Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Σωματική βλάβη βαριά.
Περίληψη:
Βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη. Αιτιολογία απόφασης. Όχι αναίρεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης. Παραίτηση από έγκληση - όχι παραίτηση από πολιτική αγωγή. Συνέπεια αυτού. Ισχυρισμός κατηγορουμένου για άμυνα. Απόρριψη ισχυρισμών για ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2α, γ και δ ΠΚ. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης από κατηγορούμενο κατά της καταδικαστικής απόφασης με λόγους αναίρεσης τους από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α΄, Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ αναφερόμενους.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2504/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μουρκογιάννη, περί αναιρέσεως της 6-11/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικ/ρίου Κυπαρισσίας και 16/2008 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Καλαμάτας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαΐου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1403/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 9-5-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 16/8-5-2008 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Καλαμάτας ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω. Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ΚΠΔ όπου ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα πέρασε και από τους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσεως, με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως που ασκήθηκε κατ' αυτής και κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος.
Στην προκειμένη περίπτωση οι λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η υπ' αριθμ. 6, 7, 8, 9-10-11/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κυπαρισσίας για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη αιτιολογίας της, πρέπει σύμφωνα με τα προαναφερόμενα να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 310 παρ. 1, 2 και 3 του ΠΚ. "Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση υπάρχει, ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοια του. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε το αποτέλεσμα που προξένησε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης, αποτελεί βαρύτερη περίπτωση της απλής σωματικής βλάβης (άρθρ. 308 ΠΚ) και το βαρύτερο αυτό αποτέλεσμα μπορεί να επέλθει είτε από αμέλεια (άρθρο 29 παρ. 1 ΠΚ) είτε με σκοπό επελεύσεως αυτού (άρθρο 310 παρ. 3 ΠΚ). Για την εφαρμογή της τελευταίας αυτής διατάξεως απαιτείται, αντικειμενικά μεν συνδρομή οποιασδήποτε την πιο πάνω ενδεικτική μνημονευομένων περιπτώσεων της βαριάς σωματικής βλάβης, υποκειμενικά δε σκοπός επελεύσεως αυτού, δηλαδή άμεσος δόλος σκοπού, ο οποίος, αφού ενυπάρχει στα στοιχεία πραγματώσεως του εγκλήματος αυτού, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητας ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚποινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεων ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για ανυπαρξία καταλογισμού ή ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό ή για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Ειδικότερα και όσο αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί άμυνας, από μεν το άρθρο 22 ΠΚ συνάγεται ότι για να υπάρξει άμυνα, η οποία αποτελεί λόγο που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, απαιτείται: 1) άδικη επίθεση, δηλαδή, επίθεση που αντιφάσκει αντικειμενικά προς το δίκαιο, 2) η επίθεση να είναι παρούσα και ως τέτοια θεωρείται εκείνη που έχει αρχίσει να πραγματοποιείται και να εξακολουθεί, καθώς και στον αμέσως και ασφαλώς, επίκειται πραγμάτωσή της, ήτοι, στην από κάποια πράξη, που συνδέεται άμεσα με την εκτέλεση, δηλώνεται φανερά η πρόθεση για επίθεση και 3) η προσβολή του επιτιθεμένου να είναι αναγκαία προς υπεράσπιση του ατόμου, κατά δε το άρθρο 23 του ίδιου Κώδικα, χωρίς την ύπαρξη των κατ' άρθρο 22 στοιχείων της νόμιμης άμυνας, δεν νοείται υπέρβαση των ορίων της τελευταίας από εκείνον, που ξεπέρασε από δόλο ή αμέλεια τα όρια της άμυνας, ενώ αυτός μένει ατιμώρητος, εξαιτίας έλλειψης καταλογισμού, αν η υπέρβαση των ορίων της άμυνας οφείλεται στο φόβο ή την παροχή του από άδικη επίθεση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεων αυτής, η οποίας υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτα ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 16/2008 απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ' είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετική κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος γεννηθείς στα ... το έτος 1929, είναι συνταξιούχος και κατοικεί μόνιμα με την οικογένειά του το ... Έχει τέσσερα αδέρφια, τον Ψ (πολιτικώς ενάγοντα), κάτοικο ..., την ΑΑ, την ΒΒ, κάτοικο ... και την ΓΓ, ομοίως κάτοικο ... Κατά την τελευταία τουλάχιστον πενταετία (πριν από το επίδικο συμβάν) οι σχέσεις του κατηγορουμένου με τα παραπάνω αδέρφια του δεν ήταν ιδιαίτερα καλές, λόγω διαφωνιών που είχαν προκύψει μεταξύ τους ως προς την διανομή της πατρικής περιουσίας (κληρονομιάς), που βρίσκεται στα ... Μάλιστα δε με τον παθόντα αδερφό του Ψ, ο κατηγορούμενος είχε λογομαχήσει έντονα αρκετές φορές για τον παραπάνω λόγο, κυρίως δε για την πατρική οικία, που βρίσκεται μέσα στο χωριό '..., την οποία ήθελε ο κατηγορούμενος εξ ολοκλήρου δική του, πράγμα για το οποίο δε συμφωνούσαν τα αδέρφια του. Στις 3.6.1999 συμφωνήθηκε και μάλιστα εγγράφως, με το από 3.6.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των Ψ, ΑΑ, ΒΒ και ΓΓ αφενός και του Χ (κατηγορουμένου) αφετέρου, να χρησιμοποιεί ο κατηγορούμενος την πατρική οικία στην οποίαν σημειωτέον δεν διέμενε μόνιμα κανείς, όποτε και για όσο χρονικό διάστημα βρισκόταν στα ..., χωρίς κανένα χρηματικό αντάλλαγμα, τα δε άλλα αδέλφια να έχουν και αυτά δικαίωμα να χρησιμοποιούν, προσωρινά πάντοτε την πατρική οικία, κυρίως για τις καλοκαιρινές διακοπές, αφού προηγουμένως ειδοποιήσουν εγκαίρως προς τούτο τον κατηγορούμενο. Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής, η ως άνω ΒΒ, τον Ιούνιο του έτους 2004, ειδοποίησε μέσω του αδελφού της Ψ (παθόντος) τον κατηγορούμενο, με τον οποίο η ίδια δεν είχε καλές σχέσεις, ότι τον Αύγουστο (του ιδίου έτους) ήθελε να μείνει με την οικογένεια της στην πατρική οικία για τις καλοκαιρινές διακοπές. Στις 7.7.2004 (βράδυνες ώρες) ο Ψ, ο οποίος όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι μόνιμος κάτοικος ..., διαμένων σε ιδιόκτητη οικία πλησίον της πατρικής, επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο αδελφό του στην πατρική οικία, όπου ο τελευταίος είχε εγκατασταθεί πριν από μία εβδομάδα, για να του υπενθυμίσει ότι έπρεπε να παραχωρήσει την χρήση της πατρικής οικίας τον μήνα Αύγουστο στην προαναφερόμενη αδερφή τους. Ο κατηγορούμενος αντέδρασε, "νευρίασε", όπως καταθέτει ο Ψ, καθιστώντας με τον τρόπο του σαφές σ' αυτόν ότι δεν ήθελε να παραχωρήσει την χρήση της εν λόγω οικίας στην αδελφή τους. Βλέποντας την στάση αυτή του αδελφού του και προκειμένου να αποφύγει τις διενέξεις, ο Ψ αποχώρησε από την πατρική οικία, λέγοντας στον αδελφό του να το ξανασκεφθεί. Επανήλθε δε την επομένη (8.7.2004), περί ώρα 09.30 π.μ., με σκοπό να συζητήσει και πάλι με τον αδελφό του το ίδιο ζήτημα. Ο τελευταίος την ώρα εκείνη βρισκόταν μέσα στο (μοναδικό) δωμάτιο της διώροφης πατρικής οικίας (το ισόγειο της οποίας αποτελείται από αποθήκη και ο πρώτος όροφος από ένα δωμάτιο), μόλις δε είδε τον αδελφό του, ο οποίος είχε σταθεί στη δυτική ανοικτή πόρτα (εισόδου) του παραπάνω δωματίου, αντιληφθείς προφανώς (ο κατηγορούμενος) τον λόγο της επισκέψεως του, του ζήτησε έντονα και με οργισμένο ύφος να φύγει, λέγοντας του ''σου είπα όχι και να φύγεις, γιατί θα σου κάνω τον τάφο σου". Βλέποντας ο κατηγορούμενος ότι ο αδελφός του δεν υπάκουε, παρά το ότι συνέχιζε να τον απειλεί ότι θα τον σκοτώσει, εξοργισθείς, πήρε την γεμάτη και οπλισμένη κυνηγετική καραμπίνα που είχε κοντά του και πυροβόλησε ευθέως μία φορά στα πόδια τον αδελφό του, από απόσταση τεσσάρων μέτρων, τραυματίζοντας τον στην εσωτερική επιφάνεια του αριστερού του ποδιού, στο ύψος του μηρού, κυρίως όμως στα δάκτυλα του δεξιού χεριού του, με το οποίο ενστικτωδώς ο παθών, την ώρα του πυροβολισμού, προσπάθησε να προφυλαχθεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αναγνωσθείσα από 14.7.2004 Ιατροδικαστική Έκθεση του Ιατροδικαστή ..., ο παθών στις 8.7.2004 εισήχθη στην Ορθοπεδική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Σπάρτης φέρων ακρωτηριασμό παράμεσου δεξιού τρίτης ονυχοφόρου φάλαγγος άκρας χειρός μετά φλεγμονής και μέσου δεξιού τρίτης ονυχοφόρου φάλαγγος με τμήμα δεύτερης φάλαγγος άκρας χειρός μετά φλεγμονής καθώς και πολλαπλά τυφλά τραύματα έσω επιφανείας δεξιού δείκτη τρίτης φάλαγγος, εκτάσεως 0.3 εκατοστών περίπου με φορά από έσω προς τα άνω , καθώς επίσης και πολλαπλά τυφλά τραύματα, εκτάσεως 0,3 εκατοστών περίπου , έσω επιφανείας μεσότητας μηρού μετ' αιματώματος και φορά ελαφρώς λοξά από πάνω προς τα κάτω, φέρουσα ως κεντρικό πυρήνα θλαστικό τραύμα εκτάσεως περίπου 1 εκατ. Σύμφωνα δε με το από 26.3.2007 πιστοποιητικό τύπου Α' του Γενικού Νοσοκομείου Σπάρτης, ο παθών νοσηλεύθηκε στην Ορθοπεδική Κλινική του Νοσοκομείου από 8.7.2004 έως 15.7.2004 με διάγνωση: Ακρωτηριαστικά τραύματα ονυχοφόρων φαλάγγων μέσου και παράμεσου αριστεράς χειρός (εκ προφανούς παραδρομής αντί δεξιάς) και συνθλιπτική κάκωση έσω επιφανείας άνω τριτημορίου αριστερού μηρού, λόγω εισφρύσεως 80-100 χόνδρων (σκάγια) κυνηγετικού όπλου. Μετά τον τραυματισμό του ο παθών και ενώ ο κατηγορούμενος συνέχισε να τον σημαδεύει με το όπλο και να τον απειλεί, προσπάθησε αιμόφυρτος να κατεβεί από τις σκάλες της δυτικής εισόδου της πατρικής οικίας (από όπου είχε ανεβεί στον πρώτο όροφο) για να φύγει, όμως ο κατηγορούμενος του απέκλεισε την οδό διαφυγής, κατεβαίνοντας από την σκάλα της ανατολικής εισόδου με το όπλο στο χέρι. Ο παθών φοβούμενος τα χειρότερα επανήλθε στην οικία από την δυτική είσοδο, μπήκε μέσα στο δωμάτιο, αφού προηγουμένως κλείδωσε την δυτική πόρτα, και προσπάθησε στην συνέχεια να ασφαλίσει και την ανατολική πόρτα, χωρίς όμως να προλάβει, γιατί αντιλήφθηκε τον αδελφό του να επιστρέφει και έτσι κατευθύνθηκε και πάλι προς την δυτική πόρτα, από όπου τελικά και διέφυγε. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι και η αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας, στην οποία αναφέρεται ότι σε όλους τους παραπάνω χώρους βρέθηκαν κηλίδες αίματος, οι οποίες απεικονίζονται και στο συνταχθέν σχετικό πρόχειρο σχεδιάγραμμα. Ο παθών κατέφυγε στο σπίτι του και έπειτα με το αυτοκίνητο του "με ένα πόδι και ένα χέρι" όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε, πήγε στο Κέντρο Υγείας Αρεοπόλεως, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες, στη συνέχεια δε διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Σπάρτης λόγω της σοβαρότητας των τραυμάτων του. Ενόψει των παραπάνω εκτιθεμένων γεγονότων, το Δικαστήριο ομόφωνα κρίνει ότι ο κατηγορούμενος, πυροβολώντας ευθέως εναντίον του αδελφού του από απόσταση τεσσάρων μόλις μέτρων, επιδίωκε οπωσδήποτε να προξενήσει σ' αυτόν βαριά σωματική βλάβη, όπως προκύπτει ιδίως από το μέσο που χρησιμοποίησε, το ημιαυτόματο, δηλαδή, λειόκανο όπλο (καραμπίνα), την πολύ μικρή απόσταση από την οποία πυροβόλησε, δηλαδή των τεσσάρων μόλις μέτρων και τα σημεία του σώματος στα οποία έπληξε τον παθόντα, δηλαδή στο μέσο του αριστερού μηρού και στα δάκτυλα του δεξιού χεριού, η οποία βαριά σωματική βλάβη και προκλήθηκε με τον ακρωτηριασμό της τρίτης ονυχοφόρου φάλαγγος του παράμεσου δακτύλου και της τρίτης ονυχοφόρου φάλαγγος με τμήμα της δεύτερης φάλαγγος του μέσου δακτύλου του δεξιού χεριού του παθόντος, συνεπεία του οποίου (ακρωτηριασμού) δεν μπορεί αυτός πλέον να χρησιμοποιήσει κανονικά το δεξί του χέρι, παρεμποδίζεται δηλαδή, ουσιωδώς η κανονική λειτουργία αυτού στο γράψιμο, φαγητό και λοιπές καθημερινές δραστηριότητες του παθόντος. Άλλωστε και στην παραπάνω ιατροδικαστική έκθεση αναφέρεται ότι ο παθών Ψ φέρει βαρεία επικίνδυνη σωματική βλάβη από χόνδρους (σκάγια) μακρύκανου πυροβόλου όπλου και το ποσοστό αναπηρίας που θα προκύψει ανέρχεται άνω του 40%. Το ότι ο κατηγορούμενος ηθέλησε και επιδίωκε το ως άνω σε βάρος του αδελφού του επελθόν αποτέλεσμα, δηλαδή την βαρεία πάθηση του σώματος αυτού περί την χρήση του δεξιού του χεριού, προκύπτει και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων είναι βίαιος και οξύθυμος χαρακτήρας, αλλά και συμφεροντολόγος, υποδέχθηκε, στις 8.7.2004, τον αδελφό του, ο οποίος αντίθετα διακρίνεται για τον ήπιο και συγκαταβατικό χαρακτήρα του, έχοντας δίπλα του γεμάτη την κυνηγετική του καραμπίνα, πράγμα που φανερώνει την προειλημμένη απόφαση του να αντιδράσει βίαια και απρόκλητα, ακόμη και με πυροβολισμό, στο αίτημα προσωρινής παρανοήσεως της χρήσεως της πατρικής οικίας στην αδελφή τους ΒΒ, ενόψει και του μίσους που διαφαίνεται ότι έτρεφε κατά των αδελφών του, επειδή δεν συμφωνούσαν να περιέλθει σ' αυτόν η κυριότητα της πατρικής οικίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο κατηγορούμενος προξένησε στον παθόντα αδελφό του βαριά σωματικό βλάβη, της οποίας το αποτέλεσμα επιδίωκε, και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι η πράξη του έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως επικίνδυνη (και όχι βαριά) σωματική βλάβη και να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ, γιατί ο ακρωτηριασμός που υπέστη ο αδελφός του δε είναι σοβαρός, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι η ηπιότερη διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ (επικίνδυνη σωματική βλάβη) προϋποθέτει απλή σωματική βλάβη, που απλά τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για την ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη. Αν τέτοια βλάβη επήλθε πράγματι, εφαρμογή έχει όχι η διάταξη του άρθρου 309 αλλά εκείνη του άρθρου 310 ΠΚ για την βαριά σωματική βλάβη που είναι ειδικότερη και προβλέπει την επιβολή βαρύτερης ποινής. Εξάλλου, εφόσον αποδείχθηκε ότι η σωματική βλάβη που προκλήθηκε στον παθόντα είναι βαριά, αποκλείεται και η εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 308 ΠΚ (λόγος άρσης του αδίκου, δικαιολογημένη αγανάκτηση), που επικαλείται ο κατηγορούμενος, διότι η διάταξη αυτή εισάγει προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή και εφαρμόζεται μόνον όταν τελέστηκε το έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση (βλ. ΑΠ 1004/1996 Π.Χρ. ΜΖ.539). Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το πρωί της 8.7.2004 ο αδελφός του, ήλθε στην πατρική οικία με άγριες διαθέσεις, εξαιτίας της διενέξεως που είχαν μεταξύ τους το προηγούμενο βράδυ, κρατώντας μάλιστα στα χέρια του ένα σφυρί και ένα καλέμι, με τα οποία προσπάθησε να καταστρέψει την δυτική πόρτα της οικίας, όταν δε αυτός (κατηγορούμενος) επιχείρησε να τον εμποδίσει, προτρέποντας τον πολύ έντονα και επιτακτικά να φύγει, εκείνος, νεώτερος του κατά 12 χρόνια και με μεγαλύτερη μυϊκή δύναμη, τον κτύπησε με αποτέλεσμα να πέσει στο δάπεδο". Τότε αυτός περιελθών σε τρόμο και ταραχή, πήρε την καραμπίνα και ζήτησε από τον αδελφό του να φύγει, εκείνος, όμως, όχι μόνο δεν υπάκουσε, αλλά κινήθηκε και πάλι απειλητικά προς το μέρος του. Έτσι, ευρεθείς προ αδιεξόδου και άμεσου κινδύνου, πυροβόλησε μία φορά στον αέρα προς εκφοβισμό του αδελφού του, ο δε τραυματισμός αυτού προήλθε από εξοστρακισμό των χόνδρων (σκάγια). Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του κατηγορουμένου δεν επιβεβαιώνονται από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και δεν ευσταθούν. Ειδικότερα, ο μάρτυρας Ψ, ανηψιός των αδελφών ..., κατέθεσε ότι μετά το επεισόδιο τον πήρε τηλέφωνο ο κατηγορούμενος και του ανέφερε τα παραπάνω γεγονότα και ότι και ο ίδιος πιστεύει ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε σκοπό να τραυματίσει τον αδελφό του, ότι πυροβόλησε από φόβο και ταραχή λόγω προηγηθείσης επιθέσεως του αδελφού του εναντίον του και ότι τα σκάγια εξοστρακίστηκαν και τον κτύπησαν στο χέρι και στο πόδι. Η άποψη όμως αυτή και όχι γνώση του μάρτυρος τούτου, για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τραυματίσθηκε ο παθών, μη ενισχυόμενη και από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν έχει καμία αποδεικτική αξία. Οι μάρτυρες υπερασπίσεως ..., γιος του κατηγορουμένου και ..., θυγατέρα του κατηγορουμένου, καταθέτοντας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ανέφεραν για πρώτη φορά, ενώ είχαν καταθέσει και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι, όταν επισκέφθηκαν τον παθόντα θείο τους στο Νοσοκομείο, αυτός παραδέχθηκε, παρουσία μάλιστα και των θείων τους ΓΓ και ΒΒ, ότι έσπρωξε τον πατέρα τους με τις γροθιές του και ο πατέρας τους τον πυροβόλησε. Όταν όμως εξετάσθηκαν στο ακροατήριο οι παραπάνω ΓΓ και ΒΒ, ερωτηθείσες σχετικά, διέψευσαν τα ανήψια τους, καταθέτοντας ρητά και κατηγορηματικά ότι πράγματι ήταν παρούσες κατά την εν λόγω επίσκεψη των ανηψιών τους στο Νοσοκομείο, δεν είπε όμως ποτέ ο παθών (νοσηλευόμενος) αδελφός τους ότι έσπρωξε τον κατηγορούμενο. Να σημειωθεί ακόμη ότι και στην από 9.7.2004 Έκθεση Αυτοψίας αναφέρεται, επί λέξει, ότι "στο δωμάτιο δεν υπήρχαν ίχνη πάλης". Πέραν, όμως, τούτων, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι πυροβόλησε ευρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας, δεν ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, κατά τα αποδειχθέντα, ο παθών επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο με σκοπό να συζητήσουν το ζήτημα της διαμονής της αδελφής τους ΒΒ στην πατρική οικία για τις καλοκαιρινές διακοπές και δεν είχε κανένα λόγο να καταστρέψει την πόρτα της οικίας, που μάλιστα ανήκε εξ αδιαιρέτου σ' όλα τα αδέλφια και στη συνέχεια να επιτεθεί εναντίον του αδελφού του και να τον κτυπήσει χωρίς λόγο. Αντίθετα ο κατηγορούμενος είναι εκείνος, ο οποίος είχε δίπλα του γεμάτο και οπλισμένο το κυνηγετικό του όπλο, με το οποίο και πυροβόλησε τελικά τον παθόντα. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι προηγήθηκε επίθεση του παθόντος κατά του κατηγορουμένου, ούτε άλλη πρόκληση ή ανάρμοστη συμπεριφορά αυτού (παθόντος) εις βάρος του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι, όταν πυροβόλησε, τελούσε σε κατάσταση διαταράξεως της συνειδήσεως λόγω της βίαιης επιθέσεως που είχε δεχθεί από τον αδελφό του και ότι ως εκ τούτου εστερείτο της ικανότητας προς καταλογισμό άλλως ότι η ικανότητα του αυτή ήταν ουσιωδώς μειωμένη (άρθρα 34,36 Π Κ). Είναι δε προφανές ότι δεν συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά, ικανή μάλιστα να προκαλέση διατάραξη της συνειδήσεως με την έννοια του άρθρου 34 ή του άρθρου 36 ΠΚ, η επιμονή του παθόντος να θέλει να ξεκαθαρίσει το ζήτημα της προσωρινής διαμονής της αδελφής τους στην πατρική οικία, αλλά ούτε και η άρνηση του να αποχωρήσει από αυτήν παρά την απειλητική στάση του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν πυροβόλησε ευθέως εναντίον του αδελφού του, αλλά ότι σημάδεψε και πυροβόλησε, για να φοβίσει πάντοτε τον αδελφό του, στον αέρα και συγκεκριμένα στο κενό που υπήρχε μεταξύ του αδελφού του και της κάσας της ανοικτής (δυτικής) πόρτας εισόδου στο δωμάτιο της οικίας, όπου στεκόταν αυτός (παθών), σε καμμιά περίπτωση δεν αναιρεί τον δόλο του. Και τούτο διότι, σύμφωνα με την παραπάνω Έκθεση Αυτοψίας, το πλάτος της συγκεκριμένης πόρτας είναι μόνο εβδομήντα εκατοστά, ο δε παθών είναι σωματώδης άνθρωπος. Επομένως, εκ των πραγμάτων , το κενό αυτό ήταν πολύ μικρό για να διέλθουν από εκεί τα σκάγια του κυνηγετικού όπλου χωρίς να τραυματίσουν σοβαρά τον παθόντα, όταν μάλιστα η απόσταση από την οποία πυροβόλησε ο κατηγορούμενος ήταν μόνο τέσσερα μέτρα, ενώ, όπως και ο ίδιος παραδέχεται (βλ. αυτοτελείς ισχυρισμούς) η διασπορά των χόνδρων (σκάγια) από τον πυροβολισμό είναι απρόβλεπτη και ανέλεγκτη. Εξάλλου δε, το είδος, η έκταση και η σοβαρότητα των τραυμάτων (ακρωτηριασμός των ονυχοφόρων φαλαγγών των δυο δακτύλων του δεξιού χεριού και συνθλιπτική κάκωση έσω επιφανείας αριστερού μηρού) αποδεικνύουν, αφενός μεν ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε ευθέως τον παθόντα, αφετέρου δε ότι ο τελευταίος τραυματίσθηκε από την ευθεία αυτή βολή και όχι από εξοστρακισμό των χόνδρων (σκάγια), όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο κατηγορούμενος. Να σημειωθεί ακόμα ότι ούτε στην Ιατροδικαστική Έκθεση, αλλά ούτε και στην Έκθεση αυτοψίας γίνεται λόγος για εξοστρακισθέντα σκάγια. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να απορριφθούν ομόφωνα οι παραπάνω αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, για τους οποίους έγινε λόγος, και να κηρυχθεί αυτός ομόφωνα ένοχος σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης του αδελφού του Ψ, καθώς και οπλοχρησίας, αφού αποδείχθηκε ότι για την τέλεση της παραπάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1β του ν. 2168/1993 και συγκεκριμένα ένα κυνηγετικό όπλο (καραμπίνα), μάρκας FALKONETI, διαμετρήματος (GAUGE) 12, με αύξοντα αριθμό σειράς ..., με το οποίο πυροβολώντας μία φορά εναντίον του παραπάνω αδελφού του, προξένησε σ' αυτόν βαριά σωματική βλάβη, το αποτέλεσμα της οποίας ηθέλησε και επεδίωκε". Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί της συνδρομής στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων της πρότερης έννομης ζωής του, περί του ότι ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος και περί του ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια μετά την πράξη του (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α, για δ ΠΚ με την ακόλουθη αιτιολογία: Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου βίου (άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, κατά πλειοψηφία, καθόσον δεν προσάγεται κάποια πειστική απόδειξη ότι ο βίος του κατηγορουμένου, ατομικός, οικογενειακός, επαγγελματικός και γενικά κοινωνικός, υπήρξε έντιμος, αφού μόνο από το αντίγραφο του ποινικού μητρώου αυτού που είναι "λευκό", δεν αποδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου χωρίς την συνεπικουρία άλλου αποδεικτικού μέσου, ο έντιμος αυτού βίος προ της τελέσεως της ανωτέρω πράξεως, ενόψει και του ότι οι εξετασθέντες μάρτυρες διαφοροποιούνται ως προς τον χαρακτήρα και την εν γένει συμπεριφορά του κατηγορουμένου, αλλά και ο ίδιος, απολογούμενος, ομολόγησε ότι στο παρελθόν είχε χειροδικήσει κατά της ..., με αφορμή την εμβαδομέτρηση ενός ακινήτου. Κατά την γνώμη, όμως του ενόρκου Κωνσταντίνου Αδαμόπουλου έπρεπε να χορηγηθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, λόγω του λευκού ποινικού μητρώου αυτού και της μεγάλης ηλικίας του. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος και ότι ως εκ τούτου συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 γ ΠΚ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί. Εξάλλου, το γεγονός ότι και μετά τον τραυματισμό του αδελφού του, ο οποίος αιμόφυρτος προσπαθούσε να διαφύγει, ο κατηγορούμενος συνέχισε να τον σημαδεύει με το όπλο και να τον απειλεί, λέγοντάς του "φύγε θα σε αποτελειώσω", ότι δεν παραδέχθηκε την πράξη του και ότι δεν επισκέφθηκε τον τραυματισθέντα αδελφό του στο Νοσοκομείο, κατά του οποίου μάλιστα καταφέρθηκε και με την απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όλα αυτά δεν δίνουν το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να επικαλείται την ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας (άρθρο 84 παρ. 2 δ ΠΚ) και επομένως το σχετικό αίτημα αυτού πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμο". Με βάσει τις παραδοχές αυτές το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο βαριάς σκοπούμενης βλάβης και οπλοχρησίας και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών και έξι (6) μηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την ενοχή τους αναιρεσείοντος και για τη μη συνδρομή στο πρόσωπό του κάποιας των ελαφρυντικών περιστάσεων που επικαλέσθηκε για μείωση της ποινής του, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία κατέληξε στην κρίση του για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση των εγκλημάτων της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης και της οπλοχρησίας, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο (αναιρεσείοντα), τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε γι' αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά στις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 308 παρ. 1, 310 παρ. 1, 2 και 3 ΠΚ και άρθρα 1 παρ. 1β και 14 του ν. 2168/1993, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο σκεπτικό της η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το πρώτο των ως άνω εγκλημάτων διαλαμβάνει τόσο τον αξιούμενο από την παραπάνω διάταξη για την περίπτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος για το οποίος καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων χαρακτηρισμό της βλάβης που προκλήθηκε στον παθόντα πολιτικώς ενάγοντα Ψ (αδελφό του) ως βαρείας με την παραδοχή ότι από την ως άνω πράξη του κατηγορουμένου προξενήθηκε στον παθόντα επί μακρό χρόνο ανικανότητα του τελευταίου να χρησιμοποιήσει το δεξί του χέρι, όσο και τον απαιτούμενο για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης αυτού άμεσο δόλο σκοπού, για τον οποίο, δεδομένου, ότι αυτός ενυπάρχει στην παραπάνω παραδοχή πραγμάτωσης του ως άνω στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, αρκούσε για την αιτιολόγηση αυτού η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων επεδίωκε τον βαρύ τραυματισμό του παθόντος με την ιδιαίτερη επισήμανση ότι ο σκοπός αυτός προκύπτει από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε ευθέως τον παθόντα και ο τελευταίος τραυματίσθηκε από την ευθεία αυτή βολή και όχι από εξοστρακισμό των χόνδρων (σκαγιών). Για την καταδικαστική του κρίση το ΜΟΕ Καλαμάτας έλαβε υπόψη του όλα τα κατ' είδος στην αρχή του αιτιολογικού μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και οι καταθέσεις όλως των μαρτύρων αδιακρίτως, και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δεν ότι εξαίρονται ορισμένα απ' αυτά όπως η ιατροδικαστική έκθεση και η έκθεση αυτοψίας, ανεξαρτήτως του ότι αυτά αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, οφείλεται στην αποδιδόμενη από το ως άνω Δικαστήριο βαρύτητα και δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι αντίθετοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (όσο ως προς την περί ενοχής του κρίση όσο και ως προς την απόρριψη ως αβασίμων κατ' ουσίαν των αυτοτελών ισχυρισμών του περί τέλεσης της πράξης όντας σε κατάσταση άμυνας και περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α, γ και δ του ΠΚ, και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ειδικότερα και σχετικά ως προς την αιτίαση για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί άμυνας (άρθρο 22 ΠΚ ), το Δικαστήριο με ειδική αιτιολογία απέρριψε αυτόν, αφού δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του ότι πριν την τέλεση των εγκλημάτων από τον κατηγορούμενο δεν υπήρξε άδικη επίθεση εκ μέρους του παθόντος κατ' αυτού είτε για τη μορφή της πάλης μεταξύ τους με επιτιθέμενο τον παθόντα ή απόπειρας φθοράς με πρόθεση από τον τελευταίο της θύρας της οικίας, η χρήση της οποίας υπήρξε η αιτία για να δημιουργηθεί η διένεξή τους και ο αναιρεσείων να ενεργήσει αξιόποινα κατά τον αδελφό του. Γι' αυτό η προαναφερόμενη αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Ακόμα, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής πρέπει να περιέχει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 84 ΚΠΔ επί ποινή απαραδέκτου, συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, τους λίγους επί των οποίων στηρίζεται το δικαίωμα παράστασης και το είδος της ζημίας. Δηλαδή υλική ή ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη που υπέστη ο δηλών. Η έννοια δε της ηθικής βλάβης είναι ευρύτατη και περιλαμβάνει και την ψυχική βλάβη, γι' αυτό και δεν δημιουργείται ακυρότητα αν ο πολιτικώς ενάγων στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής εκ παραδρομής δηλώσει ότι παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχική οδύνης, αντί του ορθού λόγω ηθικής βλάβης. Εξάλλου, για την περίσταση του παθόντος, ως πολιτικώς ενάγοντος για πράξη δικαιούμενη αυτεπαγγέλτως δεν είναι προϋπόθεση η υποβολή μηνύσεως - εγκλήσεως απ' αυτόν και η τυχόν παραίτηση από την έγκληση δεν σημαίνει συνάμα και παραίτηση από την πολιτική αγωγή, αν δεν γίνεται στη δήλωση παραίτησης σαφής μνεία, καθόσον οι περί παραιτήσεως δηλώσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο των Τακτικών Δικαστών του Μικτού Εφετείου Καλαμάτας, δέχθηκε ως νόμιμη την παράσταση πολιτικής αγωγής του παθόντος Ψ για χρηματική ικανοποίηση 45 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης, ο οποίος με δήλωσή του είχε παραιτηθεί μεν στην προανάκριση μόνο από την έγκληση καίτοι πρόκειται περί εγκλήματος (βαριάς σωματικής βλάβης) που διώκεται αυτεπαγγέλτως όχι όμως και από το δικαίωμά του να παραστεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων, όπως και παρέστη και του επιδικάσθηκε το ποσό των 45 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από τους τακτικούς δικαστές του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κυπαρισσίας, από πρόδηλη παραδρομή από τον ορθού λόγου ηθικής βλάβης του εξαιτίας της βαριάς σωματικής βλάβης που υπέστη από τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα. Εντεύθεν ουδεμία απόλυτη ακυρότητα συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την επιδίκαση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του αυτού ποσού στον ίδιο πολιτικώς ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση του (45 ευρώ) προσδιορίζοντας ορθά την αιτία της τοιαύτης επιδίκασης (λόγω ηθικής βλάβης). Γι' αυτό ο σχετικός από τα άρθρα 171 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠολΔ λόγος της κρινόμενης αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9 Μαΐου 2008 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 16/2008 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Καλαμάτας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Δεκεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ