Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ηθική αυτουργία, Εκβίαση, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Τοκογλυφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση. Ηθική αυτουργία σε κακουργηματική εκβίαση. Στοιχεία εγκλημάτων. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Δεν αρκεί η αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη «τα αποδεικτικά μέσα που προέκυψαν από την ανάκριση και υπάρχουν στην ποινική δικογραφία» (ΑΠ 1227/05 1046/04 1145/0). Αιτιολογία ηθικής αυτουργίας. Πρέπει να αναφέρονται τα μέσα και ο τρόπος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 1183/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 277/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης. Με συγκατηγορούμενους τους 1)Χ1, 2)Χ2 και 3)Χ3. Το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2107/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, με αριθμό 113/3-3-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 17/12-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατά του υπ'αριθμόν 227/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η με αριθμό 28/2005 έφεσή του κατά του υπ'αριθμόν 212/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Λάρισας, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας να δικαστεί για τα εγκλήματα της τοκογλυφίας κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, της επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελημάτων κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένο λόγο και δη την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι, οι οποίοι, όπως αναφέρονται στην αίτηση αναιρέσεως συνίσταται στο ότι α) στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη το Συμβούλιο για να καταλήξει στη παραπεμπτική του κρίση, προσέτι δε δεν αναφέρονται οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα πραγματικά περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για τη παραπομπή του στο ακροατήριο και ειδικότερα δεν προσδιορίζει ποία είναι τα χρηματικά ποσά που δάνεισε στον πολιτικώς ενάγοντα, ποιές επιταγές έλαβε, ποίο το ποσό εκάστης επιταγής και πόσα παρακρατούσε ως τόκο. Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη κυρία ανάκριση ή προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για τη πραγμάτωση του εγκλήματος και τη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται αυτά γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ'έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται προς άλληλα ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική εκάστου βαρύτητα. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ιδίου βουλεύματος, εφόσον αυτή περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές (Α.Π. 157/2007 Π.Χ. ΝΖ/2007 σελ. 1003). Για την ύπαρξη της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο (Α.Π. 195/2007 ΠΧ ΝΖ/2007 σελ. 1006). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 404 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "'Οποιος σε δικαιοπραξία για παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσης της ή παράταση προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή τη ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει τη πίστωση, συνομολογόντας ή παίρνοντας για τον εαυτόν του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς τη παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή" κατά δε τη παράγραφο 2 εδ. β' "Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος...... επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτήν την απαίτηση" κατά δε τη παραγρ. 3 του ιδίου άρθρου "Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παραγράφων 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή". Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται και η παραλαβή αξιογράφων, στα οποία ενσωματώνονται τοκογλυφικοί τόκοι, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη του αναφερομένου σ'αυτά ποσού. Τέλος το άνω αδίκημα τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος όταν τελείται κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια. Κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Θεωρείται το αδίκημα τετελεσμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής σύμβασης και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως ως οριστικοποιημένο κεφάλαιο. Λαμβανομένου υπόψη ότι είναι έγκλημα διακινδύνευσης της περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο, ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφελημάτων (Α.Π. 622/1999 Π.Χ. Ν/2000 σελ. 228). Στην υπό κρίση υπόθεση, το συμβούλιο Εφετών Λάρισας "από όλο το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση και υπάρχει στη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία" δέχτηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 3.6.2001 έως 2.9.2001 ο Χ και ήδη αναιρεσείων δάνεισε τον Ψ, ιδιοκτήτη πρατηρίου βενζίνης, προς αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων του, διάφορα χρηματικά ποσά, λαμβάνοντας από αυτό προσωπικές του μεταχρονολογημένες επιταγές, πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα και στη Τράπεζα Πειραιώς. Από κάθε αναγραφόμενο ποσό από όλο το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση και υπάρχει στη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία, από κάθε αναγραφόμενο ποσό της επιταγής έδιδε σ' αυτόν τοις μετρητοίς μικρότερο χρηματικό ποσό από το αναγραφόμενο, το υπόλοιπο δε ποσό αντιπροσώπευε τόκους υπερβαίνοντες κατά μεγάλο ποσοστό από το θεμιτό ποσοστό τόκου, που ίσχυε κατά την παραπάνω περίοδο και ήταν από 11-5-2001 έως 30-8-2001, ποσοστό 10, 5%, από 31-8-2001 έως 17-9-2001 ποσοστό 10, 25%, από 18-9-2001 έως 8-11-2002 ποσοστό 9, 75%, από 9-11-2002 έως 5-12-2002 ποσοστό 9, 25%, από 6-12-2002 έως. 6-3-2003 ποσοστό 8, 75%, από 7-3-2003 έως 5-6-2003 ποσοστό 8, 50% και από 6-6-2003 και εντεύθεν ποσοστό 8%. Με τον τρόπο αυτό εξανάγκασε τον εγκαλούντα, να εκδώσει τις· αναφερόμενες στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος υπό στοιχεία 1-144 επιταγές, εισπράττοντας προς όφελος του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου". Στο δε διατακτικό του υπ'αριθμόν 212/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια οι 144 επιταγές που έλαβε προς εξασφάλιση των τοκογλυφικών ωφελημάτων του, ήτοι αναφέρεται ο χρόνος εκδόσεως, το ποσόν για το οποίο εκδόθηκε κάθε μια επιταγή, το ποσό το οποίον έλαβε ο δανειζόμενος και το χρόνο για τον οποίον δανειζόταν τα χρήματα, ενώ ακολούθως αναφέρει και το ποσοστό του τόκου το οποίον συνομολόγησε και τα χρονικά διαστήματα για τα οποία έλαβε το ποσοστό αυτό δηλαδή στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα από το νόμο για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της τοκογλυφίας σε βαθμό κακουργήματος. Ακολούθως στο άνω βούλευμα περιέχεται ειδικό κεφάλαιο για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων, χωρίς να αναφέρονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για τη στοιχειοθέτηση της ηθικής αυτουργίας ήτοι ο τρόπος ή το μέσον με τα οποία ούτος έπεισε τους συγκατηγορουμένους του να τελέσουν την άνω αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης και δη συμβουλή, εντολή, εκμετάλλευση πλάνης πραγματικής ή νομικής, υπόσχεση αμοιβής κλπ. Κατά την ανάλυση των άνω αδικήματος ως και της απόπειρας εκβίασης αναφέρεται ότι "τα ανωτέρω προκύπτουν από όλο το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στη δικογραφία (καταθέσεις μαρτύρων-έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων). Όμως τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αναφέρονται μόνον ως προς τα άνω αδικήματα και όχι ως προς το αδίκημα της τοκογλυφίας για το οποίο λήφθησαν υπόψη μόνο "τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την ανάκριση και υπάρχουν στη ποινική δικογραφία", από την αναφορά δε αυτή του σκεπτικού της προσβαλλομένης απόφασης, δεν προκύπτει και μάλιστα αναμφίβολα ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά στοιχεία και ειδικότερα εκείνα που προέκυψαν από τη προκαταρκτική εξέταση, που προηγήθηκε της ανακρίσεως. Σημειώνουμε ακόμη ότι το άνω βούλευμα δεν παραπέμπει στην εισαγγελική πρόταση, όπου όμως και εκεί δεν αναφέρονται τα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε στο εκκαλούμενο βούλευμα. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντα ότι δεν υπάρχει ειδική αιτιολογία, ως προς το άνω κεφάλαιο, είναι βάσιμη και πρέπει να αναιρεθεί το πληττόμενο βούλευμα, σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ. και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το σχετικό μέρος προς νέα συζήτηση, στο αυτό Συμβούλιο Εφετών, του οποίου η συγκρότηση να γίνει από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως, εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Αβασίμως όμως παραπονείται ως προς τα στοιχεία που αναφέρονται για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της τοκογλυφίας, κατά τ'ανωτέρω. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω να γίνει δεκτή εν μέρει η υπ'αριθμόν 17/12-10-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ κατά του υπ'αριθμ. 227/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Αθήνα 19 Φεβρουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη 17/12-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατά του 277/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο απορρίπτεται κατ' ουσία η 28/2005 έφεσή του κατά του 212/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας να δικαστεί για τα εγκλήματα της τοκογλυφίας κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, της επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελημάτων κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 404 παρ. 2 στοιχ. α' Π.Κ. προκύπτει, ότι το έγκλημα της τοκογλυφίας μπορεί να πραγματωθεί αντικειμενικά με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, καθώς και με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, την οποία αποτελεί και η λήψη από το δράστη αξιογράφων (συναλλαγματικών, επιταγών) που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους. Περαιτέρω το άνω έγκλημα μπορεί να πραγματωθεί και με την επιδίωξη της εκπλήρωσης τοκογλυφικών ωφελημάτων (στοιχ. β' της παρ. 2). Οι παραπάνω τρόποι τέλεσης του εγκλήματος της τοκογλυφίας (στοιχ. α' και β' της παρ. 2) είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφόσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική συρροή. Η τοκογλυφία προσλαμβάνει κακουργηματική μορφή, αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις των παρ. 1 και 2, όπως προκύπτει από την παρ. 3 του άνω άρθρου που τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. β' του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3 Ιουνίου 1999. Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ., κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει και όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται και η παραλαβή αξιογράφων, στα οποία ενσωματώνονται τοκογλυφικοί τόκοι, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη του αναφερόμενου σ` αυτά ποσού. Θεωρείται το αδίκημα τετελεσμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής σύμβασης και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως οριστικοποιημένο κεφάλαιο. Λαμβανομένου υπόψη ότι είναι έγκλημα διακινδύνευσης της περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο, ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών τόκων (ωφελημάτων). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 385 Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης απαιτείται α) εξαναγκασμός με βία ή απειλή, ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζόμενου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ίδιου ή τρίτου προσώπου και β) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Εάν ο απειλούμενος δεν υπέκυψε στην απειλή, δεν προέβη δηλαδή στην επιζήμια περιουσιακή διάθεση, το έγκλημα της εκβίασης δεν πραγματώνεται πλήρως, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ. υπάρχει απόπειρα τέλεσής του. Για τη θεμελίωση της από το άρθρο 385 παρ. 1 εδ. α' Π.Κ. προβλεπόμενης κακουργηματικής μορφής εκβίασης απαιτείται, οι απειλές να είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ. 1. Εάν οι απειλές δεν είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, πρόκειται περί πλημμεληματικής μορφής εκβίασης, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 εδ. γ' Π.Κ. Απειλή δε ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής είναι η προαγγελία κακού που πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν δεν ήθελε υποκύψει εκείνος κατά του οποίου απευθύνεται αυτή και επιχειρήσει να προβάλει αντίσταση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α Π, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε . Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Τέλος, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συν/ματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής τους πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, . "..... από όλο το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση και υπάρχει στη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία, προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου αυτού τα εξής πραγματικά περιστατικά. Κατά το χρονικό διάστημα από 3/6/2001 έως 2/9/2003 ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ δάνεισε στον εγκαλούντα, Ψ, ιδιοκτήτη πρατηρίου βενζίνης, στη .... Δήμου Πελινναίων Τρικάλων και προς αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων της επιχείρησης του, διάφορα χρηματικά ποσά, λαμβάνοντας απ' αυτόν προσωπικές του μεταχρονολογημένες επιταγές, πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα και στην Τράπεζα Πειραιώς. Από κάθε αναγραφόμενο ποσό της επιταγής έδιδε" σ' αυτόν τοις μετρητοίς μικρότερο χρηματικό ποσό από το αναγραφόμενο, το υπόλοιπο δε ποσό αντιπροσώπευε τόκους υπερβαίνοντες κατά μεγάλο ποσοστό από το θεμιτό ποσοστό τόκου, που ίσχυε κατά την παραπάνω περίοδο και ήταν από 11-5-2001 έως 30-8-2001, ποσοστό 10, 5%, από 31-8-2001 έως 17-9-2001 ποσοστό 10, 25%, από 18-9-2001 έως 8-11-2002 ποσοστό 9, 75%, από 9-11- 2002 έως 5-12-2002 ποσοστό 9, 25%, από 6-12-2002 έως 6-3-2003 ποσοστό 8, 75%, από 7-3-2003 έως 5-6-2003 ποσοστό 8, 50% και από 6-6-2003 και εντεύθεν ποσοστό 8%. Με τον τρόπο αυτό εξανάγκασε τον εγκαλούντα, να εκδώσει τις αναφερόμενες στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος υπό στοιχεία 1-144 επιταγές, εισπράττοντας προς όφελος του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Στη συνέχεια και όταν πλέον παρήλθε ο χρόνος πληρωμής των επιταγών ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ) έπεισε τους συγκατηγορουμένους του Χ1, Χ2 και Χ3, να μεταβούν στη ...... Τρικάλων, στις 5/11/2003 και 10/11/2003 και να απειλήσουν τον εγκαλούντα εντός του καταστήματος της συζύγου του ...... με τις φράσεις "πρόσεχε εγώ κόβω αυτιά, θα σας βάλω φυλακή εσένα και τη σύζυγο "σου, θα κάψουμε το σπίτι, θα βρείτε τα παιδιά σας στην άσφαλτο, θα βρεθείς σε κάποιο χαντάκι και η γυναίκα σου θα χτυπά το κεφάλι της στον τοίχο, θα σας κάνω τη μούρη αγνώριστη". Με τις απειλές αυτές οι ως άνω κατηγορούμενοι είχαν σκοπό να εξαναγκάσουν τον παθόντα, Ψ, να πλήρωσει τα προαναφερόμενα ποσά των επιταγών στον Χ, τα οποία κατά μεγάλο μέρος αποτελούσαν προϊόντα τοκογλυφίας. Ωστόσο, καθώς περνούσε ο καιρός και ο παθών δεν ενέδιδε στις απειλές, ο Χ εξέδωσε την με αριθμό 15/2004 Δ/γή πληρωμής του Δικαστή του Μ. Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία ο παθών και εγκαλών υποχρεώθηκε να του καταβάλει το ποσό των 165.764, 20 €, πλέον τόκων και εξόδων με βάση οκτώ (8) επιταγές ήτοι: α)την με αριθμό .... επιταγή της Άλφα Τράπεζας, ποσού 1500 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την....., β)την με αριθμό .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 5282 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ..., γ)την με αριθμό ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 3000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ...., δ)την με αριθμό ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 1300 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ..., ε)την με αριθμό ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 4400 -'ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ..., στ)την με αριθμό ...επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 5282 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ..., ζ) την με αριθμό .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 1000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ... και η) την με αριθμό ..... επιταγή της Άλφα Τράπεζας, ποσού 144.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την .... που αντιπροσώπευαν, όχι πραγματική χρηματική οφειλή, αλλά τα αναγραφόμενα σ' αυτές ποσά αντιστοιχούν κατά το μεγαλύτερο μέρος της τοκογλυφίας ωφελήματα. Είναι δε δράστης που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού, από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει αφενός μεν σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, αφετέρου σε σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος με την κρινόμενη έφεση του υποστηρίζει ότι οι επιταγές που εκδόθηκαν αντιπροσώπευαν πραγματική χρηματική οφειλή και δεν αντιπροσώπευαν τοκογλυφικά ωφελήματα όπως διατείνεται ο παθών. Ειδικότερα διατείνεται ότι το έτος 2001 δάνεισε στον εγκαλούντα 45.000.000 δραχμές, ήτοι περίπου 135.000 Ευρώ, το φθινόπωρο του 2002 επίσης δάνεισε αυτόν 45.000 ευρώ, όταν δε αργότερα το έτος 2003 προέβη σε εκκαθάριση του μεταξύ των λογαριασμού έλαβε από τον εγκαλούντα έπειτα από συμφωνία με αυτόν, η οποία επισφραγίσθηκε με την από ..... υπεύθυνη δήλωση του εγκαλούντος (" πήρα από τον Χ τις επιταγές που έχει στα χέρια του και έκοψα μία καινούργια επιταγή 144.000, 20 Ευρώ που θα πληρώσω στις 30-12-2003 εκτός από την επιταγή αυτή θα πληρώσω και τις επιταγές που έδωσε ο Χ σε άλλους") μία επιταγή 144.000 Ευρώ και παρέδωσε σ'αυτόν όλες τις επιταγές που είχε στα χέρια του. Με βάση δε την επιταγή αυτή και άλλες επτά, μικρότερου κατά πολύ ποσού (από 1.000 έως 5.282 Ευρώ), εξέδωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής, ποσού 165.764 Ευρώ, σε βάρος του εγκαλούντος. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του κατηγορουμένου δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί διότι τα ποσά αυτά δεν καλύπτουν ούτε τα χρήματα που αντιπροσωπεύει το κεφάλαιο που δάνεισε στον εγκαλούντα (135.000+45.000=180.000 Ευρώ), απορριπτόμενων δε αυτών θα πρέπει να απορριφθεί και ην υπό κρίση προσφυγή αυτού (ως προς το σκέλος της τοκογλυφίας). Επίσης από τα αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος έπεισε τους συγκατηγορουμένους του να μεταβούν στις 5/11/2003 και στις 10/11/2003 στο κατάστημα της συζύγου του εγκαλούντος με σκοπό με απειλές κατά της ζωής του ιδίου εγκαλούντος, της συζύγου του και των παιδιών τους καθώς και με απειλές κατά της περιουσίας τους να εισπράξουν τα αναγραφόμενα στις επιταγές χρηματικά ποσά.
Συνεπώς η έφεση του πρώτου κατηγορουμένου και ως προς το σκέλος που αφορά το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην απόπειρα εκβίασης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω ως προς τις εφέσεις των τριών υπολοίπων κατηγορουμένων, για το αδίκημα της απόπειρας εκβίασης από κοινού, θα πρέπει να απορριφθούν στην ουσία ως αβάσιμες, διότι από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, όπως προαναφέρθηκε, προέκυψε ότι οι τρεις ως άνω προαναφερθέντες εκκαλούντες και κατηγορούμενοι, πεισθέντες από τον πρώτο εκκαλούντα κατηγορούμενο μετέβησαν πράγματι στο κατάστημα της συζύγου του εγκαλούντος, την 5/11/2003 και 10/11/2003, την οποία απείλησαν ότι εάν δεν δώσουν σ' αυτούς τα χρήματα την επιταγών που είχαν παραδοθεί αρχικά στον πρώτο κατηγορούμενο και μετέπειτα σ' αυτούς θα σκότωναν τον εγκαλούντα, τα παιδιά του και θα έκαιγαν το σπίτι τους. Τα ανωτέρω προκύπτουν με σαφήνεια από όλο το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στη δικογραφία (καταθέσεις μαρτύρων έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων) και συνεπώς τα όσα υποστηρίζουν στις εφέσεις τους οι τρεις τελευταίοι κατηγορούμενοι, αρνούμενοι οποιαδήποτε απειλή ενωμένη με κίνδυνο της ζωής του παθόντα και της οικογένειας τους κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι. .........." I
ΙΙ. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, προκειμένου να δικασθεί για να δικαστεί για τα κακουργήματα α) της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση και β) της επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελημάτων κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και γ) της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης, ενώ οι λοιποί τρείς συγκατηγορούμενοί του (Χ1, Χ2 και Χ3) παραπέμφθηκαν για να δικασθούν την πράξη της απόπειρας εκβίασης από κοινού. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος (και των συγκατηγορουμένων του) κατά του πρωτοδίκου 212/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων, το οποίο και επικύρωσε. Η αιτιολογία όμως αυτή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού, δεν μνημονεύει ούτε κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Συμβούλιο για να καταλήξει στην παραπεμπτική για τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα κρίση του, και έτσι δεν προκύπτει αναμφίβολα ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά στοιχεία, αφού αυτό περιορίζεται να αναφέρει ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε προέκυψαν από "τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την ανάκριση και υπάρχουν στη ποινική δικογραφία, χωρίς, δηλαδή, να μνημονεύει τίποτε άλλο σχετικά με το ποιά ήσαν τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη προς θεμελίωση των προκυψάντων πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, από την αναφορά αυτή του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος, δεν προκύπτει και μάλιστα αναμφίβολα ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από τη προκαταρκτική εξέταση, που προηγήθηκε της ανακρίσεως. Σημειώνεται δε, ότι, ως προς το σημείο αυτό, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν παραπέμπει στην εισαγγελική πρόταση, όπου όμως και εκεί δεν αναφέρονται τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά ούτε και στο εκκαλούμενο πρωτόδικο βούλευμα.
Ειδική κατ' είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων γίνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα μόνο κατά την έρευνα των εφέσεων των τριών λοιπών - μη αναιρεσειόντων- κατηγορούμενων, και την διάπραξη από αυτούς του αδικήματος της εκβίασης. Τούτο προκύπτει από τις σαφείς πιο πάνω παραδοχές του βουλευματος, κατά τις οποίες " ως προς τις εφέσεις των τριών υπολοίπων κατηγορουμένων, για το αδίκημα της απόπειρας εκβίασης από κοινού, θα πρέπει να απορριφθούν στην ουσία ως αβάσιμες, διότι...........τα ανωτέρω (δηλαδή τα αναφερόμενα σχετικά με τις εφέσεις των τριών υπολοίπων κατηγορουμένων) προκύπτουν με σαφήνεια από όλο το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στη δικογραφία (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων). Περαιτέρω, ως προς το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης, για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων, δεν αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι προϋποθέσεις, που πρέπει να συντρέχουν για τη στοιχειοθέτηση της ηθικής αυτουργίας, δηλαδή, ο τρόπος ή το μέσο με τα οποία αυτός έπεισε τους συγκατηγορουμένους του να τελέσουν την άνω αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης (συμβουλές, πειθώ, προτροπές, υποσχέσεις αμοιβής κλπ) . Περιορίζεται δε μόνο να αναφέρει ότι ο αναιρεσείων "έπεισε" τους πιο πάνω συγκατηγορουμένους του να διαπράξουν την πράξη της εκβίασης, χωρίς και στην περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα να παραπέμπει σχετικώς, στην εισαγγελική πρόταση, όπου, όμως, και εκεί δεν αναφέρονται τα απαραίτητα για την θεμελίωση και αιτιολόγηση της συνδρομής των στοιχείων της ηθικής αυτουργίας του αναιρεσείοντος στην πιο πάνω πράξη, αλλά ούτε, συμπληρωματικά, στο εκκαλούμενο πρωτόδικο βούλευμα. Επομένως, κατά παραδοχή του συναφούς, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ), χωρίς να συντρέχει περίπτωση επεκτατικού αποτελέσματος ως προς τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του αναιρεσείοντος, που δεν άσκησαν αναίρεση (469 ΚΠΔ), καθόσον, ο προτεινόμενος και γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το 277/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως Και
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ