Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1137 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Απάτη κακουργηματική κατά συρροή κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Αναίρεση με την επίκληση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αιτιολογία και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απορρίπτει την αναίρεση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1137/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1104/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1730/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 565/11.12.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 106/17-1-2008 αίτηση της Χ, για αναίρεση του με αριθμ. 1104/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 713/2007 έφεση της κατά του με αριθμ. 3559/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που την παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη κατά συρροή κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από την κατηγορούμενη με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που είχε προς τούτο ειδικό πληρεξούσιο το οποίο επισυνάπτεται στην αίτηση αναίρεσης προς τον Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών και στρέφεται κατά βουλεύματος που την παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας της και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης - εκ πλαγίου παράβασης ( άρθρ. 484 & 1 εδ ε. και δ ΚΠΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών." Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Εξάλλου επί της κατ' εξακολούθηση απάτης για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. (ΑΠ 1913 /2000, ΑΠ 1820/ 2003, 1944/2003 ΑΠ 190/2005).
Εξ ετέρου κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, έλλειψη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου όπως επίσης και οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, όπως και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και εκ πλαγίου παράβαση υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση από τα ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα την 26-2-2001 παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα ο οποίος είναι Βορειοηπειρώτης ότι είχε πρόθεση να επεκτείνει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες και ότι είχε την ιδιότητα της δικηγόρου , μεγάλη οικονομική επιφάνεια και διασυνδέσεις με υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη και υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών μέσω των οποίων είχε την δυνατότητα να επιτύχει την επιδότηση επιχείρησης επεξεργασίας ξυλείας που θα κάλυπτε το 70% των εξόδων κατασκευής των μονάδων επεξεργασίας και ότι αυτός είχε την υποχρέωση να υποβάλλει άδεια στις αρμόδιες αρ Αλβανικές Αρχές για την λήψη σχετικής αδείας με συνέπεια με τις παραστάσεις αυτές να τον πείσει να εκδόσει επιταγή ποσού 7.500.000 δρχμ. για την εκπόνηση σχετικής μελέτης επ'ονόματι του δευτέρου εγκαλούντα την οποία στην συνέχεια εισέπραξε αυτή και τα οποία γεγονότα ήταν ψέματα γιατί ούτε δικηγόρος ήταν ούτε είχε πρόθεση να επεκτείνει τις δραστηριότητες της ούτε γνωριμίες είχε ούτε και τις δυνατότητες πρόσβασης και επηρεασμού κυβερνητικών στελεχών είχε, αλλά ούτε και εκπόνησε και τις σχετικές μελέτες για τις οποίες δεν είχε την απαιτούμενη δυνατότητα . Επίσης ή ίδια παρέστησε στον έτερο εγκαλούντα ότι λόγω των γνωριμιών που είχε με υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας μπορούσε να παρακάμψει την διαδικασία πλειστηριασμού ακινήτου που ενδιαφερόταν και να το αγοράσει στην συμφέρουσα τιμή των 14.000.000 δρχ. με συνέπεια να τον πείσει και να τής καταβάλλει το ποσό των 4.000.000 αρχικά και στην συνέχεια το υπόλοιπο ποσό των 10.000.000 για την αγορά και το οποίο ποσό η αναιρεσείουσα το καρπώθηκε γιατί ούτε ακίνητο αγόρασε αλλα'ούτε και επέστρεψε το ποσό των 14.000.000 στον εγκαλούντα Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, όπως επίσης εκτίθενται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην απαλλακτική κρίση του για την παράβαση του άρθρου 386 ΠΚ ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, απορριπτομένων των περί αντιθέτου αιτιάσεων των αναιρεσειόντων Ωσαύτως ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές με την κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση διατάξεις γιατί στο προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνονται και εκτίθενται σχετικές σκέψεις και συλλογισμοί για την κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση από μέρους της αναιρεσείουσας της πράξης της απάτης αφού εκτός από την υπό κρίση μήνυση των εγκαλούντων έχουν γίνει και εκκρεμούν εναντίον της και άλλες μηνύσεις για παρόμοιες πράξεις που φέρεται ότι διέπραξε εις βάρος τους. Δια ταύτα Προτείνω Α. Να απορριφθεί η με την με αριθμ. 106/17-1-2008 αίτηση της Χ, για αναίρεση του με αριθμ. 1104/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα.
Αθήνα την 30-11-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 106/17-1-2008 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως, της Χ, κατά του υπ' αριθμό 1104/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή της, κατά του υπ' αριθμό 3559/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που την παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτια της πράξης της κακουργηματικής απάτης κατά συρροή, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (386 παρ.1,3 εδ. α του ΠΚ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ' υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του συμβουλίου, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που συγκεντρώθηκαν, από την κύρια ανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των παθόντων και των μαρτύρων που εξετάστηκαν και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, σε συνδυασμό και προς την απολογία της κατηγορουμένης, δέχθηκε, κατά πιστή μεταφορά, ότι "προκύπτουν πολύ σοβαρές ενδείξεις ότι η κατηγορουμένη προέβη πράγματι στις αναφερθείσες ενέργειες που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του κακουργήματος της απάτης, για το οποίο παραπέμπεται με το εκκαλούμενο βούλευμα. Η ίδια η κατηγορουμένη με τους απολογητικούς της ισχυρισμούς και την ήδη κρινόμενη έφεσή της δεν αρνείται ότι έλαβε από τους μηνυτές τα παραπάνω ποσά, υποστηρίζει όμως ότι αυτά αποτελούν έξοδα και αμοιβή της για τις μελέτες που ανέλαβε και εκπόνησε για λογαριασμό τους. Οι παραπάνω ισχυρισμοί δεν είναι πειστικοί προφανώς λόγω του υπερβολικού ύψους τους, επί πλέον δε δεν αποδεικνύονται αφού η κατηγορουμένη δεν προσδιορίζει τις συγκεκριμένες ενέργειες για τις οποίες αναλώθηκαν τα μεγάλα αυτά ποσά που αποτελούν κατά την εκδοχή της τα έξοδα. Υποστηρίζει επίσης η κατηγορουμένη ότι οι μελέτες έγιναν, ότι πληρώθηκαν τα έξοδα (πχ. Του κληθέντος από την Γερμανία αλλοδαπού μηχανικού, για τα εισιτήρια του οποίου δαπανήθηκε το ποσό των 1200 ευρώ, καθώς και τα απαιτούμενα παράβολα προς την αρμόδια ΔΟΥ), τελικά, όμως, οι μελέτες αυτές δεν κατατέθηκαν λόγω υπαναχώρησης των μηνυτών, επειδή αυτοί δεν μπορούσαν να καλύψουν το ποσοστό της δικής τους συμμετοχής στις εν λόγω επενδύσεις που ανέρχεται σε ποσοστό 40% σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.2 του Ν. 2601/1998. Η έλλειψη όμως αυτή των ιδίων πόρων των μηνυτών για τη χρηματοδότηση των εν λόγω επενδύσεων, δεν είναι δυνατό να ήταν άγνωστη στην κατηγορουμένη, αφού αποτελούσε την πρωταρχική προϋπόθεση για την έναρξη της σχετικής διαδικασίας υπαγωγής της επένδυσης στις ευεργετικές διατάξεις του παραπάνω νόμου. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι μηνυτές συμφώνησαν με την κατηγορουμένη, να εκπονηθούν από την τελευταία οι σχετικές μελέτες καταβάλλοντας σ' αυτήν και τα αναφερθέντα ποσά, μολονότι ότι από την αρχή γνώριζαν ότι οι ίδιοι δεν διέθεταν τα απαιτούμενα για τη δική τους συμμετοχή στην επένδυση κεφάλαια, αποδεικνύει ακριβώς ότι απέβλεπαν στη δική τους χρηματοδότηση για το ελλείπον κονδύλιο, αφού προηγουμένως πείσθηκαν στις ψευδείς διαβεβαιώσεις της, ότι η ίδια ενδιαφέρεται να συμμετάσχει στις συγκεκριμένες επενδύσεις, έχοντας τα απαιτούμενα κεφάλαια και την ιδιότητα του δικηγόρου, καθώς και τις γνωριμίες και τις διασυνδέσεις με τις αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες και τους αντίστοιχους πολιτικούς φορείς. Ακόμη αναφέρει η κατηγορουμένη ότι δεν παρείχε στους μηνυτές τις πιο πάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις ότι είναι δικηγόρος, ότι ήθελε να συμμετάσχει στις επιδοτούμενες επιχειρήσεις των μηνυτών και ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω των γνωριμιών της, να πετύχει την αγορά του ακινήτου, παρακάμπτοντας τη διαδικασία του πλειστηριασμού. Σχετικά με τους ισχυρισμούς της αυτούς, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι μηνυτές δεν είχαν λόγο να προσθέσουν στις ψευδείς διαβεβαιώσεις που αποδίδουν στην κατηγορουμένη και εκείνη της δικηγορικής της ιδιότητος, αν η ίδια δεν είχε επικαλεσθεί εν γνώσει της ψευδώς την ιδιότητα αυτή. Η κατηγορουμένη, αντίθετα είχε κάθε λόγο να προσθέσει στις ψευδείς διαβεβαιώσεις της και την δικηγορική της ιδιότητα, για να ενισχύσει όλες τις άλλες, αφού η ιδιότητα αυτή της προσέδιδε κύρος και δικαιολογούσε τις γνωριμίες και τις προσβάσεις που επικαλείτο και τις γνώσεις της και την ικανότητά της, να συντάξει τις σχετικές αιτήσεις και μελέτες για την υπαγωγή των επενδύσεων στις διατάξεις του αναφερθέντος νόμου κατά τρόπο νομότυπο και ουσιαστικά βάσιμο. Εξάλλου, το γεγονός ότι η κατηγορουμένη είχε διαβεβαιώσει τους μηνυτές για τα αναφερθέντα γεγονότα, συνάγεται αβίαστα από την προπεριγραφείσα συμπεριφορά των ίδιων και εκείνης που δεν αμφισβητείται από καμία πλευρά. Πράγματι, αν η κατηγορούμενη δεν είχε παράσχει στους μηνυτές τις αναφερθείσες εν γνώσει της ψευδείς διαβεβαιώσεις, οι τελευταίοι δεν θα είχαν πεισθεί να της καταβάλουν τα μεγάλα σχετικά χρηματικά ποσά που παραδέχεται και η ίδια ότι έλαβε και τα οποία δεν δικαιολογούνται ως αναπόδεικτα έξοδα ή αμοιβές της για τις σχετικές (μη χρησιμοποιηθείσες) μελέτες της, μολονότι γνώριζαν, όπως και η ίδια η κατηγορουμένη γνώριζε, ότι δεν διέθεταν τα απαιτούμενα για τη δική τους συμμετοχή στην επένδυση κεφάλαια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης δεν αναφέρονται σε υποσχέσεις και ελπίδες για γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον, ούτε αποτελούν κρίσεις ή εκτιμήσεις ή γνώμες της για κάποια σχετικά θέματα, αλλά αναφέρονται σε καταστάσεις και ιδιότητές της που υπήρχαν κατά το χρόνο της παροχής των διαβεβαιώσεων, ότι δηλαδή η ίδια ήταν δικηγόρος και ότι είχε, λόγω των γνωριμιών της και των προσβάσεών της που είχε στο Υπουργείο Οικονομικών και στην Εθνική Τράπεζα τη δυνατότητα να επιτύχει την υπαγωγή των επενδύσεών τους, στις διατάξεις του Νόμου 2601/1998 και την αγορά του αναφερθέντος ακινήτου κατά παράκαμψη των διαδικασιών του πλειστηριασμού και επομένως, συνιστούν γεγονότα κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 386 παρ.1α του Π.Κ. Σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, το Δικαστικό Συμβούλιο που εξέδωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό (βούλευμα) εισαγγελική πρόταση, ορθώς και βασίμως εκτίμησε τα προκύψαντα από αυτά πραγματικά περιστατικά, στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, κατά συνέπεια δε η κρινόμενη έφεση είναι ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα".
Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή της, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο αυτή παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς (για Κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτια απάτης κατά συρροή σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξε και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησε, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ). Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτή παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 στ, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 386 παρ.1 και 3α του ΠΚ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείοουσας, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, αιτιολογούνται οι παραδοχές του βουλεύματος, σύμφωνα με τις οποίες η αναιρεσείουσα παρέστησε σε γνώση της σε άλλους ψευδή πραγματικά περιστατικά, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκαν αυτοί και στη συνέχεια προέβησαν σε περιουσιακή διάθεση προς αυτήν διαφόρων χρηματικών ποσών, τα οποία ωφελήθηκε παράνομα η ίδια με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία των παθόντων. Συγκεκριμένα, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι η αναιρεσείουσα, δήλωσε ψευδώς προς τον Φ, καταγόμενο από την Βόρειο Ήπειρο, το μεν ότι είναι δικηγόρος, το δε ότι προτίθεται η ίδια να επεκτείνει τις επιχειρηματικές δραστηριότητές της, προσέτι δε, ότι η ίδια διαθέτει μεγάλη οικονομική επιφάνεια και διατηρεί γνωριμίες και διασυνδέσεις με υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη, μέσω των οποίων είχε τη δυνατότητα αυτή, να επιτύχει την επιδότηση της επιχείρησης επεξεργασίας ξύλου, που αυτός διατηρούσε στην Αλβανία, με μόνη υποχρέωση του ως άνω Φ, να υποβάλει τη σχετική αίτηση λήψεως της σχετικής άδειας και να συνεισφέρει την αναγκαία εδαφική έκταση, για τη λειτουργία της επιχείρησης του. Αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος (Φ), παραπείσθηκε στις παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης, με αποτέλεσμα να εκδώσει αυτός σχετική τραπεζική επιταγή της ΕΤΕ, με αριθμό ....., ποσού 7.500.000 δραχμών, το ισόποσο της οποίας εισέπραξε η κατηγορουμένη και ωφελήθηκε η ίδια με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του Φ. Αιτιολογούνται, επίσης, οι παραδοχές εκείνες του βουλεύματος, σύμφωνα με τις οποίες η ίδια η αναιρεσείουσα παρέσχε και προς τον Ζ, τις αυτές ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις (περί της ιδιότητάς της ως δικηγόρου, περί των γνωριμιών της με υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη, και περί των δυνατοτήτων της να επιτύχει ευνοϊκή γι' αυτόν επιδότηση, προκειμένου να λειτουργήσει στην Αλβανία επιχείρηση παρασκευής χαρτικών ειδών (χαρτοπετσέτες), με αποτέλεσμα να παραπεισθεί και αυτός στις ψευδείς διαβεβαιώσεις της και να της παραδώσει την 23-4-2001, την υπ' αριθμό ..... τραπεζική επιταγή της ΕΤΕ, ποσού 7.500.000 δραχμών, ποσό που εισέπραξε η ίδια και παράνομα ωφελήθηκε αυτή, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του ως άνω Ζ. Αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή κατά την οποία, η αναιρεσείουσα κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2001, παρέστησε ψευδώς στον ως άνω Ζ, ότι έχει τη δυνατότητα λόγω των γνωριμιών της με τους υπαλλήλους της επισπεύδουσας δανείστριας Εθνικής Τράπεζας, να παρακάμψει τη διαδικασία του πλειστηριασμού ακινήτου διαμερίσματος και να προβεί αυτή στην αγορά του, για λογαριασμό του, με αποτέλεσμα να παραπεισθεί αυτός (εγκαλών) και να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.342.730 δραχμών, το οποίο αυτή παράνομα ωφελήθηκε με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του ως άνω παθόντος, αφού το ως άνω ποσό η αναιρεσείουσα, δεν το διέθεσε για το σκοπό που το έλαβε, πολύ δε περισσότερο δεν του το επέστρεψε. Επιπρόσθετα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική αιτιολογία, αναφέρεται και στο υποκειμενικό στοιχείο του δόλου της αναιρεσείουσας, η οποία αν και γνώριζε εξαρχής, ότι δεν διέθετε την οικονομική επιφάνεια, αλλά ούτε και τους αντίστοιχους μηχανισμούς, εν τούτοις, αυτή (αναιρεσείουσα), παραπλάνησε ψευδώς τους εγκαλούντες περί των αντιθέτων. Αιτιολογείται, ακόμη, η παραδοχή του βουλεύματος, ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης, και από την υποδομή που αυτή είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής, προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η κρινόμενη αίτηση της στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει η αναιρεσείουσα να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 169 από 17-1-2008 αίτηση της Χ, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1104/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή