Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 376 / 2008    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 376/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Α1' Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Δημήτριο Λοβέρδο, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Ρήγα, Δημήτριο Δαλιάνη, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε και Νικόλαο Λεοντή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία και της Γραμματέως Σουζάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ :
Των αναιρεσειόντων -αναιρεσιβλήτων: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, για τον εαυτό τους ατομικά και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους Χ4, του οποίου ασκούν την γονική μέριμνα, 4) Χ5, φοιτητή, 5) Χ6, συνταξιούχου, 6) Χ7, συνταξιούχου και 7) Χ8, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ζαχαρίας Σαλούστρος.
Της αναιρεσιβλήτου - αναιρεσείουσας :α) Της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία "ΧΕΛΛΕΝΙΚ ΣΗΓΟΥΕΪΣ ΑΝΕ (Hellenic seaways) (πρώην "ΕΛΛΑΣ ΦΛΑΪΝΓΚ ΝΤΟΛΦΙΝΣ" (HELLAS FLYING DOLPHINS) (και πρώην MINOAN FLYING DOLPHINS) A.N.E,που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ευάγγελος Τσουρούλης,
Των αναιρεσιβλήτων: β) Χβ, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, γ) Χγ, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Αλμπούρας και δ) της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ".........." που εδρεύει στο Λουξεμβούργο και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δευκαλίων Ρεδιάδης.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23.4.2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4478/2003 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 893/2004 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητοι με την από 12.9.2006 αίτησή τους, τους με ιδιαίτερο δικόγραφο από 18.10.2006 προσθέτους λόγους αυτής και την από 15.10.2006 αίτηση επαναφοράς (επί των ως άνω προσθέτων λόγων) καθώς και η αναιρεσιβλήτος - αναιρεσείουσα με την από 16.10.2006 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Λεοντής ανέγνωσε την από 8.11.2006 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κανελλόπουλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν : Α. η 99/13-9-2006 αίτηση αναιρέσεως και οι με ιδιαίτερο, 241/19-10-2006, δικόγραφο πρόσθετοι αυτής λόγοι, τους οποίους αφορά και η κατά την έννοια των άρθρων 152 επ. ΚΠολΔ 20/16-11-2006 αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και Β. η 118/17-10-2006 αίτηση αναιρέσεως, με τις οποίες προσβάλλεται η αυτή, 873/2004, απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων.
Ειδικότερα, με την 3715/26-4-2002 αγωγή, με ενάγοντες τους (1) Χ1, (2) Χ2, (3) Χ3, (4) Χ4, (5) Χ5, (6) Χ6, (7) Χ7 και (8) Χ8 (με στοιχ. Α αναιρεσείοντες) και εναγομένους (α) την ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΑΣ ΦΛΑΪΝΓΚ ΝΤΟΛΦΙΝΣ" και ήδη "ΧΕΛΛΕΝΙΚ ΣΗΓΟΥΕΪΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" (με στοιχ. Β αναιρεσείουσα), (β) Χβ, (γ) τον Χγ, (δ) τον Χδ (ε) τον Χε και (στ) την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "......", εφέρετο προς διάγνωση αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (1η των εναγόντων) και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης των λοιπών από την ιστορούμενη στο δικόγραφο αυτής άδικη και υπαίτια πράξη. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε κατά μερική παραδοχή της κατά την απεύθυνσή της κατά των πέντε πρώτων κατά σειρά εναγομένων, η 4478/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία παράλληλα αξιολογήθηκε ως μη νόμιμη και απορρίφθηκε κατά την κατεύθυνσή της κατά της έκτης των εναγομένων. Την εν λόγω πρωτοβάθμια απόφαση προσέβαλαν οι ενάγοντες με την 1442/19-11-2003 έφεση και οι πρώτη και πέμπτος των εναγομένων με τις 81/26-1-2004 και 143/17-2-2004, αντίστοιχα, εφέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε η 893/7-10-2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Με την δευτεροβάθμια αυτή απόφαση, που εκδόθηκε ερήμην του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων - εφεσιβλήτων, απορρίφθηκε η έφεση των εναγόντων ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και παράλληλα ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής ως προς τον τέταρτο των εναγομένων - εφεσιβλήτων. Αντίθετα κατά παραδοχή της εφέσεως της πρώτης και πέμπτου των εναγομένων και εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δι' αυτών πρωτοβάθμιας αποφάσεως κατά το κεφάλαιο αυτής που αναφέρεται στην αγωγή κατά την απεύθυνσή της κατά της πρώτης και πέμπτο των εναγομένων, απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη ως προς τον τελευταίο και έγινε μερικώς δεκτή κατά της πρώτης των εναγομένων. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ενατιώνονται οι ηττηθέντες εκκαλούντες - εφεσίβλητοι - (ενάγοντες) με την χαρακτηριζόμενη με στοιχ. Α αίτηση αναιρέσεως, η οποία δεν απευθύνεται κατ του τρίτου των εφεσιβλήτων, και η ηττηθείσα πρώτη των εναγομένων με τη με στοιχ. Β αίτηση αναιρέσεως. Προφανές είναι ότι οι εν λόγω και με στοιχ. Α και Β χαρακτηριζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να συνεκδικασθούν (ΚΠολΔ 573 παρ. 1, 246), ως και η Γ. 20/16-11-2006 αίτηση επαναφοράς και ερευνηθεί στη συνέχεια το παραδεκτό και η βασιμότητά τους κατά την παραπάνω σειρά και αρίθμηση. Ειδικότερα :
(ι) Με στοιχ. Α αίτηση αναιρέσεως
Από τις ....... και ......... εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας και Αθηνών ....... και ........., αντίστοιχα, προκύπτει ότι με επιμέλεια του νομίμως παρισταμένου ως πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσειόντων Ζαχαρία Σαλούστρου, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση της ερευνωμένης αιτήσεως αναιαρέσεως, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο αυτής και της από 19-1-2007 κλήσεως, με τις κάτω από αυτές πράξεις καταθέσεως δικογράφου και ορισμού δικασίμου για την αρχικώς, μετά από ματαίωση, ορισθείσα (26-3-2007), μετά της συνημμένης 28/30-1-2007 πράξεις του Προέδρου του Αρείου Πάγου, με την οποία έγινε σύντμηση της προθεσμίας κλητεύσεως κατά είκοσι (20) ημέρες και ορίσθηκε σε σαράντα (40) ημέρες, νομότυπα και εμπρόθεσμα επιδόθηκαν στον δεύτερο των αναιρεσιβλήτων, με κλήση προς συζήτηση της υποθέσεως για την αρχικώς προσδιορισθείσα δικάσιμο (26-3-2007), κατά την οποία αναβλήθηκε για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσης (5-1-2007), με την αναγραφή στην περίπτωση αυτή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύουσα ως κλήτευση όλων των διαδίκων κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο (ΚΠολΔ 573 παρ. 1, 226 παρ. 4 εδ. 3). Κατ' αυτήν όμως, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εν λόγω δεύτερος των αναιρεσιβλήτων δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, ούτε κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 573 παρ. 1, 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η επίδοση στον απολιπόμενο αναιρεσίβλητο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως και η νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του επιτρέπουν στο Δικαστήριο, παρά την απουσία του, να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ειδικότερα, από τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 553 παρ. 1 στοιχ. β', 309 εδ. 1, 321, 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση που έχει καταστεί τελεσίδικη κατά το χρόνο ασκήσεως του εν λόγω ένδικου μέσου, δηλαδή κατά τον χρόνο της καταθέσεως του οικείου δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι δε τελεσίδικη η απόφαση, η οποία, απεκδύοντας το δικαστή από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της εφέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 503 παρ. 1 ΚΠολΔ, η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε ημέρες, αν ο διάδικος που δικάσθηκε, ερήμην, διαμένει στην Ελλάδα και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως.
Συνεπώς η ερήμην οριστική απόφαση του Εφετείου υπόκειται σε αναίρεση μόνο αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε διότι παρήλθε η δεκαπενθήμερη, προς άσκηση αυτής, προθεσμία από την επίδοση της ερήμην αποφάσεως, είτε διότι ο δικασμένος σε άσκηση αυτής ερημοδικασθείς διάδικος παραιτήθηκε νομίμως από το ασκηθέν ένδικο ή από το δικαίωμα προς άσκηση αυτού, διότι έκτοτε αυτή καθίσταται τελεσίδικη και προσβλητή με αναίρεση, σύμφωνα με την παραπάνω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1β ΚΠολΔ. Τέλος, η απόδειξη της τελεσιδικίας της προσβαλλόμενης με αναίρεση αποφάσεως γίνεται με τη προσκομιδή των σχετικών εκθέσεων επιδόσεως ή με τη βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο δικόγραφο που επιδόθηκε, σε συνδυασμό με βεβαίωση της γραμματείας του δικαστηρίου ότι δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο. Αν δεν αποδεικνύεται η τελεσιδικία με την προσκόμιση των εγγράφων αυτών από τον παριστάμενο διάδικο η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Με την έννοια αυτή δεν προκύπτει τελεσιδικίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφορικά με το κεφάλαιο αυτής, που αφορά την αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων κατά την απεύθυνσή της κατά του απολιπομένου κατά την δευτεροβάθμια δίκη δεύτερου των εφεσιβλήτων - εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, για τον οποίο δεν επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, ούτε σε κάθε περίπτωση βεβαιώνεται από τα υπάρχοντα στην διάθεση του Δικαστηρίου διαδικαστικά έγγραφα, ότι ο τελευταίος αποδέχθηκε την αναιρεσιβαλλόμενη ερήμην ως προς αυτόν απόφαση ή ότι παραιτήθηκε από την ασκηθείσα από εκείνον κατ' αυτής ανακοπή ερημοδικίας ή από το δικαίωμα ασκήσεως του ένδικου τούτου μέσου ή ότι έγινε επίδοση προς αυτόν της αποφάσεως, με παράλληλη βεβαίωση ότι παρήλθε άπρακτη η οριζόμενη προς τούτο δεκαπενθήμερη προθεσμία, με άμεση δικονομική συνέπεια η ερευνώμενη αίτηση αναιρέσεως να ελέγχεται κατά την απεύθυνσή της κατά του δεύτερου των αναιρεσιβλήτων ως απαράδεκτη, κατ' επιτρεπτή περί τούτου αυτεπάγγελτη έρευνα (ΚΠολΔ 577 αρ. παρ. 1, 2), λόγο για τον οποίο και πρέπει κατά τούτο να απορριφθεί. Το τυπικό παραδεκτό αυτής κατά την κατεύθυνσή της κατά των λοιπών αναιρεσιβλήτων, τελούντων σε σχέση απλής ομοδικίας με τον απολιπόμενο (ΚΠολΔ 74), επιτρέπει την έρευνα της βασιμότητας των διατυπουμένων δι' αυτής λόγων και παράλληλα, προεχόντως το τυπικό παραδεκτό των με ιδιαίτερο δικόγραγο πρόσθετων αυτής λόγων. Ειδικότερα (α) δικόγραφο πρόσθετων λόγων.
Κατά τους ορισμούς των άρθρων 152 έως 155 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου, μπορεί να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Η επαναφορά μπορεί να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσεως του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσεως του δόλου. Η αίτηση για επαναφορά μπορεί ν' ασκηθεί με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιεί ο απωλέσας την προθεσμία διάδικος στον αντίδικό του. Στην περίπτωση αυτή το δικόγραφο κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου που απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου στον εναγόμενο (ΚΠολΔ 215 παρ. 1). 'Ετσι, για την ολοκλήρωση της ασκήσεως, με ιδιαίτερο δικόγραφο της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν αρκεί η εντός των τριάντα ημερών, που αποτελούν την προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως, κατάθεση του ιδιαιτέρου δικογράφου στην γραμματεία, αλλ' απαιτείται και η, μέσα στην ίδια προθεσμία, επίδοση αυτού στον αντίδικο του αιτούντος. Ανώτερη βία που μπορεί να στηρίξει σχετική αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων κατά την προδιαληφθείσα του όρου έννοιας είναι κάθε γεγονός, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέπειας. Τέτοια ανώτερη βία μπορεί κατά τις περιστάσεις να είναι και η ασθένεια του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, όταν αυτή απετέλεσε ανυπέρβλητο κώλυμα για την εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου. Για τον λόγο αυτό απαιτείται στη σχετική αίτηση να προσδιορίζεται το είδος και η διάρκεια της ασθενείας, όταν δε η ασθένεια αφορά τον πληρεξούσιο δικηγόρο να εκτίθεται προσθετικά στο δικόγραφο αυτής και ότι η ασθένειά του τον εμπόδισε να ενεργήσει με άλλο δικηγόρο συνεργάτη του ή όχι. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 12 εδ. α' του ν. 11 57/1 981, "η διαδρομή των υπό του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών άρχεται από της επιούσης της ημέρας της επιδόσεως ή της ημέρας κατά την οποία συνέβη το αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας γεγονός και λήγει την 7ην μ. μ. ώραν της τελευταίας ημέρας,εάν δε αυτή είναι κατά νόμον εξαιρετέα ή Σάββατον, την αυτήν ώραν της επομένης εργασίμου ημέρας". Όπως συνάγεται από την αδιάστικτη διατύπωση της, η άνω διάταξη, όπως άλλωστε και η ταυτόσημη σχεδόν διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., εφαρμόζεται τόσο επί των προθεσμιών ενέργειας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων οι οποίες τάσσονται και είναι απαραίτητο να παρέλθουν πριν από την ενέργεια ορισμένης πράξεως, σε τρόπο ώστε αν η τελευταία ημέρα των εν λόγω προθεσμιών συμπίπτει προς ημέρα εξαιρετέα ή Σάββατο, δεν υπολογίζεται αυτή και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα της επόμενης εργάσιμης ημέρας, γεγονός το οποίο συμβαίνει και επί της 30ήμερης προθεσμίας πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, που τάσσεται με τη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. για την κατάθεση και την επίδοση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως. Επομένως, αν η τελευταία (30η) πριν από τη δικάσιμο ημέρα (με αφετηρία την επομένη της επιδόσεως) συμπίπτει με εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο δεν υπάρχει εμπρόθεσμη άσκηση των λόγων αυτών, οι οποίοι απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 577 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.. Στην υπόθεση που εξετάζεται, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο Πρόεδρος του Α' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου όρισε δικάσιμο για τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης την 20 Νοεμβρίου 2006. Οι αναιρεσείοντες στις 19 Οκτωβρίου 2006 κατέθεσαν στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου, το με χρονολογία 18-10-2006 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναιρέσεως. Έτσι έστω και αν την ίδια ημέρα επιδόθηκε στους αναιρεσίβλητους αντίγραφο του δικογράφου αυτού, η τριακοστή ημέρα, από την επομένη της κατάθεσης του και της επίδοσης του, συμπίπτει με την 18 Νοεμβρίου 2006, ημέρα Σάββατο, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του παρόντος έτους. Επειδή δε και η επομένη 19-11-2006 είναι Κυριακή, η πιο πάνω 30ήμερη προθεσμία, παρατεινόμενη αντιστοίχως, λήγει την 7η της επομένης εργάσιμης ημέρας, δηλαδή στις 20-11-2006, η οποία είναι και η δικάσιμος της υποθέσεως, η συζήτηση της οποίας έχει οριστεί για την 9.30 π.μ. ώρα, μέχρι την οποία όμως δεν θα έχει συμπληρωθεί η 30ήμερη προθεσμία. Προς δικαιολόγηση της εμπρόθεσμης ασκήσεως των με ιδιαίτερο δικόγραφο προσθέτων λόγων, με την κατά την προδιαληφθείσα του όρου έννοια 20/16-11-2006 αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν ανώτερη βία, συνισταμένη στην ιστορούμενη ασθένεια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου τις πρωϊνές ώρες της 18ης Οκτωβρίου 2006. Δεν επικαλούνται όμως οι δι' αυτής αιτούντες αναιρεσείοντες, ούτε, σε κάθε περίπτωση, βεβαιώνεται, επίδοση της εν λόγω αιτήσεως στους καθών αναιρεσίβλητους εντός της οριζόμενης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από της άρσεως του αποτελούντος την ανώτερη βία γεγονότος, προϋπόθεση, όπως προαναφέρθηκε, για την ολοκλήρωση της ασκήσεως της εν λόγω αιτήσεως, με άμεση δικονομική συνέπεια να αξιολογείται ως απαράδεκτη, λόγο για τον οποίο να πρέπει προεχόντως να απορριφθεί. Επομένως δε δικαιολογείται η εμπρόθεσμη άσκηση των με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετων λόγων της ερευνώμενης αιτήσεως αναιρέσεως, χωρίς προεχόντως να επικαλούνται οι αναιρεσείουντες, ή να βεβαιώνεται, επίδοση αυτού στους αναιρεσίβλητους, που πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Σημειώνεται ότι το άρθρο 227 ΚΠολΔ περί προσκλήσεως για την συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων δεν εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία (ΚΠολΔ 573 παρ. 1).
(Β).Κύριο δικόγραφο αιτήσεως αναιρέσεως.
Ι. Με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια, ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου που εφάρμοσε. Επομένως, ο λόγος αυτός, για να είναι ορισμένος και κατά συνέπεια παραδεκτός, πρέπει να διαλαμβάνει, α) τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης (Ολ ΑΠ 20/2005 ΕλλΔ 46.710), β) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, ήτοι σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποιο δηλαδή στοιχείο, αναγκαίο για την επάρκεια τους, λείπει, και σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει και γ) τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα δεκτά γενόμενα από αυτήν πραγματικά περιστατικά, αφού διαφορετικά δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, αν στοιχειοθετείται ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης. Η αοριστία δε του λόγου αναίρεσης δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (Ολ ΑΠ 20/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους πρώτο και τέταρτο λόγους της αναίρεσης, επικαλούμενοι αναιρετικές πλημμέλειες από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διότι α) κρίνοντας ότι "το περιστατικό της αξιοπλοϊας ή όχι του βυθισθέντος ήδη πλοίου, εξαιτίας των επικαλούμενων από τους ενάγοντες παραβάσεων και ελλείψεων είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι αυτή, αφενός συνδέεται με την (αυτοτελή) ευθύνη της πλοιοκτήτριας εταιρίας και αφετέρου δύναται να επηρεάσει το βαθμό πταίσματος της πλοιοκτήτριας και των εκπροσώπων της και συνακόλουθα και το ύψος της δικαιούμενης από τους ενάγοντες αποζημιώσεως λόγω ψυχικής οδύνης", ενώ δέχτηκε αρχικώς ότι "μετά την πρόσκρουση άρχισε εισροή μεγάλων ποσοτήτων νερού ....... μέσω των στεγανών θυρών του κυρίως μηχανοστασίου, οι οποίες κατά παράβαση των κανονισμών ήταν ανοικτός", ότι ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, ο πλοίαρχος του πλοίου, "δεν ήλεγχε τις στεγανές θύρες, οι οποίες ήταν όλες σχεδόν ανοικτές, κατά παράβαση των κανονισμών, ούτε φρόντισε για το κλείσιμο τους, έστω και μετά την πρόσκρουση" και ότι "οι παράγοντες που επηρεάζουν την ασφάλεια του πλοίου και των επιβαινόντων είναι οι εξής..,, γ) στεγανή υποδιαίρεση....", κατέληξε αντιφατικώς, παρόλο δηλαδή που δέχτηκε πώς οι στεγανές θύρες ήταν ανοικτές "ότι το πλοίο Γ1 ήταν αξιόπλοο, με την έννοια ότι συνέτρεχαν οι πιο πάνω παράγοντες με τα στοιχεία α έως και δ" και β) ενώ δέχτηκε ευθύνη της πρώτης αναιρεσίβλητης εταιρίας "σε σχέση με την παράλειψη αυτής να ελέγξει την ύπαρξη των απαιτουμένων ουσιαστικών προσόντων τού ως υποπλοιάρχου ναυτολογηθέντος Β1.... εξαιτίας δε της προαναφερόμενης παραλείψεως της πλοιοκτήτριας, το πλοίο αυτής κατέστη αναξιόπλοο από τη στιγμή που ανέλαβε την πλοήγηση του ο εν λόγω υποπλοίαρχος και συνέπεια της ανικανότητας αυτού ήταν να προσκρούσει το πλοίο στις βραχονησίδες ..... με ζημιογόνα αποτελέσματα", με αντιφατικές αιτιολογίες καταλήγει, προβάλλουν οι αναιρεσείοντες, αναφορικά με την ευθύνη του τρίτου αναιρεσιβλήτου, προέδρου του Δ.Σ., της εταιρίας, "ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω διάδικος, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, απησχολείτο με ζητήματα που αφορούσαν την πρόσληψη προσωπικού της εταιρίας, ούτε ότι ο ίδιος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πρόσληψη του Β1 ή την ανυπαρξία των ουσιαστικών του προσόντων, ώστε να ματαιώσει την πρόσληψη αυτού" Έτσι όμως διατυπούμενοι οι δύο αυτοί λόγοι αναίρεσης, προεχόντως είναι αόριστοι, διότι δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο η διάταξη ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται ότι παραβιάστηκε εκ πλαγίου, σε σχέση με την εφαρμογή της οποίας αποδίδεται η μομφή για έλλειψη από την απόφαση νόμιμης βάσης, ούτε αναφέρονται με πληρότητα, παρά μόνο εντελώς αποσπασματικά και σποραδικά, σε σχέση με τα πιο πάνω ουσιώδη ζητήματα, οι ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, δηλαδή τα δεκτά γενόμενα από αυτήν πραγματικά περιστατικά, με συνέπεια οι ελλείψεις αυτές να καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο.

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 893/2004 απόφαση του, το Εφετείο βεβαιώνει, πως στο πιο πάνω αποδεικτικό του πόρισμα ότι το πλοίο ήταν αξιόπλοο, κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ των άλλων, και "όλα τα έγγραφα που επικαλούνται παραδεκτώς και προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων", κατά την ανάλυση δε και το σχολιασμό των αποδείξεων, στον οποίο το Εφετείο προβαίνει για να αιτιολογήσει το πόρισμα του, ρητώς μνημονεύει και αξιολογεί "και τα πιστοποιητικά ασφαλείας" (σελ. 30β της προσβαλλόμενης απόφασης). Έτσι, από την πιο πάνω βεβαίωση του Εφετείου και από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι αυτό έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το υπό αριθμό ..... πιστοποιητικό ασφαλείας του πλοίου και τον πίνακα παρακολούθησης παρατηρήσεων, που αποτελεί την 7η σελίδα του, το οποίο οι αναιρεσείοντες αναφέρουν στο δεύτερο λόγο της αναίρεσης και από τον οποίο, όπως διατείνονται, αποδεικνύονταν το αναξιόπλοο του πλοίου. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος.


ΙΙΙ. Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο και την αιτίαση, ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ συνέβαινε το αντίθετο σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Για να είναι όμως ορισμένος ο λόγος αυτός αναιρέσεως και, συνεπώς, να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, πρέπει να αναφέρεται με πληρότητα στο αναιρετήριο η ιστορική βάση της αγωγής που απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, δοθέντος ότι, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, η αοριστία του λόγου αναιρέσεως δεν δύναται να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο. Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, κατά το τμήμα του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά, όπως εκτιμάται, και από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 410 ΑΚ και 72 ΚΠολΔ, έκρινε την αγωγή τους, ως προς την τέταρτη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία, (πέμπτη εναγομένη), ως μη νόμιμη, ως ευθεία αγωγή, και ως πρόωρη, ως πλαγιαστική. Δεν αναφέρεται, όμως, στο αναιρετήριο, για την πληρότητα του λόγου αυτού, όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ιστορική βάση της αγωγής, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είχαν επικαλεσθεί οι αναιρεσείοντες στην αγωγή τους για τη θεμελίωσή της έναντι της τέταρτης αναιρεσίβλητης, ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για το αν η απόρριψη της ως μη νόμιμης, ως ευθείας, και ως πρόωρης ως πλαγιαστικής, έναντι της εναγομένης αυτής, συνιστά ή όχι παραβίαση των διατάξεων των πιο πάνω άρθρων. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως, έτσι όπως διατυπώνεται, είναι αόριστος. IV. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία, αλλ' απέρριψε την αγωγή ή την αίτηση ως μη νόμιμη, ή απαράδεκτη ή ως πρόωρη, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, κατά το άλλο τμήμα του, με τον οποίο για την απόρριψη της αγωγής, κατά τα προεκτιθέμενα, ως προς την τέταρτη αναιρεσίβλητη, αποδίδεται στην απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος.
V. Από τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 παρ. 1 ΑΚ προκύπτει, ότι ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής γίνεται υπερήμερος και εντεύθεν οφείλει στο δανειστή τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται στο νόμο ή τη δικαιοπραξία, αν προηγήθηκε εκ μέρους τού δανειστή δικαστική ή εξώδικη όχληση, η ποία αποτελεί μονομερή και ανακοινωτέα σε άλλον δήλωση βουλήσεως και έχει ισχύ και παράγει τα αποτελέσματα της, μόνο εφόσον γίνει όπως την εννοεί και απαιτεί ο νόμος. Ειδικότερα, η όχληση πρέπει κατά το περιεχόμενο της να είναι ακριβής, ορισμένη, σαφής και καθαρά, πρέπει δηλαδή να προκύπτουν από αυτή, κατά τρόπο αναμφίβολο, το είδος, το ποσό και τα άλλα προσδιοριστικά στοιχεία της απαίτησης, επιπλέον δε να είναι απαλλαγμένη από αίρεση ή άλλο όρο και να απαιτεί ακριβώς από τον οφειλέτη την εκπλήρωση της οφειλόμενης παροχής του. Τέτοια όχληση δεν αποτελεί η επίδοση καταψηφιστικής απόφασης, που γίνεται μόνο προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, χωρίς επιταγή ή έστω απλή πρόσκληση προς πληρωμή των ποσών που επιδικάστηκαν. Κατά λογική ακολουθία, δεν αποτελεί όχληση, με την πιοπάνω έννοια, η επίδοση από τον δανειστή στον οφειλέτη αίτησης, με την οποία απλώς ζητείται, ως ασφαλιστικό μέτρο, για την εξασφάλιση της οφειλόμενης από αυτόν χρηματικής οφειλής,
η συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών του στοιχείων. Επομένως, το Εφετείο, με το να δεχτεί, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, ότι η επίδοση από τους αναιρεσείοντες στους αναιρεσιβλήτους στις 13-2-2001 της από 31-1-2001 αίτησης τους, με την οποία ζητούσαν, ως ασφαλιστικό μέτρο, για την εξασφάλιση της χρηματικής τους απαίτησης κατ' αυτών, τη συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των τελευταίων, δεν συνιστά όχληση, κατά την προαναφερόμενη έννοια και δεν κατέστησε έτσι υπερήμερους τους αναιρεσιβλήτους, με συνέπεια να απορρίψει στη συνέχεια ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα των αναιρεσειόντων για την επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την επίδοση της πιο πάνω αιτήσεως (προγενέστερη της επίδοσης της ένδικης αγωγής), δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 340 ΑΚ και ο περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
VI. Με το άρθρο πρώτο του ν. 2107/1992 κυρώθηκαν από την Ελλάδα και αποτελούν, κατ' άρθρο 28 του Συντάγματος, εσωτερικό κανόνα δικαίου με υπερνομοθετική ισχύ, η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25-8-1924 "για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές" και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23-2-1968 και της 26-12-1979 (Κανόνες Χάγης - Βίσμπυ). Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου δεύτερου του πιο πάνω νόμου και των άρθρων 1 περ. β, 2, 3 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 10 παρ. 2 και 3 της προαναφερόμενης Διεθνούς Σύμβασης προκύπτει, ότι η εν λόγω Σύμβαση έχει εφαρμογή στην Ελλάδα, α) σε κάθε σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, στην οποία τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, εφόσον η μεταφορά αυτή καλύπτεται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο, που αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων και β) σε κάθε θαλάσσια μεταφορά μεταξύ ελληνικών λιμένων, είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι. Τούτο επιτρεπτώς έπραξε ο νομοθέτης, επεκτείνοντας δηλαδή την ισχύ της Σύμβασης και στις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές, σύμφωνα με την ευχέρεια που του είχε παράσχει η τρίτη παράγραφος του άρθρου 10 της Σύμβασης, όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου του 1968, η οποία ορίζει ότι "το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος από του να εφαρμόζει τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής για φορτωτικές που δεν συμπεριλαμβάνονται στις προηγούμενες παραγράφους". Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 148 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ, ν. 3816/1958), το δικαίωμα προς αποζημίωση για μερική απώλεια ή ζημία των φορτωθέντων πραγμάτων αποσβέννυται μετά παρέλευση έτους από την παραλαβή τους. Κατά το άρθρο δε 289 αριθ. 4 του ΚΙΝΔ, σε ετήσια παραγραφή, αρχόμενη σύμφωνα με το άρθρο 291 του ίδιου Κώδικα, από τη λήξη του έτους, κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, υπόκεινται οι αξιώσεις από τη σύμβαση ναύλωσης, μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων καθώς και από τη μη προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης. Αλλ' εφόσον με την αξίωση από τη σύμβαση συρρέει και αξίωση από αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), η αξίωση αυτή υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ. Όμως, κατά το άρθρο 187 του ΚΙΝΔ, ως προς τη φόρτωση, μεταφορά και εκφόρτωση των αποσκευών και την ευθύνη του εκναυλωτή, εφαρμόζονται αναλόγως οι περί συμβάσεως ναυλώσέως διατάξεις και ειδικότερα οι περί μεταφοράς πραγμάτων διατάξεις. Αλλά τέτοιες διατάξεις "περί μεταφοράς πραγμάτων" περιέχει η πιο πάνω Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών (κανόνες Χάγης - Βίσμπυ) που διέπουν, κατά τα προεκτιθέμενα, και τις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές πραγμάτων, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη φορτωτικής. Επομένως, η πιο πάνω Διεθνής Σύμβαση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 187 του ΚΙΝΔ (δηλαδή μέσω του άρθρου αυτού) ρυθμίζει πλέον, μεταξύ άλλων, τις αξιώσεις των επιβατών κατά του μεταφορέα για αποζημίωση, λόγω απώλειας, βλάβης ή καθυστερημένης παράδοσης των αποσκευών και συνακόλουθα τα της παραγραφής των αξιώσεων αυτών, ως προς τις οποίες έτσι οι πιο πάνω διατάξεις του ΚΙΝΔ, που αφορούν μεταφορές πραγμάτων μεταξύ ελληνικών λιμένων, θεωρούνται ως καταργημένες από την έναρξη της ισχύος της προαναφερόμενης Διεθνούς Σύμβασης
των Βρυξελλών. Μια τέτοια ερμηνεία ανταποκρίνεται και στην πρόθεση του αρχικού έλληνα νομοθέτη (του συντάκτη του ΚΙΝΔ), που ήταν να καταστήσει εσωτερικό δίκαιο για όλες τις εθνικές θαλάσσιες μεταφορές, το δίκαιο των κανόνων της Χάγης. Ορίζει δε η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. 4 της Σύμβασης, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 1 παρ. 2 του Πρωτοκόλλου της 23-2-1968, ότι "ο μεταφορέας και το πλοίο θα απαλλάσσονται σε κάθε περίπτωση από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με τα εμπορεύματα, εφόσον δεν έχει εγερθεί αγωγή εντός ενός έτους από την παράδοση τους ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί". Καθιερώνεται δηλαδή με την εν λόγω διάταξη βραχυχρόνια ετήσια παραγραφή, η οποία αρχίζει από την παράδοση των πραγμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί. Ότι πρόκειται για παραγραφή και όχι για αποσβεστική προθεσμία, προκύπτει από την ίδια διάταξη, που ορίζει στη συνέχεια ότι "ωστόσο, αυτή η περίοδος μπορεί να παραταθεί, αν τα μέρη έτσι συμφωνήσουν μεταγενέστερα από το γεγονός που προκάλεσε την αγωγή", αλλά παράταση αποσβεστικής προθεσμίας, για άσκηση δικαιώματος που έχει αποσβεστεί, δεν νοείται. Η πιο πάνω δε ετήσια παραγραφή, η θέσπιση της οποίας οφείλεται στη φύση της δραστηριότητας του μεταφορέα, ο οποίος, απασχολούμενος με πολλές υποχρεώσεις, που δίνουν λαβή σε πλείστες όσες διενέξεις, πρέπει να είναι σε θέση να κάνει τους υπολογισμούς του σε ένα εύλογο χρόνο παραγραφής ισχύει ανεξάρτητα από τη θεμελίωση του δικαιώματος στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς ή σε αδικοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 4 β παρ. 1 της Σύμβασης, που προστέθηκε με το Πρωτόκολλο της 23-2-1968, το οποίο ορίζει ότι "οι ενστάσεις και τα όρια ευθύνης που προβλέπονται σ' αυτή τη Σύμβαση θα ισχύουν για κάθε αξίωση κατά του μεταφορέα σχετικά με απώλεια ή ζημία σε εμπορεύματα που καλύπτονται από σύμβαση μεταφοράς, είτε η αγωγή θεμελιώνεται σε συμβατική ευθύνη είτε σε εξωσυμβατική ευθύνη". Περαιτέρω, ως αποσκευές νοούνται, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, τα συσκευασμένα (σε σάκκους ταξιδιωτικούς, βαλίτσες κλπ) αντικείμενα, που συνοδεύουν τον επιβάτη και προορίζονται για την προσωπική του χρήση. Σ' αυτά περιλαμβάνοντα, ενδεικτικά, είδη ρουχισμού, αμφιέσεως, καλλωπισμού και τα συναφή. Τέλος, ενόψει του ότι ο ΚΙΝΔ και η παραπάνω Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών δεν περιέχουν νύξη για την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα . ως προς τα χρήματα, τα τιμαλφή και τα συναφή πολύτιμα αντικείμενα που φέρει μαζί του ο επιβάτης, ισχύουν και ως προς αυτά οι προαναφερόμενες διατάξεις για τις λοιπές αποσκευές. Στην προκείμενη περίπτωση η πρώτη ενάγουσα (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα), με την ένδικη αγωγή, επικαλούμενη αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων (ήδη αναιρεσιβλήτων), ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να της καταβάλουν και το συνολικό ποσό των 3.350 ευρώ, ως αποζημίωσή της, για την απώλεια, λόγω του ναυαγίου, των αναφερόμενων στην αγωγή προσωπικών της αντικειμένων, συσκευασμένων σε αποσκευές, και του χρηματικού ποσού που έφερε μαζί της, ως επιβάτιδα του βυθισθέντος πλοίου. Προς απόκρουση της αγωγικής αυτής αξίωσης, η αναιρεσίβλητη πρώτη εναγομένη πρότεινε παραδεκτώς την κατά τις πιο πάνω διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών ένσταση ετήσιας παραγραφής, την οποία το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας ότι "από την ημερομηνία που επισυνέβη το ναυάγιο (.....), κατά την οποία τα απολεσθέντα πράγματα - αποσκευές της πρώτης ενάγουσας έπρεπε να εκφορτωθούν από το πλοίο και να παραδοθούν σ' αυτήν, μέχρι την άσκηση της αγωγής (η οποία κατατέθηκε στις 26-4-2002), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους", την δέχτηκε ως νόμιμη και βάσιμη από ουσιαστική άποψη. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε, με την εφαρμογή τους, τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 187 του ΚΙΝΔ και της πιο πάνω από 23-8-1924 Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών και των Πρωτοκόλλων της, ούτε βέβαια τη διάταξη του άρθρου 188 του ΚΙΝΔ που ορίζει για την ευθύνη του εκναυλωτή στην περίπτωση που ο επιβάτης διατήρησε την παραφυλακή των αποσκευών του, αλλ' ούτε, με τη μη εφαρμογή της, τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ. Επιπλέον, το Εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ, με το να μη δεχτεί ότι η παράλειψη από την πρώτη εναγομένη, με το από 6-4-2001 σημείωμα της, επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, την οποία η πρώτη ενάγουσα είχε καταθέσει εναντίον της, να αντιτάξει οποιαδήποτε ένσταση ή άρνηση κατά της απαιτήσεως της τελευταίας για την απώλεια των προσωπικών της ειδών, υποδηλώνει και αναγνώριση της σχετικής αντίστοιχης αξίωσης της πρώτης ενάγουσας, που επέφερε διακοπή της πιο πάνω παραγραφής, αφού η απλή παράλειψη του οφειλέτη να αποκρούσει την όχληση του δανειστή περί του χρέους δεν ενέχει αναγνώριση, κατά την έννοια του άρθρου 260 ΑΚ. Επομένως, ο περί του αντιθέτου, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ έκτος και τελευταίος λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος. Υπό την εκδοχή δε ότι με τον ίδιο λόγο προβάλλεται και αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για μη λήψη υπόψη προταθέντος ισχυρισμού, για αναγνώριση της αξίωσης, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι δεν ιδρύεται ο από τον προαναφερόμενο αριθμό λόγος αναιρέσεως, όταν ο, ως αγνοηθείς, φερόμενος ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος (Ολ. ΑΠ 14/2004 ΕλλΔ 45. 1314). Συνακόλουθα αυτών πρέπει να απορριφθεί η ένδικη και με στοιχ. Α χαρακτηριζομένη αίτηση αναιρέσεως.
(ιι) Με στοιχ. Β αίτηση αναιρέσεως Ι. Στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 9, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 7 παρ. 1, 12 παρ. 1 και 14 της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών για τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, που υπογράφτηκε στις 13-12-1974, κυρώθηκε με το ν. 1922/1991 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζονται τα ακόλουθα: "Διεθνής μεταφορά" σημαίνει κάθε μεταφορά στην οποία σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη, ή σ' ένα μόνο κράτος εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος (άρθρο 1 παρ. 9). Η παρούσα Σύμβαση θα εφαρμόζεται σε κάθε διεθνή μεταφορά αν: α) το πλοίο φέρει τη σημαία ή είναι νηολογημένο σε Κράτος - Μέλος της Σύμβασης αυτής, ή β) η σύμβαση μεταφοράς έχει γίνει σε Κράτος - Μέλος της Σύμβασης αυτής, ή γ) ο τόπος της αναχώρησης ή του προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση της μεταφοράς, βρίσκεται σε Κράτος - μέλος της Σύμβασης αυτής (άρθρο 2 παρ. 1). Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη και για την απώλεια ή τη ζημία αποσκευών αν το γεγονός που προκάλεσε τη ζημία αυτή συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και οφειλόταν σε πταίσμα ή αμέλεια του μεταφορέα ή των υπαλλήλων ή πρακτόρων του που ενεργούν μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς τους (άρθρο 3 παρ. 1). Η ευθύνη του μεταφορέα για θάνατο ή σωματικές βλάβες επιβάτη δεν είναι ανώτερη σε καμμία περίπτωση από 700.000 φράγκα για κάθε μεταφορά (άρθρο 7 παρ. 1). Όπου ισχύουν όρια ευθύνης, που καθορίζονται στα άρθρα 7 και 8, εφαρμόζεται για το σύνολο των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση για όλες τις απαιτήσεις που απορρέουν από το θάνατο ή τις σωματικές βλάβες οποιουδήποτε επιβάτη ή από την απώλεια ή ζημία στις αποσκευές του (άρθρο 12 παρ. 1). Καμμία αγωγή αποζημίωσης για το θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη, ή για την απώλεια ή τη ζημία αποσκευών, δεν εγείρεται κατά του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ή με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση (άρθρο 14). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η προαναφερόμενη Διεθνής Σύμβαση έχει εφαρμογή μόνο σε κάθε διεθνή θαλάσσια μεταφορά, όπως η έννοιά της προσδιορίζεται, κατά τα προεκτιθέμενα, στο άρθρο 1 παρ. 9 της Σύμβασης αυτής και συνεπώς δεν εφαρμόζεται αν ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού, καθώς και οι ενδιάμεσοι λιμένες προσέγγισης, σύμφωνα με τη σύμβαση ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, βρίσκονται στο ίδιο Κράτος. Ο νομοθέτης, αν ήθελε οι ειδικές ρυθμίσεις της Διεθνούς αυτής Σύμβασης να επεκταθούν και επί των εσωτερικών μεταφορών, θα το είχε προβλέψει ρητώς, όπως έχει πράξει στην ανάλογη περίπτωση της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924 (άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 2107/1992, με τον οποίο κυρώθηκε η άλλη αυτή Σύμβαση). Με το να μην εφαρμόζεται δε η παραπάνω Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών και επί των εσωτερικών μεταφορών δεν παραβιάζεται η καθιερούμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού η διάταξη αυτή θεσπίζει την ισότητα του νόμου έναντι των ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολογήτους εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (Ολ. ΑΠ 30/2005), στην εξεταζόμενη δε περίπτωση, με τη Διεθνή πιο πάνω Σύμβαση ρυθμίζονται διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, οι οποίες ενέχουν διαφορετικούς κινδύνους από εκείνους των εσωτερικών θαλάσσιων μεταφορών. Επιπλέον η Διεθνής αυτή Σύμβαση αποβλέπει αποκλειστικά στη ρύθμιση κατά ενιαίο τρόπο των περιπτώσεων, που αφορούν αξιώσεις επιβατών προς αποζημίωση, όταν τα εμπλεκόμενα προς εφαρμογή δίκαια είναι περισσότερα του ενός, όπως συμβαίνει στις διεθνείς μεταφορές, ενώ κάτι τέτοιο, καταρχήν, δεν συμβαίνει επί εσωτερικών μεταφορών. Άρα δεν πρόκειται για ουσιωδώς όμοιες, αλλά για ανόμοιες και διαφορετικές σχέσεις και καταστάσεις. Επομένως το Εφετείο που έκρινε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, η οποία αφορά, όπως δέχτηκε, όχι διεθνή μεταφορά, με την προαναφερόμενη έννοια, αλλά εσωτερική θαλάσσια μεταφορά, δεν εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης, δεν παραβίασε καμμία από τις πιο πάνω ουσιαστικές διατάξεις της Σύμβασης αυτής, ούτε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος και ο περί του αντιθέτου πρώτος, κατά το τμήμα του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος.

ΙΙ. Με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου που εφάρμοσε. Επομένως, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, αλλά έκρινε περί του νομίμου ή ορισμένου αγωγής ή ενστάσεως.
Συνεπώς, ο πρώτος, κατά το τμήμα του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο χωρίς αιτιολογίες, άλλως με ανεπαρκείς αιτιολογίες, έκρινε ότι δεν εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση οι διατάξεις της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης, είναι απαράδεκτος.


ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 562 παρ. 2, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι αν η αγωγή κρίθηκε κατ' ουσίαν βάσιμη ή αβάσιμη, για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προσάπτεται στο δικόγραφο της ουσίας ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ.), δεν αρκεί να εκτίθεται στο αναιρετήριο το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα, αλλά πρέπει επιπλέον να αναφέρονται, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο, ως θεμελιωτικά της κρίσης του για το βάσιμο ή μη της αγωγής, διότι μέσω των πραγματικών αυτών παραδοχών πραγματώνεται εκάστοτε η συγκεκριμένη ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και μόνο ενόψει αυτών, μπορεί να ελεγχθεί αν η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην απόφαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης (Κ.Πολ.Δ, 578, Ολ. ΑΠ 20/2005, ΕλλΔ 46.710). Με τους δεύτερο, κατά το τμήμα του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και πέμπτο από τον ίδιο αριθμό, λόγους της αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, κρίνοντας ότι αυτή υπέχει ιδίαν ευθύνη για την επίδικη ζημία, λόγω παραλείψεως να ελέγξει, αν τα μέλη του πληρώματος που προσελάμβανε, είχαν, εκτός από τα τυπικά, και τα ουσιαστικά προσόντα που τους ανέθετε, καθώς και ευθύνη από την πρόστηση των μελών του πληρώματος του πλοίου "Γ1", παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 31, 43 παρ. 1 και 87 παράγραφοι 1 και 2 του Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, 1 παρ. 1 του π.δ. 177/1974, 84 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου και των άρθρων 914, 922, 929, 932, 281, 288, 297 έως 299 και 71 ΑΚ. Επίσης με το δεύτερο, κατά το τμήμα του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει, ότι το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες για το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της δικής της ευθύνης αναφορικά με την επιλογή του προσωπικού. Όμως η αναιρεσείουσα δεν εκθέτει στο αναιρετήριο με πληρότητα, αλλά τελείως αποσπασματικά, τις πραγματικές παραδοχές του Εφετείου, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε τούτο, ως θεμελιωτικά της κρίσης του για τα πιο πάνω ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα, με τις οποίες (παραδοχές) συντελέστηκε η προβαλλόμενη από αυτήν παραβίαση, ευθέως και εκ πλαγίου, των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων. Επομένως, οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, προεχόντως είναι αόριστοι.
IV. Ο δεύτερος, κατά το τμήμα του από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, όπως εκτιμάται, προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να δεχτεί και ιδίαν της ευθύνη, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αξιολογείται προεχόντως ως απαράδεκτος, εφόσον, για το ορισμένο ατού, δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο η ιστορική βάση της αγωγής, σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμος, διότι στην ένδικη από 28.12.2001 αγωγή, κατ' επιτρεπτή εκτίμηση του περιεχομένου της (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), περιέχεται αυτοτελής αντίστοιχος ισχυρισμός και για ίδια ευθύνη της για την επίδικη ζημία, ένεκα παραλείψεως να ελέγξει αν τα μέλη του πληρώματος που προσελάμβανε είχαν και τα ουσιαστικά προσόντα για τα καθήκοντα που τους ανέθετε. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το τμήμα του από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ καθώς και ο έβδομος λόγος, από τον ίδιο αριθμό, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προβάλλει, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και συγκεκριμένα ότι αυτή έχει και ιδίαν ευθύνη και ευθύνη από την πρόστηση των μελών του πληρώματος του πλοίου, και ότι η ηλεκτρογεννήτρια του πλοίου λειτούργησε μόνο για 3' - 5' λεπτά μετά την πρόσκρουση, είναι αβάσιμοι, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ύστερα από εκτίμηση αποδείξεων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα).
V. Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη τους, όπως του βαθμού πταίσματος του υποχρέου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (ΚΠολΔ 561 παρ. 1), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως, με άμεση δικονομική συνέπεια ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη τις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας με την επιδίκαση των διαλαμβανομένων στις αιτιολογίες της ποσών, ως χρηματική ικανοποίηση των αναιρεσίβλητων, αντί των υπολειπόμενων εκείνων, που αναφέρονται στο αναιρετήριο ευθέως, και εκ πλαγίου παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 914, 932 ΑΚ, ελέγχεται προεχόντως ως απαράδεκτος. 'Ομοια αρνητικά αξιολογείται ως αόριστος και άρα απαράδεκτος, ο υπό την αυτή αρίθμηση λόγος, με τον οποίο, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ευθεία κα εκ πλαγίου παραβίαση της κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας αναφορικά με τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως. Και τούτο προεχόντως για τον λόγο ότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο με πληρότητα, παρά μόνο εντελώς αποσπασματικά και σποραδικά, οι ουσιαστικές παραδοχές της αποφάσεως και ειδικότερα τα γενόμενα δεκτά από αυτήν πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία προσδιόρισε το ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως, με συνέπεια οι ελλείψεις αυτές να καθιστούν αδύνατο τον αιτούμενο αναιρετικό έλεγχο.
VI. Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέονται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο για το σχηματισμό περί της νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσεώς του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε ολιγότερα, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παραβίαση του άρθρου 559 αρ. 8 ή 14 ΚΠολΔ. Με τον σχετικό λόγο εφέσεως υποστηρίχθηκε από την αναιρεσείουσα, ως εκκαλούσα, με την διατύπωση του ισχυρισμού ότι η πρώτη των αναιρεσιβλήτων παρέλειψε να διαλάβει στο δικόγραφο της αγωγής ότι υπέστη προσβολή της υγείας της, το είδος της προσβολής, τις συνέπειές της και το τελικό αποτέλεσμα, προς θεμελίωσή της από την αιτία αυτή διωκομένης αξιώσεως της χρηματικής ικανοποιήσεως, αοριστία της αγωγής και νομικά αβάσιμο αυτής, αποδίδοντας στην προσβαλλόμενη δι' αυτής απόφαση με τον τέταρτο κατά σειρά λόγο αναιρέσεως, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 1, 14 ΚΠολΔ, ευθεία παραβίαση του άρθρου 932 ΑΚ και παράλληλα ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε την αγωγή απαράδεκτη, ως αόριστη, επιπρόσθετα δε ότι αντιθέτως δέχθηκε τα αναφερόμενα ως περιλαμβανομενα στις αιτιολογίες της αποφάσεως πραγματικά περιστατικά ("υπέστη σοκ από το θάνατο τόσων ανθρώπων γύρω της", "θα είναι για πολύ καιρό υπό την επήρρεια σοκ που έχει ως συνέπεια την αφάνταστη και αδικαιολόγητη εξάντλησή της, την αδυναμία της να κοιμηθεί ήσυχα, την αδυναμία της να ασχοληθεί σε μία ασχολία" "ότι έχει υποστεί πλέον ολοκληρωτική φοβία ταξιδιώτη"), που δεν περιλαμβάνονται και δεν προτείνονται με το δικόγραφο της αγωγής, επικαλούμενη για την τελευταία αυτή νομική πλημμέλεια την αναιρετική αιτίαση του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως ελέγχονται ως αβάσιμοι, δοθέντος ότι από την επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι η πρώτη των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων διαλαμβάνει δι' αυτής ότι "για τον υπολογισμό του ύψους της ικανοποίησης πρέπει να ληφθούν υπόψη οι τραγικές συνθήκες υπό τις οποίες έζησα και από την οποία βγήκα μόνο κατά τύχη σώα, το σοκ που υπέστη από το θάνατο τόσων ανθρώπων γύρω μου, μεταξύ των οποίων και της ίδιας της αγαπημένης και παιδικής μου φίλης, ......, την οποία έψαχνα έντρομη μέσα στη σκοτεινή και φουρτουνιασμένη θάλασσα, χωρίς να μπορώ να την σώσω, το γεγονός ότι παρέμεινα νηστική και σε κατάσταση ψυχολογικού ράκους για αρκετές ημέρες μετά το ατύχημα, οι συνέπειες που έχει και θα έχει μελλοντικά η εμπειρία μου αυτή στην ψυχική μου ηρεμία και ζωή. Σήμερα βρίσκομαι ακόμα και θα είμαι για πολύ καιρό κάτω από την επήρρεια σοκ που έχει ως συνέπεια την αφάνταστη και αδικαιολόγητη εξάντλησή μου, την αδυναμία μου να κοιμηθώ ήσυχα, την αδυναμία μου να συγκεντρωθώ σε μια ασχολία, γεγονότα που με εμποδίζουν να ζω φυσιολογικά όπως πριν. Κατά τις περασμένες Πανελλήνιες Εξετάσεις για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πέτυχα στη Σχολή Κοινωνικής Εργασίας του Τ.Ε.Ι. Ηρακλείου Κρήτης. Μετά όμως από το τρομακτικό συμβάν που έζησα, έχω πλέον υποστεί ολοκληρωτική φοβία ταξιδίων, ακτοπλοϊκών κυρίως αλλά και αεροπορικών, με συνέπεια να μου είναι φυσικά αδύνατον να μεταβώ στο ..... Κρήτης για να παρακολουθήσω τις πανεπιστημιακές σπουδές μου στο Τμήμα που πέτυχα". Με τον υπό την αυτή αρίθμηση λόγο προβάλλεται η αναιρετική αιτίαση του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με την έννοια της ανεπάρκειας των αιτιολογιών της αποφάσεως αναφορικά με την παραδοχή της για προσβολή της υγείας της πρώτης των εναγόντων και εντεύθεν ηθική της βλάβη, παραλείποντας να εκθέσει με πληρότητα, αλλά μόνον εντελώς αποσπασματικά και σποραδικά τις σχετικές ουσιαστικές παραδοχές της αποφάσεως, με άμεση δικονομική συνέπεια να ελέγχεται ως αόριστος και άρα απαράδεκτος. 'Ομοια αρνητικά αξιολογείται, ως αβάσιμος, ο υπό την αυτή αρίθμηση λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, με την έννοια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς απόδειξη δέχθηκε ότι η πρώτη των εναγόντων υπέστη βλάβη της υγείας της, δοθέντος ότι κατά τις αιτιολογίες της στο αποδεικτικό αυτό πόρισμα κατέληξε ύστερα από εκτίμηση αποδείξεων, καταθέσεως μαρτύρων και έγγραφο.
VII. Με τον έκτο και τελευταίο εξεταζόμενο λόγο της αναίρεσης, η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 10 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ψέγεται το Εφετείο διότι "έκρινε ως αληθές ότι ήταν δυνατόν να κλείσουν οι υδατοστεγείς θύρες μετά την πρόσκρουση του πλοίου μας στο βράχο από δυο κεντρικές μονάδες με δυνατότητες κλεισίματος 2 στεγανών θυρών τουλάχιστον κάθε δυο διαμερίσματα, ενώ ουδόλως απεδείχθη η ύπαρξη και ο τρόπος λειτουργίας των μονάδων αυτών". Όμως, με την αιτίαση αυτή πλήττεται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία αναιρετικώς είναι ανέλεγκτη και επομένως ο λόγος αυτός αναίρεσης προεχόντως είναι απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνακόλουθα αυτών πρέπει να απορριφθεί η ένδικη με στοιχ. Β χαρακτηριζόμενη αίτηση αναιρέσεως. Τέλος, οι με στοιχ. Α αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα των τρίτου και τέταρτης των αναιρεσιβλήτων, που αυτοτελώς εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους Γεώργιο Αλμπούρα και Δευκαλίωνα Ρεδιάδη, αντίστοιχα, που κατέθεσαν προτάσεις, τα οποία ορίζει στο ποσό των 1.800,00 ευρώ για έκαστο τούτων (ΚΠολΔ 183). Αντίθετα πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των λοιπών παρισταμένων διαδίκων (με στοιχ. Α και Β αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητοι), λόγω της κατ' ίση έκταση εν μέρει νίκης και ήττας εκάστου των διαδίκων μερών (ΚΠολΔ 183, 179).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α. 99/13-9-2006 και Β. 118/17-10-2006 αιτήσεις για αναίρεση της 893/2004 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς, και Γ. την 20/16-11-2006 αίτηση επαναφοράς.

Απορρίπτει την 20/16-11-2006 αίτηση επαναφοράς και τις 99/13-9-2006 και 118/17-10-2006 αιτήσεις αναιρέσεως.

Καταδικάζει τους με στοιχ. Α αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του τρίτου και τέταρτης των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800,00) ` για έκαστον τούτων. Και
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των λοιπών παρισταμένων διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Μαρτίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή