Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Απάτη κακουργηματική. 1) Απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης άρθρων 31 και 105 Κ.Π.Δ. 2) Έλλειψη αιτιολογίας και 3) Παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση
Αριθμός 403/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 154/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ2, 2. Χ3, 3. Χ4. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 487/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 217/4-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 § 1 του Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 28/2007 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Χ1, κατά του υπ' αριθ. 154/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθ. 5847/204 βούλευμά του, παρέπεμψε την αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση η από την οποία ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό της όφελος υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.365 Ευρώ (άρθρα 45, 98 και 386 § 1 και 3β Π.Κ.).
Κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος, άσκησε η κατηγορούμενη την υπ' αριθ. 76/24-1-2005 έφεσή της επί της οποίας εκδόθηκε το υπ' αριθ. 154/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε αυτή τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη η αναιρεσείουσα με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 § 1, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § 1 εδ. α' του Κ.Π.Δ, όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 § 1 του Ν.3160/2003, καθόσον α) ασκήθηκε στις 16-2-2007, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 9-2-2007 και β) διαλαμβάνεται στην ίδια ως άνω αίτηση αναίρεσης σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης και συγκεκριμένα οι λόγοι της απόλυτης ακυρότητας, της έλλειψης της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (έλλειψης νομίμου βάσεως). Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1 996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δι' αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών, καθώς επίσης είναι επιτρεπτή δια της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών η αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 1138/2004, ΑΠ 501/2006 Π. Χρ. ΝΖ/39, ΑΠ 1566/98 Π. Χρ. ΜΘ'/907).
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής νόμου που θεμελιώνει κατ' άρθρο 484 § 1β Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Εξάλλου επάγεται απόλυτη ακυρότητα η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του συμβουλίου μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν υπό του κατηγορουμένου προ της κτήσεως παρά τούτου της εν λόγω ιδιότητας του, κατά το στάδιο ενεργηθείσης διοικητικής εξετάσεως, καθώς επίσης και κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας και δη κατά την ανάκριση και κατά την εξέταση του ως μάρτυρα επί της υποθέσεως, αλλά πριν αποδοθεί σε βάρος αυτού κατηγορία για την διωχθείσα πράξη. Κατά το άρθρο 105 Κ.Ποιν.Δ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31. Στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Ποιν.Δ., που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) ορίζεται ότι "αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας. Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 Κ.Ποιν.Δ. με τον παραπάνω Ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέταση του ως "μάρτυρα", γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση, χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της "μαρτυροποίησης" και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζόμενης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Ποιν.Δ. Ναι μεν η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Ποιν.Δ. δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξεως. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Συμβουλίου των μαρτυρικών καταθέσεων, oι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Ποιν.Δ. δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ' και 484 παρ. 1 περιπτ. α' Κ.Ποιν.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στο δικαίωμα του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεση του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής. (Ολομ. ΑΠ 1/2004, Ποιν. Χρ. ΝΕ/113).
ΙΙ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του Νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως να υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, να υπερβαίνει το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ.
Ακόμη κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του Π.Κ. ,όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 § 1 του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικώτερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (ΑΠ 17/2004 Π.Χρ. ΝΔ'/594). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ., αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 154/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι' αυτής στο πρωτόδικο υπ' αριθ. 5847/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και την ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του πρωτοβάθμιου Εισαγγελέα (ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39 και ΑΠ 1151/2006 Π. Χρ.ΝΖ/33), δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων προκύπτει η βασιμότητα των κατηγοριών όπως εμπεριστατωμένα αναφέρονται στην Εισαγγελική πρόταση και στο εκκαλούμενο βούλευμα και ειδικώτερα τούτο προκύπτει από το συνδυασμό των στοιχείων της δικογραφίας και δη των καταθέσεων των μηνυτών και της από ..... Πορισματικής Αναφοράς των υπαλλήλων της ΣΔΟΕ-Αττικής Γ2 και Γ3 προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ιδία στις σελίδες: 2,3,41,98,99 τούτου, της από 22/7/02 εξωδίκου προσκλήσεως των μηνυτών προς την ως άνω εταιρία (.......) με έδρα .....-Αττικής (.......), με την οποία ζητούν την εντός δεκαπέντε ημερών ρευστοποίηση των λογαριασμών της και την απόδοση όλου του επενδεδυμένου ποσού...., μετά την συνολικά αντισυμβατική συμπεριφορά της....., επίσης, της από ...... πορισματικής αναφοράς ΣΔΟΕ των υπαλλήλων της Γ1 και Γ2, του από ...... FAΧ της εταιρείας του Λονδίνου (".......LTD") προς πληρεξούσιο δικηγόρο της- όπου γνωστοποιείται ότι: "η ασφάλεια επαγγελματικής αποζημίωσης που ξεκίνησε 17/10/02 ακυρώθηκε από ασφαλιστές λόγω μη πληρωμής ασφαλίστρων, αυτό ισχύει επίσης και για την .........- Εξάλλου, εκ των αυτών ως άνω στοιχείων, σε συνδυασμό και προς τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, εκτιμωμένων δεόντως κατά το μέτρο της αξιοπιστίας τούτων, προκύπτει ότι, εκτός από τους πρώτο κατηγορούμενο (Χ2) που ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος και τον τέταρτο κατηγορούμενο (Χ4) διευθυντικό στέλεχος της ως άνω ΕΠΕ με επωνυμία: "...... LTD", οι εκκαλούσες δεύτερη και τρίτη των κατηγορουμένων στο εκκαλούμενο βούλευμα, ανώτερες υπάλληλοι της εταιρίας αυτής, ενέχονται άμεσα με τους λοιπούς ως άνω συγκατηγορουμένους των, στη διάπραξη της πιο πάνω περιγραφομένης στην κατηγορία κακουργηματικής απάτης, έχουσαι επιδείξει ενεργό ανάμειξη κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εταιρίας αυτής, όπως ρητώς βεβαιώνουν τούτο οι μηνυτές, είναι δε τα πρόσωπα εκείνα τα οποία στις επανειλημμένες επικοινωνίες τους μετά την παύση καταβολής των μηνιαίων αποδόσεων (Μαΐου 2002 κ.ε.) τους καθησύχαζαν αρχικά ότι συντελείται "μεταφορά" λογαριασμών της G.F. από την Τράπεζα "BANK OF SCOTLAND" σε Ελβετική Τράπεζα και εκεί οφείλεται η καθυστέρηση που θα ετακτοποιείτο τον Ιούνιο και στη συνέχεια, ότι αυτή προέκυψε από τις ανάγκες αναδιοργάνωσης των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρίας τους και του "G.F", οι δε ισχυρισμοί των εκκαλουσών κατηγορουμένων ότι αυτές ήταν απλές υπάλληλοι της εταιρίας και ότι στράφηκαν κατ' αυτής τις εργοδοσίας τους όταν έπαυσε να λειτουργεί, αρχές 2003, διεκδικούσαι δεδουλευμένες αποδοχές τους και ότι δεν εγνώριζαν την αληθή κατάσταση της εταιρείας, ελέγχονται ως ουσιαστικά αβάσιμοι, κατά τ' ανωτέρω, ενώ η εξ αυτών Χ1 αλληλογραφούσε ονομαστικά με την "......" και συνολογεί ότι λάμβανε "δώρα", ως επιβράβευση της εργατικότητός της, τίτλους της "G.F", γεγονός που μαρτυρεί ότι είχε στενότερη και μεγαλύτερη- πέραν της τυπικής υπαλληλικής - δραστηριότητα και συμμετοχή ουσιαστικώτερη στη διοίκηση της ως άνω εταιρίας. Εξάλλου δεν υπάρχει ακυρότητα από το ότι ελήφθη υπόψη η ως άνω από ..... πορισματική αναφορά όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα Χ1, αφενός μεν διότι η γνωστοποίηση του πέρατος της κατ' αυτής ανακρίσεως έχει γίνει τέσσερις μήνες αργότερα (31/8/04) οπότε ασφαλώς έχει ενημερωθεί για όλα τα στοιχεία της δικογραφίας μεταξύ των οποίων και η ως άνω πορισματική αναφορά, αφετέρου δε η εν λόγω αναφορά δεν ήταν το μόνο στοιχείο της δικογραφίας από το οποίο εκρίθη κατά τα' ανωτέρω ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις της ενοχής της εκκαλούσης, όπως ειδικώτερα εκτίθεται παραπάνω.
Συνεπώς, ορθά εκρίθη, σύμφωνα με το εκκαλούμενο βούλευμα ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των εκκαλουσών- και των λοιπών κατηγορουμένων- στο αρμόδιο κατά τόπο και ύλη Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για την αποδιδόμενη σ' αυτές πράξη της κακουργηματικής απάτης όπως αυτή λεπτομερώς περιγράφεται παραπάνω και στο εκκαλούμενο βούλευμα και πρέπει να απορριφθούν στην ουσία οι εφέσεις των εκκαλουσών.
Από τις παραπάνω παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έλαβε υπόψη του την από ...... πορισματική αναφορά των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ Αττικής, Γ2 και Γ3, προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και κατά το μέρος της που εξάγει συμπεράσματα και για την ενοχή της αναιρεσείουσας, δια της οποίας γίνεται αναφορά στην από 8-5-2003 ένορκη εξέταση της τελευταίας. Αναφέρει δε ειδικότερα η πορισματική αυτή αναφορά στη σελίδα 44, ".....Αυτά προκύπτουν από την από 8-5-2003 ένορκη εξέταση της Χ1, για την ενοχή της οποίας μερικώς αναφερθήκαμε, μαζί με τους άλλους συνεργάτες του Β. Τσιτσιρίγκου.....".
Με τη λήψη υπ' όψη αυτής της πορισματικής αναφοράς και δι' αυτής της μνημονευόμενης σ' αυτή κατάθεσης της αναιρεσείουσας που ελήφθη με την ιδιότητα της μάρτυρος κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε το ΣΔΟΕ Αττικής και πριν να αποδοθεί αυτή την ιδιότητα της κατηγορουμένης και αποδοδθεί σ' αυτήν κατηγορία για τη διωχθείσα αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού κατ' εξακολούθηση, άνω των 73.000 Ευρώ, επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 484 § ια' και 171 § 1 Κ.Π.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση της κατηγορουμένης και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής της, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, που της εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το δικαίωμά της από το άρθρο 223 § 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή της για την παραπάνω αξιόποινη πράξη. Με την παραδοχή του λοιπόν αυτή, των όσων αναφέρονται στην μνημονευόμενη πορισματική αναφορά του ΣΔΟΕ και δι' αυτής του περιεχομένου της κατάθεσης της αναιρεσείουσας που αυτή έδωσε ως μάρτυρας, κατέστησε εαυτό αναιρετέο το προσβαλλόμενο βούλευμα για τον εκ των άρθρων 484 § ια και 171 § 1 Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως και πρέπει δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Είναι επίσης αναιρετέο το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, διότι δεν αιτιολογεί πως δέχεται ότι η αναιρεσείουσα από τον Οκτώβριο του 2001 μέχρι 17-10-2001 διέπραξε το κακούργημα της απάτης από κοινού και κατ' εξακολούθηση, αφού στο σκεπτικό του αναφέρει αντιφατικά ότι και η αναιρεσείουσα είναι από τα πρόσωπα εκείνα τα οποία στις επανειλημμένες επικοινωνίες των μηνυτών με την εταιρεία ".......", μετά την παύση καταβολής των μηνιαίων αποδόσεων της επένδυσής τους (Μαΐου 2002 κ.ε.), του καθησύχαζαν αρχικά ότι συντελείται "μεταφορά" λογαριασμών της "G.F." από την Τράπεζα "BANK OF SCOTLAND" σε ελβετική τράπεζα και εκεί οφείλεται η καθυστέρηση που θα ετακτοποιείτο τον Ιούνιο και στη συνέχεια, ότι αυτή προέκυψε από τις ανάγκες αναδιοργάνωσης των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρείας τους και του "G.F.". Αναφέρεται δηλαδή η εμπλοκή της αναιρεσείουσας μόνον σε χρόνο καθόν είχε τελειωθεί το αδίκημα της απάτης με τη συμμετοχή τρίτων εκτός αυτής. Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Εφετών, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 § 1 και 519 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίθη ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Εφετών, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.
Αθήνα 16 Μαΐου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 2 παρ.2 του Ν. 2408/1996, αντικαταστάθηκε το άρθρο 105 του ΚΠΔ, ως ακολούθως: "Όταν ενεργείται προανάκριση, σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 κα 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31". Κατά το δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ, "αν, όμως, έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας". Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 με τον παραπάνω Ν. 2408/1996, που ισχύει από 4-6-1996, σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με το συνήγορο, πριν από την εξέτασή του ως "μάρτυρα", που θάλπει την πρακτική αυθαιρέτων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι, με τη διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, καθίσταται πλέον υποχρεωτικό, εκείνος που έχει συλληφθεί, ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες, ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση, χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται, σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται η "μαρτυροποίησή" του και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ, με τη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του ίδιου άρθρου, ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του δεύτερου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπαιτίου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζομένης κατά τα λοιπά της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ. Και ναι μεν η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παράγραφος 2 εδάφιον δεύτερο του Κ.Π.Δ. δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον, μετά τη λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο, προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξεως. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Συμβουλίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρ. 72 Κ.Π.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά τα άρθ. 171 παρ. 1 περ. δ' και 484 παρ. 1 περ. α' Κ.Π.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη λύση", που του διασφαλίζει το άρ. 6 της ΕΣΔΑ (Ν.Δ. 53/1974) καθώς και το δικαίωμά του από το αρ. 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Συνακόλουθα, μόνον η κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β' και 105 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Π.Δ. ανάγνωση και αποδεικτική αξιολόγηση, σε βάρος του κατηγορουμένου, των μαρτυρικών καταθέσεών του, που δόθηκαν κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρ. 484 παρ. 1 περ. α' Κ.Π.Δ. Εξάλλου, από τα άρθ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και του τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών, καθώς επίσης είναι επιτρεπτή, δια της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών η αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής νόμου, που θεμελιώνει, κατ' άρθρο 484 § 1β Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 154/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι' αυτής στο πρωτόδικο υπ' αριθ. 5847/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και την ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι, από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, προκύπτει η βασιμότητα των κατηγοριών, όπως εμπεριστατωμένα αναφέρονται στην Εισαγγελική πρόταση και στο εκκαλούμενο βούλευμα και ειδικότερα τούτο προκύπτει από το συνδυασμό των στοιχείων της δικογραφίας και δη των καταθέσεων των μηνυτών και της από ....... Πορισματικής Αναφοράς των υπαλλήλων της ΣΔΟΕ-Αττικής Γ2 και Γ3 προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ιδία στις σελίδες: 2,3,41,98,99 τούτου, της από 22/7/02 εξωδίκου προσκλήσεως των μηνυτών προς την ως άνω εταιρία (......) με έδρα .....-Αττικής (.....), με την οποία ζητούν την εντός δεκαπέντε ημερών ρευστοποίηση των λογαριασμών της και την απόδοση όλου του επενδεδυμένου ποσού...., μετά την συνολικά αντισυμβατική συμπεριφορά της...... επίσης, της από ..... πορισματικής αναφοράς ΣΔΟΕ των υπαλλήλων της Γ1 και Γ2, του από .... ΡΑΧ της εταιρείας του Λονδίνου ( "......... LTD") προς πληρεξούσιο δικηγόρο της, όπου γνωστοποιείται ότι: "η ασφάλεια επαγγελματικής αποζημίωσης, που ξεκίνησε 17/10/02, ακυρώθηκε από ασφαλιστές, λόγω μη πληρωμής ασφαλίστρων, αυτό ισχύει επίσης και για την .......". Εξάλλου, εκ των αυτών ως άνω στοιχείων, σε συνδυασμό και προς τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, εκτιμώμενων δεόντως κατά το μέτρο της αξιοπιστίας τούτων, προκύπτει ότι, εκτός από τους πρώτο κατηγορούμενο (Χ2), που ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος και τον τέταρτο κατηγορούμενο (Χ4), διευθυντικό στέλεχος της ως άνω ΕΠΕ με επωνυμία: "...... LTD", οι εκκαλούσες, δεύτερη και τρίτη των κατηγορουμένων στο εκκαλούμενο βούλευμα, ανώτερες υπάλληλοι της εταιρίας αυτής, ενέχονται άμεσα με τους λοιπούς ως άνω συγκατηγορουμένους των, στη διάπραξη της πιο πάνω περιγραφόμενης στην κατηγορία κακουργηματικής απάτης, έχουσαι επιδείξει ενεργό ανάμειξη κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εταιρίας αυτής, όπως ρητώς βεβαιώνουν τούτο οι μηνυτές, είναι δε τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία, στις επανειλημμένες επικοινωνίες τους μετά την παύση καταβολής των μηνιαίων αποδόσεων (Μαΐου 2002 κ.ε.), τους καθησύχαζαν αρχικά, ότι συντελείται "μεταφορά" λογαριασμών της G.F. από την Τράπεζα "ΒΑΝΚ OF SCOTLAND" σε Ελβετική Τράπεζα και εκεί οφείλεται η καθυστέρηση που θα ετακτοποιείτο τον Ιούνιο και, στη συνέχεια, ότι αυτή προέκυψε από τις ανάγκες αναδιοργάνωσης των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρίας τους και του "G.F", οι δε ισχυρισμοί των εκκαλουσών κατηγορουμένων , ότι αυτές ήταν απλές υπάλληλοι της εταιρίας και ότι στράφηκαν κατ' αυτής της εργοδοσίας τους, όταν έπαυσε να λειτουργεί, αρχές 2003, διεκδικούσαι) δεδουλευμένες αποδοχές τους και ότι δεν εγνώριζαν την αληθή κατάσταση της εταιρείας, ελέγχονται ως ουσιαστικά αβάσιμοι, κατά τ' ανωτέρω, ενώ η εξ αυτών Χ1 αλληλογραφούσε ονομαστικά με την "......" και συνομολογεί ότι λάμβανε "δώρα", ως επιβράβευση της εργατικότητας της, τίτλους της "G.F.", γεγονός που μαρτυρεί ότι είχε στενότερη και μεγαλύτερη-πέραν της τυπικής υπαλληλικής - δραστηριότητα και συμμετοχή ουσιαστικότερη στη διοίκηση της ως άνω εταιρίας. Εξάλλου, δεν υπάρχει ακυρότητα από το ότι ελήφθη υπόψη η ως άνω από ...... πορισματική αναφορά όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα Χ1, αφενός μεν διότι η γνωστοποίηση του πέρατος της κατ' αυτής ανακρίσεως έχει γίνει τέσσερις μήνες αργότερα (31/8/04) οπότε ασφαλώς έχει ενημερωθεί για όλα τα στοιχεία της δικογραφίας μεταξύ των οποίων και η ως άνω πορισματική αναφορά, αφετέρου δε η εν λόγω αναφορά δεν ήταν το μόνο στοιχείο της δικογραφίας από το οποίο εκρίθη, κατά τ' ανωτέρω, ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις της ενοχής της εκκαλούσης, όπως ειδικότερα εκτίθεται παραπάνω.
Συνεπώς, ορθά εκρίθη, σύμφωνα με το εκκαλούμενο βούλευμα, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των εκκαλουσών - και των λοιπών κατηγορουμένων- στο αρμόδιο κατά τόπο και ύλη Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για την αποδιδόμενη σ' αυτές πράξη της κακουργηματικής απάτης, όπως αυτή λεπτομερώς περιγράφεται παραπάνω και στο εκκαλούμενο βούλευμα και πρέπει να απορριφθούν στην ουσία οι εφέσεις των εκκαλουσών.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, της απάτης κατά συναυτουργία, με συνολικό όφελος και ζημία υπερβαίνοντα το ποσό των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα, στο ακροατήριο, μαζί με άλλους υγκατηγορουμένους, η κατηγορουμένη Χ1, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1, 3β' Π.Κ., όπως αντικ/κε με το άρθρο 14 ν. 2721/1999, την οποία ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, δεν απαιτείται χωριστή αξιολόγηση και εκτίμηση του περιεχομένου κάθε αποδεικτικού μέσου, καθόσον αρκεί η λήψη αυτών συνολικά και δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύεται τι συνήχθη από το καθένα, όπως δε προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε όλα κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα και συνεπώς, οι αντίθετες σχετικές αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Το γεγονός ότι, με το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, άλλαξε η σειρά των μηνυομένων, στη σχετική αναφορά των μηνυτών, με αποτέλεσμα, η αναιρεσείουσα, από τρίτη, να εμφανίζεται σ' αυτό (βούλευμα) δεύτερη, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια, αφού, δεν αποδόθηκαν σ' αυτούς (συγκατηγορουμένους) και πολύ περισσότερο στην αναιρεσείουσα, διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από εκείνα, που, κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα, προέκυψαν από την αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων. Η αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι η αναιρεσείουσα και η συγκατηγορούμενή της Χ3, το έτος 2002, όταν σταμάτησε η απόδοση των φερομένων αμοιβαίων κεφαλαίων, στα οποία είχαν επενδύσει οι εγκαλούντες, διαβεβαίωνε τους τελευταίους ότι συντελείται μεταφορά λογαριασμών της ...... από την Τράπεζα BANK OF SCOTLAND σε Ελβετική Τράπεζα και εκεί οφείλεται η καθυστέρηση που θα ετακτοποιείτο τον Ιούνιο και στη συνέχεια, ότι αυτή προέκυψε από τις ανάγκες αναδιοργάνωσης των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρείας τους και του G.F., έγινε για να επισημανθεί η συνέχιση της απατηλής συμπεριφοράς αυτής και μετά τον Οκτώβριο του 2001, όταν, κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα, οι εγκαλούντες, πεισθέντες στις ψευδείς διαβεβαιώσεις όλων των συγκατηγορουμένων, κατέβαλαν στην εταιρεία ........ LTD, στην οποία η αναιρεσείουσα ήταν ανώτερη υπάλληλος και ήταν πλήρως ενήμερη των δραστηριοτήτων αυτής, το ποσό των 54.000.000 δραχμών, επενδύοντας σε ανύπαρκτους τίτλους αμοιβαίων κεφαλαίων και όχι ότι αυτή ήταν η μοναδική φορά που η αναιρεσείουσα ήλθε σε επαφή με τους εγκαλούντες, αφού, το Συμβούλιο Εφετών, με επαρκή αιτιολογία, επισημαίνει τη συμμετοχική δραστηριότητα αυτής και κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου 2001. Οι λοιπές αιτιάσεις, είναι απαράδεκτες, γιατί, υπό το πρόσχημα της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών.
Συνεπώς, οι σχετικοί, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ. δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, είναι αβάσιμοι.
Τέλος, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών δεν αξιολόγησε σε βάρος της αναιρεσείουσας μαρτυρικές καταθέσεις της, οι οποίες φέρεται θα δόθηκαν στα αρμόδια όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε., τα οποία, έπειτα από σχετική παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, συνέταξαν την από 27.4.2004 πορισματική αναφορά τους, ενόψει του ότι, πουθενά δεν γίνεται μνεία για τις καταθέσεις αυτές και πολύ περισσότερο για επιβαρυντικά στοιχεία που ενδεχομένως προέκυπταν από αυτές, σε βάρος της αναιρεσείουσας. Άλλωστε, όπως και η ίδια η αναιρεσείουσα αναφέρει στο σχετικό λόγο του αναιρετηρίου, αυτή, αφού εμπιστεύθηκε τα όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε., κατέθεσε την όλη αλήθεια για τις παράνομες δραστηριότητες των πραγματικών δραστών και όχι ότι κατέθεσε κάποια επιβαρυντικά στοιχεία γι' αυτήν, χωρίς μάλιστα να αναφέρει και ποια ήταν αυτά, τα οποία στη συνέχεια αξιοποιήθηκαν σε βάρος της από το Συμβούλιο Εφετών. Το γεγονός ότι συντάχθηκε κάποια πορισματική αναφορά από το Σ.Δ.Ο.Ε., η οποία λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, ότι παραβιάστηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β' και 105 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Π.Δ. και, συνεπώς, ο σχετικός, εκ των άρθ. 171 παρ. 1 περ. δ' και 484 παρ. 1 περ. α' του Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά, η κρινόμενη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16.2.2007 υπ' αρ. 28/2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση του υπ' αρ. 154/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στα 19 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ