Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1228 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική, Αναβολής αίτημα.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμιση φυσικού προσώπου κατ' εξακολούθηση. Έννοια. Απαιτείται άμεσος δόλος (ΑΠ 2121/2008, 73/2002). 1. Από τη διάταξη του άρθρου 326 παρ. 3 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 366 ΠΚ, συνάγεται ότι αφορά τις περιπτώσεις που εκκρεμεί σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως του άρθρου 362 ΠΚ, η επίδοση δε σχετικής δηλώσεως και της γνωστοποιήσεως των ονομάτων μαρτύρων προς απόδειξη της αληθείας στον εισαγγελέα και τον εγκαλούντα, επιβάλλεται να γίνεται και να επιδίδεται τρεις τουλάχιστον ημέρες προ της δίκης, για να μην αιφνιδιάζονται αυτοί, που είναι παράγοντες της δίκης, ως προς τον ισχυρισμό αποδείξεως της αλήθειας του φερομένου ως ψευδούς συκοφαντικού γεγονότος, γιατί αν το συκοφαντικό γεγονός αποδειχθεί αληθινό, κατά το άρθρο 366 του ΠΚ, η πράξη μένει ατιμώρητη και περαιτέρω, αν τηρήσει την προδικασία αυτή ο κατηγορούμενος, τότε μόνον παραδεκτά, μπορεί να προβάλει στο ακροατήριο και να διερευνηθεί ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός του για απόδειξη της αλήθειας. Ήτοι, μετά την επίδοση της παραπάνω δηλώσεως, ο παραλαβών τη δήλωση εισαγγελέας, δεν οφείλει να προβεί σε κάποια ενέργεια, τυχόν δε έκδοση απορριπτικής επί της δηλώσεως διάταξη αυτού, ουδεμία ακυρότητα επιφέρει, ούτε εμποδίζει τον κατηγορούμενο να υποβάλει τον άνω ισχυρισμό του στο ακροατήριο, κατά δε το άρθρο 510 του ΚΠΔ, σε αναίρεση υπόκεινται μόνον δικαστικές αποφάσεις, όχι και διατάξεις εισαγγελέων. Αν όμως, περαιτέρω, μετά τη γενόμενη έγκαιρη ως άνω επίδοση δηλώσεως του κατηγορουμένου για συκοφαντική δυσφήμηση, υποβληθεί στο Δικαστήριο, ο ισχυρισμός για απόδειξη της αλήθειας του φερόμενου ως ψευδούς συκοφαντικού γεγονότος και αίτημα αυτού να αναβληθεί η υπόθεση για να κληθεί ο απολιπόμενος και γνωστοποιηθείς για το σκοπό αυτό μάρτυρας, το Δικαστήριο, οφείλει να απαντήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί αυτών των ισχυρισμών, άλλως καθίσταται η σχετική απόφαση αναιρετέα, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ. 2. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, διότι αιτιολογείται επαρκώς το μη αληθές των διαδοθέντων και η γνώση του κατηγορούμενου ως προς την αναλήθεια των επίμαχων συκοφαντικών ισχυρισμών και αναφέρεται από ποία πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση αυτή και αιτιολογημένα απορρίπτεται αίτημα αναβολής της δίκης. Απορρίπτει.




Αριθμός 1228/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γεωργιόπουλο, για αναίρεση της 523/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 231/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή". Κατά το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Αν δεν αποδεικνύεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι ψευδές, καταλειπομένων αμφιβολιών περί της αληθείας ή αναληθείας αυτού, δεν θεμελιώνεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως. Κατά την διάταξη αυτή, ως γεγονός θεωρείται κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση που αναφέρεται στο παρελθόν ή το παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Τέλος δε και ο χαρακτηρισμός και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως, είναι αξιόποινος, μόνον όταν συνδέονται ή σχετίζονται με γεγονότα, ώστε, με την σύνδεση και σχέση τους με αυτά, ουσιαστικά να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητάς τους. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως κατά τα ανωτέρω επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση και να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δικαιολογούν τη γνώση και από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Περαιτέρω, για την ύπαρξη της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις όπως είναι εκείνη που απορρίπτει υποβληθέν αίτημα αναβολής της δίκης, αλλά και στις αποφάσεις που αναφέρονται στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως.
Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 326 παρ.3 του ΚΠοινΔ, " ο κατηγορούμενος δεν έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους τους μάρτυρες που κλητεύει. Όταν όμως κατηγορείται για πράξη για την οποία ο νόμος επιτρέπει την απόδειξη της αληθείας, αν θέλει να αποδείξει την αλήθεια, οφείλει να το δηλώσει εγγράφως και σ'αυτόν που έκανε την έγκληση και στον εισαγγελέα. Στην έγγραφη αυτή δήλωση πρέπει να γνωστοποιεί ταυτόχρονα, με ποινή αποκλεισμού του δικαιώματός του, και τους μάρτυρες που θα εξετάσει για την απόδειξη της αλήθειας. Η δήλωση επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε. στον Εισαγγελέα και σ'αυτόν που έκανε την έγκληση, με δαπάνη εκείνου που κάνει τη δήλωση, τρεις τουλάχιστον ημέρες από τη δίκη, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 361".
Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 366 ΠΚ, συνάγεται ότι αφορά τις περιπτώσεις που εκκρεμεί σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως του άρθρου 362 ΠΚ, η επίδοση δε σχετικής δηλώσεως και της γνωστοποιήσεως των ονομάτων στα παραπάνω πρόσωπα, επιβάλλεται να γίνεται μάλιστα και να επιδίδεται τρεις τουλάχιστον ημέρες προ της δίκης, για να μην αιφνιδιάζονται αυτοί, που είναι παράγοντες της δίκης, ως προς τον ισχυρισμό αποδείξεως της αλήθειας του φερομένου ως ψευδούς συκοφαντικού γεγονότος, γιατί αν το συκοφαντικό γεγονός αποδειχθεί αληθινό, κατά το άρθρο 366 του ΠΚ, η πράξη μένει ατιμώρητη και περαιτέρω, αν τηρήσει την προδικασία αυτή ο κατηγορούμενος, τότε μόνον παραδεκτά, μπορεί να προβάλει στο ακροατήριο και να εξετασθούν οι προταθέντες μάρτυρες και να διερευνηθεί ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός του για απόδειξη της αλήθειας. Ήτοι, μετά την επίδοση της παραπάνω δηλώσεως, ο παραλαβών τη δήλωση Εισαγγελέας, δεν οφείλει να προβεί σε κάποια ενέργεια, τυχόν δε έκδοση απορριπτικής επί της δηλώσεως διάταξη αυτού, ουδεμία ακυρότητα επιφέρει, ούτε εμποδίζει τον κατηγορούμενο να υποβάλει τον άνω ισχυρισμό του στο ακροατήριο, κατά δε το άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, σε αναίρεση υπόκεινται μόνον δικαστικές αποφάσεις, όχι και διατάξεις Εισαγγελέων. Αν όμως, περαιτέρω, μετά τη γενόμενη έγκαιρη ως άνω επίδοση δηλώσεως του κατηγορουμένου για συκοφαντική δυσφήμηση, υποβληθεί στο Δικαστήριο, ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός για απόδειξη της αληθείας του φερόμενου ως ψευδούς συκοφαντικού γεγονότος και αίτημα αυτού να αναβληθεί η υπόθεση για να κληθεί ο απολιπόμενος και γνωστοποιηθείς για το σκοπό αυτό μάρτυρας, το Δικαστήριο, οφείλει να απαντήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του αιτήματος αυτού και επί του υποβληθέντος ως άνω ισχυρισμού, άλλως καθίσταται η σχετική παρεμπίπτουσα απόφαση αναιρετέα, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ.
Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος (σελ.2 και 3), σε ερώτηση απλώς του προεδρεύοντος αν έχει καλέσει μάρτυρες υπερασπίσεως, δήλωσε στο ακροατήριο κατά λέξη τα εξής: " έχω καλέσει ως μάρτυρα τον Ζ, τέως δικηγόρο και νυν ιερέα, κάτοικο ..., ο οποίος όμως δεν εμφανίστηκε και ο οποίος , είναι βασικός μάρτυρας, καθώς είναι ο συντάκτης των επίμαχων αναφορών και η κατάθεσή του θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξακρίβωση της αλήθειας, γι'αυτό και θα πρέπει να κληθεί για να καταθέσει στο Δικαστήριο. Κατέθεσα και σχετική δήλωση γνωστοποίησης μαρτύρων κατηγορουμένου με ημερομηνία 23-11-2007 στην Εισαγγελία Εφετών Δυτ. Μακεδονίας, η οποία και απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη". Επί της παραπάνω δηλώσεως του κατηγορουμένου, που από το όλο περιεχόμενό της παρά τη τηρηθείσα προδικασία, δε συνάγεται σαφώς ότι συνιστά κατ'άρθρα 362,366 ΠΚ, σαφή δήλωση του κατηγορουμένου περί αποδείξεως της αλήθειας των φερομένων ως ψευδών συκοφαντικών γεγονότων, εκ του ότι είχε κοινοποιήσει στον Εισαγγελέα και την επικληθείσα και απορριφθείσα από αυτόν ως εκπρόθεσμη σχετική από 23-11-2007 δήλωση-γνωστοποίηση δύο μαρτύρων, σύμφωνα με το άρθρο 326 παρ.2 του ΚΠοινΔ, ανεξάρτητα του ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε ως εκπρόθεσμη από τον Εισαγγελέα, και επί του παραπάνω υποβληθέντος συναφούς ορισμένου αιτήματος για αναβολή της δίκης, προκειμένου να προσέλθει ο απολιπόμενος ουσιώδης μάρτυρας, ο δικηγόρος του Ζ, που ήταν και ο συντάκτης των επίμαχων αναφορών κατά του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, ο προδρεύων του Δικαστηρίου, χωρίς να λάβει απόφαση το Δικαστήριο, απάντησε ( σελ.3 πρακτικών) : "ότι κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, θα κριθεί η αναγκαιότητα να κληθεί από το Δικαστήριο για να καταθέσει ως μάρτυρας ο Ζ" και προχώρησε στην αποδεικτική διαδικασία. Μετά δε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ο Εισαγγελέας ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς να προτείνει ρητά και για το ως άνω αίτημα αναβολής του κατηγορουμένου, το δε Δικαστήριο απέρριψε το άνω αίτημα αναβολής και κήρυξε περαιτέρω την ενοχή του κατηγορουμένου με το παρακάτω ενιαίο αιτιολογικό : Επειδή, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, καθώς και των υπολοίπων εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στην ... και την ..., κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις, που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του και αυτός γνώριζε ότι ήταν ψευδές. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Στις 30-3-2004, με έγγραφη αναφορά του προς τον Πρόεδρο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, την οποία κοινοποίησε στον Υπουργό Δικαιοσύνης, τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και τον Αρεοπαγίτη - Επιθεωρητή των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών της περιφέρειας του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, ο κατηγορούμενος, ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα Ψ, δικηγόρο, Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης (ΔΣΚ), ότι ο τελευταίος, υπό τις εν λόγω ιδιότητες του πρωτοστάτησε σε συγκάλυψη πειθαρχικής ευθύνης του επίσης δικηγόρου, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, Βασιλείου Μπόλη, με συνέπεια να ακολουθηθεί μία όλως αδιαφανής διαδικασία και το θέμα να καλυφθεί επιμελώς από το ΔΣΚ, ότι ως πολίτης αυτής της χώρας ζει υπό το καθεστώς "τρομοκρατίας και εκφοβισμού" από δικηγόρους της Κοζάνης και ειδικά από τον εγκαλούντα, ότι ο εν λόγω Δικηγορικός Σύλλογος αδιαφορεί πλήρως για την περίπτωση του, αφού κανείς δικηγόρος δεν τον αναλαμβάνει, και ότι οι δικηγόροι Κοζάνης συνήργησαν σε παρανομίες σε βάρος του από συγκεκριμένους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς, με τους χειρισμούς της υπόθεσής του. Περαιτέρω, στις 19-2-2004 και 19-5-2004, με έγγραφη αναφορά του (από 19-2-2004), προς τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ατομικά και ως Προέδρου της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας), την οποία κοινοποίησε στον Υπουργό Δικαιοσύνης και υπέβαλε στις 19-5-2004 ως συνημμένη σε έγγραφη ένστασή του στον Πρόεδρο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, ο κατηγορούμενος, ισχυρίσθηκε ενώπιον των ανωτέρω για τον εγκαλούντα, ότι παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις του προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Κοζάνης για το διορισμό συνηγόρου σε ένδικες υποθέσεις του αντιμετωπίσθηκε ως "πολίτης τρίτης κατηγορίας", ότι ο εν λόγω Σύλλογος αρνήθηκε να πρωτοκολλήσει (δίδοντας σχετικό αριθμό) την από 16-10-2003 αναφορά του κατά του δικηγόρου Κοζάνης Βασιλείου Μπόλη για άρνηση εκτέλεσης νομίμου καθήκοντος (να αναλάβει τις υποθέσεις του ως νομικός παραστάτης), ότι ο εγκαλών Πρόεδρος του ΔΣΚ του δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να παραλάβει την αναφορά του αυτή και κάλεσε να περάσει έξω από τα γραφεία του συλλόγου, εξαγριωθείς δε, του πήρε βιαίως από τα χέρια τα έγγραφα (της αναφοράς), τα έριξε απότομα πάνω στο "γκισέ", λέγοντας στους υπαλλήλους του ΔΣΚ να τα πρωτοκολλήσουν- και τον κάλεσε εκ νέου να περάσει έξω γιατί "εκεί είναι το σπίτι τους" (των δικηγόρων Κοζάνης), ότι σε μεταγενέστερο χρόνο επανήλθε, ζητώντας με γραπτές αιτήσεις του προς το ΔΣΚ αντίγραφα της αιτήσεώς του που είχε καταθέσει στις 16-10-2003, αλλά και τότε συνάντησε την ίδια απεχθή συμπεριφορά του εγκαλούντος προς το πρόσωπό του με ύβρεις και απρεπείς χαρακτηρισμούς και χειρονομίες, ότι μετά την προς αυτόν κοινοποίηση της υπ' αριθμ. πρωτ. 224/10-11-2003 "απόφασης" εγγράφου περί απαλλαγής του δικηγόρου Βασιλείου Μπόλη από κάθε πειθαρχικό έλεγχο, η οποία ήταν "εντελώς αναιτιολόγητη", επιχείρησε να πληροφορηθεί τι συνέβη, οπότε συνάντησε εκ μέρους του εγκαλούντος συμπεριφορά τόσο επιθετική, εριστική και προσβλητική, ώστε αγγίζει τα όρια του "κοινού ποινικού εγκλήματος", ότι για μία ακόμη φορά τον εξεδίωξε από το χώρο της γραμματείας του Συλλόγου και ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του αφήνει εκτεθειμένο όλο το Δικηγορικό κόσμο. Τέλος, στις 28-5-2004, ενώπιον του συνεδριάζοντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, στο οποίο εκδικαζόταν υπόθεση με πολιτικώς ενάγοντα τον κατηγορούμενο κατά του Ξ, αυτός (κατηγορούμενος) υπέβαλε στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου έγγραφη δήλωση-καταγγελία, την οποία ανέπτυξε και προφορικά, ισχυρισθείς με τον τρόπο αυτό, ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου, των παραγόντων της οικείας ποινικής δίκης και του ακροατηρίου, ότι ο Πρόεδρος του ΔΣΚ Ψ (εγκαλών) "πιάστηκε επ' αυτοφώρω να εκβιάζει τον - διορισμένο από την Πρόεδρο Πρωτοδικών - δικηγόρο του κ. Ζ με λόγια όπως "ξέρεις ποιον βοηθάς; Ξέρεις σε ποιον χώρο κηρύττεις τον πόλεμος; Ξέρεις τι ζημιά έκανες' σε μένα και σ' όλο το Δικηγορικό Σύλλογο;", καθώς και ότι, εξαιτίας της ψυχολογικής βίας που αυτός (εγκαλών) άσκησε στο συνήγορό του την ώρα της δίκης, είναι υπεύθυνος για το αποτέλεσμά της. Όπως αποδείχθηκε, όμως, τα παραπάνω γεγονότα, που ήσαν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ήσαν ψευδή και ο κατηγορούμενος το γνώριζε. Περιήλθαν δε αυτά σε γνώση του Προέδρου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, του Προέδρου του Αρείου Πάγου, του Υπουργού Δικαιοσύνης, του Αρεοπαγίτη - Επιθεωρητή των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών της Περιφέρειας του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, των μελών της συνθέσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, κατά τη δικάσιμο της 28-5-2004, των παραγόντων της οικείας ποινικής δίκης ως και του ακροατηρίου. Ειδικότερα, αποδείχθηκαν τα παρακάτω. Ο κατηγορούμενος, με την από 12-7-2002 αίτησή του, προς το Δικηγορικό Σύλλογο Κοζάνης, ζήτησε το διορισμό δικηγόρου-αντικλήτου. Ο εγκαλών, Πρόεδρος του εν λόγω Συλλόγου, δήλωσε στον κατηγορούμενο ότι είναι αναρμόδιος και διαβίβασε την αίτηση του στην αρμόδια Πρόεδρο Πρωτοδικών Κοζάνης, η οποία με την υπ' αριθμ. 87/2003 πράξη της διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου το δικηγόρο Κοζάνης Χρήστο Ανδρονικίδη, ο οποίος, όμως, ζήτησε και πέτυχε με την υπ' αριθμ. 88/2003 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Κοζάνης, την εξαίρεσή του. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος απευθύνθηκε με νέα αίτησή του προς την Πρόεδρο Πρωτοδικών Κοζάνης και ζήτησε το διορισμό νέου συνηγόρου του. Η αίτησή του έγινε δεκτή και ορίστηκε ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, με την υπ' αριθμ. 91/14-10-2003 Πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών, ο δικηγόρος Κοζάνης Βασίλειος Μπόλης, ο οποίος υπέβαλε αίτηση εξαιρέσεως, επικαλούμενος στενή φιλική σχέση με πρόσωπο του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος του τότε κατηγορουμένου, Ξ, η οποία, όμως, απορρίφθηκε. Τονίζεται, ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε το διορισμό συνηγόρου γιατί είχε υποβάλει έγκληση κατά του Ξ, για επικίνδυνη σωματική βλάβη και απειλή. Ο δικηγόρος Βασίλειος Μπόλης, υπέβαλε προς την Πρόεδρο Πρωτοδικών Κοζάνης, δεύτερη αίτηση εξαιρέσεώς του, επικαλούμενος ότι ο κατηγορούμενος προσπάθησε να του υποδείξει τον τρόπο υπερασπίσεώς του (βλ. την υπ' αριθμ. πρωτ. 329/17-10-2003 αίτηση εξαιρέσεως), πλην, όμως, η Πρόεδρος Πρωτοδικών και πάλι την απέρριψε (βλ. την από 21-10-2003 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών). Ειδικότερα, ο παραπάνω δικηγόρος ανέφερε στη σχετική αίτησή του, ότι στις 15-10-2003 τον επισκέφθηκε στο γραφείο του ο κατηγορούμενος, χωρίς αυτός (Β. Μπόλης) να γνωρίζει ακόμη την ουσία της υποθέσεως και του ανέγνωσε ένα κείμενο, στο οποίο ανέφερε, μεταξύ άλλων και τα εξής: "Κύριε Μπόλη, με το διορισμό σας ως δικηγόρου υπεράσπισης των δικαιωμάτων μου σας δίνεται η ευκαιρία της ζωής σας να αναδειχθείτε σε έναν από τους πιο κορυφαίους δικηγόρους της χώρας μας, φυσικά εφόσον χειριστείτε, , όπως εγώ θέλω την υπόθεση μου, διαφορετικά θα υποβιβαστείτε σε χειρότερο δικηγόρο της χώρας μας αν χειριστείτε λανθασμένα την υπόθεση μου, οπότε όλο το βάρος της αποτυχίας θα το φέρετε εσείς και για αυτό θα στραφώ εναντίον σας δικαστικά, αλλά επιπροσθέτως θα δημοσιοποιήσω την αποτυχία σας αυτή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ειδικότερα στον κύριο .... Η υπόθεσή μου είναι δύσκολη, γι' αυτό πρέπει με κάθε μέσο να φροντίσετε ώστε να μετατραπεί η κατηγορία κατά του κ. Ξ από επικίνδυνη σωματική βλάβη σε βάρος μου σε απόπειρα ανθρωποκτονίας μου, επίσης πρέπει να στείλετε ως συγκατηγορούμενες για την ίδια πράξη τόσο τη σύζυγο του κ. Ξ, όσο και τη δική μου σύζυγο, αυτό δε θα το πετύχετε καταθέτοντας μηνύσεις κατά Εισαγγελέων, Ανακριτών και Δικαστών, που παρέπεμψαν ως κατηγορούμενο μόνο τον κ. Ξ". Στο μεταξύ, κατηγορούμενος υπέβαλε στον υπάλληλο της γραμματείας του Δικηγορικού Συλλόγου, την από 16-10-2003 αναφορά του, που έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 211/16-10-2003, με την οποία ζητούσε την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου σε βάρος του δικηγόρου Βασιλείου Μπόλη, αναφέροντας ότι ο εν λόγω δικηγόρος δεν είχε πρόθεση να ασκήσει ουσιαστικά τα καθήκοντα του και ότι του δήλωσε ότι θα παρίστατο τυπικά στην παραπάνω ποινική δίκη. Με την υπ' αριθμ. 21/24-10-2003 απόφαση του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, ορίστηκε ως εισηγητής το μέλος του δικηγόρος Γεώργιος Βητόπουλος, προκειμένου να ερευνήσει εάν ο δικηγόρος Βασίλειος Μπόλης υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα και αν συνέτρεχε περίπτωση άσκησης πειθαρχικού ελέγχου εναντίον του. Ο προαναφερόμενος εισηγητής κάλεσε δύο φορές τον κατηγορούμενο, στις 24-10-2003 και 29-10-2003, προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του και να υποστηρίξει την αναφορά του, πλην όμως αυτός δεν προσήλθε και σε σχετική τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν ο κατηγορούμενος του ανέφερε ότι οτιδήποτε έχει να πει θα το πει προφορικά στο ΔΣ. Ο δικηγόρος Βασίλειος Μπόλης, μετά από σχετική κλήση του εισηγητή, προσήλθε στα γραφεία του συλλόγου, όπου εξέθεσε τις απόψεις του όπως αυτές εκτίθενται στην ως άνω από 17-10-2003 αίτηση εξαιρέσεως του. Το ΔΣ του Συλλόγου, με την υπ' αριθμ. 23/7-11-2003 απόφαση του, αποφάσισε ομοφώνως να μην ασκηθεί πειθαρχικός έλεγχος σε βάρος του δικηγόρου Βασιλείου Μπόλη, διότι δεν έγινε από μέρους του παράβαση των διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων και του Κώδικα Δεοντολογίας του δικηγορικού λειτουργήματος. Από την εν λόγω συνεδρίαση απείχε ο εγκαλών, λόγω του ότι λίγες ημέρες νωρίτερα του είχε προτείνει ο αντίδικος του κατηγορουμένου, Ξ, να παραστεί ως συνήγορος υπεράσπισής του κατά τη δικάσιμο της 2-12-2003 και ενώ αρχικά είχε αποδεχθεί την πρότασή του, στη συνέχεια απείχε από την υπεράσπιση του τελευταίου. Για τη λήψη της εν λόγω αποφάσεως ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία, η οποία ήταν απολύτως διαφανής και από κανένα αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε ότι ο εγκαλών προσπάθησε να επηρεάσει τα μέλη του ΔΣ κατά τη λήψη της αποφάσεως. Η ως άνω απόφαση του ΔΣ γνωστοποιήθηκε στον κατηγορούμενο στις 10-11-2003, με το υπ' αριθμ. 224/10-11-2003 έγγραφο του Συλλόγου. Ο τελευταίος, εκτός από την ως άνω αναφορά του και μέχρι την κοινοποίηση σ' αυτόν της απόφασης του ΔΣ, υπέβαλε προς το ΔΣΚ και τις από 29-10-2003 και 3-11-2003 αιτήσεις, με τις οποίες ζητούσε να του γνωστοποιήσει ο Σύλλογος το αποτέλεσμα επί της ως άνω αναφοράς του. Οι αιτήσεις του αυτές παραλήφθηκαν από τον υπάλληλο του ΔΣΚ και πρωτοκολλήθηκαν, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον κατηγορούμενο. Συγκεκριμένα, η από 3-11-2003 αίτηση του έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 224/3-11-2003 και η από 29-10-2003 έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 218/29-10-2003 (βλ. την υπ' αριθμ. πρωτ. 395/19-5-2004 ένσταση του κατηγορουμένου προς τον Πρόεδρο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας). Περαιτέρω, οι από 24-11-2003 και 26-11-2003 αιτήσεις του κατηγορουμένου, τις οποίες αυτός απευθύνει προς τον Πρόεδρο του ΔΣΚ και ζητεί να του δοθεί εγγράφως η εισήγηση του δικηγόρου Γεωργίου Βητόπουλου, αυτές παρελήφθησαν αυθημερόν από το Γραμματέα του Συλλόγου και πρωτοκολλήθηκαν αυθημερόν, με αριθμ. πρωτοκόλλου 241/24-11-2003 και 244/26-11-2003, αντιστοίχως. Επί των τελευταίων αιτήσεων, το ΔΣ του ΔΣΚ κατά τη συνεδρίαση της 8-1-2004 και με την υπ' αριθμ. 29 απόφασή του, αποφάσισε ομοφώνως ότι δεν υφίσταται σχετική υποχρέωσή του από τον Κώδικα Δικηγόρων, για χορήγηση αντιγράφου της εισηγήσεως στον κατηγορούμενο, για το λόγο ότι το σχετικό έγγραφο αποτελεί έγγραφο της εσωτερικής λειτουργίας του Συλλόγου. Επίσης, κατά την ίδια συνεδρίαση αποφασίστηκε ομοφώνως να αποσταλούν στον κατηγορούμενο, όπως και του απεστάλησαν αντίγραφα των ως άνω υπ' αριθμ. πρωτ. 241/24-11-2003 και 244/26-11-2003 αιτήσεών του. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, μετά την έκδοση της άνω αποφάσεως του ΔΣ του ΔΣΚ, που απάλλαξε το δικηγόρο Βασίλειο Μπόλη από κάθε πειθαρχικό έλεγχο, είχε προσωπική επικοινωνία ή επαφή με τον εγκαλούντα, κατά την οποία προσπάθησε να πληροφορηθεί τι συνέβη και να συνάντησε από μέρους του τελευταίου συμπεριφορά επιθετική, εριστική, προσβλητική, ώστε να "εγγίζει τα όρια του κοινού ποινικού εγκλήματος", όπως διατείνεται ο κατηγορούμενος. Από τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι παρελήφθησαν και πρωτοκολλήθηκαν από το ΔΣΚ όλες οι έγγραφες αιτήσεις και αναφορές του κατηγορουμένου και του δόθηκαν από το Σύλλογο όλα τα έγγραφα ή τα αντίγραφα που αυτός ζήτησε και μάλιστα αμέσως, χωρίς σκόπιμη καθυστέρηση και βραδυπορία, όπως αυτός διατείνεται. Όλες οι παραπάνω αιτήσεις και αναφορές του κατηγορουμένου υπεβλήθησαν από αυτόν στη Γραμματεία του ΔΣΚ και όχι στον ίδιο τον Πρόεδρο του και ήδη εγκαλούντα, ο οποίος είχε προσωπική επαφή με τον κατηγορούμενο ελάχιστες φορές. Την πρώτη φορά όταν ο κατηγορούμενος υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση στο ΔΣΚ για διορισμό συνηγόρου και ο εγκαλών του δήλωσε ότι ο Σύλλογος είναι αναρμόδιος και διαβίβασε το αίτημά του στην Πρόεδρο Πρωτοδικών Κοζάνης. Επίσης, στις 29-10-2003, όταν ο κατηγορούμενος υπέβαλε νέα αίτηση στη Γραμματεία του ΔΣΚ, μετά την από 16-10-2003 αναφορά του, ζητώντας επίμονα και επιτακτικά απάντηση από τους υπαλλήλους στην αναφορά του, σχετικά με την πειθαρχική δίωξη του δικηγόρου Βασιλείου Μπόλη. Τότε, ο εγκαλών επενέβη και του εξήγησε ότι ορίστηκε εισηγητής, ο οποίος θα μελετήσει την υπόθεση και θα υποβάλει την εισήγηση του στο ΔΣ του Συλλόγου, το οποίο στη συνέχεια, θα κληθεί να αποφασίσει. Αυτός όμως συνέχισε να διαμαρτύρεται και να φωνασκεί, πράγμα που προκάλεσε την αγανάκτηση των άλλων δικηγόρων που περίμεναν να εξυπηρετηθούν από τη Γραμματεία του Συλλόγου και καθυστερούσαν. Για το λόγο αυτό ο εγκαλών, αφού του εξήγησε ήρεμα και κόσμια τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί, στο τέλος του είπε, με ήρεμο και ήπιο τόνο "αν τελειώσατε να περάσετε έξω, διότι εδώ είναι το σπίτι μας", εννοώντας προφανώς ότι είναι ο χώρος στον οποίο καθημερινώς βιώνουν τις αγωνίες τους και τον νιώθουν σαν δικό τους. Περαιτέρω, από το ως άνω αποδεικτικό υλικό δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος αντιμετωπίστηκε στις αλλεπάλληλες αιτήσεις που υπέβαλε προς το ΔΣΚ "ως πολίτης τρίτης κατηγορίας και υπό καθεστώς τρομοκρατίας και εκφοβισμού" από τους δικηγόρους Κοζάνης και ειδικά από τον εγκαλούντα. Αντιθέτως, επισκεπτόταν τακτικά τα δικαστήρια και τα γραφεία του ΔΣΚ, όπου υπέβαλε αναφορές και αιτήσεις, είχε πάντοτε άμεση εξυπηρέτηση και απάντηση σε οποιοδήποτε αίτημά του και ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα φορτικός και επίμονος με τους υπαλλήλους και τον Πρόεδρο του ΔΣΚ όταν ζητούσε απαντήσεις ή εξηγήσεις σχετικά με την τύχη των αιτήσεων και αναφορών του. Επίσης, δεν είχε νομικούς παραστάτες στις δικαστικές του υποθέσεις μόνο όταν δεν ήθελε να έχει και τους καταργούσε με τη συμπεριφορά του. Μεταξύ των δικηγόρων που κλήθηκαν να τον υπερασπιστούν είναι οι δικηγόροι Κοζάνης Βασίλειος Μπόλης, Ζ, Αθανασία Βακωνάκη, ο Δημήτριος Σαμαρτζής, δικηγόρος Τρικάλων, η Αΐντα Τζαβέλλα, δικηγόρος Αθηνών. Ο εγκαλών ουδέποτε προσπάθησε να επηρεάσει αρνητικά δικηγόρους ώστε να μην αναλάβουν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα του κατηγορουμένου, ούτε αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών συνήργησε με εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς σε παρανομίες σε βάρος του κατηγορουμένου, όπως αβάσιμα διατείνεται ο τελευταίος. Εξάλλου, σχετικά με τα αναφερόμενα στην έγγραφη δήλωση-καταγγελία, την οποία υπέβαλε ο κατηγορούμενος στον Πρόεδρο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, κατά τη συνεδρίαση της 28-5-2004, στο οποίο εκδικαζόταν υπόθεση με πολιτικώς ενάγοντα τον κατηγορούμενο κατά του Ξ, την οποία ανέπτυξε και προφορικά, αποδείχθηκε ότι ήσαν αναληθή, πρωτίστως από την διάψευση που έκανε ο ίδιος ο τότε δικηγόρος του κατηγορουμένου, Ζ (βλ. πρακτικά της υπ' αριθμ. 1072 και 1072 α/25-5-2004 αποφάσεως Τριμελούς Πλημ. Κοζάνης), ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε αφού προηγουμένως δηλώθηκε από τον κατηγορούμενο ότι θέλει να παραστεί με άλλον δικηγόρο και συγκεκριμένα με το δικηγόρο του Πρωτοδικείου Λάρισας Χρήστο Μπατζιανούλη, και ουδέποτε ελέχθησαν από τον εγκαλούντα. Αναληθές επίσης είναι και το καταγγελλόμενο ότι εξαιτίας ψυχολογικής βίας που άσκησε ο εγκαλών στον τότε δικηγόρο του κατηγορουμένου Ζ υπήρξε αρνητικό γι' αυτόν αποτέλεσμα, αφού κατά τη δικάσιμο εκείνη ο αντίδικος του κατηγορουμένου Ξ κηρύχθηκε ένοχος για επικίνδυνη σωματική βλάβη, ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία και του επιβλήθηκαν ποινές φυλακίσεως 18, 4 και 4 μηνών, αντιστοίχως. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου, σχετικά με τα αναφερόμενα στην τελευταία δήλωση- καταγγελία του κατηγορουμένου, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα, ...., ανιψιού του κατηγορουμένου, αφού τα παραπάνω διαψεύσθηκαν πανηγυρικά από τον τότε συνήγορο του κατηγορουμένου. Όλα τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ' εξακολούθηση. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι οι παραπάνω αναφορές συντάχθηκαν από τον τότε δικηγόρο του Ζ, ουδεμία ασκεί επιρροή, αφού ο ίδιος, δάσκαλος το επάγγελμα, τις έχει αναγνώσει και υπογράψει πριν την υποβολή τους, και συνεπώς είχε πλήρη γνώση του περιεχομένου τους.. Τέλος, το αίτημα του ιδίου να κληθεί ως μάρτυρας ο προαναφερόμενος δικηγόρος του (Ζ), είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, δεδομένου ότι το Δικαστήριο από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα έχει σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση και δεν κρίνει αναγκαία την προσέλευση και κατάθεση του προαναφερομένου. Συνακόλουθα, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος". Στη συνέχεια το ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε τους αναιρεσείοντα ένοχο συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, ποινή της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε επί τριετία. Με βάση αυτά που αναπτύχθηκαν στην οικεία πιο πάνω νομική σκέψη και τις άνω παραδοχές στο αιτιολογικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο με το διατακτικό, το Δικαστήριο επί της ουσίας, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27, 98, 362,363 του ΠΚ που εφάρμοσε. Ειδικότερα αναφέρονται επαρκώς τα ψευδή πραγματικά περιστατικά που διέδωσε ο κατηγορούμενος δάσκαλος σε βάρος του εγκαλούντος Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, ότι τα διαδοθέντα γεγονότα δεν ήταν αληθή, όπως υποστήριξε ο κατηγορούμενος και ότι γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι ήταν ψευδή, αφού είχε διαβάσει και υπογράψει τις έγγραφες αναφορές, ανεξάρτητα αν συντάκτης τους ήταν ο Δικηγόρος του Ζ και ότι τα ψευδή αυτά γεγονότα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος Δικηγόρου. Επίσης με πλήρη και ειδική αιτιολογία απορρίφθηκε το υποβληθέν στην αρχή της διαδικασίας αίτημα αναβολής της δίκης για να κληθεί ως ουσιώδης μάρτυρας για απόδειξη της αληθείας ο μη μάρτυρας του κατηγορητηρίου, πρώην δικηγόρος του κατηγορουμένου και νυν ιερέας Ζ, ο οποίος και είχε τοποθετηθεί επί των ισχυρισμών του κατηγορουμένου και είχε διαψεύσει αυτόν, όπως προέκυπτε από τα αναγνωσθέντα πρακτικά με αριθ. 1072,1072 α/25-5-2004 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, ενώ, α) η επί της ενοχής τελική καταδικαστική πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας καλύπτει και ενέχει σιωπηρά πρόταση αυτού και για απόρριψη των άνω ισχυρισμών και του αιτήματος αναβολής του κατηγορουμένου και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επέρχεται, β)το Δικαστήριο δεν ήταν υπόχρεο να αναβάλει τη δίκη και να καλέσει τον προτεινόμενο, κατά τα άρθρα 326 παρ.3 και 366 ΠΚ, με την από 23-11-2007 ενώπιον του Εισαγγελέα Δήλωση προς απόδειξη της αληθείας, απόντα μάρτυρα Ζ, εξέτασε δε τον εμφανισθέντα και πρώτο προτεινόμενο μάρτυρα, και ήταν απλώς υπόχρεο να αιτιολογήσει ειδικώς την απορριπτική επί του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής κρίση του, πράγμα το οποίο και έπραξε, γ) σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, απαραδέκτως πλήττεται με την κρινόμενη αναίρεση η διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, που απέρριψε ως εκπρόθεσμη την υπό του κατηγορουμένου υποβληθείσα σε αυτόν από 23-11-2007 Δήλωση αποδείξεως της αληθείας και δ), δεν υπάρχει καμία ασάφεια ή αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, που αλληλοσυμπληρώνονται. Άρα όλοι οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως με εκ πλαγίου παράβαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-1-2008 αίτηση-δήλωση αναιρέσεως του Χ, κατά της με αριθμό 523/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή