Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2070 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Αναίρεση μερική, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση. Στοιχεία του εγκλήματος. Υπεξαίρεση διαπράττει και ο πράκτορας, ο οποίος δεν απέδωσε στην αντισυμβαλλομένη του αεροπορική εταιρία το τίμημα πωλήσεως εισιτηρίων που εισέπραξε. Δικαιοστάσιο επιστρατεύσεως (άρθρο 8 ν.δ. 8/1974). Οι αναστολές, που προβλέπονται, ισχύουν μόνο για το διάστημα που είναι κάποιος επιστρατευμένος, και όχι μέχρι 18.12.2002 που ήρθη η επιστράτευση με το π.δ. 371/2002. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη και απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών για παραγραφή και συγγνωστή νομική πλάνη. Αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς τις διατάξεις για την απόρριψη ισχυρισμού για αναγνώριση ελαφρυντικού άρθρου 84 § 2 β ΠΚ και για τον καθορισμό ποινής και παραπομπή.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2070 / 2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Μήλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 258/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών,
με πολιτικώς ενάγουσα την ... αεροπορική εταιρεία με την επωνυμία "DEUTSCHE LUFTHANSA AG", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Τουκμακτσή. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 326/2010.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1α του ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους", προκύπτει ότι για την ύπαρξη της υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, και ε) προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Με την έννοια αυτή, διαπράττει υπεξαίρεση και αυτός, ο οποίος, δυνάμει συμβάσεως πρακτορείας που συνήψε με αεροπορική εταιρία, πούλησε, για λογαριασμό της εταιρίας, αεροπορικά εισιτήρια και δεν απέδωσε το τίμημα.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.δ. 8/1974 "δικαιοστάσιο επιστρατεύσεως", "1. αναστέλλεται η λήξις της συμβατικής προθεσμίας της αφορώσης εις την εκπλήρωσιν ενοχικής υποχρεώσεως υπό προσώπου υπηρετούντος εις το στράτευμα ή τελούντος εν επιστρατεύσει, πηγαζούσης εκ προσυμφώνου ή οριστικής συμβάσεως: α) εάν η λήξις εμπίπτη εντός του χρόνου ισχύος του παρόντος και β) εάν εκ της παρελεύσεως αυτής επέρχεται έκπτωσις από δικαιώματος ή κατάπτωσις ποινικής ρήτρας. Αναστέλλεται ωσαύτως η λήξις των προθεσμιών πληρωμής συναλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν η εμπίπτουσα εντός του χρόνου της ισχύος του παρόντος, εφ` όσον ο υπόχρεος προς πληρωμήν υπηρετεί εν τω στρατεύματι ή τελεί εν επιστρατεύσει. 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον αναστολή παύει μετά παρέλευσιν δέκα ημερών από της λήξεως της ισχύος του παρόντος". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, οι σχετικές αναστολές ίσχυαν για όσο χρόνο ήταν κάποιος πράγματι στρατευμένος ή επιστρατευμένος κατά την έκτακτη περίοδο της επιστρατεύσεως και όχι και για τον υπόλοιπο χρόνο ισχύος του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Πρόθεση του νομοθέτη ήταν η προστασία αποκλειστικώς εκείνων οι οποίοι, κατά το χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε να εκπληρώσουν συμβατική τους υποχρέωση, ή ήταν ήδη στρατευμένοι με την ιδιότητα του μονίμου ή του εφέδρου στρατιωτικού, ή επιστρατεύτηκαν κατ` εκείνο το διάστημα και δεν μπορούσαν, εξαιτίας της απασχολήσεώς τους με καθαρώς στρατιωτικά καθήκοντα, λόγω εκτάκτων περιστάσεων, να φανούν συνεπείς στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους. Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του π.δ. 371/2002, που ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 18.12.2002, επήλθε άρση της γενικής επιστρατεύσεως των ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας, η οποία είχε θεσπισθεί με το π.δ. 506/1974, ενώ, με τη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω π.δ. 371/2002, καταργήθηκε το π.δ. 506/1974 "περί Γενικής Επιστρατεύσεως των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας". Και ναι μεν δεν καταργείται ρητά το δικαιοστάσιο επιστρατεύσεως που επέβαλε το ν.δ. 8/1974, πλην, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το εν λόγω δικαιοστάσιο θεσπίσθηκε ενόψει του καθεστώτος της γενικής επιστρατεύσεως, την οποία είχε επιβάλει το π.δ. 506/1974, το οποίο έχει ήδη καταργηθεί και πλέον δεν υφίσταται τέτοιο καθεστώς. Η κατάργηση, συνεπώς, του δικαιοστασίου του ν.δ. 8/1974, που είναι νόμος προσωρινής ισχύος, είναι δεδομένη, εφόσον οι λόγοι οι οποίοι επέβαλαν τη θέσπισή του έχουν εκλείψει, όχι λόγω παρελεύσεως των συνθηκών επιβολής, αλλά νομοθετικώς με το π.δ. 371/2002. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι και οι περί συγγνωστής νομικής πλάνης (άρθρο 31§2 ΠΚ) και εξαλείψεως του αξιοποίνου με παραγραφή (άρθρα 111 επ. ΠΚ), αφού η παραδοχή τους οδηγεί του πρώτου στην απαλλαγή του κατηγορουμένου και του δευτέρου στην οριστική παύση της ποινικής διώξεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα υπεξαιρέσεως σε βάρος της εταιρίας "Deutsche Lufthansa Aktiengesellschaft", πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκαν τα εξής: Από το έτος 1989 ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος επιχείρηση τουριστικού γραφείου στην ... με τον διακριτικό τίτλο "Χ TRAVEL", συνεργαζόμενος με τη Διεθνή Ένωση Αεροπορικών Μεταφορών IATA, μέλος της οποίας είναι η πολιτικώς ενάγουσα γερμανική αεροπορική εταιρεία ....., ανέλαβε (ο κατηγορούμενος) υπό την ιδιότητα του πράκτορα την υποχρέωση (σύμβαση πρακτόρευσης), όπως κατ' εντολή και για λογαριασμό της τελευταίας εκδίδει και πωλεί σε διαφόρους ταξιδιώτες, αεροπορικά εισιτήρια, το δε αντίτιμο των αεροπορικών εισιτηρίων να το αποδίδει στην ίδια εντός του πρώτου 15νθημέρου του επομένου της εκδόσεως των εισιτηρίων μηνός, μετά την αφαίρεση της νόμιμης προμήθειάς του. Για τον ανωτέρω λόγο η πολιτικώς ενάγουσα προμήθευε τον κατηγορούμενο με στοκ εντύπων εισιτηρίων μαζί με τις ειδικές πλακέτες (σφραγίδες) φέρουσες το σήμα, την επωνυμία αυτής και τον κωδικό αριθμό, στοιχεία τα οποία ο κατηγορούμενος έθετε επί ενός εκάστου εξ αυτών (εισιτηρίων) κατά τρόπο ώστε να φαίνεται ότι εκδίδονται και πωλούνται επ' ονόματί της. Όμως ο κατηγορούμενος, παρότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 15-1-2002 εξέδωσε και πώλησε σε τρίτους τα αναφερόμενα στην προσαρτημένη στο διατακτικό κατάσταση, αεροπορικά εισιτήρια, δεν απέδωσε, ύστερα από αφαίρεση της νόμιμης προμήθειάς του, όπως είχε υποχρέωση, στην πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία το εναπομείναν "καθαρό" εισπραχθέν ποσό του τιμήματος των ως άνω κινητών πραγμάτων ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των 3.105,24 ευρώ, μέχρι την 15η ημέρα του επομένου μήνα από εκείνον μέσα στον οποίο έγιναν οι πωλήσεις, ήτοι μέσα στην ταγμένη προθεσμία έως την 15-2-2002, παρά δε τις επανειλημμένες οχλήσεις εκ μέρους της πολιτικώς ενάγουσας αρνήθηκε να αποδώσει το ως άνω οφειλόμενο ποσό, παρακρατώντας και ιδιοποιούμενος αυτό παρανόμως. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το αξιόποινο της πράξεως για την οποία κατηγορείται έχει παραγραφεί με την πάροδο οκταετίας από την τέλεσή της, καθόσον ο χρόνος κατά τον οποίο ήταν υποχρεωμένος να αποδώσει το επίδικο ποσό των 3.105,24 ευρώ ήταν η 21-1-2002 και όχι η 15-2-2002 και τούτο διότι, με την από 21-1-2002 επιστολή της Διευθύντριας του Σχεδίου Τραπεζικού Διακανονισμού (BSP) κηρύχθηκε έκπτωτος (σε κατάσταση default) και του γνωστοποιήθηκε ότι όλα τα χρέη του προς την ΙΑΤΑ ήταν άμεσα απαιτητά, οπότε πλέον το χρέος του κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κατά την 21-1-2002 σύμφωνα με το άρθρο 2 της από 31-1-1996 σύμβασης μεταξύ αυτού και της ΙΑΤΑ, κατά το οποίο, οι όροι και οι προϋποθέσεις που διέπουν τη σχέση μεταξύ του μεταφορέα και του πράκτορα εκτίθενται στους κανονισμούς που περιέχονται στο Εγχειρίδιο του Ταξιδιωτικού Πράκτορα, το οποίο προσαρτάται στη σύμβαση αυτή και σύμφωνα με το κεφάλαιο 9 παράγραφος 2 του Εγχειριδίου αυτού... Στην προκειμένη περίπτωση από την ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, 59/1-4-2008 ένορκη βεβαίωση της διευθύντριας του ελληνικού γραφείου της Διεθνούς Ένωσης Αεροπορικών Μεταφορών (...) ... που προσκόμισε ο κατηγορούμενος και αναγνώσθηκε, και η οποία έχει επί λέξει: "....Έτσι την 21-1-2002 έστειλα στον κ. Χ (κατηγορούμενο) επιστολή με την οποία τον ενημέρωνα ότι εξ αιτίας της σφραγίσεως της επιταγής του ως ακάλυπτης, σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους της σύμβασης που είχε υπογράψει με την ΙΑΤΑ, ήμασταν υποχρεωμένοι να διακόψουμε την περαιτέρω παροχή προς αυτόν αεροπορικών εισιτηρίων με πίστωση, σύμφωνα με την μεταξύ μας σύμβαση. Επί πλέον του γνωστοποίησα ότι στο εξής η όποια εκ μέρους του αγορά αεροπορικών εισιτηρίων θα μπορούσε να γίνει τοις μετρητοίς απ' ευθείας από τις αεροπορικές εταιρείες μέλη μας. Δεδομένου δε ότι μετά την επιστολή μου αυτή ο κ. Χ (κατηγορούμενος) δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια εξόφλησης ή διακανονισμού της οφειλής του, με την από 27-3-2002 επιστολή του κεντρικού γραφείου της ΙΑΤΑ στη Γενεύη Ελβετίας, γνωστοποιήθηκε στον κ. Χ (κατηγορούμενο) η οριστική διακοπή της μεταξύ εκείνου και της ΙΑΤΑ συμβάσεως, με ισχύ από 29-4-2002. Με την ίδια επιστολή γνωστοποιούνταν ξανά στον εν λόγω πράκτορα ότι θα μπορούσε στο εξής να συναλλάσσεται απευθείας με τις επί μέρους αεροπορικές εταιρείες τοις μετρητοίς. Επί πλέον γινόταν γνωστό στον κ. Χ (κατηγορούμενο) ότι η καταγγελία της συμβάσεώς του δεν θα ελάμβανε χώρα εάν πριν τις 29-4-2002 εγγράφως διακανόνιζε την οφειλή του με καταβολή τουλάχιστον του 50% του ποσού της οφειλής, του υπολοίπου καταβαλλομένου με συγκεκριμένες δόσεις. Στις 29-4-2002 με νέα επιστολή μου κάλεσα τον κ. Χ ξανά να διακανονίσει την οφειλή του προκειμένου να μην τεθεί σε ισχύ η καταγγελία της συμβάσεως του με την ΙΑΤΑ...", αποδεικνύεται ότι, όχι μόνο (έχει παραλειφθεί, από φανερή παραδρομή, η λέξη "δεν") απαιτήθηκε από τον κατηγορούμενο η άμεση καταβολή της οφειλής του, αλλά αντιθέτως του δόθηκε προθεσμία τακτοποιήσεως του χρέους του με διακανονισμό μέχρι την 29-4-2002, όπως εξάλλου προκύπτει και από την προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα από 27-3-2002 επιστολή της ΙΑΤΑ προς τον κατηγορούμενο, την οποία επικαλέστηκε στην ως άνω ένορκη κατάθεση της η μάρτυρας Νίκη Μπουσιώτη. Επομένως ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί τελέσεως της υπεξαιρέσεως την 21-1-2002, διότι τότε κατέστη ληξιπρόθεσμη και άμεσα απαιτητή η οφειλή του, παρελθούσης έκτοτε και μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως, οκταετίας και ως εκ τούτου επήλθε παραγραφή αυτής, είναι αβάσιμος και απορρίπτεται. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος επικαλείται ως λόγους απαλλαγής του α) έλλειψη του στοιχείου του παρανόμου της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της υπεξαίρεσης και συγκεκριμένα το άρθρο 3 του Ν.Δ. 8/1974 (Δικαιοστάσιο Επιστράτευσης 1974) για την αναστολή των ανωτέρω συμβατικών του προθεσμιών που αφορούσαν την εκπλήρωση υποχρεώσεών του προς την εγκαλούσα, διότι στις 21-12-2001 κλήθηκε να καταταγεί στην 8η Ε.Μ. Αρμάτων (Πέραμα Ιωαννίνων) απ' όπου απολύθηκε την 23-1-2002 και επομένως κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δηλαδή στις 21-1-2002 που είχε καταστεί απαιτητό το χρέος του προς την εγκαλούσα εταιρεία ΙΑΤΑ είχαν ανασταλεί όλες οι συμβατικές του υποχρεώσεις και β) έλλειψη της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω αδικήματος λόγω συγγνωστής πλάνης του, καθόσον πίστευε, όταν στις 21-1-2002 κλήθηκε να αποπληρώσει όλες τις οφειλές του προς την εγκαλούσα, ότι λόγω της προαναφερθείσης επιστράτευσής του δεν υποχρεούνταν να καταβάλει τα οφειλόμενα. Όμως αμφότεροι σι ισχυρισμοί του είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε ο χρόνος λήξεως της συμβατικής του υποχρεώσεως δεν ήταν η 21-1-2002, καθ' ον ήταν επιστρατευμένος, αλλά η 15-2-2002 κατά την ισχύουσα σύμβαση μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας εταιρείας και κατά πάσα περίπτωση η χορηγηθείσα σ αυτόν προθεσμία προς εξόφληση των οφειλών του μέχρι την 29-4-2002. Ανεξαρτήτως δε τούτων, ο κατηγορούμενος ουδέποτε εκδήλωσε την πρόθεσή του να καταβάλει, έστω και εκπροθέσμως τις οφειλές του στην εγκαλούσα.... Επομένως, με βάση όσα αναφέρθηκαν παραπάνω ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης για την οποία κατηγορείται, δηλαδή της υπεξαιρέσεως 3.105,24 ευρώ που εισέπραξε από την πώληση εισιτηρίων της εγκαλούσας κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 15 Ιανουαρίου 2002 και έπρεπε να αποδώσει έως την 15-2-2002". Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, εκτίθεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε καταρτίσει με την πολιτικώς ενάγουσα εταιρία σύμβαση πρακτορείας, δυνάμει της οποίας διέθεσε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 μέχρι 15.1.2002, αεροπορικά εισιτήρια, για λογαριασμό της εταιρίας, πλην δεν κατέβαλε το τίμημα που είχε εισπράξει γι` αυτά μέχρι την 15η ημέρα του επομένου μήνα, ήτοι μέχρι 15.2.2002. Εκτίθεται, ακόμη, όσον αφορά την απορριπτική κρίση επί των αυτοτελών ισχυρισμών που είχε προβάλει ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικά, περί παραγραφής του αξιοποίνου, η οποία είχε συμπληρωθεί στις 21.1.2002, και συγγνωστής νομικής πλάνης, η οποία συνίστατο στο ότι, κατά την 21.1.2002, αυτός υπηρετούσε, ως επίστρατος έφεδρος Ανθυπολοχαγός, στην 8η Ε. Μ. Αρμάτων και ότι πίστευε ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει τα χρηματικά ποσά που του είχαν καταλογισθεί για την επίμαχη χρονική περίοδο, αρνούμενος δε να τα καταβάλει, δεν τελούσε υπεξαίρεση: α) Ως προς τον πρώτο: Ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως χρόνος τελέσεως της πράξεως η 21.1.2002, οπότε είχε κηρυχθεί αυτός έκπτωτος, γιατί, με βάση την από 21.1.2002 επιστολή της Διευθύντριας του ελληνικού γραφείου της ΙΑΤΑ ..., όχι μόνο δεν απαιτήθηκε η άμεση καταβολή της οφειλής του πριν από την πάροδο του συμβατικού χρόνου της 15.2.2002, αλλά του δόθηκε και παράταση μέχρι την 29.4.2002. Και β) ως προς τον δεύτερο: Ότι ο χρόνος λήξεως της συμβατικής του υποχρεώσεως δεν ήταν η 21.1.2002, οπότε ήταν επιστρατευμένος, αλλά η 15.2.2002, οπότε είχε πλέον αποστρατευθεί, και, σε κάθε περίπτωση, η 29.4.2002, ανεξαρτήτως δε αυτού, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δεν εκδήλωσε ποτέ πρόθεση να καταβάλει, έστω και εκπροθέσμως, τα καθυστερούμενα. Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί συγγνωστής νομικής πλάνης, εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεως του άρθρου 3 του ν.δ 8/1974 και αυτών του π.δ.371/2002, συνισταμένη στο ότι είχε ανασταλεί η συμβατική υποχρέωσή του έναντι της μηνύτριας μέχρι την 28.12.2002, οπότε ήρθη η κατάσταση γενικής επιστρατεύσεως και, επομένως, δεν συνέτρεχε το στοιχείο του παρανόμου της όποιας ιδιοποιήσεως του αποδιδόταν, αφού η αναστολή κάλυπτε τον φερόμενο ως χρόνο τελέσεως (15.2.2002 ή 29.4.2002), και εκ πλαγίου παράβαση της διατάξεως του άρθρου 375 του ΠΚ και των διατάξεων για την παραγραφή, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα: Κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, οι αναστολές που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. 8/1974 ίσχυαν για όσο χρόνο ήταν κάποιος πράγματι στρατευμένος ή επιστρατευμένος κατά την έκτακτη περίοδο της επιστρατεύσεως και όχι και για τον υπόλοιπο χρόνο και δη μέχρι τις 28.12.2002 που ήρθη η κατάσταση της γενικής επιστρατεύσεως. Δηλαδή, ο αναιρεσείων, μετά την αποστράτευσή του (η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, που περιέχονται στα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση αυτών, έλαβε χώραν στις 23.1.2002), είχε υποχρέωση να αποδώσει στη μηνύτρια το οφειλόμενο τίμημα τω εισιτηρίων και, κατά συνέπειαν, ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος δεν μεταβάλλεται. Η αιτίαση ότι, ενώ το Τριμελές Εφετείο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για υπεξαίρεση με χρόνο τελέσεως 15.2.2002, δέχθηκε, αντιφατικά, ότι του είχε, συμβατικά, χορηγηθεί προθεσμία τακτοποιήσεως της οφειλής του μέχρι 29.4.2002 και, επομένως, παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ, είναι αβάσιμη, γιατί, και αν θεωρηθεί ως χρόνος τελέσεως η 29.4.2002, η μετάθεση του χρόνου δεν θα ωφελούσε τον κατηγορούμενο, αφού θα μετέθετε το χρόνο συμπληρώσεως της παραγραφής της πράξεως, η οποία, με χρόνο ενάρξεως την 15.2.2002, συμπληρωνόταν στις 15.2.2010. Τέλος, η αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας, ενώ αναφέρει ρητά και δίνει βαρύνουσα σημασία στην ένορκη βεβαίωση της Διευθύντριας της ΙΑΤΑ, δεν κάνει καμιά αναφορά για το πραγματικό περιστατικό της αποστολής της από 21.1.2002 επιστολής προς τον αναιρεσείοντα και των εννόμων συνεπειών που αυτή είχε, είναι αβάσιμη, γιατί, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, το Δικαστήριο αναφέρεται και στην εν λόγω επιστολή, καθώς και στις έννομες συνέπειές της, όπως, επίσης, και στην παράταση που δόθηκε για το διακανονισμό της οφειλής.
Περαιτέρω, η κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 §2 ΠΚ αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα υπό την προϋπόθεση της προβολής του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Όταν συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά μόνο, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχείο β, ήτοι το ότι ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποίαν εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, ζήτησε, δια του συνηγόρου του, να του αναγνωρισθεί, εκτός από την συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως του εντίμου προτέρου βίου (άρθρο 84 παρ. 2α' ΠΚ), που του αναγνώρισε το Δικαστήριο, και η συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2β' ΠΚ, ήτοι ότι ωθήθηκε στην πράξη του από αίτια όχι ταπεινά, αλλά από μεγάλη ένδεια, επικαλούμενος, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και με προφορική ανάπτυξή των όσα με έγγραφο υπόμνημά του, που καταχωρήθηκε αυτούσιο στα πρακτικά, είναι αναγκαία πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση της τοιαύτης περιστάσεως και δη, επί λέξει, ότι: "Εν προκειμένω, λειτουργούσα το εν λόγω τουριστικό μου γραφείο επί της ανωτέρω διευθύνσεως από το έτος 1990 έως και το 2002, ανταποκρινόμενος πάντοτε εγκαίρως στις όποιες οικονομικές μου υποχρεώσεις. Από το τρομοκρατικό, ωστόσο, χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου των Η.Π.Α. παρουσιάστηκε στην επιχείρησή μου, όπως και στα περισσότερα τουριστικά πρακτορεία, μια πρωτοφανής κρίση με αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση του κύκλου εργασιών της. Επιπροσθέτως και σαν να μην έφθανε αυτό, αναγκάσθηκα, όπως προεξετέθη στις 21/12/2001, σε ηλικία 46 ετών και ήδη πατέρας τριών ανηλίκων τέκνων να παρουσιασθώ και να καταταγώ στην 8η Ε. Μ. Αρμάτων (Πέραμα Ιωαννίνων) ως επίστρατος έφεδρος Ανθυπολοχαγός, από όπου και απολύθηκα στις 23/01/2002, αφού πρώτα αντιμετώπισα και το τραγικό ενδεχόμενο να παραπεμφθώ στο ακροατήριο του Στρατοδικείου Αθηνών κατηγορούμενος για το αδίκημα της ανυποταξίας σε περίοδο γενικής επιστρατεύσεως, κατηγορία για την οποία, ευτυχώς, απηλλάγην με το υπ` αριθ. 40/2002 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Στρατοδικείου Αθηνών. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, η επιχείρησή μου άγγιξε το χείλος της καταστροφής. Συγκεκριμένα, ενώ ήμουν εγκεκριμένος πράκτορας της Διεθνούς Ένωσης Αεροπορικών Μεταφορών (ΙΑΤΑ) και απολύτως συνεπής στις έως τότε υποχρεώσεις μου, επειδή δεν μπόρεσα να εισπράξω τα οφειλόμενα σε εμένα από τους δικούς μου πελάτες, λόγω της στράτευσής μου, δεν κατάφερα, ταυτόχρονα, να αποδώσω στην ΙΑΤΑ αυτά που όφειλα, στους προκαθορισμένους δια της μεταξύ μας συμβάσεως χρόνους. Κατά συνέπεια, η ΙΑΤΑ χωρίς να επιδείξει καμία ανοχή και να μου δώσει πίστωση χρόνου, με την από 21.01.2002 επιστολή της Διευθύντριας της, με κήρυξε σε κατάσταση default και ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός της (Προϊστάμενος Group 4) ήλθε στις 21.01.2002 στο ταξιδιωτικό πρακτορείο που διατηρούσα στην ..., μου αφαίρεσε το απόθεμα όλων των ενιαίων τίτλων μεταφοράς που κατείχα και μου γνωστοποίησε ότι όλα τα χρέη μου προς την ανωτέρω εγκαλούσα εταιρία ήταν άμεσα απαιτητά. Μετά την τραγική αυτή εξέλιξη, βρέθηκα στην δυσμενέστατη θέση να έχουν δημιουργηθεί τεράστια χρέη, τα οποία δεν είχα τη δυνατότητα να εξοφλήσω, καθώς μου στερήθηκε η ιδιότητα του αναγνωρισμένου πράκτορα ΙΑΤΑ και άρα μειώθηκε δραματικά η ανταγωνιστικότητα και ο κύκλος εργασιών της επιχείρησής μου. Από τις ενέργειες αυτές της ΙΑΤΑ, αφ' ενός επειδή πλέον είχα μηδαμινή ρευστότητα και άρα αδυνατούσα να καλύψω εξ ιδίων και την παραμικρή απώλεια εσόδων μου (π.χ. ακυρώσεις κρατηθέντων εισιτηρίων, μεγάλες καθυστερήσεις πληρωμών ή και μη πληρωμές από σημαντικούς πελάτες μου ιδιώτες, κατά των οποίων ειρήσθω εν παρόδω δεν είχα κανένα τρόπο δικαστικής διεκδίκησης των οφειλομένων σε εμένα, διότι όλα τα αεροπορικά εισιτήρια φέρουν υποχρεωτικά την ένδειξη cash (μετρητά) και άρα εμφανίζονται ως εξοφλημένα) και αφ' ετέρου επειδή σι εταιρίες, από τις οποίες υποχρεώθηκα μετά να αγοράζω αεροπορικά εισιτήρια δεν δέχονταν επιστροφές και άρα πλήρωνα εισιτήρια, τα οποία είχα πωλήσει, χωρίς να έχω εισπράξει το τίμημα τους, οδηγήθηκα τελικά σε παντελή οικονομική καταστροφή και στο κλείσιμο της επιχείρησής μου στα τέλη του έτους 2002. Ως εκ τούτου, εν όψει των προεκτεθέντων αποδεικνύεται περίτρανα ότι οποιαδήποτε ποινικά κολάσιμη πράξη και αν ήθελε παρ' ελπίδα μου αποδοθεί, θα πρέπει να μου αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό ότι αυτήν την τέλεσα, ωθούμενος από όχι ταπεινά αίτια και δη λόγω μεγάλης ένδειας, ήτοι της απολύτου οικονομικής μου καταστροφής". Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τον άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος με την αιτιολογία ότι "δεν προέκυψε ότι ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια και δη από οικονομική αδυναμία". Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού το Δικαστήριο δεν αναφέρεται στα συγκεκριμένα περιστατικά, των οποίων έγινε επίκληση από τον κατηγορούμενο και δεν εκθέτει αρνητικά περιστατικά, που οδήγησαν στην απορριπτική του κρίση, μολονότι δέχεται το πραγματικό περιστατικό της επιστρατεύσεως του αναιρεσείοντος, το οποίο, ταυτοχρόνως, αποτελεί και θεμελιωτικό περιστατικό του ανωτέρω ισχυρισμού του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη ως προς την απορριπτική της διάταξη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της για την επιβολή ποινής, και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι και της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2 εδ.β' ΠΚ και αναλόγως προς την επ' αυτή παραδοχή του, να επιμετρήσει την αρμόζουσα ποινή. Κατά τα λοιπά η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθ. 258/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών και συγκεκριμένα ως προς την απορριπτική του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος Χ για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2 εδ. β ΠΚ διάταξή της και ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινής σ` αυτόν.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την υπ` αριθ. 9/26.2.2010 αίτηση του Χ, για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Δεκεμβρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή