Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Αλλοδαπού απέλαση.
Περίληψη:
Έλλειψη αιτιολογίας ως προς απέλαση αλλοδαπού. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας, διότι το δικαστήριο δεν απάντησε σε προβληθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ένσταση ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος που είχε επαναφερθεί με ειδικό λόγο εφέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 723/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης ....., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ειρήνη Μαρούπα, 2. Χ2 κρατούμενου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Α' Τύπου....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Γκίκα και 3. Χ3 κατοίκου ..... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Χούρσογλου, περί αναιρέσεως της 2252/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον .....
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6 Οκτωβρίου 2008, 14 Οκτωβρίου 2008 και 27 Νοεμβρίου 2008, αντιστοίχως, αιτήσεις τους αναιρέσεως, και στα από 20 Ιανουαρίου 2009 και 16 Ιανουαρίου 2009 δικόγραφα προσθέτων λόγων του πρώτου και τρίτου των αναιρεσειόντων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 39/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος, β) να γίνει δεκτή εν μέρει εκείνη του δεύτερου των αναιρεσειόντων και γ) να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης του τρίτου των αναιρεσειόντων.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση αιτήσεις α)υπ' αριθμ.789/6.10.2008 του κατηγορουμένου Χ1 β) υπ' αριθμ.77/14.10.2008 του κατηγορουμένου Χ2 και γ) από 27.11.2008 του κατηγορουμένου Χ3 για αναίρεση της 2252/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της υφισταμένης μεταξύ των πρόδηλης συνάφειας.
Α) Ως προς την αίτηση αναίρεσης του Χ1 Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 2 και 509 παρ. 1α' ΚΠΔ προκύπτει, ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησης ή δήλωσης αναίρεσης κατά αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτές λόγοι, από τους περιοριστικώς διαλαμβανόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί, διαφορετικά, η αίτηση είναι απαράδεκτη, από την ανωτέρω δε αξίωση του νόμου, να είναι, δηλαδή, σαφείς και ορισμένοι οι αναιρετικοί λόγοι, δεν εξαιρούνται και οι προβλεπόμενοι στο παραπάνω άρθρο 510 παρ. 1 στοιχεία Α'και Δ' ΚΠΔ τέτοιοι, 1) της απόλυτης ακυρότητας, που συνέβη στο ακροατήριο, και 2) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ . Ενόψει τούτων, για το ορισμένο, του μεν πρώτου από τους λόγους αυτούς, πρέπει, α) να προσδιορίζεται από ποία αιτία εχώρησε η απόλυτη ακυρότητα και συγκεκριμένα αν αυτή αφορά την τήρηση των διατάξεων, που, καθορίζουν, εκτός των άλλων περιπτώσεων, την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, καθώς και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις, που επιβάλλει ο νόμος (άρθρο 171 παρ. 1δ' ΚΠΔ), οπότε πρέπει να προσδιορίζεται ειδικώς σε τί συνίσταται η παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και ποιά διάταξη παραβιάσθηκε, η οποία διέπει αυτά,και του δεύτερου, Α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και Β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να διευκρινίζεται επιπλέον σε τί ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της απόφασης (Ολ. ΑΠ 19/2001) .
2.- Στην προκειμένη περίπτωση, η από 6-10-2008 αίτηση του κατηγορουμένου Χ1, για αναίρεση της 2252/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αποδίδονται στην απόφαση αυτήν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην παραπάνω αίτηση, οι αιτιάσεις, το μεν, όπως εκτιμάται για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, γιατί το δικαστήριο δεν έδωσε το λόγο στον ίδιο και το συνήγορό του να απαντήσουν στις κατηγορίες που εξαπέλυσε εναντίον του κατά την αγόρευσή του ο συνήγορος υπεράσπισης του τρίτου εκ των συγκατηγορουμένων του, το δε για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών περί αναγνώρισης ελαφρυντικών χωρίς, έτσι, καθόλου να διαλαμβάνεται 1) ποιά συγκεκριμένη διάταξη δεν τηρήθηκε, που προβλέπει παραβίαση των δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος όταν δεν του δίνεται ξανά ο λόγος να απαντήσει σε ισχυρισμούς συγκατηγορουμένου του και 2) σε τί αναφέρεται ειδικώς η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σε σχέση με την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών περί αναγνώρισης ελαφρυντικών και από ποιές παραδοχές της προκύπτει τούτο, πρέπει, ως απαράδεκτη, ν' απορριφθεί, συνεπεία της παντελούς αοριστίας των προαναφερόμενων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχεία Α'και Δ' ΚΠΔ αναιρετικών λόγων.
3.- Επειδή, μία από τις προϋποθέσεις για την εξέταση των προσθέτων λόγων αναίρεσης είναι, κατά την έννοια του άρθρου 509 παρ. 2 ΚΠΔ, η ύπαρξη ενός τουλάχιστον παραδεκτού κύριου λόγου αναίρεσης, οπότε, αφού η ένδικη αναιρετική αίτηση κρίθηκε, ότι δεν περιέχει κανένα παραδεκτό κύριο λόγο αναίρεσης, σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη, απαράδεκτο είναι και το από 20-1-2009 δικόγραφο των προσθέτων λόγων του ανωτέρω αναιρεσείοντος. Κατόπιν αυτών, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Β) Ως προς την αίτηση αναίρεσης του Χ2 Κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 9 του Ν.3189/2003 (ήδη άρθρο 35 παρ. 2 του Κώδικος Νόμων για τα Ναρκωτικά), για αλλοδαπούς που καταδικάζονται για παράβαση του νόμου αυτού σε ποινή καθείρξεως το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλασή τους από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή τους, οπότε ισχύουν και γι' αυτούς οι ρυθμίσεις της παρ.1 (για την απαγόρευση διαμονής σε ορισμένους τόπους). Για την εκτέλεση της απελάσεως εφαρμόζεται το άρθρο 74 του ΠΚ, με επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα. Από τη διάταξη αυτή και το συνδυασμό της μ' εκείνη του άρθρου 74 του ΠΚ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση καταδίκης αλλοδαπού, υπηκόου Κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, το δικαστήριο που τον καταδίκασε οφείλει να διατάξει την ισόβια απέλασή του από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή του σ' αυτήν. Ενόψει αυτών, η απόφαση που διατάσσει την απέλαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν.1729/1987, έχει κατά τούτο την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρει ότι πρόκειται για αλλοδαπό μη υπήκοο Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ότι αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, αν δε προβληθεί απ' αυτόν, με αυτοτελή ισχυρισμό, η συνδρομή σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την παραμονή του στη Χώρα, η αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό πρέπει να εκτείνεται και στην εν λόγω απόρριψη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2252/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και τα πρακτικά της, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε μ' αυτήν, σε δεύτερο βαθμό, για αγορά πώληση και κατοχή ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση, πράξεις που τέλεσε υπό την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως οκτώ ετών, καθώς και χρηματική ποινή 20.000 ευρώ. Παραλλήλως διατάχθηκε η ισόβια απέλασή του από τη Χώρα, μετά την έκτιση της ποινής, αφού απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός του ότι συνέτρεχαν οικογενειακοί λόγοι που δικαιολογούσαν την παραμονή του στην Ελλάδα, τον οποίο είχε αυτός προβάλει επικαλεσθείς ότι διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα από την ηλικία των 13 ετών και ενώ βρίσκεται ήδη στο 31ο έτος της ηλικίας του ,ήλθε στη Ελλάδα ως ομογενής μαζί με το σύνολο της οικογενείας του ,ήτοι τον πατέρα του .... την μητέρα του ...... και την αδελφή του ...... ,άπαντες φεύγοντας από την Αλβανία δεν κατέλιπαν ουδένα κοντινό συγγενή και ουδένα περιουσιακό στοιχείο, αντίθετα στην Ελλάδα την οποία ο κατηγορούμενος γνώρισε ως πραγματική του πατρίδα, διαμένουν οι δύο γονείς του και μάλιστα σε ιδιόκτητη κατοικία που βρίσκεται επί της οδού ...... και είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσουν σταθερό στήριγμα στα πρώτα μετά την αποφυλάκιση του βήματα, είναι κάτοχος πτυχίου υδραυλικού θερμικών εγκαταστάσεων της εσπερινής σχολής ..... και η αδελφή του..... διαμένει στην Ελλάδα και δη στη ...... ως ομογενής και έχει ήδη ένα τέκνο υπήρξε δε θερμός και αμετακίνητος συμπαραστάτης του κατά την διάρκεια της φυλάκισής του. Η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του, με την εξής αιτιολογία: "Κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν συντρέχουν σπουδαίοι οικογενειακοί ή άλλοι λόγοι που να δικαιολογούν την παραμονή του στη χώρα ". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 1 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη διαταχθείσα απέλαση διότι το Εφετείο δεν διαγιγνώσκει θετικώς ή αρνητικώς τα προβληθέντα ως άνω διακωλυτικά της απελάσεως του αναιρεσείοντος περιστατικά, με συνέπεια να πάσχει το συνταχθέν απορριπτικό του αυτοτελούς ισχυρισμού συμπέρασμα ως μη απορρέον εξ ορθής υπαγωγής.
Συνεπώς πρέπει κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ λόγου της αίτησης αναίρεσης ν' αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την ως άνω διάταξή της περί απελάσεως του αναιρεσείοντος και παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές από εκείνους που την εξέδωσαν. Γ) Ως προς την αίτηση αναιρέσεως του Χ3 Στη διάταξη του άρθρου 321 παράγραφο 1 ΚΠΔ ορίζεται ότι "το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που αθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται, γ) τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδος και την ώρα που πρέπει να εμφανισθεί, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, του δημόσιου κατηγόρου ή του πταισματοδίκη που εξέδωσε το θέσπισμα... 4) Η τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσεως". Περαιτέρω, κατά μεν την παράγραφο 1 του άρθρου 170 ΚΠΔ η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο, κατά δε την παράγραφο 2 του άρθρου 174 ΚΠΔ η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου και του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των μαρτύρων... καλύπτονται αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Τέλος κατά τη διάταξη της παράγραφος 2 του άρθρου 502 ΚΠΔ "σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δύναται να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής γι' αυτόν αποφάσεως διατυπώνοντας ως ειδικό λόγο αυτής την παρά το νόμο απόρριψη της παραδεκτώς κατά την έναρξη της διαδικασίας προβληθείσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ενστάσεως ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος για λόγο που στηρίζεται στο εδ.δ' της παρ. 1 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 321 ΚΠΔ, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της παραδεκτώς ασκηθείσης εφέσεως έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του ειδικώς εκκληθέντος μέρους της πρωτόδικης αποφάσεως. Διαφορετικά αν παραλείψει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, καίτοι συντρέχει νόμιμη προς τούτο περίπτωση, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παράγραφος 1 περίπτωση Η' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στη προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών που δίκασε σε πρώτο βαθμό αφού απέρριψε την προβληθείσα με την έναρξη της διαδικασίας ένσταση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος εκ του άρθρου 321 παράγραφος 1 περίπτωση δ' και παράγραφος 4 του ΚΠΔ καταδίκασε στη συνέχεια τον αναιρεσείοντα σε ποινή καθείρξεως 12 (12) ετών και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ για αγορά, κατοχή πώληση ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατ' εξακολούθηση. Κατά της άνω πρωτόδικης αποφάσεως ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων άσκησε παραδεκτώς την υπ' αριθμ. 445/2006 έφεση. Στην παραπάνω έκθεση που επιτρεπτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, περιλαμβάνεται ως ειδικός λόγος εφέσεως εκτός των άλλων και το παρακάτω παράπονο του τότε εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντος "Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρά το νόμο και την Ευρωπαική σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 6 αυτής) απέρριψε την ένστασή του περί ακυρότητας του υπ' αριθμ.433/2006 κλητηρίου θεσπίσματος (που τον παράπεμψε στο ακροατήριο), το οποίο δεν διελάμβανε ακριβή καθορισμό των πράξεων, ούτε παρέθετε τα αναγκαία άρθρα του ποινικού νόμου...": Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο σκέλος της πρωτόδικης υπ' αριθ. 1867/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών μεταβιβάσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τον προαναφερθέντα ειδικό λόγο εφέσεως. Όμως το τελευταίο αυτό δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση και με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2252/2008 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για αγορά κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών πράξεις που τέλεσε υπό την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, σε ποινή καθείρξεως έξι ετών, καθώς και χρηματική ποινή 15.000 ευρώ, υπερέβη αρνητικώς τη δικαιοδοσία του γιατί παρέλειψε να αποφανθεί επί του εκκληθέντος κεφαλαίου και του αντίστοιχου ειδικού λόγου εφέσεως του κατηγορουμένου, κατά τον βάσιμο περί τούτου λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 περίπτωση Η' του ΚΠΔ.
Συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 789/6.10.2008 αίτηση αναιρέσεως και τους από 20.1.2009 πρόσθετους αυτής λόγους του Χ1 κατά της 2252/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία καθορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Αναιρεί την ανωτέρω υπ' αριθμ. 2252/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ3 και ως προς την περί απελάσεως του αναιρεσείοντος Χ2 διάταξή της.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά το ως άνω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ