Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Συρροή εγκλημάτων.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή. Αναιρεί για εκ πλαγίου παραβίαση των άρθρων 28 και 302 του Π.Κ.
Αριθμός 1609/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Κωνσταντίνο Φράγκο και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Ιουλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ...που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Ανδρουλάκη, περί αναιρέσεως της 302/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 κάτοικο ... που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 667/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 302 και 28 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της εξ αμελείας ανθρωποκτονίας απαιτείται το αποτέλεσμα, που επήλθε, να οφείλεται σε αμέλεια του υπαιτίου, η οποία, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 28 Π.Κ., εμφανίζεται είτε ως συνειδητή αμέλεια, που υφίσταται, όταν ο δράστης προβλέπει μεν ότι από τη συμπεριφορά του είναι δυνατόν να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, δεν απέχει όμως από αυτή, γιατί πιστεύει, ότι δεν θα επέλθει τέτοιο αποτέλεσμα, είτε με τη μορφή της μη συνειδητής αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν λείπει από τον υπαίτιο κάθε πρόβλεψη για ενδεχομένη παραγωγή του αξιοποίνου αποτελέσματος, που προκλήθηκε από την πράξη του. Έτσι το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα εξ αμελείας, πρέπει, ενόψει της προαναφερθείσας διακρίσεως, να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα δύο είδη αμελείας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε η απόφαση αυτή να έχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Περαιτέρω, όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς του δράστη, η οποία προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για την κατ' αυτό τον τρόπο τελούμενη ανθρωποκτονία από αμέλεια, που συντελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνον των όρων του άρθρου 28 Π. Κ., αλλά και εκείνων του άρθρου 15 Π.Κ., κατά το οποίο "όπου ο νόμος για την ύπαρξη της αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται, όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στη διακώλυση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως σε έγκλημα, που τελείται από παράλειψη, μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη του νόμου ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, τα οποία συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, είτε από σύμβαση, είτε από προηγουμένη συμπεριφορά του υπαιτίου εκ της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Όταν το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφόσον συντρέχει και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως και του αποτελέσματος, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν μπορούμε να φανταστούμε ότι αν γινόταν η επιβεβλημένη ενέργεια, που δεν έγινε, τότε με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου κώδικα, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη, που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πατρών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 302/2009 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτός συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "Η πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 στο παρελθόν είχε μία εξωμήτριο κύηση και της είχαν αφαιρέσει μία σάλπιγγα. Αυτή ήθελε να μείνει έγκυος και για το σκοπό αυτό επισκέφτηκε τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1 καθηγητή της γυναικολογίας, καθόσον αυτός θεωρούνταν καλός γιατρός. Πράγματι, αυτή με τη φροντίδα του κατηγορουμένου αυτού έμεινε έγκυος. Αυτός τον Ιούλιο του 2001 της έκανε περίδεση μήτρας, διότι παρουσίασε αιμορραγία και είχε δίδυμη κύηση. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος αυτός παρέπεμψε την πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 στο δεύτερο κατηγορούμενο Χ2, πτυχιούχο της ιατρικής και τον συνέστησε ως συνεργάτη του και της είπε ότι μπορεί να τον επισκέπτεται, όταν ο ίδιος απουσιάζει. Στις αρχές Οκτωβρίου 2001 η παραπάνω πολιτικώς ενάγουσα ενεφάνισε προβλήματα στην εγκυμοσύνη της. Αυτή επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1 ο οποίος της είπε να πάει στο Π.Π.Γ.Ν..... Εκεί αυτή δε συνάντησε καθόλου τον κατηγορούμενο αυτόν, αλλά μόνο το δεύτερο κατηγορούμενο Χ2. Ο τελευταίος την επισκέφθηκε τόσο στην αίθουσα τοκετού, όπου την εισήγαγαν για την αντιμετώπιση του προβλήματος στην εγκυμοσύνη της όσο και στην εντατική, όπου την μετέφεραν μετά τον τοκετό. Ενόψει αυτών η παραπάνω πολιτικώς ενάγουσα δεν είχε την άμεση και συνεχή παρακολούθηση του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 ο οποίος ήταν ο προσωπικός της γιατρός. Η παρακολούθηση αυτή ήταν αναγκαία λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της εγκυμονούσας πολιτικώς ενάγουσας, ώστε σε περίπτωση που θα διαπιστωνόταν ότι αυτή θα οδηγούνταν σε πρόωρο τοκετό που θα ενείχε κίνδυνο για τη ζωή των εμβρύων, να αφαιρούνταν τα έμβρυα με καισαρική τομή που θα μείωνε τον κίνδυνο θανάτου αυτών λόγω αναπνευστικής ανεπάρκειας κα περιγεννητικής ασφυξίας. Πλην όμως η παραπάνω πολιτικώς ενάγουσα οδηγήθηκε στο χειρουργείο στις 14-10-2001 με μεγάλη καθυστέρηση, ενώ είχε εξέλθει το άκρο του ποδιού του ενός εμβρύου. Αυτό συνέβη λόγω των πελατειακών σχέσεων που είχε οργανώσει ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 που κάποιες ασθενείς τις αναγόρευε σε προσωπικές του ασθενείς και τις μεταχειριζόταν ως πελάτισσες του και ενώ αυτές βρίσκονταν σε δημόσιο νοσοκομείο, δεν υπήρχε εύκολα δυνατότητα παρέμβασης στις περιπτώσεις αυτές άλλων γιατρών της Γυναικολογικής Κλινικής. Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα που η παραπάνω πολιτικώς ενάγουσα εισήλθε στη Γυναικολογική Κλινική με σοβαρό πρόβλημα ρήξης θυλακίου και απουσίαζε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 λόγω προβλημάτων υγείας, δεν επιλήφθηκε του περιστατικού αυτού της παραπάνω πολιτικώς ενάγουσας κανένας άλλος γιατρός, εκτός από το δεύτερο κατηγορούμενο Χ2, που απλά ήταν πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής, εμφανιζόταν μεν ότι πραγματοποιούσε κάποια διδακτορική διατριβή στη Μαιευτική Γυναικολογία με θέμα τη μελέτη της παραγωγικότητας, υπογονιμότητας και της ενδομητρίωσης κυστών στις μήτρες των γυναικών, αλλά στην πραγματικότητα ενεργούσε ως όργανο του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 στο χώρο της Γυναικολογικής Κλινικής. Μετά την απουσία του παραπάνω κατηγορουμένου, που εφάρμοζε τη συγκεκριμένη τακτική στη Γυναικολογική Κλινική και την έλλειψη γνώσης και εμπειρίας από το δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 που ενεργούσε παράνομα κατ' εντολή του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 αφού δεν ήταν γυναικολόγος, δεν υπήρχε η παρακολούθηση που έπρεπε, η διάγνωση της σοβαρότητας της περίπτωσης αυτής, ούτε σχεδιασμός αντιμετώπισης αυτής σε περίπτωση πρόωρου τοκετού. Έτσι, δε διαγνώστηκε έγκαιρα ο επερχόμενος τοκετός, ούτε το γεγονός ότι το πρώτο εξερχόμενο έμβρυο είχε λάβει θέση εξόδου από τη μήτρα ανάποδα με τα πόδια, γεγονός που σε συνδυασμό με το ότι τα έμβρυα ήταν δίδυμα αύξανε τον κίνδυνο και ιατρικά πλέον ασφαλής ήταν η αφαίρεση των εμβρύων με καισαρική τομή. Ασφαλώς, εάν η παραπάνω πολιτικώς ενάγουσα γνώριζε την πραγματική κατάσταση ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 δεν ήταν γυναικολόγος δε θα εμπιστευόταν σ' αυτόν την παρακολούθηση της. Αποτέλεσμα ήταν, όταν ο τοκετός επήλθε πρόωρα με εμφανή σημεία από νωρίς το απόγευμα της 14ης-10-2001 με πόνο στη μέση που δεν μπορούσε να εκτιμήσει η παραπάνω πολιτικώς ενάγουσα, για τον οποίο παραπονέθηκε σε ειδικευόμενο γιατρό της Γυναικολογικής Κλινικής, που πραγματοποίησε επίσκεψη στο θάλαμο της και παράλληλα αυτή εμφάνιζε μεγάλη απώλεια αμνιακού υγρού, για τα οποία συμπτώματα κλήθηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 και επιλήφθηκε αυτών, ο τελευταίος από έλλειψη γνώσεων δεν μπόρεσε να προβεί σε ορθή εκτίμηση της κατάστασης της πολιτικώς ενάγουσας που επέβαλε την άμεση μεταφορά της στο χειρουργείο και την εφαρμογή της καισαρικής τομής. Αντίθετα ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 παρέμεινε προς παρακολούθηση της παραπάνω πολιτικώς ενάγουσας και την καθησύχαζε, ώστε να μην ανησυχεί και ότι το πρόβλημα της αντιμετωπίζεται σωστά. Έτσι, υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση 6-7 ωρών, κατά τη διάρκεια των οποίων τα έμβρυα ήταν εκτεθειμένα σε σοβαρό κίνδυνο ασφυξίας από την έλλειψη οξυγόνου. Η εισαγωγή της πολιτικώς ενάγουσας στην αίθουσα τοκετού του χειρουργείου ήταν αναπόφευκτη, στην οποία υποχρεώθηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 όταν είδε να εξέρχεται από τα γεννητικά όργανα της το άκρο του ποδιού του ενός εμβρύου. Τότε για πρώτη φορά ειδοποιήθηκε ο εφημερεύων ιατρός ...., ο οποίος επιλήφθηκε του περιστατικού, χωρίς από την ένορκη κατάθεση του ίδιου ή άλλο αποδεικτικό μέσο να προκύπτει ότι προϋπήρξε προηγούμενη ενασχόληση αυτού με τη συγκεκριμένη περίπτωση. Πλέον η κατάσταση της παραπάνω πολιτικώς ενάγουσας ήταν αρκετά επιβαρυμένη, δεδομένου ότι αυτή εμφάνιζε εμετούς προφανώς από την τοκολυτική αγωγή που της χορηγούνταν από το στόμα και έντονη ανησυχία, για το λόγο αυτό της έγινε νάρκωση που δεν συνηθίζεται σε φυσιολογικούς τοκετούς και μετά τον τοκετό οδηγήθηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Ανάλογα επιβαρυμένη ήταν και η κατάσταση των εμβρύων που επί πολλές ώρες παρέμειναν εκτεθειμένα στην έλλειψη οξυγόνου μετά την έναρξη του τοκετού και την απώλεια μεγάλης ποσότητας αμνιακού υγρού. Έτσι, η εφαρμογή της καισαρικής τομής και μάλιστα μετά την έξοδο του ενός εμβρύου από τα γεννητικά όργανα της παραπάνω πολιτικώς ενάγουσας ήταν αδύνατη και υποχρεωτικά ακολουθήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση φυσιολογικός τοκετός με τον αυξημένο κίνδυνο που αυτός ενείχε. Τελικά, τα έμβρυα επιβίωσαν μία εβδομάδα περίπου μετά τη γέννησή τους και μεταφέρθηκαν στην Παιδιατρική Κλινική του ίδιου νοσοκομείου, όπου παρέμειναν νοσηλευόμενα, ενώ σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά ο θάνατος τους οφειλόταν σε προωρότητα, σε περιγεννητική ασφυξία, σε ΙΣΑΔ, σε αναπνευστική ανεπάρκεια και σε εγκεφαλική αιμορραγία. Γεγονός είναι ότι τα έμβρυα γεννήθηκαν πρόωρα την 27η εβδομάδα της κύησης, πλην όμως ο θάνατος αυτών δεν οφείλεται στην προωρότητα, αφού, σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, τα έμβρυα είναι βιώσιμα, ακόμα και αν γεννιούνται μετά την 24η εβδομάδα της κύησης, οπότε αν υπάρχει δυνατή αντιμετώπιση της κάθε περίπτωσης, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες επιβίωσης αυτών σε ποσοστά για τα οποία έχουν δια τυπωθεί διαφορετικές επιστημονικές απόψεις. Ενόψει όσων εκτέθηκαν παραπάνω ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε σύμφωνα με τους κανόνες που ρυθμίζουν την άσκηση του επαγγέλματος του και τις κρατούσες συνθήκες στον οικείο τομέα δραστηριότητάς του και μπορούσε να καταβάλλει σύμφωνα με τις προσωπικές του ικανότητες δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που επέφερε η πράξη του. Ειδικότερα αυτός ευθύνεται για το θάνατο των δύο νεογνών, διότι ως θεράπων γιατρός της παραπάνω πολιτικώς ενάγουσας και έχοντας την εποπτεία της Μαιευτικής Κλινικής του Π.Π.Γ.Ν. ..., παρέλειψε να εποπτεύσει προσωπικά την πορεία της κύησης αυτής τόσο κατά την εισαγωγή αυτής στο νοσοκομείο όσο και κατά τον τοκετό, με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η επιτυχής ιατρική αντιμετώπισή του, αλλά ανέθεσε στο δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 την παρακολούθηση της, τον οποίο συνέστησε ως συνεργάτη του και ο οποίος ήταν ανειδίκευτος γιατρός και δεν μπορούσε να παρακολουθεί ένα τόσο σοβαρό περιστατικό, ούτε καν ορθή τοκολυτική αγωγή ακολούθησε, αφού τη χορήγησε από το στόμα και όχι ενδοφλεβίως, με αποτέλεσμα την παραπάνω σοβαρή διαταραχή της παραπάνω πολιτικώς ενάγουσας. Έτσι, η τελευταία οδηγήθηκε σε πρόωρο τοκετό κατά τη διάρκεια του οποίου απουσίαζε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 και δεν ήταν πλέον δυνατή η καισαρική τομή σ' αυτή. Εξαιτίας των παραπάνω παραλείψεων του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 τα δύο έμβρυα κατά τη γέννησή τους παρουσίασαν προγεννητική ασφυξία, οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια και εγκεφαλική αιμορραγία και από τις οποίες επήλθε ο θάνατος τους στις 20 και 21-10-2001, αντίστοιχα, ο οποίος δεν θα επερχόταν αν είχε λάβει χώρα προσεκτική ιατρική παρακολούθηση και θεραπεία της παραπάνω πολιτικώς ενάγουσας. Επίσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε σύμφωνα με τους κανόνες που ρυθμίζουν την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος και τις κρατούσες συνθήκες, στον οικείο τομέα δραστηριότητας του και μπορούσε να καταβάλει σύμφωνα με τις προσωπικές του ικανότητες, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προξένησε η πράξη του. Ειδικότερα, αυτός ευθύνεται για το θάνατο των δύο νεογνών, διότι ανέλαβε την παρακολούθηση της παραπάνω πολιτικώς ενάγουσας και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της εγκυμοσύνης της κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο παραπάνω νοσοκομείο, χωρίς να είναι γιατρός γυναικολόγος, αλλά πτυχιούχος της Ιατρικής και υποψήφιος διδάκτορας στη Μαιευτική Γυναικολογία, χωρίς δηλαδή να έχει εξειδικευμένες γνώσεις και ικανότητες, με συνέπεια να μην μπορεί να διαγνώσει τη σοβαρότητα της κατάστασης της παραπάνω πολιτικώς ενάγουσας και να ενημερώσει για την ακριβή κατάσταση της κύησης τον παραπάνω πρώτο κατηγορούμενο, θεράποντα γιατρό της, ο οποίος απουσίαζε, ώστε αυτή να τύχει της ενδεδειγμένης ιατρικής αντιμετώπισης και να οδηγηθεί σε πρόωρο τοκετό και σε θάνατο των νεογνών. Επομένως, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή για την οποία κατηγορούνται". Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος και ήδη αναίρεσε ίων κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ένοχος για ανθρωποκτονία από αμέλεια, κατά συρροή, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 15, 26 παρ. 1β, 28, 79, 302 παρ. 1 ΠΚ και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε (15) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πατρών, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, με την απόφαση γίνεται δεκτό ότι: 1) κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η πολιτικώς ενάγουσα εισήλθε στη γυναικολογική κλινική του Νοσοκομείου, με σοβαρό πρόβλημα ρήξης θυλακίου, ο αναίρεσε ίων απουσίαζε λόγω προβλημάτων υγείας και 2) "αυτός ευθύνεται για το θάνατο των νεογνών, διότι ως θεράπων γιατρός της παραπάνω πολιτικώς ενάγουσας και έχοντας την εποπτεία της Μαιευτικής Κλινικής του Π.Π.Γ.Ν. ..., παρέλειψε να εποπτεύσει προσωπικά την πορεία της κύησης αυτής, τόσο κατά την εισαγωγή αυτής στο νοσοκομείο όσο και κατά τον τοκετό, με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η επιτυχής ιατρική αντιμετώπισή του...", δίχως να διευκρινίζεται και ειδικά να αιτιολογείται ότι, αν και είχε προβλήματα υγείας, είχε τη δυνατότητα να παραβρεθεί και να επιληφθεί προσωπικά του κρίσιμου τοκετού. Περαιτέρω γίνεται δεκτό 1) ότι, λόγω της ιδιότητας της πολιτικώς ενάγουσας, "ως προσωπικής ασθενούς του αναιρεσείοντος", δεν επιλήφθηκε του περιστατικού αυτού κανένας άλλος γιατρός, εκτός από το δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 που απλά ήταν πτυχιούχος της Ιατρικής σχολής και συνεργάτης του και 2) ο Χ2 "την επισκέφθηκε τόσο στην αίθουσα του τοκετού, όπου την εισήγαγαν για την αντιμετώπιση του προβλήματος στην εγκυμοσύνη της όσο και στην εντατική, όπου τη μετέφεραν μετά τον τοκετό..." δίχως να διευκρινίζεται αν οι ενέργειες αυτές έγιναν με την εντολή του εφημερεύοντος ή κάποιου γιατρού της μαιευτικής κλινικής, από αυτούς που την είχαν στελεχώσει και βρισκόταν σ' αυτήν, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ή άλλου προσώπου και στην τελευταία περίπτωση αν είχαν ενημερωθεί οι υπηρετούντες στην κλινική αυτή γιατροί (εφημερεύοντες κλπ), για την κρισιμότητα του περιστατικού και ο λόγος για τον οποίο δεν επιλήφθηκαν αυτού, εγκαίρως, όπως είχαν υποχρέωση, λόγω της ιδιότητας των. Τέλος, ενώ γίνεται δεκτό ότι "ότι τα έμβρυα γεννήθηκαν πρόωρα την 27η εβδομάδα της κύησης, πλην όμως ο θάνατος αυτών δεν οφείλεται στην προωρότητα, αφού, σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, τα έμβρυα είναι βιώσιμα, ακόμη και αν γεννιούνται μετά την 24η εβδομάδα της κύησης, οπότε, αν υπάρχει δυνατή αντιμετώπιση της κάθε περίπτωσης, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες επιβίωσης αυτών σε ποσοστά για τα οποία έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις", όμως: α) δεν παρατίθενται στην απόφαση οι επιστημονικές απόψεις, οι οποίες, κατά την κρίση του Εφετείου, ταυτίζονται με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, ως προς την δυνατότητα επιβίωσης των πρόωρα γεννηθέντων βρεφών β)δεν διευκρινίζεται αν στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από τις επιστημονικές απόψεις, που προεκτέθηκαν, για την επιβίωση των παραπάνω βρεφών, εφόσον είχε επιτευχθεί η γέννησή τους με καισαρική τομή, αν υπήρχε δυνατότητα αντιμετώπισης της κατάστασης των πρόωρων βρεφών και τέλος αν οι αναφερόμενες "σοβαρές πιθανότητες επιβίωσης" των βρεφών πλησίαζαν τα όρια της βεβαιότητας, στην περίπτωση που η πολιτικώς ενάγουσα είχε γεννήσει με καισαρική τομή. Με τα δεδομένα αυτά οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως, είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τον αναιρεσείοντα, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (519 ΚΠΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, ως προς τον αναιρεσείοντα, την 302/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Ιουλίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ