Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. 1) Έλλειψη αιτιολογίας, 2) Έλλειψη νόμιμης βάσης. Αναίρεση δεκτή.
Αριθμός 2290/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ..... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Μαλεβίτη, για αναίρεση της 258/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον ..... , που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 405/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ.258/07 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ΄είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε συνολική ποινή 11 μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική, για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο πολιτικώς ενάγων, δικηγόρος Αθηνών, ως εκ της ιδιότητος του, υπήρξε δικηγόρος της κατηγορουμένης αφενός και των Κ1α και Κ1β, οι οποίες ασκούσαν από κοινού εμπορικές δραστηριότητες. Όταν διαταράχθηκαν οι σχέσεις των παραπάνω εταίρων, ο πολιτικώς ενάγων επέλεξε να εκπροσωπήσει την οικογένεια Κ1 στους δικαστικούς αγώνες που άρχισαν. Η κατηγορουμένη, στις 14-6-2000, εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενόρκως ενώπιον του υπαστυνόμου ..... στα πλαίσια της αντιδικίας με την ως άνω οικογένεια Κ1 κατέθεσε ενόρκως μεταξύ άλλων "...επίσης θέλω να καταθέσω ότι, για οτιδήποτε συμβεί σ' εμένα, στην οικογένεια μου και στην περιουσία μας, πιστεύω ότι ηθικός αυτουργός είναι ο κ. Ζ1 δικηγόρος Αθηνών, τηλ......, η κ. (αναφέρεται ένα ονομα οικογένειας Κ1), ο σύζυγος της και ο κουνιάδος της και στενός συνεργάτης του Ζ1, Κ1γ. Για τον Ζ1 τον κατονομάζω γιατί είναι δικηγόρος της κ.(αναφέρεται ένα ονομα οικογένειας Κ1) και ο βασικός μοχλός για ότι συμβαίνει εναντίον μου. Επίσης ο Ζ1 έχει ξανακατηγορηθεί για εκβιασμό και απαγωγή και έχει συλληφθεί από την Αστυνομία". Όμως τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή, γεγονός που γνώριζε η κατηγορουμένη, όταν κατέθετε ενόρκως ενώπιον του ως άνω προανακριτικού υπαλλήλου. Συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε ότι ο πολιτικώς ενάγων ήταν εκείνος, που προκάλεσε τις διαφορές ανάμεσα στην κατηγορουμένη και στην οικογένεια Κ1, έτσι ώστε να είναι "ο βασικός μοχλός" για ό,τι συμβαίνει σε βάρος της. Ούτε είχε ποτέ ο ίδιος απειλήσει την κατηγορουμένη ή την οικογένειά της ή με απειλές την είχε αναγκάσει σε πράξη ή παράλειψη από την οποία να επήλθε ζημία στην περιουσία της με σκοπό να αποκομίσει περιουσιακό όφελος, ή είχε πείσει άλλον να προβεί για λογαριασμό του σε τέτοιες ενέργειες σε βάρος της. Το γεγονός και μόνο ότι ο πολιτικώς ενάγων ήταν πληρεξούσιος δικηγόρος της (αναφέρεται ένα ονομα οικογένειας Κ1) δεν σημαίνει από μόνο του ότι συμμετείχε σε, τυχόν, έκνομες ενέργειες αυτής σε βάρος της κατηγορουμένης, ούτε κάτι τέτοιο αποδείχθηκε. 'Αλλωστε, η κατηγορουμένη πέραν της ως άνω ένορκης καταθέσεως της, δεν ζήτησε την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου για κάποια αξιόποινη πράξη σε βάρος της. Είναι δε γεγονός ότι ο πολιτικώς ενάγων "είχε ξανακατηγορηθεί" για ηθική αυτουργία σε α) αρπαγή από κοινού, β) ληστεία από κοινού, γ) απόπειρα εκβιάσεως, δ) διακεκριμένη κλοπή, ε) παράνομη οπλοφορία και μετάθεση πινακίδων αυτοκινήτων σε βάρος τρίτου προσώπου άσχετου με την κατηγορουμένη, χωρίς να προκύπτει σύλληψη του από την Αστυνομία. Για τις πράξεις αυτές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το 4813/1999 βούλευμα αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά του πολιτικώς ενάγοντος, γιατί δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι αυτός τέλεσε τις παραπάνω πράξεις, η δε κατ'αυτού έφεση απορρίφθηκε με 132/26-1-2000 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. Η κατηγορουμένη γνώριζε την έκδοση αυτού του απαλλακτικού βουλεύματος, μέσω του τότε δικηγόρου της Πουλατζά, όταν κατέθεσε στις 14-6-2000 τα παραπάνω περιστατικά σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος. Ενισχυτικό δε του δόλου της είναι και το περιστατικό ότι, με το από 6-4-2001 απολογητικό της υπόμνημα ενώπιον του Πταισματοδίκη Χαλανδρίου, κατέθεσε και πάλι ότι "πίστευα και πιστεύω ότι ο κ.Ζ1 ήταν ο ηθικός αυτουργός και ο εμπνευστής της σε βάρος μου επίθεσης". Τα παραπάνω ψευδή γεγονότα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, αφού τον παρουσιάζουν ως συνεργό σε παράνομες πράξεις σε βάρος της κατηγορουμένης. Των γεγονότων δε αυτών έλαβαν γνώση οι αστυνομικοί υπάλληλοι, που έλαβαν την ένορκη κατάθεση της κατηγορουμένης, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικων, οι υπάλληλοι της Γραμματείας και τρίτα πρόσωπα. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη των αξιοποίνων πράξεων που της αποδίδονται" Με τις παραδοχές αυτές, η προβαλλόμενη δεν έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, την οποία μόνο αφορά η ασκηθείσα αναίρεση, συγχρόνως δε στερείται και νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφορικά με την ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, δηλαδή της γνώσης ότι, τα υπ'αυτής κατατεθέντα σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, ήταν ψευδή, δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η κατηγορουμένη πράγματι γνώριζε την αναλήθεια αυτών. Το μόνο περιστατικό που αναφέρεται είναι ότι ο τότε δικηγόρος της κατηγορουμένης Πουλατζάς την ενημέρωσε ότι ο πολιτικώς ενάγων είχε απαλλαγεί των κατηγοριών, της ηθικής αυτουργίας σε α) αρπαγή από κοινού, β)ληστεία από κοινού, γ) απόπειρα εκβίασης, δ) διακεκριμένη κλοπή, ε) παράνομη οπλοφορία και στ) μετάθεση πινακίδων, σε βάρος όμως τρίτου προσώπου, άσχετου με την αναιρεσείουσα, χωρίς, όμως, και πάλι να αναφέρονται οι αποδείξεις από τις οποίες το Δικαστήριο πείσθηκε ότι η κατηγορουμένη πληροφορήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της τα ως άνω αναφερόμενα και, ως εκ τούτου, τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, προκειμένου στη συνέχεια να κριθεί αναιρετικά αν τα προκύψαντα περιστατικά υπήχθησαν ορθά στις ουσιαστικές διατάξεις (363-362 ΠΚ) που εφαρμόσθηκαν.
Συνεπώς, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης και η προσβαλλόμενη, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει, αναφορικά με την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί την 258/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το εν λόγω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ