Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2290 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Κατηγορούμενος.




Περίληψη:
Απόρριψη αναιρέσεως ως εκπροθέσμου. Η απόφαση που εκδόθηκε μετά την άσκηση εφέσεως από τον κατηγορούμενο, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, θεωρείται ότι ήταν παρών στην δίκη εκείνη και η εκδοθείσα απόφαση λογίζεται ότι δημοσιεύθηκε με την πραγματική παρουσία του και η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αυτής αρχίζει από της καταχωρίσεώς της στο ειδικό βιβλίο.





ΑΡΙΘΜΟΣ 2290/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 7264/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 751/2208.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος- Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 335/20.6.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 2-4-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της υπ'αριθμ. 7264/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκθέτω τα εξής:
Εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 507 § 1, 473 §§1 και 3 και 474 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι η προθεσμία προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, διά δηλώσεως στον γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε, είναι δεκαήμερη από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, παρόντος του δικαιούχου, χωρίς όμως να αρχίζη η προθεσμία αυτή πριν από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο καθαρογεγραμμένων αποφάσεων, που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξ άλλου, κατά το άρθρ. 340 § 2 Κ.Π.Δ., στην περίπτωση εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του, κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 § 2 εδ. γ' Κ.Π.Δ., ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι'αυτόν. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι η κατά του εκκαλούντος, ο οποίος εξεπροσωπήθη πλήρως από τον διορισθέντα συνήγορο, εκδοθείσα απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, λογίζεται ως δημοσιευθείσα με την πραγματική παρουσία του εκκαλούντος, η δε προθεσμία προς άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατ'αυτής αρχίζει από της ως άνω καταχωρήσεώς της στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο και δεν είναι αναγκαία η προς τον εκκαλούντα επίδοσή της, αφού αυτός δικάζεται ως παρών (βλ. ΑΠ 1711/2005, εις ΠΧ/ΝΕ'/1084). Τέλος, κατά το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ., η εκπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη και καταδικάζεται ο αναιρεσείων εις τα έξοδα.
Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς έγγραφα της δικογραφίας, η ως άνω προσβαλλομένη απόφαση εδημοσιεύθη την 1-2-2007, με τον εκκαλούντα κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα εκπροσωπούμενο από τον συνήγορό του και θεωρούμενο, κατά τα προεκτεθέμενα, παρόντα. Κατεχωρήθη δε αυτή καθαρογεγραμμένη στο ανωτέρω ειδικό βιβλίο την 25-5-2007 (βλ. την σχετική βεβαίωση επί της πρώτης σελίδος της). Όμως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ησκήθη, δια δηλώσεως στον αρμόδιο γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, την 2-4-2008 (βλ. έκθεση αναιρέσεως). Δηλαδή ησκήθη μετά την παρέλευση της ως άνω δεκαημέρου προθεσμίας, ο δε αναιρεσείων ουδέν περιστατικό ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκησή της, επεκαλέσθη. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, εκπροθέσμως ασκηθείσα, να απορριφθή ως απαράδεκτη και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως και προς το άρθρο 513 § 1 Κ.Π.Δ.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να απορριφθή η από 2-4-2008 αίτηση αναιρέσεως τουΧ1, κατά της υπ'αριθμ. 7264/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 6 Ιουνίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των άρθρων 462, 473 παρ.1 και 3 και 507 παρ.1 εδ.α ΚΠΔ προκύπτει ότι, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ, εφόσον ο δικαιούμενος ήταν παρών κατά τη δημοσίευσή της, και είναι δέκα ημέρες. Αν ο δικαιούμενος ήταν απών κατά τη δημοσίευσή της, αλλά γνωστής στην ημεδαπή διαμονής, η δεκαήμερη προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, συνεπώς και της αναιρέσεως, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, αλλά στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, όπως συνάγεται από τα άρθρα 473 παρ.2 και 474 παρ.2 ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο, οφείλει να αναφέρει στη δήλωση ασκήσεώς του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του, δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση αυτού, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν την βασιμότητά τους, γιατί διαφορετικά, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 476 ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τον έλεγχο του παραδεκτού ή όχι της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, η προσβαλλόμενη 7264/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία o αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης, που μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ την ημέρα, για παράβαση του νόμου για επιταγές (άρ. 79 ν. 5960/33), δημοσιεύθηκε τη 1/2/2007. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε, μετά την άσκηση εφέσεως από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, κατά της 113823/03 καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε, κατ' αρ. 340 παρ.2 και 501 παρ.1 ΚΠΔ από την πληρεξούσια αυτού δικηγόρο.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι ήταν παρών στην δίκη εκείνη και η εκδοθείσα απόφαση λογίζεται ότι δημοσιεύθηκε με την πραγματική παρουσία του εκκαλούντος κατηγορουμένου και, επομένως, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αυτής αρχίζει από της καταχωρήσεώς της στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο, χωρίς να είναι αναγκαία η προς τον εκκαλούντα επίδοσή της. Η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίσθηκε καθαρογραμμένη στο βιβλίο καθαρογραφής αποφάσεων του άρθρου 473 παρ.3 του ΚΠΔ στις 25-5-2007. Ο αναιρεσείων όμως άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως εκπρόθεσμα και συγκεκριμένα την 2/4/2008, δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου Μαρίας Γκολφινοπούλου, ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοδικείου, για την οποία συντάχθηκε η 49/2008 σχετική έκθεση, χωρίς ο αναιρεσείων να επικαλείται λόγο ανώτερης βίας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος προς δικαιολόγηση του εκπρόθεσμου της αναίρεσής του. Επομένως, η αίτηση αυτή, ως εκπρόθεσμη, είναι απαράδεκτη. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-4-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της 7264/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή