλήρως αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού προμηθεύτηκαν και κατείχαν και επεχείρησαν να εξαγάγουν στην Βουλγαρία τα αναφερόμενα στο διατακτικό πλαστά χαρτονομίσματα με σκοπό να τα θέσουν σε κυκλοφορία. Οι καταθέσεις των μαρτύρων ..., ..., ..., ... και ..., με τις οποίες προσπάθησαν να επιβεβαιώσουν ό,τι οι κατηγορούμενοι και στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρίστηκαν αμφότεροι, ήτοι ότι δεν γνώριζαν την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων τα οποία τους έδωσε ο άγνωστος ..., ήταν αόριστες και ασαφείς. Οι άνω πράξεις (προμήθειας, κατοχής και εξαγωγής πλαστών χαρτονομισμάτων) συρρέουν αληθώς, διότι η κάθε μια απ' αυτές συνιστά αυτοτελές έγκλημα και δεν μπορούν να εναλλαγούν μεταξύ τους. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 207 ΠΚ σαφώς προκύπτει ότι για στην στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της προμήθειας καθώς και εκείνου της κατοχής πλαστών χαρτονομισμάτων, απαιτείται, απλώς σκοπός κυκλοφορίας, ανεξαρτήτως αν αυτή (κυκλοφορία) θα ελάμβανε χώρα εντός ή εκτός Ελλάδας. Τέλος απόπειρα εξαγωγής πλαστών χαρτονομισμάτων τελείται όταν ο δράστης επιχειρεί να εξέλθει του Ελληνικού εδάφους κατέχοντας τα πλαστά χαρτονομίσματα με σκοπό να θέσει σε κυκλοφορία στη αλλοδαπή, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την πράξη του διότι συλλαμβάνεται από αστυνομικούς, στα σύνορα. Κατόπιν, των παραπάνω, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι ως κατηγορούνται, οι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί του δεύτερου κατηγορουμένου ήτοι ότι οι άνω πράξεις συρρέουν φαινομενικώς με συνέπεια αν επιβληθεί μία ποινή και ότι αυτός πρέπει να δικασθεί ως απλός συνεργός πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι. Το Δικαστήριο δέχεται, όπως και το Πρωτοβάθμιο, ότι οι κατηγορούμενοι μέχρι τελέσεως των πράξεων διήγαν έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και εν γένει κοινωνικό βίο. Το αίτημα περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του δεύτερου κατηγορουμένου του ελαφρυντικού του άρθρου 84§2 ε ΠΚ πρέπει ν' απορριφθεί, διότι δεν αποδείχθηκε ότι μετά την τέλεση της πράξεως συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, μόνη δε η καλή συμπεριφορά μέσα στη φυλακή όπου εκρατείτο δεν αρκεί".
Στη συνέχεια στο διατακτικό της αποφάσεώς του το Δικαστήριο όρισε τα εξής: "
Κηρύσσει τους κατηγορούμενους ενόχους του ότι: Στον παρακάτω τόπο και χρόνο, με περισσότερες πράξεις τέλεσαν περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές και συγκεκριμένα: α) Στις 14/8/2002 στην ... από κοινού ενεργούντες, προμηθεύθηκαν από πρόσωπο, αγνώστων στοιχείων, ξένα χαρτονομίσματα με σκοπό να θέσουν αυτά σε περαιτέρω κυκλοφορία σαν γνήσια, γνωρίζοντας την πλαστότητα αυτών. συγκεκριμένα προμηθεύθηκαν τα με αριθμούς:
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΛΑΣΤΩΝ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ 100 ΔΟΛΛΑΡΙΩΝ ΗΠΑ ΚΑΤΑΣΧΕΘΕΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΤΩΝ Χ1 ΚΑΙ Χ2.
(Ακολουθεί κατάσταση με τους αριθμούς 2024 χαρτονομισμάτων) Πλαστά χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων ΗΠΑ τελώντας σε γνώση της πλαστότητας αυτών και με σκοπό να θέσουν αυτά σαν γνήσια περαιτέρω σε κυκλοφορία. Β) Στις 15-8-2002 καταλήφθηκαν στην περιοχή του ... να κατέχουν τα προαναφερόμενα πλαστά ξένα χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων ΗΠΑ με σκοπό να θέσουν αυτά περαιτέρω σε κυκλοφορία. Γ) Κατά τον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο επιχείρησαν πράξη που συνιστά αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος της εξαγωγής πλαστών ξένων χαρτονομισμάτων. Η πράξη τους αυτή όμως δεν ολοκληρώθηκε ανεξάρτητα από τη θέλησή τους και συγκεκριμένα καταλήφθηκαν να επιχειρούν να εξάγουν από τη χώρα για τη Βουλγαρία τα προαναφερόμενα πλαστά χαρτονομίσματα". Μετά από αυτά το Δικαστήριο καταδίκασε τους κατηγορουμένους σε συνολική ποινή κάθειρξης εννιά (9) ετών (κάθειρξη 5 ετών για κάθε πράξη).
Από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων της από κοινού προμήθειες, κατοχής και απόπειρας εξαγωγής παραχαραγμένων ξένων χαρτονομισμάτων, για τα οποία καταδίκασε τους κατηγορουμένους, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27, 42, 45 και 207 του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού, προμηθεύτηκαν στην ... από άγνωστο άτομο 2024 πλαστά χαρτονομίσματα δολαρίων ΗΠΑ των 100 δολαρίων το κάθε χαρτονόμισμα, με σκοπό να τα θέσουν σε κυκλοφορία ως γνήσια και τα κατείχαν με τον ίδιο σκοπό και επιπλέον επιχείρησαν να τα εξαγάγουν στη Βουλγαρία με τον ίδιο σκοπό πλην όμως δεν πέτυχαν την εξαγωγή, γιατί συνελήφθησαν στο σημείο εξόδου προς Βουλγαρία. Επίσης αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων και η γνώση αυτή αιτιολογείται με την παραδοχή ότι τα είχαν επιμελώς κρυμμένα και ότι επρόκειτο για μεγάλη ποσότητα. Το ότι πρόκειται για χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων το καθένα, προκύπτει σαφώς, από το ότι στο σκεπτικό αναφέρεται ότι ήταν των 100 δολαρίων και επίσης το ίδιο αναφέρεται και στο διατακτικό στην επικεφαλίδα της κατάστασης με τους αριθμούς των χαρτονομισμάτων και στην έκθεση της πράξεως της κατοχής, ενώ η αναφορά στην έκθεση της πράξεως της προμήθειας ότι πρόκειται για χαρτονομίσματα των 1000 δολαρίων ΗΠΑ, οφείλεται σε αντιγραφικό λάθος, από προφανή παραδρομή και έτσι δεν υπάρχει αντίφαση ως προς την ονομαστική αξία του κάθε χαρτονομίσματος. Επίσης το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε: α) την αναγνωσθείσα υπ' αριθμ. 3022/15/2653-α/15-10-2002 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης περί της πλαστότητας των χαρτονομισμάτων, αφού γίνεται ρητή αναφορά στο σκεπτικό της εργαστηριακής έρευνας που διενεργήθηκε στα εν λόγω χαρτονομίσματα, της ουσίας έρευνας το πόρισμα περιέχεται στην άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία άλλωστε είναι και η μοναδική αναγνωσθείσα έκθεση και β) τα αναφερόμενα στα αναγνωσθέντα έγγραφα με αριθμούς 9, 10, 12, 13, 14 και 15 έγγραφα και το ότι δεν γίνεται ειδική μνεία αυτών στο σκεπτικό, δεν σημαίνει ότι αγνοήθηκαν. Περαιτέρω η προαναφερθείσα αιτιολογία που διέλαβε το Δικαστήριο για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα της πραγματικής πλάνης του πρώτου κατηγορουμένου και της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 §2ε του ΠΚ του δεύτερου κατηγορουμένου, είναι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη κατά την προεκτεθείσα έννοια. Τέλος, ορθά το Δικαστήριο δέχτηκε ότι τα εγκλήματα για τα οποία καταδίκασε τους κατηγορουμένους συρρέουν αληθώς και επέβαλε ποινή για το καθένα. Επομένως είναι αβάσιμες οι αντίθετες αιτιάσεις των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα: 1) του πρώτου κατηγορουμένου: α) ότι δεν εκτιμήθηκε η έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, β) ότι υπάρχει αντίφαση ως προς την ονομαστική αξία των χαρτονομισμάτων (1000 και 100), γ) ότι υπάρχει υπέρβαση εξουσίας επειδή καταδικάστηκε για χαρτονομίσματα των 1000 δολαρίων αντί για χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων που είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως, δηλαδή για πράξη που ενέχει μεγαλύτερη αντικειμενική υπαξία και συνεπάγεται χειροτέρευση της θέσης του, δ) ότι απορρίφθηκε αναιτιολόγητα ο αυτοτελής ισχυρισμός του περί πραγματικής πλάνης και ε) ότι οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε συρρέουν φαινομενικά και έπρεπε να επιβληθεί γι' αυτές μία ποινή και 2) του δεύτερου κατηγορουμένου: α) ότι δεν προσδιορίζεται το είδος των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, β) ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα προαναφερθέντα έξι έγγραφα, γ) ότι απορρίφθηκε αναιτιολόγητα ο αυτοτελής ισχυρισμός του για συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 §2 ε' του ΠΚ, δ) ότι οι ανωτέρω πράξεις συρρέουν φαινομενικά και επίσης είναι αβάσιμος και οι αιτιάσεις του για αναιτιολόγητη απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του περί ελλείψεως δόλου, περί μεταβολής της κατηγορίας από συναυτουργία σε απλή συνέργεια και περί πραγματικής πλάνης, αφού οι μεν δύο πρώτοι ισχυρισμοί δεν είναι αυτοτελείς, αλλά αρνητικοί της κατηγορίας, ενώ ο τρίτος δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι προβλήθηκε. Οι λοιπές αιτιάσεις των κατηγορουμένων είναι απαράδεκτες, γιατί πλήττουν την αναιρετική ανέλεγκτη κρίση περί τα πράγματα του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ', Ε' και Η' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583§1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει: 1) την από 25-5-2009 αίτηση και τους από 12-10-2009 πρόσθετους λόγους του Χ1 και 2) την από 1-6-2009 αίτηση του Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθ. 19-20/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή