Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Υπεξαίρεση, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση.
Περίληψη:
Με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος για α) έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, και β) υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το εμπιστεύθηκε σ’ αυτήν ο εγκαλών λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τα άνω εγκλήματα, ήτοι: Ι) ως προς το ειρημένο πλημμέλημα (εκτός από τις αναφερόμενες πιο κάτω επιταγές) και συγκεκριμένα προσδιορίζει όλα τα αναγκαία για την εγκυρότητά τους στοιχεία των επιταγών, την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους για πληρωμή, την έλλειψη αντικρίσματος στην πληρώτρια Τράπεζα, τη γνώση περί αυτού του αναιρεσείοντος και τις άνω επιβαρυντικές περιστάσεις, και ΙΙ) ως προς την άνω κακουργηματική πράξη της υπεξαιρέσεως δέχεται ότι ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο τα αναφερόμενα αξιόγραφα με την εντολή να τα προεξοφλήσει και να του αποδώσει την αξία τους εκ δρχ. 7.400.000, β) ότι ο κατηγορούμενος προεξόφλησε τα ανωτέρω αξιόγραφα και εισέπραξε το άνω ποσό, που αξιολογήθηκε ως ιδιαίτερα μεγάλο και γ) ότι αρνήθηκε αυτός, παρά τις διαμαρτυρίες του εγκαλούντος, να του αποδώσει το εν λόγω ποσό, το οποίο και παρανόμως ιδιοποιήθηκε. Απορρίπτει εντεύθεν οι περί των αντιθέτων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄, Γ΄, Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως. Περαιτέρω, αναφορικά με τις αναφερόμενες τέσσερις επίμαχες επιταγές, που εμφανίστηκαν για πληρωμή στις 2-6-99, 15-6-99, 12-7-99 και 29-7-99, η υποβληθείσα στις 9-11-99 έγκληση είναι εκπρόθεσμη και κατά συνέπεια το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας (510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ περ. δ΄ ΚΠΔ). Αναιρείται εν μέρει η απόφαση, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου αναιρέσεως, και αναφορικά με τις εν λόγω 4 μερικότερες πράξεις του άνω πλημμελήματος και ως προς τις διατάξεις της αποφάσεως α) περί της ποινής που επιβλήθηκε για το άνω πλημμέλημα και β) περί της συνολικής ποινής. Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη για άνω μερικότερες πράξεις και παραπέμπει: α) για νέα επιμέτρηση ποινής για άνω πλημμέλημα και β) για καθορισμό, στη συνέχεια, νέας συνολικής ποινής. Απορρίπτει κατά τα λοιπά αίτηση.
Αριθμός 1/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπαδέλλη, περί αναιρέσεως της 458-459/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ζ, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13.4.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 845/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παράγραφοι 1 και 2 περίπτωση α' του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εάν αυτός (υπαίτιος) μετέρχεται την πράξη κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής, ήτοι συμπλήρωση των κατά νόμο στοιχείων επί του εντύπου και υπογραφή του εκδότη, αφετέρου δε έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή. Για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παράγραφος 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Άρα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική και αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 28 του ίδιου νόμου, η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει, κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται ως μη γεγραμμένη. Η επιταγή, εμφανιζόμενη προς πληρωμή προ της ημέρας της σημειούμενης ως χρονολογίας της εκδόσεως αυτής, είναι πληρωτέα κατά την ημέρα της εμφανίσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 29 εδάφια α' και δ' του ίδιου νόμου, η επιταγή εμφανίζεται προς πληρωμή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, αφετηρία δε της προθεσμίας είναι η επί της επιταγής ως χρονολογία εκδόσεως αναγραφόμενη ημέρα. Κατά την αληθή έννοια των τελευταίων διατάξεων, η επιταγή που φέρει μεταχρονολογημένη ημερομηνία εκδόσεως μπορεί να εμφανισθεί οποτεδήποτε, μέσα στο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την επόμενη ημέρα, κατά την οποία πράγματι εκδόθηκε, και λήγει την τελευταία ημέρα του οκταημέρου, το οποίο αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που σημειώνεται σ' αυτήν ως χρονολογία εκδόσεώς της. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχείο στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 375 ΠΚ, όπως η δεύτερη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παράγραφος 9 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) Το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να είναι ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, η οποία συντρέχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόμιμη δικαιολογητική αιτία, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περιπτώσεως από τις αναφερόμενες περιοριστικά πλέον στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, όπως είναι και εκείνη κατά την οποία ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το ιδιοποιούμενο πράγμα στον δράστη, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, και ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως, κατά το χρόνο της τελέσεώς της, να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Έτσι, χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχείο Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχείο Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 458-459/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών Ζ, ο οποίος επί σειρά ετών διατηρούσε στη ... ατομική επιχείρηση αλουμινοκατασκευών, αφού γνωρίστηκε κατά το έτος 1995 με τον κατηγορούμενο και ανέπτυξε μαζί του φιλικές σχέσεις, συνεργάστηκε επαγγελματικά με αυτόν σε οικοδομικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, κατά το έτος 1997, ο εγκαλών ανέλαβε τις αλουμινοκατασκευές, σε τέσσερις μεζονέτες, τις οποίες ανήγειρε ο κατηγορούμενος σε ιδιόκτητη οικοπεδική του έκταση στο ..., και ο μηνυτής εξοφλήθηκε κανονικά με επιταγές οι οποίες πληρώθηκαν. Ακολούθως συνεχίστηκε η συνεργασία τους και ο εγκαλών εκτέλεσε τις αλουμινοκατασκευές σε δύο άλλα συγκροτήματα κατοικιών που ανήγειρε ο κατηγορούμενος από επτά και είκοσι μεζονέτες αντίστοιχα και προκειμένου να καλύψει ο κατηγορούμενος την αξία των υλικών και της εργασίας του εγκαλούντος εξέδωσε τις αναφερόμενες στο διατακτικό επιταγές, 32 τον αριθμό, εν γνώσει του ότι δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή τους και οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους προς πληρωμή, ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων. Ο κατηγορούμενος προέβη στην έκδοση των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών προκειμένου να μην πληρώσει την αξία της εργασίας και των υλικών του εγκαλούντος και να αποκομίσει τα αντίστοιχα ποσά της αξίας. Από την επανειλημμένη τέλεση της ανωτέρω πράξεως της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, καθώς και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, αφενός προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και αφετέρου προκύπτει σταθερή ροπή του για τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο τα αναφερόμενα στο διατακτικό αξιόγραφα (μία επιταγή και τέσσερις συναλλαγματικές), με την εντολή να τα προεξοφλήσει και να του παραδώσει το ποσό της αξίας τους (7.400.000 δραχμές), γιατί ο εγκαλών, λόγω δυσμενών σε βάρος του στοιχείων στις Τράπεζες, δεν μπορούσε να προεξοφλήσει ο ίδιος. Όμως, ο κατηγορούμενος παραβιάζοντας την ανωτέρω εντολή, προέβη μεν στην προεξόφληση, αλλά δεν απέδωσε το ποσό στον εγκαλούντα αλλά το κατακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Για τα ανωτέρω περιστατικά κατέθεσαν σαφώς ο εγκαλών και η σύζυγός του ..., αλλά και προκύπτουν και από τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Επομένως, ο κατηγορούμενος ετέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται και αναλύονται ειδικότερα στο διατακτικό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών και να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία ο ισχυρισμός του για συνδρομή στο πρόσωπό του του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μετάνοιας, κυρίως γιατί δεν επιδίωξε να άρει ή έστω να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του, αποδίδοντας στον εγκαλούντα έστω και ένα μέρος των οφειλομένων ποσών". Ακολούθως, το Πενταμελές Εφετείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ, του ότι: "Στη ..., στους διαλαμβανόμενους πιο κάτω χρόνους, με περισσότερες πράξεις, τέλεσε περισσότερα εγκλήματα κι ειδικότερα: Α) Στον παραπάνω τόπο και στους χρόνους που ακολουθούν με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση εξέδωσε, κατά τις κάτωθι διακρίσεις, είτε ατομικά για λογαριασμό του, είτε με την ιδιότητά του ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της ομόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία "....Ο.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στη ..., είτε, τέλος, (με την ιδιότητά του) ως νομίμου εκπροσώπου (Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος του ΔΣ) της εδρεύουσας στη ..., Ανώνυμης Εταιρίας, με την επωνυμία "ΤΕΚΑΜ Α.Ε. -ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΑΤΕ", τις παρακάτω (τριάντα δύο - 32 - συνολικά) τραπεζικές επιταγές, όλες τους μεταχρονολογημένες (ήτοι, πραγματικής ημερομηνίας εκδόσεώς τους, έξι έως επτά μήνες πριν από την αναγραφομένη στο σώμα εκάστης εξ αυτών αντίστοιχη ημερομηνία εκδόσεως) και όλες σε διαταγή του εγκαλούντος Ζ (πλην μιας -1- επιταγής), επιταγές που δεν πληρώθηκαν στις αντίστοιχες πληρώτριες τράπεζες (όπως διαλαμβάνονται, κατά σειρά, πιο κάτω), στις οποίες δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής τους, μετέρχεται δε την εν λόγω πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και συγκεκριμένα: 1) Εννέα (9) επιταγές, που εξέδωσε ατομικά και για λογαριασμό του, ήτοι: α) στις 25.5.1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 2.500.000 δραχμών, β) στις 10.6.1999 την υπ' αριθμόν .... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας ΑΕ, αξίας 1.750.000 δραχμών, γ) στις 10.7.1999, την υπ' αριθμόν ..., επιταγή της Τράπεζας Εργασίας ΑΕ, αξίας 1.500.000 δραχμών, δ) στις 25-7-1999 την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας ΑΕ, αξίας 1.000.000 δραχμών, ε) στις 10-8-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. αξίας 1.500.000 δραχμών στ) στις 10-8-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας Α.Ε., αξίας 2.000.000 δραχμών, ζ) στις 25-8-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, αξίας 1.500 000 δραχμών, η) στις 10-9-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., αξίας 2.000.000 δραχμών και θ) στις 10-10-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, αξίας 2.500.000 δραχμών, επιταγές που όταν εμφανίσθηκαν (εκάστη από τον τελευταίο νόμιμο κομιστή της, δηλαδή είτε από τον παραπάνω εγκαλούντα, σε διαταγή του οποίου είχαν εκδοθεί όλες, είτε από τρίτα πρόσωπα - εμπόρους - προμηθευτές του τελευταίου, στους οποίους τις είχε μεταβιβάσει περαιτέρω νόμιμα με λευκή οπισθογράφηση) εμπρόθεσμα (ήτοι στις 2-6-1999, 10-8-1999, 31-8-1999, 10-9-1999 και 15-10-1999, αντίστοιχα), στις ως άνω πληρώτριες Τράπεζες, δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, στους αντιστοίχους (τηρούμενους σ' αυτές) λογαριασμούς του. 2) Έξι (6) επιταγές, που εξέδωσε ως διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στη ..., ομόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία "... Ο.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "...", ήτοι: α) στις 10-8-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 2.500.000 δραχμών, β) στις 25-8-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 2.500.000 δραχμών, γ) στις 25-10-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., αξίας 1.500.000 δραχμών, δ) στις 25-10-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., αξίας 1.500.000 δραχμών, ε) στις 25-10-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, αξίας 1.500.000 δραχμών και στ) στις 25-11-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, αξίας 2.266.000 δραχμών, σε διαταγή της ιδίας (της ως άνω εκδότριας εταιρίας), την οποία μεταβίβασε νόμιμα, με λευκή οπισθογράφηση στον εγκαλούντα, επιταγές που όταν εμφανίσθηκαν (εκάστη από τον τελευταίο νόμιμο κομιστή της, δηλαδή είτε από τον ανωτέρω εγκαλούντα, είτε από τρίτα πρόσωπα - εμπόρους - προμηθευτές του, στους οποίους τις είχε μεταβιβάσει, περαιτέρω νόμιμα ο τελευταίος με λευκή οπισθογράφηση), εμπρόθεσμα (στις 10-8-1999, 25-8-1999, 25-10-1999, 27-10-1999, 25-10-1999 και 15-9-1999 αντίστοιχα) στις ως άνω πληρώτριες Τράπεζες δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης των αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, στους τηρούμενους σ' αυτές, αντιστοίχους λογαριασμούς από τους οποίους σύρονταν και 3) Τις κάτωθι δέκα επτά (17) επιταγές, που εξέδωσε ως νόμιμος εκπρόσωπος (Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος του ΔΣ) της εδρεύουσας στη ..., Ανώνυμης Εταιρίας, με την επωνυμία "ΤΕΚΑΜ ΑΕ-ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΑΤΕ" ήτοι: α) στις 25-7-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, αξίας 2.000.000 δραχμών, β) στις 10-8-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας αξίας 1.450.000 δραχμών, γ) στις 25-8-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 2.500.000 δραχμών, δ) στις 25-8-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, αξίας 600.000 δραχμών, ε) στις 25-9-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 1.500.000 δραχμών, στ) στις 25-9-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, αξίας 1.500.000 δραχμών, ζ) στις 25-10-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 750.000 δραχμών, η) στις 10-11-1999, την υπ' αριθμόν .... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 750.000 δραχμών, θ) στις 25-11-1999, την υπ' αριθμόν .... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 1.500.000 δραχμών, ι) στις 25-11-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 1.500.000 δραχμών, κ) στις 25-11-1999, την υπ' αριθμόν .... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 1.500.000 δραχμών, λ) στις 10-12-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 2.000.000 δραχμών, μ) στις 25-12-1999, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., αξίας 1.500.000 δραχμών, ν) στις 25-1-2000, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατία. Τράπεζας, αξίας 1.500.000 δραχμών, ξ) στις 25-1-2000, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 1.500.000 δραχμών, ο) στις 25-2-2000, την υπ' αριθμόν .... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 1.500.000 δραχμών και π) στις 25-3-2000, την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, αξίας 1.500.000 δραχμών, επιταγές, οι οποίες όταν εμφανίσθηκαν (εκάστη από τον τελευταίο νόμιμο κομιστή της, δηλαδή είτε από τον αυτόν ως άνω εγκαλούντα, σε διαταγή του οποίου είχαν εκδοθεί όλες τους, είτε από τρίτα πρόσωπα - εμπόρους - προμηθευτές του, στους οποίους τις είχε μεταβιβάσει περαιτέρω νόμιμα ο τελευταίος με λευκή οπισθογράφηση), εμπρόθεσμα, δεδομένου και του ότι η επιταγή είναι αξιόγραφο (όψεως) πληρωτέο άμα τη εμφανίσει (ήτοι, στις 2-8-1999, 10-8-1999, 25-8-1999, 27-8-1999, 10-9-1999, 15-9-1999, 25-10-1999, 10-11-1999, 10-9-1999, 10-9-1999, 10-9-1999, 10-9-1999, 15-9-1999, 10-9-1999, 10-9-1999, 10-9-1999 και 10-9-1999, αντίστοιχα), στις ως άνω πληρώτριες Τράπεζες, δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης των αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, στους τηρούμενους σ' αυτές, αντιστοίχους λογαριασμούς της παραπάνω Ανώνυμης Εταιρίας. Προέβη δε στις παραπάνω πράξεις του, παρότι γνώριζε ότι κατά το χρόνο εκδόσεως και πληρωμής όλων των προδιαλαμβανομένων τραπεζικών επιταγών (υπό στοιχεία 1-3), δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους λογαριασμούς από τους οποίους σύρονταν. Τέλος, όπως συνάγεται από τα πραγματικά περιστατικά που προεκτίθενται και συγκεκριμένα, τόσο από την επανειλημμένη τέλεση της εν λόγω πράξης (τριάντα δύο φορές, διαδοχικά η μία μετά από την άλλη), όσο και από την όλη υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της, διαπράττει την παραπάνω πράξη (έκδοση ακάλυπτης επιταγής) κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον προκύπτει τόσο σκοπός πορισμού εισοδήματος απ' αυτήν, όσο και σταθερή ροπή του για την τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Β) Στον ίδιο τόπο, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα κατά την ανάκριση ημερομηνία, πάντως εντός του χρονικού διαστήματος, από την 1-9-1999 έως τις 15-9-1999, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του με τον παρακάτω ειδικά περιγραφόμενο τρόπο, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τα οποία (τα εν λόγω κινητά) του τα είχαν εμπιστευθεί, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου ξένης περιουσίας. Συγκεκριμένα, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενεργώντας ως εντολοδόχος του αυτού ως άνω εγκαλούντος (Ζ), ο οποίος του εγχείρισε τα κάτωθι χρεόγραφα, συνολικής αξίας 7.400.000 δραχμών, ήτοι α) την υπ' αριθμόν ... (μεταχρονολογημένη) τραπεζική επιταγή (που του μεταβίβασε με λευκή οπισθογράφηση), εκδόσεώς του, με (φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 10-2-2000, αξίας 5.000.000 δραχμών, πληρωτέα από την ΕΤΕ (κατάστημα 232) και ειδικότερα, από τον υπ' αριθ. ... τηρούμενο λογαριασμό του ιδίου και β) τέσσερις (4) συναλλαγματικές εκδόσεώς του, τις οποίες είχε αποδεχθεί (κατά τον μήνα Οκτώβριο του 1999) ο πελάτης του ..., ποσού 600.000 δραχμών καθεμίας και συνολικά 2.400.000 δραχμών και λήξεως την 30-11-1999, 30-12-1999, 30-1-2000 και 28-2-2000, αντίστοιχα, προκειμένου να τα ρευστοποιήσει (προεξοφλήσει) κατ' εντολήν και για λογαριασμό του, στον αδελφό της γυναίκας του (που ασχολείται με την εμπορία αυτοκινήτων) ή (και) στον έμπορο ειδών υγιεινής, ... (τα υπόλοιπα στοιχεία ταυτότητας του οποίου δεν εξακριβώθηκαν κατά την ανάκριση), οι οποίοι θα του κατέβαλαν το ως άνω ποσό της συνολικής ονομαστικής τους αξίας, πλην όμως εκείνος αντί να του καταβάλει (αποδώσει το εν λόγω ποσό, το οποίο πράγματι εισέπραξε (κατ' εντολήν και για λογαριασμό του) από τα προαναφερόμενα πρόσωπα, (το κατακράτησε και το χρησιμοποίησε παράνομα για τις δικές του ανάγκες (εξόφληση άλλων χρεών) στov έμπορο ... και αγόρασε σύστημα συναγερμού και ραδιομαγνητόφωνο για το αυτοκίνητό του από τον έμπορο ...), [ενσωματώνοντάς το στην ατομική του περιουσία, ποσό, που αντικειμενικά κρινόμενο, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και ανέρχεται σε 7.400.000 δραχμές". Στη συνέχεια δε, το Δικαστήριο της ουσίας επέβαλε στον κατηγορούμενο, για τις άνω αξιόποινες πράξεις, συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς τα προαναφερθέντα εγκλήματα της εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (εκτός από τις πιο κάτω λεπτομερώς αναφερόμενες τέσσερις επιταγές) και της υπεξαιρέσεως αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που τα είχαν εμπιστευθεί στον αναιρεσείοντα ως εντολοδόχο ξένης περιουσίας, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδάφιο στ', 26 παράγραφος 1α, 27 παράγραφος 1, 94 παράγραφος 1, 98, 375 παράγραφος 2-1 του ΠΚ και άρθρο 79 παράγραφοι 1, 2 περίπτωση α' του ν. 5960/1933, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία, και χωρίς έτσι να στερήσει την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση: Α) Προσδιορίζει α) όλα τα στοιχεία των επιταγών για την εγκυρότητά τους, β) την εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτών προς πληρωμή, γ) την έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής, δ) τη γνώση του αναιρεσείοντος ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους λογαριασμούς, από τους οποίους σύρονταν οι επιταγές, κατά το χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής και ε) τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών, και Β) δέχεται 1) ο εγκαλών Ζ παρέδωσε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο τα προαναφερθέντα αξιόγραφα (ήτοι μια τραπεζική επιταγή και τέσσερις συναλλαγματικές) με την εντολή να τα προεξοφλήσει και να παραδώσει σ' αυτόν το ποσό της αξίας τους 7.400.000 δρχ., 2) ότι, εκτελώντας ο κατηγορούμενος την ειρημένη εντολή του εγκαλούντος, προέβη στην προεξόφληση των άνω αξιογράφων και εισέπραξε το πιο πάνω ποσό, που αξιολογείται ως ιδιαίτερα μεγάλο ποσό, και 3) ότι έχοντας στην κατοχή του το ποσό αυτό των 7.400.000 δραχμών εξεδήλωσε ο κατηγορούμενος πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεώς του, την οποία υλοποίησε αρνούμενος, και παρά τις προς τούτο διαμαρτυρίες του εγκαλούντος, την απόδοση του εν λόγω ποσού, το οποίο και ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία. Τα ανωτέρω δε υπό στοιχείο Β' πραγματικά περιστατικά συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προβλεπόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 375 παράγραφος 2-1 ΠΚ εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Περαιτέρω, αναφορικά με το εν λόγω έγκλημα της υπεξαιρέσεως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλή δολία προαίρεση του δράστη, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση του δόλου, αφού αυτός ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και εξυπακούεται η ύπαρξή του από την πραγμάτωση αυτών. Τέλος, είναι αβάσιμος και απορριπτέες, ως επί αναληθούς προϋποθέσεως ερειδόμενες, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να αχθεί στην καταδικαστική κρίση του για το έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, έλαβε υπόψη του έγγραφα μη υπάρχοντα στη δικογραφία και εντεύθεν μη αναγνωσθέντα, και συγκεκριμένα α) την υπ' αριθμόν ... (μεταχρονολογημένη) τραπεζική επιταγή, εκδόσεως του εγκαλούντος την 10.2.2000, αξίας 5.000.000 δρχ. και πληρωτέα από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και β) τέσσερις (4) συναλλαγματικές, εκδόσεως του ιδίου, τις οποίες είχε αποδεχθεί (κατά το μήνα Οκτώβριο 1999) ο πελάτης του ...., ποσού 600.000 δραχμών η καθεμία και συνολικά δραχμών 2.400.000 και λήξεως την 30.11.1999, 30.12.1999, 30.1.2000 και 28.2.2000 αντίστοιχα, αφού το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς την ανωτέρω κακουργηματική πράξη έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν στη δικογραφία και να αναγνωσθούν τα ανωτέρω αξιόγραφα, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενη αποφάσεως, αυτά δόθηκαν από τον εγκαλούντα στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και αυτός τα χρησιμοποίησε για να τα προεξοφλήσει. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχεία Δ', Ε', Α' και Γ' του ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, γ) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο και δ) της παραβάσεως των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στους πιο πάνω λόγους, διαλαμβανόμενες αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Κατά το άρθρο 79 παράγραφος 5 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", που προστέθηκε με το άρθρο 4 παράγραφος 1α του ν. 2408/4.6.1996, η ποινική δίωξη για την ποινικώς κολάσιμη αδικοπραγία της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε, κατά δε το άρθρο 117 παράγραφος 1 ΠΚ "όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της". Η τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή της εγκλήσεως είναι ανεξάρτητη από την κατά το άρθρο 111 ΠΚ παραγραφή των εγκλημάτων και, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 243 εδάφιο β' ΑΚ και 145 παράγραφος 2 ΚΠολΔ, οι οποίες έχουν εφαρμογή και εν προκειμένω ένεκα της ενότητας της έννομης τάξεως, λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, δηλαδή με την ημέρα κατά την οποία ο δικαιούμενος σε υποβολή εγκλήσεως έλαβε γνώση της τελέσεως της πράξεως και του προσώπου που την τέλεσε ή κάποιου από τους συμμέτοχους. Έτσι, από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι επί του εγκλήματος της ακάλυπτης επιταγής η τρίμηνη προθεσμία της εγκλήσεως για την άσκηση της ποινικής διώξεως εναντίον του υπαιτίου αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποίαν ο κομιστής της εν λόγω επιταγής που γνώριζε τον εκδότη της, ο οποίος προκύπτει από το κείμενο του τίτλου, έλαβε γνώση της ελλείψεως αντικρίσματος προς πληρωμή της και τούτο συμβαίνει όταν, εμφανίσας εμπροθέσμως την επιταγή προς πληρωμή, η τελευταία δεν πληρώθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχείο Η' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Τοιαύτη δικαιοδοσία άσκησε το Δικαστήριο και όταν καταδίκασε για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτουμένη έγκληση εμπροθέσμως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος της εκδόσεως στις 25.5.1999, 10.6.1999, 10.7.1999 και 25.7.1999 και των υπ' αριθμούς ...., ...., .... και ... επιταγών, αντίστοιχα, της πρώτης της Εγνατίας Τράπεζας και των λοιπών της Τράπεζας Εργασίας, ποσού 2.500.000, 1.750.000, 1.500.000 και 1.000.000 δραχμών αντίστοιχα, οι οποίες ήταν ακάλυπτες. Ο εγκαλών εμφάνισε στις άνω Τράπεζες προς πληρωμή τις παραπάνω επιταγές στις 2.6.1999, 15.6.1999, 12.7.1999 και 29.7.1999, αντίστοιχα, εξαιτίας δε της μη πληρωμής τους λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, υπέβαλε αυτός για τις επιταγές αυτές (καθώς και για τις προαναφερθείσες υπόλοιπες επιταγές, για τις οποίες, όμως, δεν υπάρχει πρόβλημα εμπρόθεσμης εγκλήσεως) τη σχετική έγκληση στις 9.11.1999. Όμως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η εν λόγω έγκληση του παθόντος κατά του αναιρεσείοντος για τις προαναφερόμενες λεπτομερώς τέσσερις (4) ακάλυπτες επιταγές υποβλήθηκε μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 παράγραφος 1 ΠΚ. Κατά συνέπεια η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία, αφού θεώρησε εμπρόθεσμη την άνω έγκληση, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα και για τις ανωτέρω ακάλυπτες επιταγές, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας (άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχείο Η' περίπτωση δ' ΚΠοινΔ). Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει αναφορικά με το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, και δη σε σχέση και μόνο με τις ειρημένες τέσσερις (4) ακάλυπτες επιταγές, και κατ' ανάγκη και ως προς τις διατάξεις της για την επιβολή α) ποινής για το ανωτέρω έγκλημα και β) συνολικής ποινής, κατ' εφαρμογή δε της διατάξεως του άρθρου 517 παράγραφος 2 του ΚΠοινΔ πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ποινική δίωξη για τις ειρημένες (τέσσερις) μερικότερες πράξεις του ανωτέρω εγκλήματος και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, για α) νέα επιμέτρηση της ποινής ως προς το πιο πάνω έγκλημα (της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια) και β) καθορισμό, στη συνέχεια, νέας συνολικής ποινής. Κατά τα λοιπά δε, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμόν 458-459/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, και δη: α) αναφορικά με την καταδίκη του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ για το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, και δη σε σχέση και μόνο με τις αναφερόμενες πιο κάτω τέσσερις (4) μερικότερες πράξεις του, και β) αναφορικά με τις διατάξεις της αποφάσεως: 1) περί της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα για το πιο πάνω έγκλημα και 2) περί της συνολικής ποινής που επιβλήθηκε σ' αυτόν.
Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του πιο πάνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για τις μερικότερες πράξεις του άνω εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, που φέρονται ότι τελέσθηκαν απ' αυτόν στη Θεσσαλονίκη στις 25.5.1999, 10.6.1999, 10.7.1999 και 25.7.1999, σχετικά με τις υπ' αριθμούς ..., ..., ... και ... επιταγές, εκδόσεως του κατηγορουμένου, με ημερομηνία εμφανίσεως 2.6.1999, 15.6.1999, 12.7.1999 και 29.7.1999, αντίστοιχα, πληρωτέες η πρώτη από τις επιταγές αυτές από την Εγνατία Τράπεζα και οι λοιπές από την Τράπεζα Εργασίας και ποσού 2.500.000, 1.750.000, 1.500.000 και 1.000.000 δραχμών αντίστοιχα.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, για α) νέα επιμέτρηση της ποινής ως προς το πιο πάνω έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, και β) καθορισμό, στη συνέχεια, νέας συνολικής ποινής. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 12 Απριλίου 2007 (υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 3339/13.4.2007) αίτηση του Χ για αναίρεση της πιο πάνω (υπ' αριθμόν 458-459/2007) αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ