Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2536 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στις αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις της δεύτερης και της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως που καταδικάστηκαν αντίστοιχα οι αναιρεσείοντες. Έννοια εγκλημάτων αυτών. Απορρίπτεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως των, με ξεχωριστά δικόγραφα, ασκηθεισών αιτήσεων.




Αριθμός 2536/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Ασπρογέρακα - Γρίβα, για αναίρεση της με αριθμό 3.071/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κλικίζο.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4 Σεπτεμβρίου 2008, δύο (2) τον αριθμό, αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με το αριθμό 1.569/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται: α) ο μάρτυρας να εκθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που κατέθεσε. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί (να είναι κατάλληλο - επιτήδειο) να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρους - εντελούς γνώσεως - επιγνώσεως) ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυριστεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Ως γεγονός νοείται οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκεται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Γενικώς εντάσσεται στην έννοια του γεγονότος και οποιαδήποτε εκδηλωτική συμπεριφορά ή σχέση ειδική και εμπεριστατωμένη, που προκύπτει σε ορισμένο πρόσωπο, με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και υπολήψεώς του. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως και χαρακτηρισμού, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος απαιτείται εκτός των άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει την ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης του ψευδούς γεγονότος και τη γνώση ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του εν λόγω γεγονότος μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη εκείνου στον οποίον αποδίδεται, ακόμη δε ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι ψευδές. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α' ΠΚ, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (δηλαδή, με παρακίνηση ή παρόρμηση ή ενθάρρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή, με συμβουλές κ.λ.π.), πειθώ και φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στο φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως, β ) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Έτσι, η καταδικαστική απόφαση, προκειμένου περί ηθικού αυτουργού, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν αναφέρει τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία αυτός (ηθικός αυτουργός) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικότερα δε, κάθε καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αλληλο-συμπληρώνονται, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύονται, κηρύχθηκαν ένοχοι: α) ο αναιρεσείων, Χ1, ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και σε συκοφαντική δυσφήμηση και β) η αναιρεσείουσα, Χ2, ψευδορκίας μάρτυρας και συκοφαντικής δυσφήμησης (των παραπάνω πράξεων τελεσθεισών από τους αναιρεσείοντες σε βάρος του παθόντος και εγκαλούντος, Ψ) και, για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε κατά λέξη, τα ακόλουθα: "Στις 5.10.1995 απεβίωσε στην ..... ο Α αιφνιδίως σε ηλικίας 46 ετών από θρόμβωση της αριστερής στεφανιαίας, γιός της Β και ο οποίος, κατά το χρόνο του θανάτου του, συζούσε με τη μνηστή του Γ και τα δύο τέκνα της από τον γάμο της με τον Δ από το έτος 1992, σε μισθωμένο διαμέρισμα στο ..... (.....). Μετά τον άνω θάνατο του Α, ο οποίος ήταν το μοναδικό τέκνο της Β και δή στις 24.10.1995, η τελευταία συνέταξε ενώπιον του εγκαλούντα συμβολαιογράφου Αθηνών Ψ, ο οποίος προσήλθε στην κατοικία της (.....) την υπ' αριθ. ...../24.10.1995 δημόσια διαθήκη και τα υπ' αριθ. ..... και ...../24.10.1995 συμβολαιογραφικά πληρεξούσια. Με την ανωτέρω διαθήκη που συντάχθηκε ενώπιον των μαρτύρων Ε, ΣΤ και Ζ, η διαθέτις εγκατέστησε την Γ κληρονόμο της επί τριών περιοριστικά ακινήτων της. Όπως δε αναφέρεται στη διαθήκη αυτή, η διαθέτις άφησε τα ανωτέρω περιουσιακά της στοιχεία σ'αυτήν "γιατί ήταν η αγαπημένη του υιού μου όσο αυτός ζούσε, εμένα μου συμπαρίσταται σαν πραγματική μου κόρη και έχει δεσμευθεί να με φροντίζει μέχρι να πεθάνω και να επιμεληθεί τα της κηδείας μου μετά το θάνατό μου". Με το ...../24.10.1995 γενικό πληρεξούσιο η Β παρείχε στην Γ την εντολή και πληρεξουσιότητα μεταξύ άλλων να παρίσταται ενώπιον όλων γενικά των δικαστηρίων, να αγοράζει, να πωλεί κ.λ.π., να λαμβάνει μέρος στις συνελεύσεις των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, να αποφασίζει και να ψηφίζει αντ' αυτής. Με το 3/470/24.10.1995 επίσης πληρεξούσιο έδωσε η διαθέτις επίσης στη Γ την πληρεξουσιότητα να αποδεχθεί την κληρονομία που πήρε από το γιό της Α. Μετά από τρείς ημέρες από την σύνταξη της άνω διαθήκης και πληρεξουσίων, με παρέμβαση του πρώτου σήμερα κατ/νου Χ1, του οποίου σύζυγος είναι η δεύτερη κατ/νη, τέκνο της αδελφής της διαθέτιδος, ο ίδιος εγκαλών Σ/φος Ψ, προσήλθε και πάλι στην οικία της και ενώπιον του ως άνω α' κατ/νου και της συζύγου του β'κατ/νης, η άνω Β υπέγραψε το ...../27.10.1995 ειδικό πληρεξούσιο, με το οποίο διόρισε ειδική αυτής πληρεξούσιο και αντίκλητο την Γ επίσης, να εκμισθώνει σε οποιονδήποτε και με οποιονδήποτε όρους, χρόνο και μίσθωμα ακίνητα κτήματά της και ακίνητα κτήματα που κληρονόμησε από τον γιό της Α, να εισπράττει τα μισθώματα, να λύνει μισθώσεις κ.λ.π. και στη συνέχεια με το ...../27.10.1995 συμβολαιογραφικό έγγραφο ανακαλούσε όλες τις εντολές και πληρεξουσιότητες που είχε χορηγήσει στη Γ στις 24.10.1995 με το προγενέστερο πληρεξούσιο, ήτοι με το υπ' αριθ. ...../24.10.1995 πληρεξούσιο του ίδιου σ/φου. Στις 29.4.1996 απεβίωσε και η Β (διαθέτις) σε ηλικία 81 ετών, από οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια. Μετά ένα έτος περίπου και δη στις 26.3.1997 ο πρώτος κατ/νος κατέθεσε μήνυση στην οποία ισχυρίστηκε ότι η ...../24.10.1995 δημόσια διαθήκη της άνω θανούσης καθώς και το ...../24.10.1995 πληρεξούσιο είναι εξ ολοκλήρου πλαστά και καταρτίστηκαν από τον εγκαλούντα σ/φο Ψ σε συνεργασία με την Γ και τους μάρτυρες που την υπογράφουν, η δε υπογραφή της διαθέτιδος στο κάτω μέρος της διαθήκης έχει τεθεί απ' αυτούς (σελ. 6 της μηνύσεως), ενώ σε άλλο σημείο της μηνύσεως αναφέρεται ότι οι υπογραφές που φέρεται ότι έθεσε η διαθέτις στη διαθήκη και το ...../24.10.1995 πληρεξούσιο τέθηκαν όλες από την Γ (σελ.8 της μηνύσεως). Μετά ταύτα ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της Γ, του εγκαλούντος και των συμπράξαντων στη διαθήκη μαρτύρων. Με το 4.859/2003 βούλευμα το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά της Γ και κατά του εγκαλούντος για το αδίκημα της ψευδούς βεβαιώσεως με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. του τελευταίου και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή της πρώτης και επίσης να μην γίνει κατηγορία και κατά των συμπραξάντων στη διαθήκη μαρτύρων. Επίσης, παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του εγκαλούντος για τα αδικήματα της δωροληψίας, της εξύβρισης, απειλής, εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης και φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Σε σκέψεις δε που διαλαμβάνονται στο άνω βούλευμα, που είναι αμετάκλητο, δέχεται το άνω Συμβούλιο Πλημ/κών το πόρισμα της από 11.10.2001 εκθέσεως γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικηγόρου - δικαστικής γραφολόγου ....., που διορίστηκε με την ...../2.10.2002 διάταξη του διενεργήσαντος την κύρια ανάκριση 23ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών ως ορθό, ότι δηλαδή οι υπογραφές στην άνω δημόσια διαθήκη και τα ..... και ...../24.10.1995 πληρεξούσια έχουν τεθεί από την Β. Ενώ αντίθετα αποκρούει ως μη ορθό το συμπέρασμα της ειδικής δικαστικής γραφολόγου ....., που διορίστηκε ως πραγματογνώμονας με την 8.274/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επ' ευκαιρία δε της άνω αναφερθείσης μηνύσεως του πρώτου κατ/νου εξετάστηκε στην κυρία ανάκριση μετά πρότασή του, η σύζυγός του, δεύτερη κατ/νη, η οποία στην από 17.10.2000 κατάθεσή της ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή του 23ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών κατέθεσε προς υποστήριξη της μηνύσεως του συζύγου της μεταξύ άλλων τα εξής: "Είμαι σύζυγος του μηνυτή Χ1. Η Γ έλεγχε πλήρως την Β. Ήταν παιχνίδι για την Γ να πείσει την Β να υπογράψει εκείνο το πληρεξούσιο, περί δήθεν αντιπροσώπευσής της στα κοινόχρηστα, ενώ βεβαίως αυτό αφορούσε την πληρεξουσιότητα να πουλάει η Γ όλα τα ακίνητα της Β. Για την διαθήκη καταθέτω με απόλυτη βεβαιότητα ότι είναι πλαστή. Αυτό όμως το γνώριζε η διαβολική Γ, η οποία σε συνεργασία με τον Ψ συμ/φο, με τον οποίο ήταν φίλη και ενδεχομένως συνδέετο αισθηματικά, φρόντισαν να αφήσουν μερικές σειρές κενό διάστημα στη διαθήκη, για να το συμπληρώσουνε μετά. Συνεργός της Γ στην πλαστογραφία τον οποίο πρέπει να αντάμειψε πλουσιοπάροχα ήταν και ο Ψ!!". Τα άνω κατατεθέντα από την δεύτερη κατ/νη στην από 17.11.2000 ενώπιον του τακτικού ανακριτή κατάθεσή της κατά την κρίση του δικαστηρίου ήσαν ψευδή και επίσης συκοφαντικά για τον εγκαλούντα περιστατικά και το ψεύδος τους ήταν γνωστό στην καταθέτουσα δεύτερη κατ/νη, επείσθη όμως να τα καταθέσει από τον σύζυγό της πρώτο κατ/νο, ο οποίος με πειθώ και παραινέσεις της προκάλεσε την απόφαση αυτή, διότι σκοπός τους ήταν και των δύο κατ/νων ν' ακυρωθεί η άνω διαθήκη για να κληθούν αυτοί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι να κληρονομήσουν κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία της Β. Την κρίση του αυτή το Δικαστήριο στηρίζει στο γεγονός ότι ο πρώτος κατ/νος και η σύζυγός του β' κατ/νη μετά τον θάνατο της Β δεν αμφισβήτησαν την ύπαρξη της διαθήκης, αλλά αποδέχθηκαν το περιεχόμενό της και μάλιστα ο πρώτος με την ...../16.9.1996 αίτησή του, την οποίαν κοινοποίησε προς την Γ, ζήτησε να διαταχθεί η έκδοση πιστοποιητικού κληρονομητηρίου, με το οποίο θα πιστοποιείτο ότι αυτός είναι μόνος εξ αδιαθέτου κληρονόμος της θανούσης, ως νόμιμο τέκνο της πρωαποβιωσάσης αμφιθαλούς αδελφής της Η, και επί πάσης κινητής και ακινήτου περιουσίας αυτής, "πλην των τριών ακινήτων, τα οποία περιοριστικά κατέλιπε δυνάμει της ...../1995 δημοσίας διαθήκης του Σ/φου Αθηνών Ψ (ήτοι του εγκαλούντος) δημοσιευθείσης ήδη με αριθμό 3.079/1996 προς άλλη κληρονόμο". Στη δίκη δε εκείνη παρενέβη η Γ και εκδόθηκε κοινό κληρονομητήριο (βλ. 7.231/1996 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Εν συνεχεία με άλλη αίτηση του α' κατ/νου εκδόθηκε στις 5.3.1997 δηλαδή 22 ημέρες πριν την υποβολή της άνω μηνύσεώς του το ...../1997 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου. Ο ίδιος επίσης ο α' κατ/νος ομολογεί ότι η θανούσα εμφανίστηκε ενώπιον του Σ/φου Ψ (εγκαλούντος) και υπέγραψε την επίμαχη διαθήκη και το ...../25.10.1995 πληρεξούσιο στην υπ' αριθ. καταθ. ...../17.10.1996 αίτησή του ενώπιον του Μον.Πρωτ. Αθηνών (βλ. 5η σελίδα αυτής) με αντικείμενο την λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της Γ, καθώς και ότι στο από 17.10.1996 σημείωμά του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών (βλ. 5η σελίδα αυτού) που κατατέθηκε επί της από 2.10.1996 αιτήσεως της Γ, με την οποία ζήτησε αυτή να του αποδώσει ο πρώτος κατ/νος την νομή των δύο διαμερισμάτων που έλαβε με την διαθήκη. Στα δικόγραφα αυτά συγκεκριμένα ο πρώτος κατ/νος δεν ισχυρίζεται ότι η διαθήκη είναι πλαστή και ότι η υπογραφή δεν είναι της θανούσης, αλλά ότι η υπογραφή της είναι προϊόν απάτης εκ μέρους της Γ και ως εκ τούτου ότι είναι άκυρη, πράγμα τελείως δηλαδή διαφορετικό απ' αυτό που ισχυρίζεται στη μήνυσή του, ότι δηλαδή ότι έχουν τεθεί δια χειρός της Γ. Άλλωστε από το γεγονός ότι ο α' κατ/νος δεν αιφνιδιάστηκε από την δημοσίευση της διαθήκης, αλλά αντιθέτως αποδέχθηκε χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις την ύπαρξή της κατά το αμέσως μετά το θάνατο της θείας του χρονικό διάστημα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι αυτός γνώριζε την επιθυμία της θείας του να αφήσει περιουσιακά της στοιχεία στην Γ, πράγμα που θα γινόταν με σύνταξη διαθήκης, αφού διαφορετικά αυτός θα καθίστατο μοναδικός της κληρονόμος, άλλωστε δεν αποδείχθηκε ότι η θανούσα είχε τη βούληση ο πρώτος κατ/νος να γίνει μοναδικός της κληρονόμος. Επίσης την ύπαρξη της διαθήκης αυτής εγνώριζε και η β' κατ/νη που ανακριτικά κατέθεσε "όταν απουσίαζε η Γ και μέχρι που γράφτηκε η διαθήκη η Γ έστελνε καθημερινά την μάνα της και πρόσεχε την Β". Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι και το κατατεθέν από την β' κατ/νη γεγονός ότι "η Γ ενδεχομένως συνδεόταν αισθηματικά με τον εγκαλούντα Σ/φο και ότι φρόντισαν να αφήσουν μερικές σειρές κενό διάστημα στη διαθήκη για να το συμπληρώσουν μετά, και ότι συνεργός της Β ήταν ο εγκαλών, τον οποίο πρέπει να αντάμειψε πλουσιοπάροχα" ήταν επίσης ψευδές, διότι όπως αποδείχθηκε τον εγκαλούντα γνώρισαν στη θανούσα Β η ΣΤ, που ήταν μάρτυρας στη διαθήκη και ο σύζυγός της που ήσαν και φίλοι του γιού της Α και της συμπαραστάθηκαν μετά τον θάνατό του και από τους οποίους ζήτησε η θανούσα να της συστήσουν σ/φο. Ούτε αποδείχθηκε άλλωστε ότι ο εγκαλών εγνώριζε πριν την σύνταξη της διαθήκης την Γ, ούτε ότι ανταμείφθηκε απ' αυτήν πλουσιοπάροχα, ούτε επίσης υπήρχε κενό στην εν λόγω διαθήκη που συμπληρώθηκε εκ των υστέρων. Ως προς το τελευταίο (κενό στη διαθήκη) αν ήταν πλαστή η υπογραφή της Γ, δεν υπήρχε ανάγκη να αφεθεί κενό σ'αυτήν, αφού σ' αυτή θα συντασσόταν εκ νέου με το επιθυμητό περιεχόμενο χωρίς κενό. Με τα άνω λοιπόν κατατεθέντα εις βάρος του εγκαλούντα από την β' κατ/νη ψευδή περιστατικά ενόρκως εν γνώσει του ψεύδους τους ενώπιον της ανακρίτριας και της γραμματέως της βλάφθηκε η τιμή και η υπόληψη του εγκαλούντα Σ/φου, ο οποίος ως ελεύθερος επαγγελματίας και ύπανδρος υπέστη μεγάλη ηθική βλάβη. Μετά ταύτα πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατ/νοι κατά το κατηγορητήριο". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 46 παρ. 1α', 94 παρ. 1,2, 224 παρ. 2-1, 227 παρ. 1 και 363 - 362 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από τη νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων, καθώς και κατάθεση - ανωμοτί - του πολιτικώς ενάγοντα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ, καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Ι, ΙΑ, ΙΒ, ΙΓ και ΙΔ, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως εξετάσθηκαν (εκτός από τον πολιτικώς ενάγοντα) ενόρκως στο άνω Δικαστήριο, εντεύθεν δε οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες. Δικαιολογείται επίσης ο άμεσος δόλος των αναιρεσειόντων (ηθικού αυτουργού και αυτουργού). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά δε με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις στο σύνολό τους και να καταδικαστεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1), καθώς επίσης να καταδικαστούν αυτοί στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, που παρέστη μετά του δικηγόρου του (ΚΠολΔ 176, 183.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από : α) 4 Σεπτεμβρίου 2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. 7.276/4.9.2008) αίτηση του Χ και β) 4 Σεπτεμβρίου 2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. 7.275/4.9.2008) αίτηση της Ψ, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3.071/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών.

Καταδικάζει: α) καθέναν από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και β) τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 26 Νοεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή