Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για κακουργηματική πράξη υπεξαίρεσης, με ζημία άνω των 73.000 €, ως διαχειριστής ξένης περιουσίας - Διευθυντής Συμβουλίου της παθούσας Α.Ε. ενοικιάσεως αυτοκινήτων (άρθρο 386 παρ.1, 3 β ΠΚ). Αβάσιμοι οι συναφείς από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β, δ και στ ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για υπέρβαση εξουσίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης αναιρεσείοντος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2067/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χατζίκου (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 20η Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Β. Χ. του Γ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1477/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1670/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Χατζίκος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα με αριθμό 320/1-10-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' άρθρο 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. την υπ' αριθμ. 211/30-11-2009 αίτηση αναιρέσεως του Β. Χ. του Γ. και της Α., 55 ετών, κατοίκου ..., την οποία ασκεί μέσω του πληρεξουσίου του Δικηγόρου Αθηνών Δημητρίου Σωτηροπούλου του Ευαγγέλου, κατοίκου ... (ΑΜ ΔΣΑ 6401), κατά του υπ' αριθμ. 1477/14-10-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε εν μέρει κατ' ουσία η υπ' αριθμ. 416/27-9-2006 έφεσή του κατά του υπ' αριθμ. 1487/27-4-2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της κατ' εξακολούθηση τελεσθείσης κακουργηματικής υπεξαιρέσεως (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 παρ. 1, 2 και 375 παρ. 1 εδ. Α, 2 εδαφ. β-α του Π.Κ., όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 98 ΠΚ προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, η παράγραφος 2 του άρθρου 375 ΠΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και το δεύτερο εδάφιό της προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. β' του Ν. 2721/1999). Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 και 3 του Κ.Π.Δ., με δήλωση στη Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών Ευγενία Καλλιντέρη η οποία συνέταξε και την σχετική έκθεση, το δε προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 18-11-2009 και είναι ως εκ τούτου τυπικά δεκτή. Με την κρινομένη αίτηση ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ' άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν δεν υπάγει ορθώς σε αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα και την έκθεση κατά την ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 1340/2005 Ποιν. Δίκη 2006, Α.Π. 252/2004, Α.Π. 2200/2002 Ποιν. Χρον. ΝΓ/762). Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στην αίτηση αναιρέσεως ως προς τον λόγο της ελλείψεως αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π. 1457/2000 και 591/2001 Ποιν. Χρον. ΝΑ/537 και ΝΒ/131). Στη συγκεκριμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολο-γημένη, και η οποία μνημονεύει όλα κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα που εληφθησαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: α) Η εταιρεία "ΓΙΟΥΝΙΡΕΝΤ ΕΠΕ", με έδρα την ..., διαχειριστής της οποίας ήταν ο Χ. Σ., είχε ως αντικείμενο την ενοικίαση αυτοκινήτων με χρονομίσθωση, ως και την εμπορία αυτοκινήτων. Δηλαδή, με χρηματοδοτική μίσθωση, μετά την λήξη του συμβολαίου μεταξύ της εταιρείας LEASING και της εταιρείας ΓΙΟΥΝΙΡΕΝΤ ΕΠΕ, το αυτοκίνητο περιέρχονταν στην κατοχή της ΓΙΟΥΝΙΡΕΝΤ ΕΠΕ, η οποία με μακροχρόνια μίσθωση το ενοικίαζε σε πελάτες της, οι οποίοι μετά την λήξη του συμβολαίου (PAY BACK OPTION) είχαν το δικαίωμα επιλογής, ή να αγοράσουν το αυτοκίνητο, ή όχι. Αν το αγόραζαν, η ΓΙΟΥΝΙΡΕΝΤ ΕΠΕ. το πωλούσε σ' αυτούς. Αν όχι, το αυτοκίνητο επιστρεφόταν στην άνω Ε.Π.Ε. β) Ο αναιρεσείων πρώην τραπεζικός υπάλληλος της Τράπεζας Κρήτης και στη συνέχεια υπάλληλος της ΕΤΒΑ LEASING, γνώστης των χρονομισθώσεων, προσελήφθη, για την ευόδωση του έργου της ΕΠΕ, από τον διαχειριστή αυτής Χ. Σ., ως Γενικός Διευθυντής, υπογραφείσης της μεταξύ τούτων συμβά-σεως, την 10-7-98, με τους εξής όρους: Λήξη της σύμβασης η 15-7-02. Μηνιαίες μικτές αποδοχές 1.200.000 δρχ. Μηνιαία έξοδα περιποιήσεως της πελατείας 150.000 δρχ. Έξοδα μηνιαία παραστάσεως και λειτουργίας 100.000 δρχ. Σύνολον αποδοχών 1.450.000 δρχ. ή 4.255 ευρώ, αυξανόμενες την 1-1- εκάστου έτους κατά 10%. Η ως άνω ΕΠΕ τον Δεκέμβριο του 1999 μετετράπη σε ΑΕ, με την ίδια επωνυμία και έδρα την ... (...). Το μετοχικό κεφάλαιο της Α.Ε. ήταν 57.000.000 δρχ., διαιρούμενο σε 5.700 μετοχές, με μετόχους την (πρώην σύζυγο του Σ.) Χ. Μ. με 4275 μετοχές (75%), τον Σ. Χ. με 285 μετοχές (5%), τον αναιρεσείοντα κατ/νο με 570 μετοχές (10%), τον Σ. Β. και τον Μ. Α. με 285 μετοχές ο καθένας (5% + 5%). Το Δ.Σ. αυτής συγκροτήθηκε σε σώμα την 8-12-99, με το υπ' αριθμ. 1 πρακτικό του, με πρόεδρο τον αναιρεσείοντα, αντιπρόεδρο τον Σ. Β., γραμματέα τον Μ. Α., και μέλη τους Σ. Χ. και Σ. Α.. Ταυτόχρονα με το ίδιο πρακτικό, ως διευθύνων σύμβουλος της ΑΕ, ορίσθηκε ο εν λόγω αναιρεσείων κατ/νος. Σ' αυτόν δε μεταβιβάσθηκαν και εκχωρήσθηκαν όλες οι αρμοδιότητες και τα δικαιώματα του ΔΣ της ΑΕ. Επομένως αυτός ήταν ο διαχειριστής της ΑΕ., αφού αυτός εκπροσωπούσε την Α.Ε. δικαστικά και εξώδικα, ενεργώντας, ως εκπρόσωπος αυτής, τόσον υλικές όσον και νομικές πράξεις. Με την 2/19-5-2000 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, η έδρα της εταιρείας μεταφέρθηκε στο ... (...). γ) Ο αναιρεσείων κατ/νος, συνέχισε να προσφέρει στην ΑΕ τις υπηρεσίες του, συμφώνα με τους όρους που διαλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση, δηλαδή αυτή της 10-7-98.
Συνεπώς με 10% ετήσια αύξηση, οι μηνιαίες μικτές αποδοχές του, την 1-1-99 ήταν 1.595.000 δρχ. ή 4.681 ευρώ, την 1-1-00 ήταν 1.754.500 δρχ. ή 5.149 ευρώ, την 1-1-01 ήταν 1.929.950 δρχ. ή 5.664 ευρώ και την 1-1-02 ήταν 2.122.945 δρχ. ή 6.230 ευρώ.
δ) Με την 1/27-12-99 απόφαση της έκτακτης γενικής συνελεύσεως των μετόχων ορίσθηκαν, ο αναιρεσείων κατ/νος ως γενικός διευθυντής της ΑΕ, ο Σ. ως διευθυντής πωλήσεων και ο Μ. ως διευθυντής λογιστηρίου. Της ανωτέρω ΑΕ οι εργασίες σταδιακά αυξάνονταν, φθάνοντας το έτος 2001 να έχει, για την μακροχρόνια μίσθωση αυτοκινήτων, στόλο 2000 οχημάτων και κύκλο εργασιών 11.378.857 ευρώ ή 3.877.345.523 δρχ. Ο εν λόγω αναιρεσείων κατ/νος, διαισθανόμενος τα μελλοντικά μεγάλα κέρδη της εταιρείας, επεδίωξε, ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, αλλά και ως γενικός διευθυντής της ανωτέρω Α.Ε., δηλαδή ως διαχειριστής αυτής, να καρπωθεί μέρος τούτων δια διαφόρων μεθόδων, διαχειριζόμενος τα χρηματικά κεφάλαια αυτής, την κατοχή των οποίων είχε, ως εκ της ανωτέρω ιδιότητος του. Ένας εξ αυτών ήταν και η αύξηση των αποδοχών του δια μεθόδων μη συννόμων. Έτσι, ενώ με βάση την ανωτέρω από 10-7-98 σύμβαση, που ίσχυε μέχρι 15-7-02, έπρεπε το έτος 2000 να λάβει ως μηνιαία αμοιβή, το ποσό των 5.149 ευρώ, ή 1.754.500 δρχ, αυτός, με την 1/27-12-99 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης, ως αμοιβή του από την μίσθωση της ανωτέρω εργασίας του, καθόρισε αυθαίρετα το ποσό μηνιαίως των 6750 ευρώ, ή 2.299.722 δρχ. Η αμοιβή αυτή, αφορά το έτος 2000, διότι δια της αποφάσεως αυτής έγινε προέγκριση της αμοιβής για την χρήση του έτους 2000, δεδομένου ότι η ΑΕ ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1999. Με βάση τα ανωτέρω, ο αναιρεσείων κατ/νος καρπώθηκε από την ΑΕ παράνομα, την προκύπτουσα διαφορά μεταξύ της καθορισθείσης με απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης αμοιβής και αυτής της σύμβασης, που είναι ανά μήνα 1601 ευρώ (6750 - 5149). Η δε συνολική διαφορά για το έτος 2000 είναι 22.414 ευρώ (1601 Χ 14 μισθούς). Ο ίδιος αναιρεσείων κατ/νος, για το έτος 2001, έπρεπε να λάβει κατά την σύμβαση ως αμοιβή 5664 ευρώ (1.929.950 δρχ.) ανά μήνα, και συνολικά 79.296 ευρώ (5664X14). Έλαβε όμως συνολικά 102.128 ευρώ για το έτος 2001, ήτοι καρπώθηκε επί πλέον 22.832 ευρώ (102.128 - 79296). Και τέλος για το έτος 2002 μέχρι τον Μάιο μήνα, έλαβε 45.045 ευρώ, ενώ έπρεπε κατά την σύμβαση να λάβει 34.265 ευρώ (6230X5,5), δηλαδή καρπώ-θηκε την διαφορά των 10780 ευρώ - (45045-34265).
Το ότι παράνομα καρπώθηκε και ιδιοποιήθηκε, σε βάρος της Α.Ε., τα προαναφερόμενα ποσά των ετών 2001 και (Μάιος) 2002 (22832 +10780 = 33612 ευρώ), για τα οποία και κατηγορείται ότι τα υπεξαίρεσε, προκύπτει από τα εξής: 1) Ο αναιρεσείων κατ/νος με την ανακριτική του απολογία ισχυρίζεται ότι, τον Σεπτέμβριο του 1998, κατόπιν άτυπης συμφωνίας με τον Σ. (διαχειριστή ΕΠΕ), ο μισθός του, από 1.450.000 δρχ. ή 4255 ευρώ αναπροσαρμόσθηκε σε 1.800.000 δρχ. ή 5282 ευρώ, με ετήσια αύξηση 10% μέχρι και το 2002. Ότι αυτά τα χρήματα ελάμβανε και όταν η εταιρεία μετετράπη σε Α.Ε., οι βεβαιώσεις δε των αποδοχών του που έλαβε από την Α.Ε., αυτά τα χρήματα αφορούν. Με βάση τον ισχυρισμό του αυτόν, το 1999 ο μηνιαίος μισθός του ήταν 5810 ευρώ (5282 Χ 10%), το 2000 ήταν 6391 ευρώ (5282 Χ 10%Χ10%), το 2001 ήταν 7.031 ευρώ (5282 Χ10%Χ10%Χ10%) και το 2002 ήταν 7734 ευρώ (5282 Χ 10% Χ 10% Χ 10% Χ 10%). Όμως οι απολαυές αυτές διαφέρουν από αυτές που αναφέρει στο απολογητικό του υπόμνημα, διότι, ενώ σ' αυτό δέχεται ότι ο μισθός του το 1998 ήταν 5282 ευρώ, (1800.000 δρχ.), για το 1999 δέχεται ότι αυτός ήταν 5869 ευρώ (με 10% αύξηση), γεγονός που δεν απηχεί την πραγματικότητα, αφού η ετήσια αύξηση για το 1999, δίδει μισθό 5.810 ευρώ. Ενώ δέχεται σ' αυτό την εκ 10% ετήσια αύξηση, για το έτος 2000 δηλώνει μηνιαίο μισθό 6750 ευρώ, που καθορίσθηκε με την 1/27-12-99 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης της Α.Ε., ήτοι ανώτερον των 6.391 ευρώ, που αναφέρει στην ανακριτική του απολογία. Για το 2001, δηλώνει με το υπόμνημά του μισθό 7630 ευρώ, (δεν υπάρχει απόφαση τακτικής ή έκτακτης γενικής συνέλευσης), ήτοι ανώτερον των 7.031 ευρώ που αναφέρει στην απολογία του. Για το έτος 2002, με το υπόμνημά του δηλώνει μηνιαίο μισθό 8.510 ευρώ, που καθορίστηκε με την 6/27-12-01 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης της Α.Ε. (προέγκριση), ήτοι ανώτερον των 7734 ευρώ, που αναφέρει στην απολογία του. 2) Ενώ στην ανακριτική του απολογία ισχυρίζεται την ύπαρξη άτυπης συμφωνίας με τον Σ., περί αναπροσαρμογής του μισθού του τον Σεπτέμβριο του 1998 σε 1.800.000 δρχ. ή 5.282 ευρώ, με μέχρι το 2002 ετήσια αύξηση αυτού κατά 10%, στην από 11-9-03 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της ανωτέρω Α.Ε., με την οποία ζητά διαφορές αποδοχών του, δεν αναφέρει την συμφωνία αυτή, με βάση την οποία ο μισθός του το 2000 ήταν 6391 ευρώ, το 2001 ήταν 7031 ευρώ και το 2002 ήταν 7.734 ευρώ, αλλ' αυθαιρέτως σ' αυτή (αγωγή) αναγάγει τον μισθό του αντίστοιχα σε 6750, σε 7630 και σε 8.510 ευρώ, ο οποίος είναι ανώτερος αυτού της άτυπης συμφωνίας αντίστοιχα, κατά 359 ευρώ (6750-6391), κατά 599 (7630-7031) και κατά 776 ευρώ (8510-7734), αλλά και ανώτερος της σύμβασης της 10-7-98 αντίστοιχα, κατά 1601 ευρώ (6750-5149), κατά 1966 ευρώ (7630-5664) και κατά 2280 ευρώ (8510-6230). Επίσης, ο της άτυπης συμφωνίας μισθός του, είναι ανώτερος αυτού της σύμβασης της 10-7-98 αντίστοιχα, κατά 1242 ευρώ (6391-5149), κατά 1367 ευρώ (7031-5664) και κατά (7734-6230) 1504 ευρώ. 3) Αντίφαση προκαλείται και από την ίδια την αγωγή, διότι, ρητά και κατηγορηματικά διαλαμβάνει σ' αυτή, ότι και μετά την μετατροπή της Ε.Π.Ε. σε Α.Ε., συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους όρους της από 10-7-98 αρχικής έγγραφης σύμβασης. Τούτο σημαίνει, ότι ο μισθός του ανά μήνα για το έτος 2000 ήταν 5149 ευρώ και όχι 6391 ή 6750, για το 2001 ήταν 5664 ευρώ και όχι 7031 ή 7630 και για το έτος 2002 ήταν 6230 ευρώ και όχι 7734 ή 8510, ως στην απολογία του και στο υπόμνημα αναληθώς διατείνεται, αλλά και ως στην αγωγή του αυθαίρετα και αόριστα και χωρίς καμία αιτιολογία εκθέτει. Από όλες τις ανωτέρω αντιφάσεις και διαφορές, προκύπτει ότι ο κατ/νος, ουδεμία με τον Σ. άτυπη συμφωνία συνήψε, αυθαίρετα και χωρίς την συμμετοχή των κυρίως μετόχων, (Σ. - Μ. -80% των μετοχών), συγκάλεσε έκτακτες γενικές συνελεύσεις για αύξηση του μισθού του σε 6750 ευρώ το 2000 και 8510 ευρώ το 2002, (η αύξηση μισθών του Δ.Σ. της Α.Ε. αποτελεί αντικείμενο τακτικής και όχι έκτακτης γενικής συνέλευσης), καταστρατήγησε δε και δεν εφάρμοσε για τα έτη 2000 έως 2002 την ετήσια αύξηση του 10%. Για δε το έτος 2001, χωρίς καμία απόφαση γενικής συνέλευσης, καθόρισε τον μηνιαίο μισθό του αυθαίρετα σε 7.630 ευρώ, αντί του ισχύοντος με την σύμβαση της 10-7-98, που ήταν 5664 ευρώ, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται το φαινόμενο , η Α.Ε. να οφείλει ακόμη στον κατ/νο διαφορές παράνομων μισθών των ετών 2001 και 2002, ανερχόμενες για το έτος 2001 σε 4.692 ευρώ (7630 Χ 14=106.820 -102.128 που έλαβε) και για το έτος 2002 σε .1760 ευρώ (8510 Χ 5,5=46.805-45.045 που έλαβε).
Κατόπιν αυτών, η σύμβαση της 10-7-98 ήταν αυτή πού ρύθμιζε τις μεταξύ του αναιρεσείοντος κατ/νου και της Α.Ε. σχέσεις, μέχρι την αποχώρηση του από την Α.Ε., που έλαβε χώρα τέλος Ιουνίου 2002, διότι έληξε η θητεία του και η σύμβαση του. Εξελέγη νέο Δ.Σ. της Α.Ε., με πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τον Ι. Κ., ο οποίος διενήργησε λογιστικό και οικονομικό έλεγχο στην Α.Ε. με ορκωτό λογιστή. Από τον έλεγχο αυτό, σε συνδυασμό με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν τα ανωτέρω και όσα άλλα ακολουθούν.
Συνεπώς, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος κατ/νου είναι ουσιαστικά αβάσιμοι, κρινόμενων μετά ταύτα ως αληθών των ισχυρισμών του εκπροσώπου της Α.Ε, Σ., συνισταμένων, στο ότι ουδέποτε συνήψε άτυπη συμφωνία με τον κατ/νο, ως και στο ότι ουδέποτε αυτός και η Μ. (που εκπροσωπούσε) συμμετείχαν σε έκτακτες γενικές συνελεύσεις για καθορισμό μισθών των μελών του Δ.Σ. της Α.Ε. Βέβαια, με τις αποφάσεις των έκτακτων γενικών συνελεύσεων καθορίσθηκαν και αμοιβές των μελών του Δ.Σ. της Α.Ε. Σ. και Μ., πάρα πολύ κατώτερες αυτών του αναιρεσείοντος κατ/νου. Με βάση αυτές οι ανωτέρω εισέπραξαν για το έτος 2001 ευρώ 41.966 και 12.076 αντίστοιχα και μέχρι Μάιο του 2002 ευρώ 32.282 και 5425 αντίστοιχα. Όμως εξ ουδενός στοιχείου της δικογραφίας προκύπτει, ότι αυτές εισπράχθηκαν παράνομα, αφού ουδεμία άτυπη ή έγγραφη συμφωνία υπάρχει, δεν αφορούν δε την ασκηθείσα ποινική δίωξη. ε) Με την από 10-7-98 έγγραφη σύμβαση, συμφωνήθηκε επί πλέον, ότι ο αναιρεσείων κατ/νος, θα ελάμβανε συμπληρωματική παροχή (bonus) εξ 25.000 δρχ. (73 ευρώ), επί εκάστου τιμολογημένου πωληθέντος αυτοκινήτου, της αμοιβής αυτής αναπροσαρμοσμένης κατά 10% κατ' έτος και έως το 2002 που ίσχυε η σύμβαση. Έτσι το 1999 η αμοιβή αυτή ήταν 80,70 ευρώ, το 2000 ήταν 88,77 ευρώ, το 2001 ήταν 97,65 ευρώ και το 2002 ήταν 107,41 ευρώ. Την ύπαρξη και ισχύ μέχρι το 2002 της συμφωνίας αυτής, ρητά ομολογεί στην ανακριτική του απολογία ο κατ/νος. Επειδή όμως τέτοιου είδους πωλήσεις αυτοκινήτων ήταν ελάχιστες, ο κατ/νος για να καρπωθεί παράνομα χρήματα από την Α.Ε., επεδίωξε και επέτυχε την είσπραξη bonus, όχι από κάθε τιμολογημένο πωληθέν αυτοκίνητο, αλλά από κάθε μισθωμένο με μακροχρόνια μίσθωση αυτοκίνητο. Τα έτσι μισθωμένα αυτοκίνητα το 2001, ανήλθαν σε 2000. Συνέφερε συνεπώς τον κατ/νο να καταστρατηγήσει την σύμβαση. Για να φαίνεται όμως ότι νόμιμα εισπράττει τις ανωτέρω αμοιβές, συνέταξε εξ ολοκλήρου πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης της Α.Ε., με αριθμό 4/10-7-2000, στο οποίο, αφού ορίσθηκε ως πρόεδρος της γενικής συνέλευσης, ψευδώς ανέφερε ότι συνήλθαν τα μέλη αυτής για να αποφασίσουν και απεφάσισαν, την χορήγηση, (προέγκριση, αφού η χρήση του 2000 δεν είχε λήξει), bonus στον κατ/νο για κάθε ένα μακροενοικιαζόμενο αυτοκίνητο εξ 132 ευρώ καθαρά, στον Σ. εκ 30 ευρώ καθαρά και στον Λ. Α. (υπάλληλο) εκ 15 ευρώ καθαρά. Η πρόσθεση στο πρακτικό και των ατόμων αυτών παρείχε σ' αυτό μεγαλύτερη, έναντι τρίτων και της Α.Ε., νομιμοφάνεια. Ουδείς μέτοχος είχε κληθεί στη συνέλευση αυτή. Με το πρακτικό αυτό προεγκρίθηκαν τα bonus για το 2000, όμως αυτά ίσχυαν και για τα επόμενα έτη, αφού στο πρακτικό ρητά αναφέρεται, ότι η εκκαθάριση αυτών θα γίνεται σε ετήσια βάση και ο Δεκέμβριος θα εκκαθαρίζεται στο επόμενο έτος. Όλα λοιπόν αυτά που φέρεται να εγκρίθηκαν από την γενική συνέλευση ήταν ψευδή. Με βάση το πρακτικό αυτό, ο κατ/νος το 2001, εισέπραξε με την χρήση του, παραπλανώντας τους υπαλλήλους της Α.Ε., παράνομα από μακροχρόνια μίσθωση (όχι πώληση) αυτοκινήτων, 142.354 ευρώ.
Το ότι το συνταγέν πρακτικό δεν απηχεί την πραγματικότητα, προκύπτει εκ του ότι, ενώ στην επικεφαλίδα αυτού αναφέρεται ότι συνήλθε η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, στο κείμενο αυτού αναφέρεται (τετράκις) ότι συνήλθε η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων. Ενώ από 19-5-00 η έδρα και τα γραφεία της Α.Ε. μεταφέρθηκαν στο ... (...), στο 4/10-7-00 πρακτικό αναφέρεται, ότι η γενική συνέλευση έλαβε χώρα στη ... (...), όπου η προηγούμενη έδρα και τα γραφεία της εταιρείας. Ο υπάλληλος της εταιρείας Η. Κ., πράγματι στην κατάθεση του αναφέρει, ότι τα bonus υπήρχαν για μισθωμένα αυτοκίνητα. Τούτο το γνώριζε ως υπάλληλος του τμήματος πωλήσεων της εταιρείας. Αυτό ήταν και το πράγματι συμβαίνον. Όμως ο υπάλληλος αυτός, δεν προκύπτει από την δικογραφία να γνώριζε και το παράνομο της αμοιβής. Ό,τι υπέπεσε στην αντίληψη του κατέθεσε. Δεν γνώριζε δηλαδή και την σύνταξη του εικονικού πρακτικού. Ο αναιρεσείων κατ/νος διατείνεται, ότι η έννοια του τιμολογηθέντος πωλουμένου αυτοκινήτου είναι αυτή της πώλησης προϊόντος, δηλαδή η μακροχρόνια μίσθωση αυτοκινήτου, άλλως, ως εκ του σκοπού της εταιρείας, τα αυτοκίνητα επωλούντο με την μορφή της μακροενοικίασης και ότι η ανωτέρω έννοια, δεν συνάδει με την κλασική έννοια της πώλησης του αστικού ή εμπορικού δικαίου. Τούτο είναι σόφισμα του ανωτέρω κατ/νου, διότι, σε μακροχρόνια μίσθωση από εταιρεία προς πελάτες της αυτοκινήτων, αυτοί (πελάτες) μετά την λήξη του συμβολαίου, ή αγοράζουν το μισθωμένο αυτοκίνητο, οπότε η εταιρεία το πωλεί με τιμολόγιο σ' αυτούς, ή δεν το αγοράζουν, οπότε το αυτοκίνητο επιστρέφεται απ' αυτούς στην εταιρεία. Επί των έτσι πωλουμένων, αυτών αυτοκινήτων, το 2001, ο αναιρεσείων κατ/νος εδικαιούτο κατά την σύμβαση bonus εξ 97,65 ευρώ ανά αυτοκίνητο. Ο κατ/νος όμως, προκειμένου να νοσφισθεί χρήματα από την εταιρεία ως διαχειριστής αυτής, αλλά συγχρόνως να είναι και νομιμοφανής, μεθόδευσε την σύνταξη του ανωτέρω πρακτικού και εσκεμμένα την μακροχρόνια μίσθωση των αυτοκινήτων, την ανήγαγε σε πώληση αυτών. Αν τα bonus των 142.354 ευρώ αφορούσαν νόμιμες εισπράξεις, δεν θα καταχωρούσε ποσό 85.413 ευρώ (εξ αυτών), στην κατηγορία των αμοιβών: αποδοχές ασθενείας (28471), επίδομα ισολογισμού (28471) και αποδοχές αδείας (28471), για να φαίνεται ότι οι αμοιβές bonus είναι λιγότερες, αλλά όλο το ποσό θα το καταχωρούσε στην κατηγορία αμοιβών από bonus. To ότι οι αμοιβές αυτές οριστικά εγκρίθηκαν με την 6/27-12-01 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης, ως διατείνεται ο κατ/νος, ουδεμία σημασία έχει από ποινικής πλευράς, διότι, το ζητούμενο είναι, αν πράγματι ο κατ/νος υπεξαίρεσε το ποσό αυτό, ασχέτως εγκρίσεως ή μη αυτού από την γενική συνέλευση, αφού η έγκριση του ποσού αυτού δεν σημαίνει κατ' ανάγκη, ότι ο κατ/νος και το εδικαιούτο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν το εδικαιούτο. Βέβαια με την απόφαση αυτή, bonus εισέπραξαν και ο Σ. και ο Λ., που σήμερα ο πρώτος είναι Πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας και ο δεύτερος μέλος αυτής, αλλά τα ποσά είναι ελάχιστα, (24.086 ευρώ για το Σ. με 30 ευρώ ανά αυτοκίνητο). Δεν προκύπτει δε από την δικογραφία, ότι αυτοί γνώριζαν το είδος του bonus (πώληση ή χρονομίσθωση αυτοκινήτου). Άλλωστε αυτοί, δεν προκύπτει να είχαν συνάψει με την εταιρεία έγγραφη σύμβαση περί των ανωτέρω, ακόμη και αν γνώριζαν ότι επρόκειτο περί χρονομίσθωσης. Τέλος οι αμοιβές αυτών των ατόμων δεν αφορούν την ασκηθείσα ποινική δίωξη. Έτσι, επαληθεύεται ο ισχυρισμός του εκπροσώπου της εταιρείας Σ., περί του ότι ο αναιρεσείων κατ/νος, με τα αξιώματα και την ιδιότητα που είχε στην εταιρεία, δεν έδιδε λογαριασμό στους μετόχους, δεν έδειχνε τα βιβλία της εταιρείας σ' αυτούς και γενικώς η συμπεριφορά του ήταν όχι η πρέπουσα απέναντι τους. στ) Το ανωτέρω κατά περιεχόμενο ψευδές 4/10-7-2000 πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης της εταιρείας, (δεν συγκλήθηκε γενική συνέλευση, δεν παρέστησαν οι μέτοχοι, δεν αποφάσισαν χορήγηση bonus 132 ευρώ καθαρά ανά μακροενοικιαζόμενο αυτοκίνητο στον κατ/ νο), φέρει την γνήσια υπογραφή του κατ/νου ως προέδρου και του γραμματέα αυτής Μ..
Συνεπώς εκδότης του πλαστού αυτού εγγράφου είναι ο κατ/νος. Αδιάφορο είναι, ποιος έγραψε το κείμενο αυτού, (ο Μ. κατά τον Γ. Χ.). Ο αναιρεσείων κατ/νος ισχυρίζεται ότι δεν το έγραψε αυτός. Εφόσον όμως κάτωθι του κειμένου υπάρχει η γνήσια αυτού υπογραφή, το πλαστό αυτό έγγραφο (κατάρτιση) έχει εκδότη αυτόν (κατ/νο). Υπογραφές των μετόχων σε πρακτικά γενικής συνέλευσης Α.Ε., ως ισχυρίζεται ο Σ., δεν απαιτούνται, διότι αυτά υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα της Γ.Σ. της Α.Ε.. Ο εν λόγω αναιρεσείων κατ/νος όμως, ο και εκδότης του εγγράφου αυτού, ήταν ο νόμιμος πρόεδρος του Δ.Σ. και ο διευθύνων σύμβουλος της Α.Ε. και συνεπώς ο διαχειριστής και ο εκπρόσωπος αυτής, σύμφωνα με το 1/8-12-99 πρακτικό του Δ.Σ., το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους. Κατάρτιση πλαστού εγγράφου υπάρχει, όταν ο δράστης, επικαλούμενος ανύπαρκτο δικαίωμα αντιπροσωπεύσεως του νομικού προσώπου της εταιρείας, υπογράφει κάποιο έγγραφο για λογαριασμό της εταιρείας αυτής, ώστε να φαίνεται τούτη ως εκδότρια του εγγράφου, (Α.Π. 111/08, Π.Χρ. ΝΗ' 991-A.H 981/02, Π.Χρ. ΝΓ' 337). Κατάρτιση πλαστού εγγράφου δεν υπάρχει, όταν ο δράστης, ως νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου της εταιρείας, υπογράφει κάποιο της εταιρείας έγγραφο, με ψευδές περιεχόμενο. (Μ. Μαργαρίτης, Π.Κ. 2009, 531 - Αντίθ. Α.Π. 1821/94, Π.Χρ. ΜΕ' 179). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εν λόγω κατ/νος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω Α-Ε., κατάρτισε το ψευδές, κατά το άνω περιεχόμενο, 4/10-7-2000 πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης, δηλαδή υπέγραψε αυτό (εκδότης) ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας αυτής, που πράγματι ήταν, οπότε δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά η αποδοθείσα σ' αυτόν δια του εκκαλουμένου βουλεύματος, κακουργηματική πλαστογραφία (κατάρτιση πλαστού), με (συνολικό) όφελος ή βλάβη άνω των 73.000 ευρώ, (142.354), αφού το έγγραφο αυτό με το ψευδές περιεχόμενο, προέρχεται από τον ίδιο τον εκδότη, (εταιρεία με τον νόμιμο εκπρόσωπο της) και όχι από τρίτον (μη νόμιμο εκπρόσωπο). ζ) Για να δικαιολογήσει ο αναιρεσείων κατ/νος νόμιμα την λήψη των 22.414 ευρώ, από παράνομους μισθούς του έτους 2000, στο με αριθμό 3/ 30-6-2000 πρακτικό της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων, περί εγκρίσεως ισολογισμού - αποτελεσμάτων χρήσεως και διαθέσεως αποτελεσμάτων έτους 1999, νόθευσε το γνήσιο αυτό πρακτικό, προσθέτοντας την φράση, χωρίς την εντολή ή συναίνεση των μετόχων, "Επίσης εγκρίθηκαν οι μισθοί και αμοιβές Δ.Σ., ως η έκτακτη Γ.Σ. 27-12-99". Με την 1/27-12-99 έκτακτη γενική συνέλευση, προεγκρίθηκαν οι μισθοί και οι αμοιβές για την χρήση του έτους 2000, όπως προαναφέρθηκε. Δεν εγκρίθηκαν bonus. To ίδιο έπραξε και στο με αριθμό 5/30-6-01 πρακτικό της ίδιας τακτικής γενικής συνέλευσης, περί εγκρίσεως ισολογισμού - αποτελεσμάτων χρήσεως - διάθεσης αποτελεσμάτων έτους 2000, προσθέτοντας την φράση στο τέλος του τρίτου θέματος, χωρίς την εντολή ή συναίνεση των μετόχων, " Επίσης ενέκρινε τις καταβληθείσες αμοιβές του Διοικητικού Συμβουλίου για το έτος 2000, καθώς και τους μισθούς αυτών". Και αμοιβές μεν είναι αυτές εκ της ιδιότητας αυτού ως μέλους του Δ.Σ. της Α.Ε. (για τις οποίες δεν κατηγορείται), μισθοί δε είναι αυτοί από την παροχή της εργασίας του (γι' αυτές κατηγορείται). Bonus δεν εγκρίθηκαν. Προεγκρίθηκαν με την 4/10-7-2000 γενική συνέλευση, αλλά από την δικογραφία δεν προκύπτει νοσφισθέν ποσό έτους 2000, παρά μόνον για το 2001, με. οριστική έγκριση της 6/27-10-01 γενικής συνέλευσης. Το ότι νοθεύτηκαν τα παραπάνω πρακτικά προκύπτει από το εξής: Τόσο το αντίγραφο του 3/30-6-00 πρακτικού, που εστάλη στην Νομαρχία Αθηνών την 12-7-00, όσο και το αντίγραφο του 5/30-6-01 πρακτικού, που εστάλη στην ίδια Νομαρχία την 11-7-01, δεν περιλαμβάνουν τις ανωτέρω φράσεις. Ο κατ/νος αποδίδει την παράλειψη κατά την δακτυλογράφηση των αντιγράφων από τους υπαλλήλους της εταιρείας. Αυτό όμως δεν προκύπτει από στοιχεία της δικογραφίας, διότι αν έγινε τέτοια παράλειψη, μπορούσε με αποστολή νέων να διορθωθούν τα πρώτα. Επίσης ισχυρίζεται ότι ο γραφικός χαρακτήρας δεν είναι δικός του. Ο Γ. Χ. στην απολογία του αναφέρει, ότι το πρώτο πρακτικό γράφτηκε από την αδελφή του Α. Χ. και το δεύτερο από τον Μ.. Τούτο δεν αναιρεί την νόθευση υπ'αυτού των πρακτικών, διότι, η μεν Α. Χ., ανεψιά του κατ/νου, (απλή υπάλληλος της Α.Ε.), όταν πρόσθετε την φράση, καθοδηγούμενη απ' αυτόν, αγνοούσε ότι ο θείος της δεν εδικαιούτο των 22.414 ευρώ για το έτος 2000, οπότε ο κατ/νος είναι έμμεσος αυτουργός στην ανωτέρω νόθευση, (Α.Π. 509/03, Π.Χρ. ΝΔ'43), ο δε Α. Μ., ο και γραμματέας της συνέλευσης, όταν πρόσθετε την φράση, γνώριζε μεν, παρακινούμενος από τον κατηγορούμενο, ότι διαπράττει νόθευση του γνησίου πρακτικού, δεν είχε όμως σκοπό, (όργανο που πράττει με δόλο, αλλά χωρίς σκοπό), να παραπλανήσει με την χρήση του τρίτους, με τις γνωστές έννομες συνέπειες, (αυτόν - σκοπό - τον είχε ο κατ/νος, γιατί αυτόν αφορούσε η νόθευση), αφού ο μισθός του κατηγορουμένου που αφορούσε η νόθευση (6.750), είχε ήδη καθορισθεί με την 1/27-12-99 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης, οπότε και πάλι αυτός (κατηγορούμενος) είναι έμμεσος αυτουργός στην ανωτέρω πράξη. (Ψαρούδα / Μπενάκη-Δημάκης: Συστ. Ερμν. Π.Κ. - αρθρ. 45/49.-.-1998 σελ. 27 και 138). Όμως, με την 3/30-6-2000 τακτική γενική συνέλευση, πάλι, (όπως και με την 1/27-12-99) προεγκρίθηκαν οι αμοιβές για την χρήση του 2000, αφού η χρήση του 2000 κλείνει τον Δεκέμβριο του έτους αυτού. Με την 5/30-6-01 τακτική γενική συνέλευση, εγκρίθηκαν οριστικά οι αμοιβές του 2000. Αυτές αφορούσαν μηνιαίο μισθό 6750 ευρώ, αντί του κανονικού με την 10-7-98 σύμβαση μηνιαίου μισθού των 5.149 ευρώ. Ποσό παρανόμου περιουσια-κού οφέλους, (κάτω των 73.000 και άνω των 15.000 ευρώ), 22414 ευρώ (6750-5149 - 1601X14). Και τα δύο νοθευθέντα πρακτικά, αφορούν το αυτό ποσό και το ίδιο έτος. (Προέγκριση μισθών 2000 και οριστική έγκριση μισθών 2000). Δηλαδή οι δύο εξακολουθητικές πράξεις νόθευσης, αφορούν το ίδιο του 2000 υλικό αντικείμενο (22.414 ευρώ) και όχι και το των ετών 2001 και 2002, ως με το εκκαλούμενο βούλευμα ο κατ/νος κατηγορείται, ως και όχι του έτους 1999, ως ο ανακριτής επιπλέον τον κατηγορεί, αφού η Α.Ε. συνεστήθη τον Δεκέμβριο του 1999. Τούτο αναμφισβήτητα και αναμφίβολα προκύπτει, από τις ίδιες τις προστεθείσες στα πρακτικά επίμαχες φράσεις. Έτσι κατά τα πρακτικά αυτά, η έννομη συνέπεια που δημιούργησε η νόθευση τούτων με παραπλάνηση των υπαλλήλων της Α.Ε., αφορά τον σφετερισμό από τον κατηγο-ρούμενο του ποσού των 22.414 ευρώ, ποσό που αποτελεί την λήψη παράνομων μισθών του έτους 2000 και μόνον αυτού. Δεν αφορούν οι ανωτέρω νοθεύσεις την λήψη παράνομων μισθών των ετών 2001 και 2002, ως εσφαλμένως το εκκαλούμενο βούλευμα, (αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση), στο σκεπτικό και στο διατακτικό του διαλαμβάνει. Δηλαδή δια των ανωτέρω νοθεύσεων, σκόπευε ο κατηγορούμενος, παραπλανώ-ντας τρίτους (λογιστήριο Α.Ε.), να προσπορίσει στον εαυτό του, βλάπτοντας αντίστοιχα την Α.Ε., ποσό 22.414 ευρώ έτους 2000, και όχι και ποσό 22.832 έτους 2001 και 10.780 έτους 2002. Για να αποτελέσουν οι νοθεύσεις αυτές την βάση, για προσπορισμό με παραπλάνηση τρίτων και των ποσών αυτών (ετών 2001 και 2002), θα έπρεπε το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη, να είχαν ενταχθεί στο εν γένει δια των νοθεύσεων παραπλανητικό σχέδιο του κατ/νου. Δηλαδή ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος δια των νοθεύσεων, θα έπρεπε να είχε διαμορφώσει προϋποθέσεις ύπαρξης στη συνέχεια της δυνατότητας να επέλθει το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος, ή η σκοπούμενη περιουσιακή βλάβη (22.832 και 10.780 ευρώ), έστω και δια της παρεμβολής άλλων, μετά την τέλεση των νοθεύσεων, ενεργειών του. (Α.Π. 502/08, Π.Χρ, ΝΘ' 221). Τέτοια υπό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου διαμόρφωση προϋποθέσεων και παρεμβολή υπ' αυτού άλλων, μετά την νόθευση ενεργειών, δεν προκύπτει από την δικογραφία ότι υπήρξε. Αντίθετα, θα υπήρχαν, αν ο κατηγορούμενος, τον αυθαίρετο μισθό του των 6750 ευρώ που καθόρισε για το έτος 2000, αύξανε κατά 10% ετησίως για τα έτη 2001 και 2002, οπότε αυτός θα διαμορφώνονταν αντίστοιχα στο ποσό των 7.425 και 8.167,5 ευρώ και την διαφορά από την αρχική σύμβαση (10-7-98), εκ 1761 και 1937,5 ευρώ ανά μήνα (7425-5664), (8.167,5-6230), εκαρπούτο. Τότε πράγματι τα νοθευθέντα πρακτικά θα αποτελούσαν την βάση για δυνατότητα επιδίωξης και των ποσών αυτών, οπότε αυτά θα ήταν ενταγμένα στο εν γένει παραπλανητικό σχέδιο του αναιρεσείοντος κατ/νου. Αυτός όμως καρπώθηκε διαφορά εκ 1966 ευρώ (2001) και 2280 ευρώ (2002), με αυθαίρετους, αντί της σύμβασης, μισθούς 7630 και 8510 ευρώ, που δεν αντιστοιχούν στην εκ 10% ετήσια αύξηση, του και πάλι αυθαιρέτου μισθού των 6750 ευρώ έτους 2000.
Συνεπώς, δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της νόθευσης και της πρόσκτησης παρανόμου περιουσιακού οφέλους για τα έτη αυτά. Δηλαδή ο κατηγορούμενος, ούτε σκόπευε, ούτε επεδίωκε με τις νοθεύσεις αυτές, να καρπωθεί παράνομους μισθούς των ετών αυτών (33612 ευρώ), αλλά μόνον αυτούς (22.414) του έτους 2000, πράξη για την οποία (κατ' εξακολούθηση) ασκήθηκε ποινική δίωξη και ο κατηγορούμενος απολογήθηκε.
Με βάση αυτά, το Συμβούλιο Εφετών, χωρώντας στον ακριβέστερο προσδιορισμό της πράξης κατά τα πραγματικά της περιστατικά, με βάση τα οποία σαφέστερα καθορίζεται κατά ποσό και έτος το σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος, που επεδίωξε και επέτυχε ο κατηγορούμενος δια της κατ' εξακολούθηση, (ως η ασκηθείσα ποινική δίωξη), νόθευσης (22.414 ευρώ έτους 2000 και όχι και 33612 ευρώ ετών 2001 και 2002), ορθώς χαρακτηρίζει σαφέστερα την πράξη, χωρίς να επέρχεται μεταβολή κατηγορίας. (Α.Π. 492/03, Π.Xp. ΝΔ'40).
Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα, υφίστανται περισσότερες από μια αυτοτελείς πράξεις, εκάστη των οποίων απαρτίζεται από διαφορετικά στοιχεία και στρέφεται κατά διαφορετικού υλικού αντικειμένου. Όταν όμως οι πράξεις του υπαιτίου απέχουν μεν χρονικώς μεταξύ τους, αλλά συνάπτονται σε μια ενότητα η μια με την άλλη και δεν προσβάλλει εκάστη τούτων έτερα έννομα αγαθά του ιδίου ή άλλου προσώπου, αλλά στρέφονται κατά του ίδιου υλικού αντικειμένου, τότε δεν υφίσταται έγκλημα κατ' εξακολούθηση, αλλά μια ενιαία πράξη, στην οποία η πρώτη επί μέρους ενέργεια του δράστη, δηλαδή η πρώτη πράξη, διευρύνεται δια της προσθήκης ενός νέου τμήματος συμπεριφοράς (φυσική ενότητα της όλης πράξης) με την δεύτερη πράξη, η οποία, ως στρεφόμενη κατά του αυτού υλικού αντικειμένου, είναι μη τιμωρητή υστέρα πράξη και συνεπώς απορροφάται από την πρώτη (Α.Π. 965/05, Π.Χρ. ΝΧΤ'61). Με βάση τα ανωτέρω, και το πρώτο νοθευθέν πρακτικό της 3/30-6-00 τακτικής γενικής συνέλευσης της Α.Ε., αλλά και το δεύτερο νοθευθέν πρακτικό της 5/30-6-01 ίδιας συνέλευσης, αφορούν το ίδιο υλικό αντικείμενο, ήτοι το ίδιο ποσό των 22.414 ευρώ, του ίδιου έτους 2000, που αποτελεί το ίδιο σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος του κατ/νου και την αντίστοιχη ίδια περιουσιακή βλάβη της ίδιας Α.Ε. Με το πρώτο νοθευθέν πρακτικό προεγκρίθηκε ο παράνομος μηνιαίος μισθός των 6750 ευρώ για το έτος 2000, αντί των 5149 ευρώ της σύμβασης της 10-7-98 και με το δεύτερο νοθευθέν πρακτικό οριστικά εγκρίθηκε ο ανωτέρω παράνομος μισθός. Η διαφορά δε τούτου από την σύμβαση, αποτελεί το ετήσιο παράνομο όφελος του κατ/νου (22414 ευρώ). Δηλαδή και οι δύο πράξεις της νόθευσης, πού απέχουν χρονικά μεταξύ τους, (30-6-00/30-6-02 και 30-6-01/30-6-02), συνάπτονται σε μια ενότητα και δεν προσβάλλει κάθε μια απ' αυτές διαφορετικό έννομο αγαθό του ίδιου προσώπου (Α.Ε.), αλλά στρέφονται και οι δύο κατά του ίδιου υλικού αντικειμένου (22414 ευρώ),οπότε δεν υφίσταται κατ' εξακολούθηση έγκλημα, αλλά μια ενιαία πράξη νόθευσης, ήτοι αυτή της πρώτης νόθευσης της 30-6-00, η δε πράξη της δεύτερης νόθευσης της 30-6-01, απορροφάται, ως μη τιμωρητή υστέρα πράξη, από την πρώτη της 30-6-00. Η πράξη αυτή είναι κάτω των 73.000 ευρώ, οπότε κακουργηματική νόθευση άνω των 73.000 ευρώ δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά. Είναι όμως άνω των 15.000 ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε βάσει σχεδίου ο κατηγορούμενος νόθευσε το πρακτικό της 30-6-00, ούτε ο ίδιος διαμόρφωσε τέτοια υποδομή, ή είχε τέτοια οργανωμένη ετοιμότητα, αφού, αν είχε τα ανωτέρω κατά νου, θα νόθευε το πρακτικό κατά τέτοιο τρόπο, ώστε απ' αυτό να πορίζεται και παράνομους μισθούς των ετών 2001 και 2002. Επί πλέον την νόθευση την πραγματοποίησε στα γραφεία της εταιρείας, τα οποία προφανώς δεν ιδρύθηκαν γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό, αλλά για τις υπηρεσιακές και εργασιακές ανάγκες αυτής. Έτσι η πράξη φέρει τον χαρακτήρα πλημ/τος, το οποίο ως τελεσθέν την 30-6-00/30-6-02, υπέπεσε στην πενταετή παραγραφή, (30-6-05/30-6-07), χωρίς αναστολή αυτής (111 παρ. 3 , 113 παρ. 3 Π.Κ.), οπότε, κατ' αρθρ. 309 παρ. 1 β, 310 παρ. 1 β Κ.Π.Δ., η κατά του εν λόγω αναιρεσείοντος κατ/νου ασκηθείσα ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, έπαυσε οριστικά. η) Περαιτέρω, ο λογαριασμός της Α.Ε. με Κ.Α. 53.01.02 "Πιστωτές διάφοροι", παρουσίασε από 1-1-01 έως 30-6-02, υπόλοιπο χρεωστικό ύψους 109.856 ευρώ. Στον λογαριασμό αυτόν 107.896 ευρώ πιστώθηκαν από τον λογαριασμό ΚΑ 38.000 "Ταμείο". Για τον λογαριασμό αυτό, εκδίδονταν εντάλματα πληρωμής, χωρίς να αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του λαβόντος, αλλά μόνον η φράση "πιστωτές διάφοροι". Ως αιτιολογία δε αναγραφόταν η φράση "έναντι λογαριασμού". Από τον έλεγχο όμως του ορκωτού λογιστή προέκυψε, 1. Ότι, ποσό 20.954 ευρώ, αφορά (κατ' αυτόν) χρεωστικό υπόλοιπο προς την Α.Ε. του αντιπροέδρου του Δ.Σ αυτής Β. Σ.. Δηλαδή ο εν λόγω αναιρεσείων κατ/νος ανέλαβε από το λογιστήριο της εταιρείας το ποσό αυτό και το κατέβαλε στον ανωτέρω Β. Σ., ως bonus από μίσθωση αυτοκινήτων, ετών 1998 έως Ιούνιο 2002. Ο αναιρεσείων κατ/νος και ο Σ. διατείνονται, ότι πράγματι το ποσό αυτό έπρεπε η Α.Ε. να το καταβάλλει και το κατέβαλε στο Σ., για την μακροχρόνια μίσθωση 309 αυτοκινήτων, έναντι 73 ευρώ ανά αυτοκίνητο, ως είχε ατύπως με την A.E. συμφωνηθεί. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αληθής, διότι το συνολικό ποσό για τα μισθωθέντα 309 αυτοκίνητα είναι 22.557 ευρώ (309 Χ73) και όχι 20.954 ευρώ, ως ο ορκωτός λογιστής κατά τον έλεγχο ανεύρε ότι οφείλει ο Σ. στην εταιρεία. Ο Σ., στην απολογία του και στο υπόμνημα του, διατείνεται ότι η μίσθωση αυτή άρχισε από το 1999 έως τον Ιούνιο 2002. Στο διάστημα αυτό ο Σ. ασφαλώς ελάμβανε αμοιβές από την μίσθωση αυτή και δεν τις έλαβε όλες στο τέλος του Ιουνίου 2002. Παρά ταύτα, με το 1/10-5-02 γραμμάτιο είσπραξης πιστώνεται η Α.Ε. με 20.954 ευρώ, και με τα 1,2,3,4,5/10-5-02 εντάλματα πληρωμής φαίνεται ο Σ. να εισέπραξε 20.954 ευρώ, ενώ ο ταμίας της εταιρείας ούτε εισέπραξε, ούτε κατέβαλε το άνω ποσό. Και ο μεν μάρτυρας Κ. καταθέτει ότι για μισθωμένα αυτοκίνητα bonus έπαιρνε και ο Σ., όμως τούτο δεν είναι αληθές, διότι αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα έπρεπε και αυτός, αφού από το 1999 μίσθωνε (έφερνε στην εταιρεία πελάτες) αυτοκίνητα, να περιληφθεί (και λόγω συγγενείας με τον κατ/νο - η αδελφή του Σ. είναι σύζυγος του κατ/νου) ως λαμβάνων bonus, στο επίμαχο 4/10-7-00 πρακτικό. Τούτο όμως δεν συνέβη. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει, ότι πράγματι το ποσό αυτό υπεξαιρέθηκε από τον αναιρεσείοντα κατ/νο αυθαίρετα και χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία, για να συγκαλυφθεί δε η νόσφιση αυτή παρουσιάστηκε δια των άνω γραμματίου είσπραξης και ενταλμάτων πληρωμής, ότι δόθηκε στον Σ. ως δήθεν bonus. ι). Έτσι, κατόπιν όλων των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, το χρηματικό ποσό που υπεξαίρεσε ο εν λόγω αναιρεσείων κατ/νος, ανέρχεται συνολικά σε 196.920 ευρώ (22832 + 10780 + 142354 + 20954). Την υπεξαίρεση αυτή τέλεσε κατ' εξακολούθηση, απέβλεπε δε με τις επί μέρους πράξεις του στο συνολικό αυτό αποτέλεσμα (98 παρ. 2 Π.Κ. -Α.Π. 67/09). Και τούτο διότι, ως διαχειριστής της Α.Ε., διαχειριζόμενος τα χρηματικά κεφάλαια αυτής, αφού διαισθάνθηκε τα μελλοντικά μεγάλα κέρδη της, τα οποία για το έτος 2001 ήταν 11.378.857 ευρώ, επεδίωξε και επέτυχε, πέραν του νομίμου εκ της συμβάσεως της 10-7-98 μισθού του, να καρπωθεί με όσες μερικότερες πράξεις μπορούσε, μέρος των κερδών της, μεθοδεύοντας τούτο με την αυθαίρετη αύξηση του μισθού του, με την χορήγηση bonus που δεν εδικαιούτο κατά την σύμβαση, καταρτίζοντας και εικονικό για τούτο πρακτικό, και με την ανάληψη χρημάτων για δήθεν bonus του Σ.. Είναι δε το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη συνολική περιουσιακή βλάβη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δη άνω των 73.000 ευρώ. Η πρόθεση ιδιοποίησης είναι εμφανής αφού με τις ανωτέρω μεθόδους γνώριζε, ότι παράνομα ιδιοποιείτο χρήματα της εταιρείας, τα οποία δεν εδικαιούτο, και όφειλε να τα επιστρέψει χωρίς ειδοποίηση αυτής. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγους αναιρέσεως ερειδόμενους στο άρθρο 484 παράγραφος 1 στοιχεία β' και δ' είναι αβάσιμες. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Κατά το άρθρο 375 § 1 Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του, με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστο ενός έτους. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί αυτό παράνομα, καθ'όν χρόνον βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δολία προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Κατά δε το άρθρο 375 § 2 Π.Κ., όπως ετροποιήθη με το άρθρο 1 § 9 ν.2408/96 (που ισχύει από 4-6-1996), αν πρόκειται για αντικείμενο (της υπεξαίρεσης) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων και ως διαχειριστού ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη τελευταία αυτή διάταξη, όπως ισχύει μετά τον ν.2408/96, προκύπτει ότι η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες.περιπτώσεις εμπιστοσύνης όπως η του διαχειριστού ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να έχει υπαίτιος της υπεξαίρεσης την ιδιότητα του διαχειριστού ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές πράξεις αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης. Την εξουσία αυτή μπορεί να έχει είτε από τον νόμο είτε από σύμβαση. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της προδιαληφθείσης ιδιότητος του υπαιτίου, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιέλθει στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητός του αυτής (ΑΠ 2309/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ' σελ. 815, ΑΠ 1280/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ σελ. 233.
Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, αλλά και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά το μέρος που δεν τροποποιήθηκε με το παραπεμπτικό βούλευμά του με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ορθώς ερμήνευσαν και ορθώς εφάρμοσαν το άρθρο 375 παρ. 2 του Π.Κ., στα οποία και ιδίως στο πρώτο τούτων και στο δεύτερο κατά το μέρος που δεν μεταρρυθμίσθηκε με το πρώτο (προσβαλλόμενο βούλευμα), υπάρχει πλήρης αιτιολογία καθόσο εκτίθενται σε αυτά με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο (αναιρεσείοντα). Επί πλέον δε ορθώς απορρίφθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο κατ' άρθρο 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., καθόσο το σκεπτικό με το οποίο απορρίφθηκε το σχετικό αίτημα και συγκεκριμένα "διότι με την απολογία του και το πολυσέλιδο απολογητικό του υπόμνημα, ως και την πολυσέλιδη έφεσή του (και αναίρεσή του), αρκούντως διευκρίνισε και διεξοδικά ανέλυσε την αποδοθείσα σε αυτόν κατηγορία, συνιστά πλήρη αιτιολογία, όπως επανειλημμένα ο Άρειος Πάγος με τις αποφάσεις του έχει δεχθεί (Α.Π. 1711/2008 Ποινική Δικαιοσύνη 12, 534, Α.Π. 960/2006 Ποιν. Δ. 2006, 1346, 292/2003 Ποιν. Δ. 2003, 844, Α.Π. 2125/2002 Π.Χ. ΝΓ 134, Α.Π. 300/2001 Π.Χ. ΝΑ 975). Όσον αφορά δε το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου Σας κρίνουμε ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτό διότι έχει ήδη προβεί με τα υπομνήματά του σε εξαντλητική ανάπτυξη των υπερασπιστικών του ισχυρισμών. Με βάση συνεπώς τα ανωτέρω εκτεθέντα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι προτεινόμενοι λόγοι αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - ΠΡΟΤΕΙΝΩ
1) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 211/30-11-2009 αίτηση αναιρέσεως του Β. Χ. του Γ. και της Α., 55 ετών, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 1477/14-10-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. 3) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον εν λόγω αναιρεσείοντα.
Αθήνα 1/9/2010 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιοδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, που περιλαμβάνει τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεως του στον ιδιοκτήτη. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο, αφότου ο δράστης επεχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλομένης ενεργείας, με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα παράνομα. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν.2408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Για την αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας, καθόσον ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου ως μεγάλης ή μικρής είναι ζήτημα πραγματικό. Οι ρυθμίσεις αυτές του άρθρου 375 παρ.1, 2 ΠΚ διατηρήθηκαν και μετά την αντικατάστασή του, με το άρθρο 14 παρ. 3 α' και β' του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει στις 3-6-1999, αλλά, επιπλέον, στη μεν παρ.1 προστέθηκε εδάφιο τελευταίο, σύμφωνα με το οποίο έγινε κακουργηματική η υπεξαίρεση αντικειμένου συνολικής αξίας μεγαλύτερης των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.), χωρίς άλλο όρο, τιμωρούμενη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, στη δε παρ. 2 προστέθηκε επίσης εδάφιο τελευταίο, σύμφωνα με το οποίο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, για το προβλεπόμενο από την παράγραφο αυτή κακούργημα, αν το συνολικό αντικείμενο της κακουργηματικής αυτής πράξεως υπερβαίνει το ίδιο ως άνω ποσόν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστού ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές πράξεις αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης. Την εξουσία αυτή μπορεί να έχει είτε από τον νόμο είτε από σύμβαση. Για να υπάρχει δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της προδιαληφθείσας ιδιότητος του υπαιτίου, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιέλθει στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Επί κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεως, η ιδιαίτερα μεγάλη αξία κρίνεται, εφόσον οι πράξεις τελέσθηκαν μετά το Ν.2721/1999, από το σύνολο των επί μέρους πράξεων (άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ), υπό την προϋπόθεση ότι ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο συνολικό αποτέλεσμα.
Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Ακόμη, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1477/2009 βούλευμα του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, μετ' αναίρεση προηγούμενου βουλεύματός του, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση αναφορά, η οποία καλύπτει και τα εκεί μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ανελέγκτως ως προς τον αναιρεσείοντα Β. Χ. ότι, από την εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, προέκυψαν όσα διαλαμβάνονται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία, αφού παρατίθενται νομικές σκέψεις, εκτίθεται ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με την κακουργηματική υπεξαίρεση για την οποία η παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που δια του βουλεύματος αυτού απορρίφθηκε αντιστοίχως η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, ήτοι: "α) Η εταιρεία "ΓΙΟΥΝΙΡΕΝΤ ΕΠΕ", με έδρα την ..., διαχειριστής της οποίας ήταν ο Χ. Σ., είχε ως αντικείμενο την ενοικίαση αυτοκινήτων με χρονομίσθωση, ως και την εμπορία αυτοκινήτων. Δηλαδή, με χρηματοδοτική μίσθωση, μετά την λήξη του συμβολαίου μεταξύ της εταιρείας LEASING και της εταιρείας ΓΙΟΥΝΙΡΕΝΤ ΕΠΕ, το αυτοκίνητο περιέρχονταν στην κατοχή της ΓΙΟΥΝΙΡΕΝΤ ΕΠΕ, η οποία με μακροχρόνια μίσθωση το ενοικίαζε σε πελάτες της, οι οποίοι μετά την λήξη του συμβολαίου (ΒΑΥ ΒΑCΚ ΟΡΤΙΟΝ) είχαν το δικαίωμα επιλογής, ή να αγοράσουν το αυτοκίνητο, ή όχι. Αν το αγόραζαν, η ΓΙΟΥΝΙΡΕΝΤ ΕΠΕ το πωλούσε σ' αυτούς. Αν όχι, το αυτοκίνητο επιστρεφόταν στην άνω Ε.Π.Ε.
β) Ο κατηγορούμενος πρώην τραπεζικός υπάλληλος της Τράπεζας Κρήτης και στη συνέχεια υπάλληλος της ΕΤΒΑ LEASING, γνώστης των χρονομισθώσεων, προσελήφθη, για την ευόδωση του έργου της ΕΠΕ, από τον διαχειριστή αυτής Χ. Σ., ως Γενικός Διευθυντής, υπογραφείσης της μεταξύ τούτων συμβάσεως, την 10-7-98, με τους εξής όρους: Λήξη της σύμβασης η 15-7-02. Μηνιαίες μικτές αποδοχές 1.200.000 δρχ. Μηνιαία έξοδα περιποιήσεως της πελατείας 150.000 δρχ. Έξοδα μηνιαία παραστάσεως και λειτουργίας 100.000 δρχ. Σύνολον αποδοχών 1.450.000 δρχ. ή 4.255 ευρώ, αυξανόμενες την 1-1- εκάστου έτους κατά 10%. Η ως άνω ΕΠΕ τον Δεκέμβριο του 1999 μετετράπη σε ΑΕ, με την ίδια επωνυμία και έδρα την ... (...). Το μετοχικό κεφάλαιο της Α.Ε. ήταν 57.000.000 δρχ., διαιρούμενο σε 5.700 μετοχές, με μετόχους την (πρώην σύζυγο του Σ.) Χ. Μ. με 4275 μετοχές (75%), τον Σ. Χ. με 285 μετοχές (5%), τον κατ/νο με 570 μετοχές (10%), τον Σ. Β. και τον Μ. Α. με 285 μετοχές ο καθένας (5% + 5%). Το Δ.Σ. αυτής συγκροτήθηκε σε σώμα την 8-12-99, με το υπ' αριθμ. 1 πρακτικό του, με πρόεδρο τον κατ/νο, αντιπρόεδρο τον Σ. Β., γραμματέα τον Μ. Α., και μέλη τους Σ. Χ. και Σ. Α.. Ταυτόχρονα με το ίδιο πρακτικό, ως διευθύνων σύμβουλος της ΑΕ, ορίσθηκε ο κατ/νος. Σ' αυτόν δε μεταβιβάσθηκαν και εκχωρήσθηκαν όλες οι αρμοδιότητες και τα δικαιώματα του ΔΣ της ΑΕ. Επομένως αυτός ήταν ο διαχειριστής της ΑΕ., αφού αυτός εκπροσωπούσε την Α.Ε. δικαστικά και εξώδικα, ενεργώντας ως εκπρόσωπος αυτής, τόσον υλικές όσον και νομικές πράξεις. Με την 2/19-5-2000 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, η έδρα της εταιρείας μεταφέρθηκε στο ... (...).
γ) Ο κατ/νος, συνέχισε να προσφέρει στην ΑΕ τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους όρους που διαλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση, δηλαδή αυτή της 10-7-98.
Συνεπώς με 10% ετήσια αύξηση, οι μηνιαίες μικτές αποδοχές του, την 1-1-99 ήταν 1.595.000 δρχ. ή 4.681 ευρώ, την 1-1-00 ήταν 1.754.500 δρχ. ή 5.149 ευρώ, την 1-1-01 ήταν 1.929.950 δρχ. ή 5.664 ευρώ και την 1-1-02 ήταν 2.122.945 δρχ. ή 6.230 ευρώ.
δ) Με την 1/27-12-99 απόφαση της έκτακτης γενικής συνελεύσεως των μετόχων ορίσθηκαν, ο κατ/νος ως γενικός διευθυντής της ΑΕ, ο Σ. ως διευθυντής πωλήσεων και ο Μ. ως διευθυντής λογιστηρίου. Της ανωτέρω ΑΕ οι εργασίες σταδιακά αυξάνονταν, φθάνοντας το έτος 2001 να έχει, για την μακροχρόνια μίσθωση αυτοκινήτων, στόλο 2000 οχημάτων και κύκλο εργασιών 11.378.857 ευρώ ή 3.877.345.523 δρχ. Ο κατ/νος, διαισθανόμενος τα μελλοντικά μεγάλα κέρδη της εταιρείας, επεδίωξε, ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, αλλά και ως γενικός διευθυντής της ανωτέρω Α.Ε., δηλαδή ως διαχειριστής αυτής, να καρπωθεί μέρος τούτων δια διαφόρων μεθόδων, διαχειριζόμενος τα χρηματικά κεφάλαια αυτής, την κατοχή των οποίων είχε, ως εκ της ανωτέρω ιδιότητος του. Ένας εξ αυτών ήταν και η αύξηση των αποδοχών του δια μεθόδων μη σύννομων. Έτσι, ενώ με βάση την ανωτέρω από 10-7-98 σύμβαση, που ίσχυε μέχρι 15-7-02, έπρεπε το έτος 2000 να λάβει ως μηνιαία αμοιβή, το ποσό των 5.149 ευρώ, ή 1.754.500 δρχ, αυτός, με την 1/27-12-99 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης, ως αμοιβή του από την μίσθωση της ανωτέρω εργασίας του, καθόρισε αυθαίρετα το ποσό μηνιαίως των 6750 ευρώ, ή 2.299.722 δρχ. Η αμοιβή αυτή, αφορά το έτος 2000, διότι δια της αποφάσεως αυτής έγινε προέγκριση της αμοιβής για την χρήση του έτους 2000, δεδομένου ότι η ΑΕ ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1999. Με βάση τα ανωτέρω, ο κατ/νος καρπώθηκε από την ΑΕ παράνομα, την προκύπτουσα διαφορά μεταξύ της καθορισθεί-σης με απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης αμοιβής και αυτής της σύμβασης, που είναι ανά μήνα 1601 ευρώ ( 6750 - 5149). Η δε συνολική διαφορά για το έτος 2000 είναι 22.414 ευρώ (1601 Χ 14 μισθούς). Ο ίδιος κατ/νος, για το έτος 2001, έπρεπε να λάβει κατά την σύμβαση ως αμοιβή 5664 ευρώ (1.929.950 δρχ.) ανά μήνα, και συνολικά 79.296 ευρώ (5664 X 14). Έλαβε όμως συνολικά 102.128 ευρώ για το έτος 2001, ήτοι καρπώθηκε επί πλέον 22.832 ευρώ (102.128 - 79296). Και τέλος για το έτος 2002 μέχρι τον Μάιο μήνα, έλαβε 45.045 ευρώ, ενώ έπρεπε κατά την σύμβαση να λάβει 34.265 ευρώ (6230X5,5), δηλαδή καρπώθηκε την διαφορά των 10780 ευρώ (45045-34265).
Το ότι παράνομα καρπώθηκε και ιδιοποιήθηκε, σε βάρος της Α.Ε., τα προαναφερόμενα ποσά των ετών 2001 και (Μάιος) 2002 (22832 +10780 = 33612 ευρώ), για τα οποία και κατηγορείται ότι τα υπεξαίρεσε, προκύπτει από τα εξής: 1) Ο κατ/νος με την ανακριτική του απολογία ισχυρίζεται ότι, τον Σεπτέμβριο του 1998, κατόπιν άτυπης συμφωνίας με τον Σ. (διαχειριστή ΕΠΕ), ο μισθός του, από 1.450.000 δρχ. ή 4255 ευρώ αναπροσαρμόσθηκε σε 1.800.000 δρχ. ή 5282 ευρώ, με ετήσια αύξηση 10% μέχρι και το 2002. Ότι αυτά τα χρήματα ελάμβανε και όταν η εταιρεία μετετράπη σε Α.Ε., οι βεβαιώσεις δε των αποδοχών του που έλαβε από την Α.Ε., αυτά τα χρήματα αφορούν. Με βάση τον ισχυρισμό του αυτόν, το 1999 ο μηνιαίος μισθός του ήταν 5810 ευρώ (5282 Χ 10%), το 2000 ήταν 6391 ευρώ (5282 Χ 10% Χ 10%), το 2001 ήταν 7.031 ευρώ (5282 Χ 10% Χ 10% Χ 10%) και το 2002 ήταν 7734 ευρώ (5282 Χ 10% Χ 10% Χ 10% Χ 10%). Όμως οι απόλαυες αυτές διαφέρουν από αυτές που αναφέρει στο απολογητικό του υπόμνημα, διότι, ενώ σ' αυτό δέχεται ότι ο μισθός του το 1998 ήταν 5282 ευρώ, (1800.000 δρχ.), για το 1999 δέχεται ότι αυτός ήταν 5869 ευρώ (με 10% αύξηση), γεγονός που δεν απηχεί την πραγματικότητα, αφού η ετήσια αύξηση για το 1999, δίδει μισθό 5.810 ευρώ. Ενώ δέχεται σ' αυτό την εκ 10% ετήσια αύξηση, για το έτος 2000 δηλώνει μηνιαίο μισθό 6750 ευρώ, που καθορίσθηκε με την 1/27-12-99 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης της Α.Ε., ήτοι ανώτερον των 6.391 ευρώ, που αναφέρει στην ανακριτική του απολογία. Για το 2001, δηλώνει με το υπόμνημα του μισθό 7630 ευρώ, (δεν υπάρχει απόφαση τακτικής ή έκτακτης γενικής συνέλευσης), ήτοι ανώτερον των 7.031 ευρώ που αναφέρει στην απολογία του. Για το έτος 2002, με το υπόμνημα του δηλώνει μηνιαίο μισθό 8.510 ευρώ, που καθορίστηκε με την 6/27-12-01 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης της Α.Ε. (προέγκριση), ήτοι ανώτερον των 7734 ευρώ, που αναφέρει στην απολογία του. 2) Ενώ στην ανακριτική του απολογία ισχυρίζεται την ύπαρξη άτυπης συμφωνίας με τον Σ., περί αναπροσαρμογής του μισθού του τον Σεπτέμβριο του 1998 σε 1.800.000 δρχ. ή 5.282 ευρώ, με μέχρι το 2002 ετήσια αύξηση αυτού κατά 10%, στην από 11-9-03 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της ανωτέρω Α.Ε., με την οποία ζητά διαφορές αποδοχών του, δεν αναφέρει την συμφωνία αυτή, με βάση την οποία ο μισθός του το 2000 ήταν 6391 ευρώ, το 2001 ήταν 7031 ευρώ και το 2002 ήταν 7.734 ευρώ, αλλ' αυθαιρέτως σ' αυτή (αγωγή) αναγάγει τον μισθό του αντίστοιχα σε 6750, σε 7630 και σε 8.510 ευρώ, ο οποίος είναι ανώτερος αυτού της άτυπης συμφωνίας αντίστοιχα, κατά 359 ευρώ (6750-6391), κατά 599 (7630-7031) και κατά 776 ευρώ (8510-7734), αλλά και ανώτερος της σύμβασης της 10-7-98 αντίστοιχα, κατά 1601 ευρώ (6750-5149), κατά 1966 ευρώ (7630-5664) και κατά 2280 ευρώ (8510-6230). Επίσης, ο της άτυπης συμφωνίας μισθός του, είναι ανώτερος αυτού της σύμβασης της 10-7-98 αντίστοιχα, κατά 1242 ευρώ (6391-5149), κατά 1367 ευρώ (7031-5664) και κατά (7734-6230) 1504 ευρώ. 3) Αντίφαση προκαλείται και από την ίδια την αγωγή, διότι, ρητά και κατηγορηματικά διαλαμβάνει σ' αυτή, ότι και μετά την μετατροπή της Ε.Π.Ε. σε Α.Ε., συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους όρους της από 10-7-98 αρχικής έγγραφης σύμβασης. Τούτο σημαίνει, ότι ο μισθός του ανά μήνα για το έτος 2000 ήταν 5149 ευρώ και όχι 6391 ή 6750, για το 2001 ήταν 5664 ευρώ και όχι 7031 ή 7630 και για το έτος 2002 ήταν 6230 ευρώ και όχι 7734 ή 8510, ως στην απολογία του και στο υπόμνημα αναληθώς διατείνεται, αλλά και ως στην αγωγή του αυθαίρετα και αόριστα και χωρίς καμία αιτιολογία εκθέτει. Από όλες τις ανωτέρω αντιφάσεις και διαφορές, προκύπτει ότι ο κατ/νος, ουδεμία με τον Σ. άτυπη συμφωνία συνήψε, αυθαίρετα και χωρίς την συμμετοχή των κυρίως μετόχων, (Σ. - Μ. -80% των μετοχών), συγκάλεσε έκτακτες γενικές συνελεύσεις για αύξηση του μισθού του σε 6750 ευρώ το 2000 και 8510 ευρώ το 2002, (η αύξηση μισθών του Δ.Σ. της Α.Ε. αποτελεί αντικείμενο τακτικής και όχι έκτακτης γενικής συνέλευσης), καταστρατήγησε δε και δεν εφάρμοσε για τα έτη 2000 έως 2002 την ετήσια αύξηση του 10%. Για δε το έτος 2001, χωρίς καμία απόφαση γενικής συνέλευσης, καθόρισε τον μηνιαίο μισθό του αυθαίρετα σε 7.630 ευρώ, αντί του ισχύοντος με την σύμβαση της 10-7-98, που ήταν 5664 ευρώ, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται το φαινόμενο, η Α,Ε. να οφείλει ακόμη στον κατ/νο διαφορές παράνομων μισθών των ετών 2001 και 2002, ανερχόμενες για το έτος 2001σε 4.692 ευρώ (7630 Χ 14=106.820 -102.128 που έλαβε) και για το έτος 2002 σε 1760 ευρώ (8510 Χ 5,5=46.805 - 45.045 που έλαβε). Κατόπιν αυτών, η σύμβαση της 10-7-98 ήταν αυτή που ρύθμιζε τις μεταξύ του κατ/νου και της Α.Ε. σχέσεις, μέχρι την αποχώρησή του από την Α.Ε., που έλαβε χώρα τέλος Ιουνίου 2002, διότι έληξε η θητεία του και η σύμβασή του. Εξελέγη νέο Δ.Σ. της Α.Ε., με πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τον Ι. Κ., ο οποίος διενήργησε λογιστικό και οικονομικό έλεγχο στην Α.Ε. με ορκωτό λογιστή. Από τον έλεγχο αυτό, σε συνδυασμό με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν τα ανωτέρω και όσα άλλα ακολουθούν.
Συνεπώς, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατ/νου είναι ουσιαστικά αβάσιμοι, κρινόμενων μετά ταύτα ως αληθών των ισχυρισμών του εκπροσώπου της Α.Ε. Σ., συνισταμένων, στο ότι ουδέποτε συνήψε άτυπη συμφωνία με τον κατ/νο, ως και στο ότι ουδέποτε αυτός και η Μ. (που εκπροσωπούσε) συμμετείχαν σε έκτακτες γενικές συνελεύσεις για καθορισμό μισθών των μελών του Δ.Σ. της Α.Ε. Βέβαια, με τις αποφάσεις των έκτακτων γενικών συνελεύσεων, καθορίσθηκαν και αμοιβές των μελών του Δ.Σ. της Α.Ε. Σ. και Μ., πάρα πολύ κατώτερες αυτών του κατ/νου. Με βάση αυτές οι ανωτέρω εισέπραξαν για το έτος 2001 ευρώ 41.966 και 12.076 αντίστοιχα και μέχρι Μάιο του 2002 ευρώ 32.282 και 5425 αντίστοιχα. Όμως εξ ουδενός στοιχείου της δικογραφίας προκύπτει, ότι αυτές εισπράχθηκαν παράνομα, αφού ουδεμία άτυπη ή έγγραφη συμφωνία υπάρχει, δεν αφορούν δε την ασκηθείσα ποινική δίωξη. ε) Με την από 10-7-98 έγγραφη σύμβαση, συμφωνήθηκε επί πλέον, ότι ο κατ/νος, θα ελάμβανε συμπληρωματική παροχή (bonus) εξ 25.000 δρχ. (73 ευρώ), επί εκάστου τιμολογημένου πωληθέντος αυτοκινήτου, της αμοιβής αυτής αναπροσαρμοσμένης κατά 10% κατ' έτος και έως το 2002 που ίσχυε η σύμβαση. Έτσι το 1999 η αμοιβή αυτή ήταν 80,70 ευρώ, το 2000 ήταν 88,77 ευρώ, το 2001 ήταν 97,65 ευρώ και το 2002 ήταν 107,41 ευρώ. Την ύπαρξη και ισχύ μέχρι το 2002 της συμφωνίας αυτής, ρητά ομολογεί στην ανακριτική του απολογία ο κατ/νος. Επειδή όμως τέτοιου είδους πωλήσεις αυτοκινήτων ήταν ελάχιστες, ο κατ/νος για να καρπωθεί παράνομα χρήματα από την Α.Ε., επεδίωξε και επέτυχε την είσπραξη bonus, όχι από κάθε τιμολογημένο πωληθέν αυτοκίνητο, αλλά από κάθε μισθωμένο με μακροχρόνια μίσθω-ση αυτοκίνητο. Τα έτσι μισθωμένα αυτοκίνητα το 2001, ανήλθαν σε 2000. Συνέφερε συνεπώς τον κατ/νο να καταστρατηγήσει την σύμβαση. Για να φαίνεται όμως ότι νόμιμα εισπράττει τις ανωτέρω αμοιβές, συνέταξε εξ ολοκλήρου πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης της Α.Ε., με αριθμό 4/10-7-2000, στο οποίο, αφού ορίσθηκε ως πρόεδρος της γενικής συνέλευσης, ψευδώς ανέφερε ότι συνήλθαν τα μέλη αυτής για να αποφασίσουν και απεφάσισαν, την χορήγηση, (προέγκριση, αφού η χρήση του 2000 δεν είχε λήξει), bonus στον κατ/νο για κάθε ένα μακροενοικιαζόμενο αυτοκίνητο εξ 132 ευρώ καθαρά, στον Σ. εκ 30 ευρώ καθαρά και στον Λ. Α. (υπάλληλο) εκ 15 ευρώ καθαρά. Η πρόσθεση στο πρακτικό και των ατόμων αυτών παρείχε σ' αυτό μεγαλύτερη, έναντι τρίτων και της Α.Ε., νομιμοφάνεια. Ουδείς μέτοχος είχε κληθεί στη συνέλευση αυτή. Με το πρακτικό αυτό προεγκρίθηκαν τα bonus για το 2000, όμως αυτά ίσχυαν και για τα επόμενα έτη, αφού στο πρακτικό ρητά αναφέρεται, ότι η εκκαθάριση αυτών θα γίνεται σε ετήσια βάση και ο Δεκέμβριος θα εκκαθαρίζεται στο επόμενο έτος. Όλα λοιπόν αυτά που φέρεται να εγκρίθηκαν από την γενική συνέλευση ήταν ψευδή. Με βάση το πρακτικό αυτό, ο κατ/νος το 2001, εισέπραξε με την χρήση του, παραπλανώντας τους υπαλλήλους της Α.Ε., παράνομα από μακροχρόνια μίσθωση (όχι πώληση) αυτοκινήτων, 142.354 ευρώ.
Το ότι το συνταγέν πρακτικό δεν απηχεί την πραγματικότητα, προκύπτει εκ του ότι, ενώ στην επικεφαλίδα αυτού αναφέρεται ότι συνήλθε η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, στο κείμενο αυτού αναφέρεται (τετράκις) ότι συνήλθε η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων. Ενώ από 19-5-00 η έδρα και τα γραφεία της Α.Ε. μεταφέρθηκαν στο ... (...), στο 4/10-7-00 πρακτικό αναφέρεται, ότι η γενική συνέλευση έλαβε χώρα στη ... (...), όπου η προηγούμενη έδρα και τα γραφεία της εταιρείας. Ο υπάλληλος της εταιρείας Η. Κ., πράγματι στην κατάθεσή του αναφέρει, ότι τα bonus υπήρχαν για μισθωμένα αυτοκίνητα. Τούτο το γνώριζε ως υπάλληλος του τμήματος πωλήσεων της εταιρείας. Αυτό ήταν και το πράγματι συμβαίνον. Όμως ο υπάλληλος αυτός, δεν προκύπτει από την δικογραφία να γνώριζε και το παράνομο της αμοιβής. Ό,τι υπέπεσε στην αντίληψή του κατέθεσε. Δεν γνώριζε δηλαδή και την σύνταξη του εικονικού πρακτικού. Ο κατ/νος διατείνεται, ότι η έννοια του τιμολογηθέντος πωλουμένου αυτοκινήτου είναι αυτή της πώλησης προϊόντος, δηλαδή η μακροχρόνια μίσθωση αυτοκινήτου, άλλως, ως εκ του σκοπού της εταιρείας, τα αυτοκίνητα επωλούντο με την μορφή της μακροενοικίασης και ότι η ανωτέρω έννοια, δεν συνάδει με την κλασική έννοια της πώλησης του αστικού ή εμπορικού δικαίου. Τούτο είναι σόφισμα του ανωτέρω κατ/νου, διότι, σε μακροχρόνια μίσθωση από εταιρεία προς πελάτες της αυτοκινήτων, αυτοί (πελάτες) μετά την λήξη του συμβολαίου, ή αγοράζουν το μισθωμένο αυτοκίνητο, οπότε η εταιρεία το πωλεί με τιμολόγιο σ' αυτούς, ή δεν το αγοράζουν, οπότε το αυτοκίνητο επιστρέφεται απ' αυτούς στην εταιρεία. Επί των έτσι πωλουμένων αυτών αυτοκινήτων, το 2001, ο κατ/νος εδικαιούτο κατά την σύμβαση bonus εξ 97,65 ευρώ ανά αυτοκίνητο. Ο κατ/νος όμως, προκειμένου να νοσφιστεί χρήματα από την εταιρεία ως διαχειριστής αυτής, αλλά συγχρόνως να είναι και νομιμοφανής, μεθόδευσε την σύνταξη του ανωτέρω πρακτικού και εσκεμμένα την μακροχρόνια μίσθωση των αυτοκινήτων, την ανήγαγε σε πώληση αυτών. Αν τα bonus των 142.354 ευρώ αφορούσαν νόμιμες εισπράξεις, δεν θα καταχωρούσε ποσό 85.413 ευρώ (εξ αυτών), στην κατηγορία των αμοιβών: αποδοχές ασθενείας (28471), επίδομα ισολογισμού (28471) και αποδοχές αδείας (28471), για να φαίνεται ότι οι αμοιβές bonus είναι λιγότερες, αλλά όλο το ποσό θα το καταχωρούσε στην κατηγορία αμοιβών από bonus. Το ότι οι αμοιβές αυτές οριστικά εγκρίθηκαν με την 6/27-12-01 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης, ως διατείνεται ο κατ/νος, ουδεμία σημασία έχει από ποινικής πλευράς, διότι, το ζητούμενο είναι, αν πράγματι ο κατ/νος υπεξαίρεσε το ποσό αυτό, ασχέτως εγκρίσεως ή μη αυτού από την γενική συνέλευση, αφού η έγκριση του ποσού αυτού δεν σημαίνει κατ' ανάγκη, ότι ο κατ/νος και το εδικαιούτο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν το εδικαιούτο.
Βέβαια με την απόφαση αυτή, bonus εισέπραξαν και ο Σ. και ο Λόγιος, που σήμερα ο πρώτος είναι Πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας και ο δεύτερος μέλος αυτής, αλλά τα ποσά είναι ελάχιστα, (24.086 ευρώ για το Σ. με 30 ευρώ ανά αυτοκίνητο). Δεν προκύπτει δε από την δικογραφία, ότι αυτοί γνώριζαν το είδος του bonus (πώληση ή χρονομίσθωση αυτοκινήτου). Άλλωστε αυτοί, δεν προκύπτει να είχαν συνάψει με την εταιρεία έγγραφη σύμβαση περί των ανωτέρω, ακόμη και αν γνώριζαν ότι επρόκειτο περί χρόνο μίσθωσης. Τέλος οι αμοιβές αυτών των ατόμων δεν αφορούν την ασκηθείσα ποινική δίωξη. Έτσι, επαληθεύεται ο ισχυρισμός του εκπροσώπου της εταιρείας Σ., περί του ότι ο κατ/νος, με τα αξιώματα και την ιδιότητα που είχε στην εταιρεία, δεν έδιδε λογαριασμό στους μετόχους, δεν έδειχνε τα βιβλία της εταιρείας σ' αυτούς και γενικώς η συμπεριφορά του ήταν όχι η πρέπουσα απέναντί τους.
στ) Το ανωτέρω κατά περιεχόμενο ψευδές 4/10-7-2000 πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης της εταιρείας, (δεν συγκλήθηκε γενική συνέλευση, δεν παρέστησαν οι μέτοχοι, δεν αποφάσισαν χορήγηση bonus 132 ευρώ καθαρά ανά μακροενοικιαζόμενο αυτοκίνητο στον κατ/νο), φέρει την γνήσια υπογραφή του κατ/νου ως προέδρου και του γραμματέα αυτής Μ..
Συνεπώς εκδότης του πλαστού αυτού εγγράφου είναι ο κατ/νος. Αδιάφορο είναι, ποιος έγραψε το κείμενο αυτού, (ο Μ. κατά τον Γ. Χ.). Ο κατ/νος ισχυρίζεται ότι δεν το έγραψε αυτός. Εφόσον όμως κάτωθι του κειμένου υπάρχει η γνήσια αυτού υπογραφή, το πλαστό αυτό έγγραφο (κατάρτιση) έχει εκδότη αυτόν (κατ/νο). Υπογραφές των μετόχων σε πρακτικά γενικής συνέλευσης Α.Ε., ως ισχυρίζεται ο Σ., δεν απαιτούνται, διότι αυτά υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα της Γ.Σ. της Α.Ε. . ζ) Για να δικαιολογήσει ο κατ/νος νόμιμα την λήψη των 22.414 ευρώ, από παράνομους μισθούς του έτους 2000, στο με αριθμό 3/30-6-2000 πρακτικό της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων, περί εγκρίσεως ισολογισμού - αποτελεσμάτων χρήσεως και διαθέσεως αποτελεσμάτων έτους 1999, νόθευσε το γνήσιο αυτό πρακτικό, προσθέτοντας την φράση, χωρίς την εντολή ή συναίνεση των μετόχων, "Επίσης εγκρίθηκαν οι μισθοί και αμοιβές Δ.Σ., ως η έκτακτη Γ.Σ. 27-12-99". Με την 1/27-12-99 έκτακτη γενική συνέλευση, προεγκρίθηκαν οι μισθοί και οι αμοιβές για την χρήση του έτους 2000, όπως προαναφέρθηκε. Δεν εγκρίθηκαν bonus. Το ίδιο έπραξε και στο με αριθμό 5/30-6-01 πρακτικό της ίδιας τακτικής γενικής συνέλευσης, περί εγκρίσεως ισολογισμού - αποτελεσμάτων χρήσεως - διάθεσης αποτελεσμάτων έτους 2000, προσθέτοντας την φράση στο τέλος του τρίτου θέματος, χωρίς την εντολή ή συναίνεση των μετόχων, "Επίσης ενέκρινε τις καταβληθείσες αμοιβές του Διοικητικού Συμβουλίου για το έτος 2000, καθώς και τους μισθούς αυτών". Και αμοιβές μεν είναι αυτές εκ της ιδιότητας αυτού ως μέλους του Δ,Σ. της Α.Ε. (για τις οποίες δεν κατηγορείται), μισθοί δε είναι αυτοί από την παροχή της εργασίας του (γι' αυτές κατηγορείται). Βonus δεν εγκρίθηκαν. Προεγκρίθηκαν με την 4/10-7-2000 γενική συνέλευση, αλλά από την δικογραφία δεν προκύπτει νοσφισθέν ποσό έτους 2000, παρά μόνον για το 2001, με οριστική έγκριση της 6/27-10-01 γενικής συνέλευσης. Το ότι νοθεύτηκαν τα παραπάνω πρακτικά προκύπτει από το εξής: Τόσο το αντίγραφο του 3/30-6-00 πρακτικού, που εστάλη στην Νομαρχία Αθηνών την 12-7-00, όσο και το αντίγραφο του 5/30-6-01 πρακτικού, που εστάλη στην ίδια Νομαρχία την 11-7-01, δεν περιλαμβάνουν τις ανωτέρω φράσεις. Ο κατ/νος αποδίδει την παράλειψη κατά την δακτυλογράφηση των αντιγράφων από τους υπαλλήλους της εταιρείας. Αυτό όμως δεν προκύπτει από στοιχεία της δικογραφίας, διότι αν έγινε τέτοια παράλειψη, μπορούσε με αποστολή νέων να διορθωθούν τα πρώτα. Επίσης ισχυρίζεται ότι ο γραφικός χαρακτήρας δεν είναι δικός του. Ο Γ. Χ. στην απολογία του αναφέρει, ότι το πρώτο πρακτικό γράφτηκε από την αδελφή του Α. Χ. και το δεύτερο από τον Μ.. Τούτο δεν αναιρεί την νόθευση υπ' αυτού των πρακτικών, διότι, η μεν Α. Χ., ανεψιά του κατ/νου, (απλή υπάλληλος της Α.Ε.), όταν πρόσθετε την φράση, καθοδηγούμενη απ' αυτόν, αγνοούσε ότι ο θείος της δεν εδικαιούτο των 22.414 ευρώ για το έτος 2000, οπότε ο κατ/νος είναι έμμεσος αυτουργός στην ανωτέρω νόθευση, ο δε Α. Μ., ο και γραμματέας της συνέλευσης, όταν πρόσθετε την φράση, γνώριζε μεν, παρακινούμενος από τον κατηγορούμενο, ότι διαπράττει νόθευση του γνησίου πρακτικού, δεν είχε όμως σκοπό, (όργανο που πράττει με δόλο, αλλά χωρίς σκοπό), να παραπλανήσει με την χρήση του τρίτους, με τις γνωστές έννομες συνέπειες, (αυτόν - σκοπό - τον είχε ο κατ/νος, γιατί αυτόν αφορούσε η νόθευση), αφού ο μισθός του κατηγορουμένου που αφορούσε η νόθευση (6.750), είχε ήδη καθορισθεί με την 1/27-12-99 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης, οπότε και πάλι αυτός (κατηγορούμενος) είναι έμμεσος αυτουργός στην ανωτέρω πράξη. Όμως, με την 3/30-6-2000 τακτική γενική συνέλευση, πάλι, (όπως και με την 1/27-12-99) προεγκρίθηκαν οι αμοιβές για την χρήση του 2000, αφού η χρήση του 2000 κλείνει τον Δεκέμβριο του έτους αυτού. Με την 5/30-6-01 τακτική γενική συνέλευση, εγκρίθηκαν οριστικά οι αμοιβές του 2000, Αυτές αφορούσαν μηνιαίο μισθό 6750 ευρώ, αντί του κανονικού με την 10-7-98 σύμβαση μηνιαίου μισθού των 5.149 ευρώ. Ποσό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, (κάτω των 73.000 και άνω των 15.000 ευρώ), 22414 ευρώ (6750 - 5149 = 1601 Χ 14). Και τα δύο νοθευθέντα πρακτικά, αφορούν το αυτό ποσό και το ίδιο έτος. (Προέγκριση μισθών 2000 και οριστική έγκριση μισθών 2000). Δηλαδή οι δύο εξακολουθητικές πράξεις νόθευσης, αφορούν το ίδιο του 2000 υλικό αντικείμενο (22,414 ευρώ) και όχι και το των ετών 2001 και 2002, ως με το εκκαλούμενο βούλευμα ο κατ/νος κατηγορείται, ως και όχι του έτους 1999, ως ο ανακριτής επιπλέον τον κατηγορεί, αφού η Α.Ε. συνεστήθη τον Δεκέμβριο του 1999. Τούτο αναμφισβήτητα και αναμφίβολα προκύπτει, από τις ίδιες τις προστεθείσες στα πρακτικά επίμαχες φράσεις.
Έτσι κατά τα πρακτικά αυτά, η έννομη συνέπεια που δημιούργησε η νόθευση τούτων με παραπλάνηση των υπαλλήλων της Α.Ε., αφορά τον σφετερισμό από τον κατηγορούμενο του ποσού των 22,414 ευρώ, ποσό που αποτελεί την λήψη παράνομων μισθών του έτους 2000 και μόνον αυτού. Ο κατηγορούμενος καρπώθηκε διαφορά εκ 1966 ευρώ (2001) και 2280 ευρώ (2002),με αυθαίρετους, αντί της σύμβασης, μισθούς 7630 και 8510 ευρώ, που δεν αντιστοιχούν στην εκ 10% ετήσια αύξηση, του και πάλι αυθαιρέτου μισθού των 6750 ευρώ έτους 2000.
Συνεπώς, δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της νόθευσης και της πρόσκτησης παρανόμου περιουσιακού οφέλους για τα έτη αυτά. Δηλαδή ο κατηγορούμενος, ούτε σκόπευε, ούτε επεδίωκε με τις νοθεύσεις αυτές, να καρπωθεί παράνομους μισθούς των ετών αυτών (33612 ευρώ), αλλά μόνον αυτούς (22.414) του έτους 2000, πράξη για την οποία (κατ' εξακολούθηση) ασκήθηκε ποινική δίωξη και ο κατηγορούμενος απολογήθηκε.
η) Περαιτέρω, ο λογαριασμός της Α.Ε. με Κ.Α. 53.01.02 "Πιστωτές διάφοροι", παρουσίασε από 1-1-01 έως 30-6-02, υπόλοιπο χρεωστικό ύψους 109.856 ευρώ. Στον λογαριασμό αυτόν 107.896 ευρώ πιστώθηκαν από τον λογαριασμό ΚΑ 38.000 "Ταμείο". Για τον λογαριασμό αυτό, εκδίδονταν εντάλματα πληρωμής, χωρίς να αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του λαβόντος, αλλά μόνον η φράση "πιστωτές διάφοροι". Ως αιτιολογία δε αναγραφόταν η φράση "έναντι λογαριασμού". Από τον έλεγχο όμως του ορκωτού λογιστή προέκυψε, 1. Ότι, ποσό 20.954 ευρώ, αφορά (κατ' αυτόν) χρεωστικό υπόλοιπο προς την Α.Ε. του αντιπροέδρου του Δ.Σ αυτής Β. Σ.. Δηλαδή ο κατ/νος ανέλαβε από το λογιστήριο της εταιρείας το ποσό αυτό και το κατέβαλε στον ανωτέρω Β. Σ., ως bonus από μίσθωση αυτοκινήτων, ετών 1998 έως Ιούνιο 2002. Ο κατ/νος και ο Σ. διατείνονται, ότι πράγματι το ποσό αυτό έπρεπε η Α.Ε. να το καταβάλλει και το κατέβαλε στο Σ., για την μακροχρόνια μίσθωση 309 αυτοκινήτων, έναντι 73 ευρώ ανά αυτοκίνητο, ως είχε ατύπως με την Α.Ε. συμφωνηθεί. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αληθής, διότι το συνολικό ποσό για τα μισθωθέντα 309 αυτοκίνητα είναι 22.557 ευρώ (309 Χ73) και όχι 20,954 ευρώ, ως ο ορκωτός λογιστής κατά τον έλεγχο άνευρε ότι οφείλει ο Σ. στην εταιρεία. Ο Σ., στην απολογία του και στο υπόμνημά του, διατείνεται ότι η μίσθωση αυτή άρχισε από το 1999 έως τον Ιούνιο 2002. Στο διάστημα αυτό ο Σ. ασφαλώς ελάμβανε αμοιβές από την μίσθωση αυτή και δεν τις έλαβε όλες στο τέλος του Ιουνίου 2002. Παρά ταύτα, με το 1/10-5-02 γραμμάτιο είσπραξης πιστώνεται η Α.Ε. με 20.954 ευρώ, και με τα 1,2,3,4,5/10-5-02 εντάλματα πληρωμής φαίνεται ο Σ. να εισέπραξε 20.954 ευρώ, ενώ ο ταμίας της εταιρείας ούτε εισέπραξε, ούτε κατέβαλε το άνω ποσό. Και ο μεν μάρτυρας Κ. καταθέτει ότι για μισθωμένα αυτοκίνητα bonus έπαιρνε και ο Σ., όμως τούτο δεν είναι αληθές, διότι αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα έπρεπε και αυτός, αφού από το 1999 μίσθωνε (έφερνε στην εταιρεία πελάτες) αυτοκίνητα, να περιληφθεί (και λόγω συγγενείας με τον κατ/νο - η αδελφή του Σ. είναι σύζυγος του κατ/νου) ως λαμβάνων bonus, στο επίμαχο 4/10-7-00 πρακτικό. Τούτο όμως δεν συνέβη. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει, ότι πράγματι το ποσό αυτό υπεξαιρέθηκε από τον κατ/νο αυθαίρετα και χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία, για να συγκαλυφθεί δε η νόσφιση αυτή παρουσιάστηκε δια των άνω γραμματίου είσπραξης και ενταλμάτων πληρωμής, ότι δόθηκε στον Σ. ως δήθεν bonus.
2. Ότι 47.500 ευρώ αφορούν απαιτήσεις της εταιρείας κατά του κατ/νου, Σ. και Μ., διότι αυτοί αγόρασαν από την εταιρεία αυτοκίνητα και δεν κατέβαλαν το τίμημα. Τα αυτοκίνητα όμως αυτά, χρησιμοποιούνταν από αυτούς ως εταιρικά αυτοκίνητα και είχε συμφωνηθεί άτυπα με τους μετόχους της εταιρείας, να παραχωρηθούν στους ανωτέρω, λόγω προσφοράς υπηρεσιών προς αυτή, μόλις αποχωρήσουν από την εταιρεία. Ο κατ/νος μάλιστα, σύμφωνα με την από 10-7-98 σύμβαση, δικαιούνταν χρήσης εταιρικού αυτοκινήτου. Τα αυτοκίνητα αυτά αγοράσθηκαν από την Α.Ε., ως μεταχειρισμένα, με χρηματοδότηση από πιστωτικό ίδρυμα, έναντι συνολικής αμοιβής 107.170 ευρώ. Η πραγματική όμως εμπορική αξία αυτών ήταν 70,000 ευρώ, (η χρηματοδότηση, οι τόκοι και ο Φ.Π.Α. αύξησαν το ποσό σε 107.170). Η εταιρία τα αυτοκίνητα αυτά τα παραχώρησε στους ανωτέρω. Για να γίνει όμως λογιστική και φορολογική κάλυψη της αξίας των παραχωρηθέντων αυτοκινήτων, έγιναν λογιστικές εικονικές πράξεις, δηλαδή κόπηκαν αντίστοιχα εικονικά τιμολόγια πώλησης και τιμολόγια είσπραξης, ώστε να φαίνεται (εικονικά) για λογιστικούς και φορολογικούς λόγους, η αγοραπωλησία των αυτοκινήτων αυτών έναντι 70.000 ευρώ, εκ των οποίων 47.500 ευρώ πιστώθηκαν και στο λογαριασμό 53.01.02, ενώ στην ουσία τέτοια αγοραπωλησία δεν έλαβε χώρα, αφού ούτε ο κατ/νος και οι λοιποί κατέβαλαν στην Α.Ε. χρήματα, ούτε η εταιρεία πώλησε σ' αυτούς αυτοκίνητα. Το εκλεγέν νέο Δ.Σ. της Α.Ε. ζήτησε την επιστροφή των ανωτέρω αυτοκινήτων. Και οι μεν Σ. και Μ. τα παρέδωσαν, ο δε κατ/νος το κατέχει, έναντι αγωγής κατά της εταιρείας, με την οποία ζητά δεδουλευμένα, πολλαπλάσια της αξίας του αυτοκινήτου. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι από την εταιρεία δεν υπεξαίρεσε ο κατ/νος χρήματα, δηλαδή 47.500 ευρώ, όταν η πραγματική αξία του δικού του αυτοκινήτου ήταν 32.500 ευρώ, εν πάσει δε περιπτώσει δεν υφίσταται στον κατ/νο ο απαιτούμενος δόλος και σκοπός για νόσφιση των ανωτέρω χρημάτων, αλλά το φερόμενο ως υπ' αυτού υπεξαιρεθέν ποσό, αποτελεί αντικείμενο αστικής διαφοράς. Κατόπιν τούτων, για το ποσό αυτό, κατ' αρθρ. 309 παρ. 1 α, 310 παρ. 1 α Κ.Π.Δ., δεν πρέπει κατά του κατ/νου να γίνει κατηγορία.
3. Ότι για ποσό 41402 ευρώ (39.443 κατά τον ορκωτό λογιστή), που χρεώθηκαν στον ανωτέρω λογαριασμό (ΚΑ 53.01.02), δεν προκύπτει από ποιόν υπεξαιρέθηκαν, διότι, ως ο ίδιος ο ορκωτός λογιστής αναφέρει στην έκθεση του, δεν ήταν εφικτό στα πλαίσια του ελέγχου του να προσδιορίσει ποιος τα εισέπραξε, διότι τα σχετικά εντάλματα πληρωμής, δεν αναφέρουν όνομα, αλλά "πιστωτές διάφοροι". Αν λάβουμε υπόψη, ότι ο κατ/νος ήταν μεν διαχειριστής της Α.Ε., αλλά οι χρεωπιστωτικές χρηματικές συναλλαγές διακινούνταν από το ταμείο και το λογιστήριο της Α.Ε., δεν είναι δυνατόν με ασφάλεια και βεβαιότητα ν' αποδώσουμε το ανωτέρω έλλειμμα της Α.Ε. στον κατ/νο. Κατόπιν τούτων, ως μη στοιχειοθετημένης αντικειμενικά της υπεξαίρεσης ως προς το ποσό αυτό, πρέπει κατά του κατ/νου τούτου να μην γίνει κατηγορία, κατ' αρθρ. 309 παρ. 1 α, 310 παρ. 1 α Κ.Π.Δ.
θ) Τέλος, από τον έλεγχο του ορκωτού λογιστή προέκυψε ότι, από 1-1-01 έως 31-5-02 ο κατ/νος, με βάση το ισοζύγιο της 31-5-02 και τα αναλυτικά καθολικά των λογαριασμών, μετά των σ' αυτά δικαιολογητικών εγγράφων, εισέπραξε από την Α.Ε. 37.091 ευρώ με αιτιολογία "έναντι αμοιβής" και 5.987 ευρώ με την αιτιολογία "επί αποδώσει λογαριασμού". Δηλαδή συνολικά 43.078 ευρώ (43048 κατά τον ορκωτό ελεγκτή). Ο κατ/νος με την απολογία του, δηλώνει ότι δεν γνωρίζει για το ποσό αυτό. Αλλά και ο εκπρόσωπος της Α.Ε. Σ. οφείλει 6571 ευρώ, με την αιτιολογία "επί αποδώσει λογαριασμού", ως και ο Μ. για την ίδια αιτία όφειλε 1036 ευρώ. Εκ τούτων προκύπτει, ότι δεν μπορεί να αποδίδεται από την Α.Ε. (δια του Σ.) νόσφιση χρημάτων με πρόθεση στους κατ/νο και Μ. και να μην αποδίδεται τέτοια και στον Σ.. Πρόθεση συνεπώς του κατ/νου δεν ήταν η υπεξαίρεση του άνω χρηματικού ποσού, όταν με αγωγή του ζητά από την εταιρεία δεδουλευμένα άνω των 43048 ευρώ. Δεν προκύπτει από την δικογραφία, αν ο κατ/νος και ο Σ. κατέβαλαν στην εταιρεία τα ανωτέρω, όπως ο Μ. με αγωγή του συμβιβάστηκε. Με βάση τα ανωτέρω, πρόκειται περί αστικής και όχι ποινικής διαφοράς, αφού εκ των εκτεθέντων συμπεραίνεται, ότι όποιος ήθελε χρήματα έπαιρνε από την εταιρεία, με στο τέλος του έτους απολογισμό (χρέωση-πίστωση), αν όφειλε ή δεν όφειλε σ' αυτή. Ο ορκωτός ελεγκτής στην έκθεση του χρεώσεις και πιστώσεις αναλύει. Πρόκειται δηλαδή για αλληλόχρεο λογαριασμό. Κατόπιν τούτων δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικά η υπεξαίρεση του ποσού αυτού απ' τον κατ/νο, και κατ' αρθρ. 309 παρ. 1 α, 310 παρ. 1 α Κ.Π.Δ., πρέπει να μην γίνει κατηγορία κατ' αυτού.
ι) Έτσι, κατόπιν όλων των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, το χρηματικό ποσό που υπεξαίρεσε ο κατ/νος, ανέρχεται συνολικά σε 196.920 ευρώ (22832 +10780 +142354 +20954). Την υπεξαίρεση αυτή τέλεσε κατ' εξακολούθηση, απέβλεπε δε με τις επί μέρους πράξεις του στο συνολικό αυτό αποτέλεσμα. Και τούτο διότι, ως διαχειριστής της Α.Ε., διαχει-ριζόμενος τα χρηματικά κεφάλαια αυτής, αφού διαισθάνθηκε τα μελλοντικά μεγάλα κέρδη της, τα οποία για το έτος 2001 ήταν 11.378.857 ευρώ, επεδίωξε και επέτυχε, πέραν του νομίμου εκ της συμβάσεως της 10-7-98 μισθού του, να καρπωθεί με όσες μερικότερες πράξεις μπορούσε, μέρος των κερδών της, μεθοδεύοντας τούτο με την αυθαίρετη αύξηση του μισθού του, με την χορήγηση bonus που δεν εδικαιούτο κατά την σύμβαση, καταρτίζοντας και εικονικό για τούτο πρακτικό, και με την ανάληψη χρημάτων για δήθεν bonus του Σ.. Είναι δε το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη συνολική περιουσιακή βλάβη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δη άνω των 73.000 ευρώ. Η πρόθεση ιδιοποίησης είναι εμφανής αφού με τις ανωτέρω μεθόδους γνώριζε, ότι παράνομα ιδιοποιείτο χρήματα της εταιρείας, τα οποία δεν εδικαιούτο, και όφειλε να τα επιστρέψει χωρίς ειδοποίηση αυτής. α) Με βάση όσα νομικά και πραγματικά περιστατικά εκτέθηκαν η έφεση του κατ/νου Β. Χ. πρέπει στην ουσία της εν μέρει ν' απορριφθεί και εν μέρει να γίνει δεκτή. Δηλαδή στην ουσία της εν μέρει πρέπει ν' απορριφθεί η έφεση του Β. Χ., για τα αφορώντα την κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση ποσά των 20.954, 142.354, 22.832 και 10.780 ευρώ. Στην ουσία της εν μέρει πρέπει να γίνει δεκτή η ίδια έφεση, για τα ποσά της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης των 47.500, 41.402 (39.443) και 43.078 (43.048)ευρώ." Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά. εκθέτει σ' αυτό, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της υπεξαιρέσεως ξένου κινητού πράγματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ' εξακολούθηση και από διαχειριστή ξένης περιουσίας της εν λόγω εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο Πρόεδρο του ΔΣ και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής και δη συνολικού ποσού 196.920 ευρώ, ήτοι υπερβαίνοντος τις 73.000 ευρώ, στο οποίο συνολικό ποσό και απέβλεπεν αυτός, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που προέκυψαν στις ουσιαστικές ποινικές διατά-ξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1,98, 375 παρ.1 β-α και 2 ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, ώστε να στερείται νόμιμης βάσεως. Εκτίθενται ακόμη στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος υπό την προανα-φερθείσα ιδιότητα του, ως διαχειριστής ξένης περιουσίας, διαχειριζόμενος τα χρηματικά κεφάλαια της εγκαλούσας ΑΕ, υπεξαίρεσε παράνομα ο ίδιος, από το ταμείο της εταιρίας που διαχειριζόταν, το συνολικό ποσόν 196.920 ευρώ (22.832 + 10.780 + 142.354 + 20.954). Ειδικότερα αιτιολογείται επαρκώς ότι, με βάση την από 10-7-1998 σύμβαση εργασίας του εδικαιούτο να λάβει, α) για το έτος 2001 αμοιβή συνολικά 79-296 ευρώ, ενώ αυτός εισέπραξε συνολικά 102.128 ευρώ, καρπωθείς παράνομα, με αυθαίρετη, κατά παράβαση του καταστατικού και την υφιστάμενη σύμβαση εργασίας του, αύξηση του μισθού του και με τη χορήγηση στον εαυτό του μπόνους κερδών που δεν εδικαιούτο, τη διαφορά ποσού 22.832 ευρώ και β) για το έτος 2002 έλαβε 45.045 ευρώ, ενώ εδικαιούτο κατά τη σύμβαση 34.265 ευρώ, καρπωθείς τη διαφορά ποσού 10.780 ευρώ, δεχόμενο ότι για το έτος 2001 μέχρι και τον Ιούνιο του 2002, που αποχώρησε από την εταιρία, χωρίς καμία απόφαση γενικής συνέλευσης , καθόρισε το μηνιαίο μισθό του αυθαίρετα σε 7.630 ευρώ το μήνα, αντί του ισχύοντος με τη σύμβαση της 10-7-1998, που ήταν 5664 ευρώ. Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών, δεν δέχθηκε ότι στοιχειοθετείται η υπεξαίρεση για το λόγο ότι η όποια αύξηση του μισθού του αναιρεσείοντος έπρεπε να αποφασισθεί από τακτική γενική συνέλευση και όχι από έκτακτη γενική συνέλευση και η σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος για αντιφατική αιτιολογία και ότι με την παραδοχή ότι "η αύξηση μισθών του ΔΣ της ΑΕ αποτελεί αντικείμενο τακτικής και όχι έκτακτης γενικής συνελεύσεως", παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 του ν, 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιριών, που ορίζει ότι "... πάσα αμοιβή ... χορηγούμενη σε σύμβουλο θεωρείται βαρύνουσα την εταιρία μόνο αν εγκριθεί δια ειδικής αποφάσεως της τακτικής γενικής συνελεύσεως ...", είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Επίσης, με πλήρη και ειδική αιτιολογία, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα του εκκαλούντος κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών παραπέμποντας καθολοκληρίαν στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, η οποία σχετικά αναφέρει: "... το αίτημα πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του, διότι ο αιτών κατηγορούμενος, με την απολογία και το πολυσέλιδο απολογητικό του υπόμνημα ως και πολυσέλιδη έφεση του αρκούντως διευκρίνισε και διεξοδικά ανέλυσε την αποδοθείσα σε αυτόν κατηγορία ...".
Συνεπώς, όλοι οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ και β του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν.
Το υπό του αναιρεσείοντος υποβαλλόμενο αίτημα, από τη διάταξη του αρθρ. 309 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, είναι νόμιμο, πλην πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, αφού ο αναιρεσείων εκτενώς και επαρκώς ανέπτυξε με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς και εξέθεσε τις απόψεις του για τα κρίσιμα στην υπόθεση στοιχεία και ως εκ τούτου δεν κρίνεται αναγκαία η εμφάνισή του στο Συμβούλιο για την παροχή περαιτέρω διευκρινίσεων επί της ουσίας της κατηγορίας.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για να εξετασθεί, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος Β. Χ. του Γ. για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου.
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 211 /30-11-2009 αίτηση του Β. Χ. του Γ. περί αναιρέσεως του 1477/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 31 Δεκεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ