Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Ψευδής καταμήνυση, Δεδικασμένο, Πολιτική αγωγή.
Περίληψη:
1) Πολιτική αγωγή. Απορρίπτεται ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα της παράστασής της ως αβάσιμος. 2) Ψευδής καταμήνυση. Έννοια. Απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου, Έννοια. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας του στοιχείου του σκοπού. 3) Ηθική αυτουργία. Έννοια. 4) Δεδικασμένο. Απορρίπτει ως αβάσιμο το σχετικό λόγο λόγω μη επίκλησης και απόδειξης του τρόπου με τον οποίο κατέστη αμετάκλητη η επικαλούμενη απόφαση. 5) Δεκτός ο λόγος αναίρεσης για ελλειπή αιτιολογία, για το λόγο ότι δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπό του Δικαστηρίου υπόψη αθωωτική απόφαση του φυσικού αυτουργού κατηγορουμένου για ψευδή καταμήνυση με τα ίδια περιστατικά με τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία σε ψευδή καταμήνυση. 6) Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου λόγω μη ανάπτυξης της κατηγορίας από τον Εισαγγελέα στην κατ’έφεση δίκη. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Αριθμός 2373/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα- Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μελανίτη, για αναίρεση της 6917/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 680/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 68 παρ. 2 του ΚΠΔ και 914 και 932 του ΑΚ: 1) Απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, συνιστά η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, 2) Η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιούμενους κατά τον Αστικό Κώδικα, 3) Κατ' εξαίρεση, εκείνος, που, κατά τον Α.Κ., δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξ αιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μπορεί να υποβάλει την απαίτηση του στο ποινικό δικαστήριο ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία, 4) Όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει και 5) Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι απόλυτη ακυρότητα δημιουργεί η παράσταση ως πολιτικώς ενάγοντα προσώπου για το οποίο δεν έχει γεννηθεί απαίτηση ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ΚΠΔ ως προς το χρόνο και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής αγωγής. Εξ άλλου, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠΔ να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους, στους οποίους στηρίζεται, δηλαδή αν πρόκειται για ηθική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για το νομότυπο της παράστασης δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης, που είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφομένων γεγονότων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Η δήλωση δε αυτή όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει όλα τα παραπάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή απ' αυτό. Κατ' ακολουθίαν τούτων είναι αβάσιμος ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο υπό στοιχ. Α' σκέλος του, που αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έκρινε απαράδεκτη, ως αόριστη τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής της εγκαλούσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφού δεν εξειδικεύεται σε τί συνίσταται αυτή, αν δηλαδή αυτή αναφέρεται στην χρηματική ικανοποίησή της για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις αξιόποινες πράξεις που τέλεσε σε βάρος της ο ίδιος ο αναιρεσείων ή την χρηματική ικανοποίηση για τις πράξεις που τέλεσε σε βάρος της η Α, αφού η παράστασή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με τη διαλαμβανόμενη στα πρακτικά δήλωσή της ότι ζητεί την επιδίκαση σ'αυτή για χρηματική ικανοποίησή της, το ποσό των 10 ευρώ με επιφύλαξη, είναι προφανές ότι αφορούσε το ποσό των 10 ευρώ από καθένα από τους κατηγορουμένους, και όχι διαιρετώς ή εις ολόκληρο και από τους δύο, εν όψει του ότι τις σε βάρος της αξιόποινες πράξεις τέλεσαν οι κατηγορούμενοι αυτοτελώς και όχι ως συμμέτοχοι, και συνεπώς ήταν αυτή παθούσα και είχε υποστεί ηθική βλάβη ως αποτέλεσμα των πράξεων αυτών καθ' ενός από τους κατηγορουμένους χωριστά, η δε παράστασή της ως πολιτικώς ενάγουσα στο Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, έγινε κατά την έννοια που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και έγινε δεκτή από αυτό, ήτοι για το ποσό των 10 ευρώ από καθένα από τους κατηγορουμένους. Αβάσιμος κατά συνέπεια είναι και ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 470 του ίδιου Κώδικα δεύτερος λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας και χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου με την αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση επιδίκασε σ'αυτόν το ποσό των 10 ευρώ για χρηματική της ικανοποίηση, ενώ κήρυξε αθώα τη δεύτερη κατηγορουμένη, αφού κατά τ' ανωτέρω το ποσό των 10 ευρώ που το Εφετείο επιδίκασε σ'αυτήν αφορούσε το ποσό των 10 ευρώ που ζήτησε από τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο.
ΙΙ. Κατά το άρθρ. 229 § 1 του ΠΚ όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι'αυτόν ενώπιον αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι'αυτό τιμωρείται με φυλάκιση, κατά δε το άρθρο 224 § 1 περίπτ. α' του ίδιου Κώδικα, με φυλάκιση το πολύ δύο ετών τιμωρείται όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση εν γνώσει καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι για τη θεμελίωση και των δύο αυτών εγκλημάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 § 1 και ότι τα κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή, στην περίπτωση του άρθρου 224 § 2. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, εφόσον αυτή υπήρξε παραγωγός αιτία της παραπλάνησης του απατηθέντος, ο οποίος μπορεί να είναι και πρόσωπο διαφορετικό από τον παθόντα. Επομένως απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ'αυτόν ψευδής ισχυρισμός υποστηριζόμενος από τον δράστη με την εν γνώσει προσκόμιση και επίκληση ψευδών κατά περιεχόμενων αποδεικτικών στοιχείων. Το έγκλημα αυτό μπορεί να τελεσθεί και υπό την μορφή της απόπειρας, όταν ο δικαστής δεν παραπλανήθηκε από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία. Περαιτέρω, η απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχτηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε. Ειδικά ως προς το δόλο υπάρχει ανάγκη τέτοιας αιτιολογίας όταν απαιτούνται, πέραν των περιστατικών που κατά το νόμο, απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης και πρόσθετα περιστατικά, όπως όταν απαιτείται να έχει τελεστεί η πράξη με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος. Επομένως, για το έγκλημα της απάτης, πρέπει να υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το σκοπό του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, για δε το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως πρέπει να υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το σκοπό του δράστη να προκληθεί δίωξη (ποινική ή πειθαρχική). Ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική κατά το είδος καθενός αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου και του τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά και η συγκριτική αξιολόγησή τους. Πρέπει όμως να προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά απ' αυτά για να μορφώσει την καταδικαστική κρίση του. Για την πλήρη δε αιτιολόγηση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας, όπως αυτό προβλέπεται και τιμωρείται από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, δεν αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση μόνον άτι ο ηθικός αυτουργός με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς επίσης ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ίδιος (ηθικός αυτουργός), πέτυχε το σκοπό του, αλλά πρέπει ακόμη να περιγράφεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία η αξιόποινη πράξη την οποία, με τις προτροπές κλπ του ηθικού αυτουργού διέπραξε ο αυτουργός, αφού προϋπόθεση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας είναι η τέλεση από τον αυτουργό του εγκλήματος στη διάπραξη του οποίου παρακινήθηκε. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη 6917/2007 απόφασή του, δέχθηκε ότι από τα αναφερόμενα σ'αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τ' ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: H μηνύτρια Ψ και οι κατηγορούμενοι Χ και η Α, σύζυγος Χ, από του έτους 1984 είχαν φιλικές και κοινωνικές σχέσεις μέχρι την 1-6-1998, όταν στη ..... επισυνέβη οδικό τροχαίο ατύχημα, με εμπλακέντες οδηγούς την Ψ που οδηγούσε το με αριθ. κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας FIAT, τύπου FIORINO και τον Χ, που οδηγούσε το με αριθ. κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας RENAULT τύπου CLIO. Αμέσως μετά τη σύγκρουση η μηνύτρια Ψ κάλεσε την Άμεση Δράση Αττικής, περιπολικό της οποίας έφθασε αμέσως μετά την κλήση και επελήφθησαν του συμβάντος οι επιβαίνοντες σ'αυτό αστυνομικοί υπάλληλοι Β και Γ. Οι εμπλακέντες έδωσαν τα στοιχεία τους, δήλωσαν σύγκρουση με υλικές ζημίες και σύμφωνα με τη δήλωση τους η μεν μηνύτρια Ψ εκινείτο επί της οδού ..... προς ..... ο δε κατηγορούμενος Χ επί της οδού ..... και έβαινε στην οδό ....., όπου, επί της πορείας του υπήρχε STOP και ο αστυφύλακας Β συνέταξε και υπέγραψε το σχετικό δελτίο ατυχήματος με υλικές ζημίες. Μετά την αποχώρηση των αστυνομικών υπαλλήλων, ο Χ πρότεινε σ'αυτήν να προβούν σε κοινή δήλωση υπαιτιότητας, πρόταση που δεν αποδέχθηκε η μηνύτρια Κατά τον χρόνο αυτό των διαπραγματεύσεων η μηνύτρια αισθάνθηκε έντονη ζάλη και έκανε εμετό, γι'αυτό και κάλεσε πάλι την Άμεση Δράση, επανήλθαν οι ίδιοι αστυνομικοί υπάλληλοι, οι οποίοι συνέστησαν σ'αυτήν να καλέσει το Κέντρο Άμεσης Βοήθειας και την Τροχαία. Μετά από αυτά η μηνύτρια μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", όπου διαπιστώθηκε περιορισμός της κίνησης των σπονδύλων της αυχενικής χώρας (STRAIN AMSS) και συντάχθηκε η με αριθ. ..... βεβαίωση νοσηλείας. Κατά τον χρόνο παραμονής της στο νοσοκομείο και περί ώρα 12.30' τηλεφώνησε από το κινητό της τηλέφωνο στην φίλη της κατηγορουμένη Α, που βρισκόταν στο χώρο της εργασίας της στα γραφεία της εταιρείας GALENIKA A.E., τα οποία βρίσκονται επί της οδού Αχιλλέως αριθ. 2 στο κέντρο της Αθήνας, θεωρώντας λογικό να ενημερώσει αυτήν για το αναπάντεχο πρωϊνό συμβάν με τον σύζυγο της και ότι ήδη βρίσκεται στο νοσοκομείο με θλάση αυχένος και της είχαν τοποθετήσει κολλάρο και μάλλον θα εξέλθει αυθημερόν από το νοσοκομείο, εκείνη έδειξε να εκπλήσσεται και ότι είχε περιέλθει σε εντονότατη αναστάτωση και ανησυχία και της είπε ότι θα αναζητήσει το σύζυγο της και θα επικοινωνήσει αργότερα μαζί της, πράγμα, που ποτέ όμως δεν συνέβη. Με αφορμή το ως άνω οδικό τροχαίο ατύχημα, ανοίχθηκαν πολλές δίκες αστικές και ποινικές, μεταξύ της Ψ, του Χ, αλλά και άλλων προσώπων, που έτυχε να συμπράξουν στη δικαστική τους αυτή εμπλοκή. Η Ψ με δική της ευθύνη και προκειμένου να καλύψει επαγγελματικές της υποχρεώσεις εξήλθε από το νοσοκομείο το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Την ίδια ημέρα της 1-6-1998 στις 14.25' κατέθεσε ενόρκως ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του AT Τροχαίας Κηφισιάς, περιέγραψε τις συνθήκες του ατυχήματος και ζήτησε την ποινική δίωξη του υπαίτιου οδηγού για τον τραυματισμό της. Του οδικού αυτού τροχαίου ατυχήματος επελήφθη ως προανακριτικός υπάλληλος o Ανθυπαστυνόμος του AT Τροχαίας Κηφισιάς Ανθ/μος Δ, ο οποίος μετέβη στον τόπο του ατυχήματος την 1-6-1998 και ώραν 14.45', όπου βρισκόταν ακόμη ακινητοποιημένο το αυτοκίνητο της μηνύτριας και συνέταξε τη σχετική έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, καθώς και το σχεδιάγραμμα. Στη συνέχεια και στα πλαίσια της προανάκρισης και ο Χ με την από 13-6-1998 ένορκη εξέταση του περιέγραψε τις κατ'αυτόν συνθήκες του ατυχήματος και ζήτησε την ποινική δίωξη της μηνύτριας για τον τραυματισμό του. Η μηνύτρια, την 15-7-1998 έχοντας ακόμη ενοχλήματα από τον τραυματισμό της και φέρουσα το αυχενικό κολλάρο, αισθάνθηκε έντονη ζάλη και αστάθεια, γιαυτό και μετέβη στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου ΚΑΤ Κηφισιάς, όπου εξετάστηκε από ιατρό ορθοπεδικό και δήλωσε στις σχετικές ερωτήσεις για τη λήψη ιατρικού ιστορικού, ότι, είχε τραυματισθεί σε τροχαίο της 1-6-1998, γιαυτό της συνεστήθη η αποφυγή σωματικής κοπώσεως και η συνέχιση της εφαρμογής του αυχενικού κολλάρου και η επανεξέταση της σε περίπτωση επαναλήψεως των ενοχλημάτων και της χορηγήθηκε από τον εξετάσαντα αυτήν ιατρό του νοσοκομείου Ε η με αριθ. πρωτ. ..... ιατρική βεβαίωση με το εξής περιεχόμενο "Η ασθενής Ψ, προσήλθε για εξέταση σήμερον στο Τμήμα της Μονάδας σπονδυλικής στήλης όπου διεπιστώθη ότι μετά το αναφερόμενο τροχαίο ατύχημα την 1-6-1998 υπάρχει μέτριος περιορισμός της κίνησης της ΑΜΣΣ. Παραπονείται για αυχενική κεφαλαλγία και ζάλη. Έχει ανάγκη από αυχενικό κολλάρο, αποφυγή σωματικής κοπώσεως και παρακολούθηση στα εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου". Η μηνύτρια την 21-9-1998 κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την υπό ιδίαν χρονολογίαν αγωγή της κατά του Χ και της AGF ΚΟΣΜΟΣ ΑΕΓΑ, με την οποία ζήτησε, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη από την άνω σύγκρουση της 1-6-1998, οφειλόμενης σε αποκλειστική υπαιτιότητα του κατηγορουμένου Χ, καθώς και χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 1.595.000 δραχμών. Ο τελευταίος κατέθεσε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου εναντίον της και εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΓΑ την από 20-4-1999 αγωγή του και ζήτησε ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 5.087.148 δραχμών. Οι αγωγές αυτές συνεκδικάσθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 26-1-2000, οπότε συζητήθηκε η υπόθεση. Κατά τη συζήτηση αυτή η μηνύτρια με τις από 26-1-2000 έγγραφες προτάσεις της επικαλέστηκε και προσκόμισε στο Δικαστήριο και τα εξής έγγραφα, ήτοι, το από 1-6-1998 σημείωμα ανταλλαγής στοιχείων, το από 1-6-1998 δελτίο τροχαίου ατυχήματος, την από 1-6-1998 έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας Κηφισιάς, τη με αριθ. ..... ιατρική βεβαίωση του νοσοκομείου ΚΑΤ και εξέτασε στο ακροατήριο ως μάρτυρα της τον ΣΤ. Ιστορική βάση της αγωγής του κατηγορουμένου Χ ήταν ότι, εκινείτο ήδη επί της οδού ..... και ότι, η εναγομένη (μηνύτρια) εκινείτο επί της οδού ..... από την οποία και εξήλθε προς την οδό ....., χωρίς να σταματήσει στο υπάρχον STOP και να ελέγξει την οδό ..... . Προς απόδειξη της αγωγής του αυτής εξέτασε στο ακροατήριο ως μάρτυρά του την συγκατηγορουμένη σύζυγό του Α, η οποία, μεταξύ άλλων, που κατέθεσε ήταν ότι, λόγω της κατά το παρελθόν ιδιότητας της (μηνύτριας) ως ασφαλίστριας, έφερε το ΤΟΤΑ μετά τη σύγκρουση για να μην είναι παρών ο σύζυγος της, μετά από 2-3 ημέρες πήγε το ΤΟΤΑ και ότι, την πήρε τηλέφωνο από το νοσοκομείο και της είπε ότι, δεν έχει τίποτε. Επί των άνω συνεκδικασθεισών αγωγών εκδόθηκε η με αριθ. 3871/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο της σύγκρουσης τον Χ. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο κατηγορούμενος Χ άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 9-3-2003 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 1205/2003 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έκρινε και πάλι ως αποκλειστικό υπαίτιο της συγκρούσεως τον κατηγορούμενο Χ. Τα ανωτέρω γεγονότα που η ως άνω κατηγορουμένη κατέθεσε, καθώς και τα αναφερόμενα στις ένορκες καταθέσεις της από 2-3-2001 ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, από 19-7-2001 ενώπιον του Πταισματοδίκη Καπανδριτίου και από 2-10-2001 ενώπιον του Πταισματοδίκη Αμαρουσίου που περιγράφει τις συνθήκες του τροχαίου όπως τις εξέθεσε σ'αυτήν ο σύζυγος της Χ, σύμφωνα με όσα αποδείχθησαν ανωτέρω, κρίνονται αναληθή. Μετά την διενεργηθείσα από το Τμήμα Τροχαίας Κηφισιάς προανάκριση για το ως άνω τροχαίο . ατύχημα της 1-6-1998 ασκήθηκε κατά των εμπλακέντων σ'αυτό, Ψ και Χ ποινική δίωξη για σωματική βλάβη από αμέλεια. Η κατ'αυτών κατηγορία εκδικάστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών την 8-1-2002 και το Δικαστήριο με τη με αριθ. 742/8-1-2002 απόφασή του, κήρυξε αθώα την Ψ και ένοχο τον Χ και καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών. Ο τελευταίος άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με τη με αριθ. 36326/6-5-2003 απόφασή του, δέχθηκε την έφεση του, τον κήρυξε ένοχο της πράξεως αυτής και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) ημερών. Κατά την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών εξετάστηκε ως μάρτυρας η κατηγορουμένη Α, τα πραγματικά δε περιστατικά των καταθέσεών της, κρίνονται αναληθή, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν ανωτέρω, όπως ως αναληθή κρίνονται τα όσα πραγματικά περιστατικά κατέθεσε χωρίς να ορκισθεί λόγω της ιδιότητάς του ως πολιτικώς ενάγων ο Χ ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσας υπόθεσης. Ο κατηγορούμενος Χ στις 13-11-2000 κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την ΑΒΜ Δ 2000-3912 μήνυσή του κατά του επιληφθέντος του οδικού τροχαίου ατυχήματος, Αρχιφύλακα Β και της μηνύτριας Ψ, με την οποία κατήγγειλε αυτούς ότι, ο πρώτος, κατόπιν προτροπών της δεύτερης συνέταξε το από 1-6-1998 δελτίο τροχαίου ατυχήματος με υλικές ζημίες και την δεύτερη ότι, χρησιμοποίησε αργότερα τόσο το δελτίο αυτό, όσο και την έκθεση αυτοψίας του ΤΟΤΑ και παραπλάνησε τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών να εκδώσει ευνοϊκή γι'αυτήν απόφαση. Κατόπιν της μηνύσεως αυτής, ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά των πιο πάνω ποινική δίωξη για α) ψευδή βεβαίωση, β) ηθική αυτουργία στην πράξη και γ) απάτη ενώπιον δικαστηρίου. Μετά την ενεργηθείσα επί της υποθέσεως αυτής προανάκριση, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών με την απαλλακτική απόφασή του εισήγαγε την υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το με αριθ. 4846/2001 αμετάκλητο βούλευμα του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία. Ο κατηγορούμενος Χ με την από 30-8-2001 μήνυσή του, που κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά των Ψ, Β, Αρχιφύλακα της ΕΛΑΣ, Δ, Ανθ/μου της ΕΛΑΣ, που ως προανακριτικός υπάλληλος είχε επιληφθεί του ως άνω τροχαίου ατυχήματος και ΣΤ, ασκήθηκε ποινική δίωξη, για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα, ηθικής αυτουργίας σ' αυτή, νόθευσης δημοσίου εγγράφου από υπάλληλο, της ηθικής αυτουργίας σ'αυτή, παράβασης καθήκοντος, της ηθικής αυτουργίας σ'αυτή και απάτης στο Δικαστήριο. Μετά την ενεργηθείσα επί της υποθέσεως αυτής προανάκριση, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, εισήγαγε τη δικογραφία με την απαλλακτική πρότασή του στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το με αριθ. 2242/2003 αμετάκλητο βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία, για τις ως άνω πράξεις, που εφέροντο να έχουν τελεσθεί σε βάρος του κατηγορουμένου Χ στην ..... στις 1-6-1998, στις 1-6-1998 και 26-1-2000 και επέβαλε σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα. Στις 18-6-2001 ο κατηγορούμενος Χ υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την ΑΒΜ 2001/2059 μήνυσή του κατά της Ψ και του ιατρού του νοσοκομείου ΚΑΤ Ε στην οποία, αφού ανέφερε όλα τα κατ'αυτόν πραγματικά περιστατικά, που είχαν σχέση με το τροχαίο ατύχημα της 1-6-1998 σχολίασε τη με αριθ. ..... ιατρική γνωμάτευση του εγκαλούμενου ιατρού, θεωρώντας αυτήν ως αναληθή- Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών άσκησε εναντίον του Ε ποινική δίωξη για παράβαση των άρθρων 114 και 113 του ΑΝ 1565/39 και κατά της Ψ για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, συνισταμένης της κατηγορίας, στο ότι, κατόπιν προτροπών της Ψ, ο Ε εξέδωσε τη με αριθ. πρωτ. ..... ιατρική γνωμάτευση, που αφορούσε τη συγκατηγορουμένη του, χωρίς να αναγράψει σ' αυτήν τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν, δηλαδή για δικαστική χρήση. Η κατ'αυτών κατηγορία εκδικάστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών την 20-9-2002 και το Δικαστήριο με τη με αριθ. 100470/20-9-2002 απόφασή του, κήρυξε αθώα την Ψ και ένοχο τον Ε και καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλακίσεως σαράντα (40) ημερών. Ο τελευταίος άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με τη με αριθ. 38801/13-5-2003 αμετάκλητη απόφασή του, δέχθηκε την έφεση του και τον κήρυξε αθώο της πράξεως αυτής. Κατά τη δικάσιμο της 20-9-2002 εξετάστηκε ως μάρτυρας, χωρίς να ορκισθεί ο Χ, καθώς και ενόρκως η Α, οι οποίοι μεταξύ άλλων κατέθεσαν τα αναληθή γεγονότα ότι η Ψ φορούσε το κολλάρο, γιατί είχε το πρόβλημα από παλιά. Στις 9-5-2003 εκδικάστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η κατά της μηνύτριας Ψ υπόθεση για σωματική βλάβη από αμέλεια και εξύβριση, βάσει της από 9-6-1998 μηνύσεως του Χ, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 60225/2003 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για εξύβριση και καταδίκασε αυτήν σε φυλάκιση σαράντα (40) ημερών. Μετά από έφεση δε της κατηγορουμένης το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με τη με αριθ. 30534/2004 αμετάκλητη απόφασή του κήρυξε και πάλι ένοχη αυτή και την καταδίκασε σε φυλάκιση είκοσι (20) ημερών. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, εξετάστηκε χωρίς όρκο ως πολιτικώς ενάγων ο Χ και ενόρκως η Ζ, οι οποίοι κατέθεσαν ότι, όταν έγινε το ατύχημα, η Ψ αποκάλεσε αυτόν "παλιοαληταρά" και σε τηλεφωνική επικοινωνία, που είχε στη συνέχεια με τη σύζυγο του Α, την οποία άκουσε από ανοικτή ακρόαση η Ζ, της είπε "γιατί παντρεύτηκες αυτόν τον αλήτη". Τα ανωτέρω που οι ανωτέρω κατέθεσαν, όσον αφορά την εξύβριση του Χ ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, γιατί όπως αποδείχθηκε η Ψ την 1-6-1998 που συνέβη το οδικό ατύχημα αφενός απευθύνθηκε στον Χ λέγοντας του την υβριστική φράση "που βρέθηκες στο δρόμο μου πρωϊ-πρωϊ παληοαληταρά" και αφετέρου στη συνέχεια την ίδια ημέρα περί ώραν 12.30' σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τη σύζυγό του Α, την οποία άκουσε από ανοικτή συνομιλία η Ζ, της είπε την υβριστική για τον κατηγορούμενο Χ φράση "γιατί παντρεύτηκες αυτόν τον αλήτη". Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά που αποδείχθηκαν προκύπτει ότι αποκλειστικώς υπαίτιος του οδικού τροχαίου ατυχήματος ήταν ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος εκινείτο με το με αριθ. κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο επί της οδού ....., ο οποίος εισήλθε επί της οδού ....., όπου εκινείτο με το με αριθ. ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο, οδηγούμενο από την Ψ, ο οποίος εισήλθε σε ισόπεδο κόμβο, χωρίς να ελέγξει την από δεξιά του κίνηση οχημάτων και χωρίς να διακόψει την πορεία του οχήματός του, στην οποία υπήρχε ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα STOP και πραγματικά η Ψ τραυματίστηκε από το οδικό αυτό τροχαίο ατύχημα, εμφανίσασα περιορισμό κινήσεως της ΑΜΣΣ. Αμέσως μετά το ατύχημα επελήφθησαν οι αστυνομικοί υπάλληλοι της Άμεσης Δράσης, Β και Γ, εκ των οποίων ο πρώτος καταχώρησε στο σχετικό δελτίο, που συνέταξε εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, που δήλωσαν σ' αυτόν οι εμπλακέντες, ο δε προανακριτικός υπάλληλος του Τμήματος Τροχαίας Κηφισιάς Δ, μετέβη στον τόπο του ατυχήματος την ίδια ημέρα και καταχώρησε στη συνταχθείσα απ' αυτόν έκθεση αυτοψίας, όλα όσα αντελήφθη και δηλώθηκαν σ' αυτόν. Η Ψ, που δεν είχε προηγουμένως σχετικό πρόβλημα, έφερε το κολλάρο εξαιτίας του τραυματισμού της και αυτή την 1-6-1998 που συνέβη το οδικό ατύχημα αφενός απευθύνθηκε στον Χ λέγοντάς του την υβριστική φράση "που βρέθηκες στο δρόμο μου πρωϊ-πρωϊ παληοαληταρά" και αφετέρου την ίδια ημέρα περί ώραν 12.30' σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τη σύζυγό του Α, της είπε την υβριστική για τον κατηγορούμενο Χ φράση "γιατί παντρεύτηκες αυτόν τον αλήτη". Τα όσα δε περί του αντιθέτου κατεμήνυσε με τις άνω μηνύσεις του που κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ο κατηγορούμενος Χ και συγκεκριμένα 1) την από 13-11-2000, με αριθμό Δ2000-3912-ΕΓ16-01/58, 2) την από 30-3-2001, με αριθμό Β2001/1147, 3) την από 18-6-2001, με αριθμό Β2001/2059 και 4) την από 30-8-2001, με αριθμό Γ2001/2985, και τα όσα περί του αντιθέτου κατέθεσαν τόσο αυτός χωρίς όρκο την 8-1-2004, όσον και η Α ενόρκως την 26-1-2000, 2-3-2001, 22-5-2001, 12-7-2001, 20-9-2002, 2-10-2001, 8-1-2002 και 6-5-2003 με τις αναφερόμενες ανωτέρω και στο διατακτικό καταθέσεις τους δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, την οποία ο Χ εγνώριζε και κατήγγειλε ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας αυτών την μηνύτρια Ψ υποβάλλοντας τις ανωτέρω μηνύσεις με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της μηνύτριας όπως και πραγματικά έγινε αν και γνώριζε ότι τα καταγγελλόμενα από αυτόν ήταν ψευδή.
Συνεπώς, θα πρέπει ο κατηγορούμενος Χ να κηρυχθεί ένοχος για τις σε βάρος της μηνύτριας Ψ πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται ήτοι 1) της ψευδούς καταμήνυσης κατ' εξακολούθηση, που τέλεσε στις 13-11-2000, 30-3-2001, 18-6-2001 και 30-8-2001 (στιχ.Α') 2) της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης αυτού, που τέλεσε την 8-1-2000 (στοιχ.Γ1) και 3) της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο, που τέλεσε την 26-1-2000 (στοιχ.Ε), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα, κηρυχθεί όμως αθώος όσον αφορά την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης ενώπιον του Γ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για όσα αυτός κατέθεσε χωρίς όρκο την 9-5-2003. Στο διατακτικό δ' αυτής αναφέρονται τα εξής: 1)Στις 13-11-2000 με την μήνυση που κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών λαβούσα αριθμό Δ2000-3912-ΕΓ16-01/59, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κατήγγειλε ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας του ότι δήθεν η μηνύτρια Ψ είναι η ηθική αυτουργός της καταγγελλόμενης ψευδούς βεβαιώσεως του αστυνομικού Β, συνιστάμενη στο ότι ούτος την 1-6-98, επιληφθείς του τροχαίου ατυχήματος του συνέβη μεταξύ των με αριθμό κυκλοφορίας ..... ΙΧΦ αυτοκινήτου, οδηγούμενου από την μηνύτρια Ψ, και του με αριθμό κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκινήτου, οδηγούμενου από τον ίδιο, βεβαίωσε στο Δελτίο Τροχαίου Ατυχήματος ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας του πως δήθεν ο κατηγορούμενος κινείτο επί της οδού ..... και έβαινε στην οδό ..... και ότι δήθεν η σύγκρουση έγινε εκεί που η οδός ..... τέμνει την οδό ....., ενώ η αλήθεια είναι πως η σύγκρουση έγινε εκεί που η οδός ..... τέμνεται από την οδό ..... και ο κατηγορούμενος κινείτο στην οδό ....., όταν επέπεσε επί του οχήματός του η μηνύτρια εξερχόμενη από την οδό ....., β) ότι δήθεν η μηνύτρια στις 26-1-2000 εξαπάτησε με την άνω ψευδή βεβαίωση τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος εξέδωσε την με αριθμό 3871/2000 απόφασή του σε βάρος του κατηγορουμένου βλάπτοντας την περιουσία του κατά 750.000 δρχ. Στην ενέργεια αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη και της μηνύτριας κατά της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση και για απάτη ενώπιον του Δικαστηρίου, πράξεις όμως για τις οποίες αυτή απηλλάγη με το με αριθμό 4846/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, καθόσον η αλήθεια είναι αυτή που περιελήφθη στο από 1-6-98 Δελτίο Τροχαίου Ατυχήματος. 2)Στις 30-3-2001 με την μήνυση που κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, λαβούσα αριθμό Β 2001/1147, κατήγγειλε ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας του (α) ότι δήθεν η μηνύτρια ήταν η ηθική αυτουργός στην συκοφαντική δυσφήμηση που διέπραξε σε βάρος του ο αστυνομικός Β με την υποβολή του από 28-3-2001 απολογητικού του υπομνήματος, όπου ισχυρίσθηκε πως ο κατηγορούμενος είχε ήδη υποπέσει σε ποινικά αδικήματα καταδικασθείς ήδη από τα Δικαστήρια, γεγονός ψευδές, ενώ η αλήθεια είναι πως η μηνύτρια είπε στον Β πως για το τροχαίο που συνέβη την 1-6-98 είχε γίνει Δικαστήριο και είχε κριθεί υπαίτιος ο κατηγορούμενος και β)ότι δήθεν η μηνύτρια ήταν η ηθική αυτουργός της ψευδορκίας μάρτυρα που διέπραξε στις 28-3-2001 ο Γ όταν κατέθεσε ενώπιον της Πταισματοδίκου Αμαρουσίου πως ο Β σημείωσε στο Δελτίο Τροχαίου Ατυχήματος, όπως ακριβώς του τα εδήλωσαν οι εμπλεκόμενοι οδηγοί, χωρίς να αποκρύψει ή να ξεχάσει οτιδήποτε, ενώ η αλήθεια είναι αυτή που κατέθεσε ο άνω μάρτυρας. Στην ενέργεια αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της μηνύτριας, γεγονός που πέτυχε, αφού ασκήθηκε κατ' αυτής ποινική δίωξη για ηθική αυτουργία σε συκοφαντική δυσφήμηση και σε ψευδορκία μάρτυρα. 3) Στις 18-6-2001 με την μήνυση που κατάθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, λαβούσα τον αριθμό Β2001-2059, κατήγγειλε ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας του ότι δήθεν η μηνύτρια υπήρξε η ηθική αυτουργός της συντάξεως της καταγγελομένης ως ψευδούς ιατρικής βεβαιώσεως του ιατρού Η, επιμελητή Α' ΕΣΧ στο ΚΑΤ, αφορώσας την κατάσταση της υγείας της μετά από 1-6-98 ατύχημα. Στην ενέργεια αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να επιτύχει την καταδίωξη της μηνύτριας, γεγονός που πέτυχε, αφού ασκήθηκε κατ' αυτής ποινική δίωξη για ηθική αυτουργία σε ψευδή ιατρική βεβαίωση, κατηγορία όμως για την οποία απηλλάγη αυτή με την με αριθμό 100470/02 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, η αλήθεια δε είναι ότι ο άνω ιατρός ουδέν ψευδές βεβαίωσε. 4) Στις 30-8-2001 με την μήνυση που κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, λαβούσα τον αριθμό Γ2001-2985, κατήγγειλε ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας του μεταξύ άλλων, ότι δήθεν η μηνύτρια: α) υπήρξε ηθική αυτουργός στην σύνταξη ψευδούς βεβαιώσεως και δη της συνταγείσας από τον αστυνομικό Δ από 1-6-98 εκθέσεως αυτοψίας τροχαίου Ατυχήματος όπου ούτος αναφέρει πως ο κατηγορούμενος κινείτο επί της οδού ....., β) υπήρξε ηθική αυτουργός στην νόθευση εγγράφου και δη του συνταγέντος από τον Β, σημειώματος ανταλλαγής στοιχείων, ταυτότητας στο σημείο που αναγράφεται η λέξη "....." γ) υπήρξε ηθική αυτουργός σε ψευδορκία μάρτυρα και δη στα κατατεθέντα στις 26-1-2000 από τον μάρτυρα ΣΤ, δ) εξαπάτησε δια της χρήσεως της ως άνω ψευδούς βεβαιώσεως, νοθευμένου εγγράφου και ψευδούς μαρτυρικής καταθέσεως του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος εξέδωσε την με αριθμό 3871/2000 απόφαση σε βάρος του κατηγορουμένου και υπέρ της μηνύτριας. Στην ενέργεια αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να επιτύχει την καταδίωξη της μηνύτριας, γεγονός που πέτυχε, αφού ασκήθηκε κατ' αυτής ποινική δίωξη και για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση, σε νόθευση εγγράφου και σε ψευδορκία μάρτυρα, πλημμελήματα όμως για τα οποία απηλλάγη αύτη με το με αριθμό 2242/03 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, επιβληθέντων των δικαστικών εξόδων σε βάρος του κατηγορουμένου ως ψευδομηνυτή. Γ1) Ο Χ εξετασθείς χωρίς όρκο ως μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση κατέθεσε για την μηνύτρια εν γνώσει του ψέματα και απέκρυψε την αλήθεια. Συγκεκριμένα 1) Στις 8-1-2000 εξετασθείς χωρίς όρκο ως μάρτυρος ενώπιον του ακροατηρίου του Α' Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας του, ότι δήθεν κατά το ατύχημα ευρίσκετο στην οδό ..... προς ....., τον έκλεισε ένα αυτοκίνητο και τότε δέχθηκε από δεξιά ένα χτύπημα από το οδηγούμενο από την μηνύτρια όχημα, ότι δήθεν η μηνύτρια βγήκε από την οδό ..... και τον χτύπησε πίσω στο ρεζερβουάρ, ότι δήθεν η μηνύτρια "τον άδειασε και είπε ζαλίζομαι - ζαλίζομαι" και ότι δήθεν αγόρασε μόνη της το κολλάρο. ε) Στις 26 Ιανουαρίου 2000 έχοντος αποφασίσει να εκτελέσει το πλημμέλημα της απάτης, ενώπιον του Δικαστηρίου επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, πλην όμως δεν πέτυχε τον σκοπό τον από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του. Συγκεκριμένα έχοντας αποφασίσει να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος επιχείρησε να βλάψει την περιουσία άλλου πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη και παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Συγκεκριμένα έχοντας αποφασίσει να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος επιχείρησε να παραστήσει ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας του στον Δικαστή που δίκαζε τις με αριθμούς 9655/98 και 4637/99 αγωγές της μηνύτριας Ψ και κατ' αυτού και του ιδίου κατ' αυτής αντίστοιχα ότι δήθεν η μηνύτρια ήταν υπαίτια της συγκρούσεως των οχημάτων τους την 1-6-1998 όταν επέπεσε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του, ευρισκομένου στην οδό ....., προερχόμενη από την οδό ..... προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού του έκανε χρήση και της ψευδούς καταθέσεως που έδωσε η σύζυγός του Α στο ακροατήριο όπως λεπτομερώς προεκτέθηκε υπό στοιχείο (Β1), και έτσι επιχείρησε να πείσει τον παραπάνω Δικαστή να εκδώσει ευνοϊκή για την περιουσία του απόφαση με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της μηνύτριας πλην όμως δεν πέτυχε τον σκοπό του από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του και δη γιατί ο Δικαστής δεν πείσθηκε στους ψευδείς ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά μέσα του κατηγορουμένου, αλλά εξέδωσε την με αριθμό 3871/2000 απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή του και έκανε δεκτή την αγωγή της μηνύτριας. Η αλήθεια δε είναι ότι ο κατηγορούμενος είναι εκείνος που οδηγώντας το όχημά του επί της οδού ..... παραβίασε το ευρισκόμενο στην πορεία του stop και συγκρούσθηκε με το όχημα που οδηγούσε η μηνύτρια στη οδό ..... .
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις σε βάρος της μηνύτριας πράξεις α) της ψευδούς καταμήνυσης κατ' εξακολούθηση, που τέλεσε στις 13-11-2000, 30-3-2002, 18-6-2001 και 30-8-2001, β) της ψευδούς ανώμοτη κατάθεσης αυτού που τέλεσε την 8-1-2000 και γ) της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο που τέλεσε την 26-1-2000 και του επέβαλε συνολική ποινή 15 μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία, ενώ κήρυξε αθώο αυτόν της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης ενώπιον του Γ' Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών για όσα αυτός κατέθεσε χωρίς όρκο την 9-5-2003. Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν, με επιτρεπτή συμπλήρωση του αιτιολογικού αυτής από το διατακτικό, του οποίου δεν αποτελεί απλή επανάληψη, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων όπως γι' αυτές τελικώς καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων στις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα η προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνει το στοιχείο του ειδικού σκοπού της υπερχειλούς υπόστασης των ως άνω αξιοποίνων πράξεων αφού, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατ' εξακολούθηση, ο σκοπός του κατηγορουμένου να προκληθεί δίωξη της πολιτικώς ενάγουσας εξειδικεύεται με την αναφορά της υποβολής των σ'αυτή μνημονευομένων μηνύσεων σε βάρος της τελευταίας ως προς δε την απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου ο σκοπός του κατηγορουμένου ν' αποκτήσει ο ίδιος περιουσιακό όφελος εξειδικεύεται με την αναφορά του περιεχομένου της συζητηθείσας κατά την 26-1-1999 από 20-4-1999 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε να καταδικασθεί η εναγομένη και ήδη πολιτικώς ενάγουσα στην καταβολή σ'αυτόν του ποσού των 5.087.148 δραχμών ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίησή του. Επομένως πρέπει ν'απορριφθούν ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' σχετικοί λόγοι αναίρεσης. Απορριπτέος δε ως επί αναληθούς προϋποθέσεως στηριζόμενος είναι ο από το άρθρο 510 παρ.1 στιχ.Δ δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το τρίτο σκέλος του για αντιφατική αιτιολογία, με την ειδικότερη αιτίαση ότι ενώ για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης ενώπιον του Γ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου για όσα ο αναιρεσείων κατέθεσε χωρίς όρκο στις 9-5-2003 συνιστάμενα στο ότι κατέθεσε ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας, ότι δήθεν η μηνύτρια τον εξύβρισε, κηρύχθηκε αθώος, το Τριμελές Εφετείο τον καταδίκασε για τα ίδια περιστατικά, τα οποία περιγράφονται στις υπό στ. 1α (ως αντικείμενο της ψευδούς καταμηνύσεως), Γ1 (ως αντικείμενο της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης), και Γ (ως αντικείμενο απάτης στο Δικαστήριο), αφού ούτε από το σκεπτικό ούτε από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι στο περιεχόμενο των ως άνω αξιοποίνων πράξεων περιλαμβάνεται ως πραγματικό περιστατικό που λήφθηκε υπόψη και μπορούσε να έχει ουσιώδη επίδραση το παραπάνω περιεχόμενο της ψευδής ανώμοτης κατάθεσης του αναιρεσείοντος.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 502 παρ.1 ΚΠΔ, αν ο εκκαλών εμφανισθεί ο ίδιος ή ο συνήγορος του στις περιπτώσεις των άρθρων 340 παρ.2 και 501 παρ.3, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω μη συμμετοχής του Εισαγγελέα στην διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 171 παρ.1 περ.β') με την αιτίαση ότι ο Εισαγγελέας στην αρχή της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της έφεσης του δεν απήγγειλε την κατηγορία όπως τούτο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 343 εδ.β' ΚΠΔ, αλλά αρκέσθηκε στην ανάπτυξη των εκθέσεων εφέσεων, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος.
IV. Επειδή, κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ, παραβίαση του δεδικασμένου υφίσταται, αν κάποιος υποβληθεί εκ νέου σε δίκη για την ίδια αξιόποινη πράξη, για την οποία, όμως καταδικάσθηκε ή αθωώθηκε ή έπαυσε η εναντίον του ποινική δίωξη αμτάκλητα. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι για να είναι παραδεκτός ο περί παραβιάσεως του δεδικασμένου λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 ΣΤ ΚΠΔ, πρέπει να αναφέρεται σε αυτόν, σαφώς και ορισμένως και εκτός των άλλων στοιχείων, ότι η προηγούμενη, καταδικαστική ή αθωωτική, απόφαση, που αφορά την ίδια αξιόποινη πράξη του αυτού προσώπου, κατέστη αμετάκλητη και πως έλαβε χώρα το γεγονός τούτο. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 ΣΤ ΚΠΔ αναιρετικός λόγος, κατά τον οποίο παραβιάσθηκε το δεδικασμένο από την προηγούμενη αθωωτική 74300/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητη, και που έκρινε τον αναιρεσείοντα αθώο ψευδούς καταμήνυσης με τα ίδια στοιχεία από μηνυτή τον φερόμενο φυσικό αυτουργό της ψευδούς βεβαιώσεως Β, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζεται πως η προδιαληφθείσα 74300/2005 εφετειακή απόφαση κατέστη αμετάκλητη. Σε σχέση όμως με την μερικότερη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως κατ'εξακολούθηση που φέρεται ότι τελέσθηκε στις 13-11-2000 και συνίσταται στην εν γνώσει του αναιρεσείοντος ψευδή καταμήνυση της πολιτικώς ενάγουσας για ηθική αυτουργία στην ψευδή βεβαίωση που φέρεται ότι τέλεσε ο Β, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη διότι ναι μεν για να στηρίξει το Εφετείο την καταδικαστική του κρίση για την πράξη αυτή δέχθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο σκεπτικό, αλληλοσυμπληρούμενο από το διατακτικό προέκυψαν από τα αναφερόμενα στην αρχή αυτής κατ'είδος αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα από την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικής ενάγουσας και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και τις απολογίες των κατηγορουμένων, πλην όμως από την περικοπή αυτή του σκεπτικού δεν συνάγεται με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε και την 74300/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που αναγνώσθηκε, με την οποία ο αναιρεσείων είχε κηρυχθεί αθώος της παραπάνω πράξεως, με μηνυτή τον ως άνω φερόμενο ως φυσικό αυτουργό της καταμηνυθείσας ψευδούς βεβαιώσεως με την αιτιολογία ότι "προέκυψε ότι όσα ο κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων) περιέλαβε στην από 13-11-2000 μήνυσή του, που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της απόφασης αυτής, είχε πεπλανημένως εκλάβει ότι ήσαν αληθή, ενώ αν γνώριζε τη μη βασιμότητά τους δεν θα την είχε υποβάλει", γεγονός που δεν συνάγεται ούτε από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, Επομένως η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν πληροί τις απαιτούμενες από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ προϋποθέσεις αξιολόγησης όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι μερικών από αυτά και είναι βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεσης ως προς τη πράξη αυτή και γι'αυτό πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, εν μέρει, κατά της διάταξή της με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων για τη μερικότερη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, που φέρεται ότι τελέσθηκε στις 13-11-2000 καθώς και κατά την περί επιβολής ποινής, που επιβλήθηκε για την πράξη αυτή και τη συνολική ποινή, ακολούθως δε να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 6917/2007 απόφαση του Β' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως προς τη διάταξή της με την οποία κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων για τη μερικότερη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατ'εξακολούθηση που φέρεται ότι τελέσθηκε στις 13-11-2000, καθώς και κατά τις περί επιβολής ποινής και συνολικής ποινής διατάξεις της. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναφερόμενα πιο πάνω μέρη της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 20 Μαρτίου 2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της παραπάνω απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ