Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2265 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Δόλος.




Περίληψη:
Μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών εισφορών ΙΚΑ. Στοιχεία εγκλήματος. Πότε είναι αιτιολογημένη η σχετική απόφαση. Δεν ήταν απαραίτητο να προσδιορίζεται το ονοματεπώνυμο και ο αριθμός των μισθωτών, ο χρόνος που εργάστηκε ο καθένας από αυτούς, το είδος της παρεχόμενης εργασίας. Το ύψος των αποδοχών τους, τα καταβληθέντα ποσά των εισφορών και το απομένον υπόλοιπο, καθώς και άλλα στοιχεία της εργασιακής τους σχέσης με την επιχείρηση του εργοδότη τους. Οι διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 4 του ΑΝ 1846/51 κα του άρθρου 26 παρ. 4 και 11 του ΑΝ 1846/51 αφορούν την Πράξη Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ), και δεν πρόκειται για ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία των οποίων ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε΄ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Αιτιολογία του δόλου. Οι ισχυρισμοί περί «ελλείψεως υπαιτιότητας», και περί «εξοφλήσεως», δεν είναι αυτοτελείς, ώστε η απόρριψη αυτών να απαιτεί ειδική αιτιολογία, αλλά πρόκειται για απλούς υπερασπιστικούς αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς. Όχι αιτιολογία αυτών. Απορρίπτει αναίρεση.




Αριθμός 2265/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη- Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηρώ Βιδάλη, περί αναιρέσεως της 26815/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος. ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουνίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1175/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του ΑΝ 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ.1 και 5 του ΑΝ 1846/1951, όπως έχουν τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης νοείται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.5 του ΑΝ 1846/195, ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων, τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, παρέχουν την εργασία τους. Τέλος, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών, ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ.3 του ΑΝ 1846/1951,ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ, μέχρι το τέλος του επόμενου μηνός από το χρόνο που έχει ορισθεί. Κατ' ακολουθία αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, αποφάσεως, για καθυστέρηση δηλαδή καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, πρέπει, ενόψει του περιεχομένου των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων, να περιέχονται σε αυτήν τα πιο πάνω κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο προαναφερομένων εγκλημάτων. Ειδικότερα πρέπει να εκτίθεται η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση του προσωπικού που είναι ασφαλισμένο στο ΙΚΑ με σχέση εξαρτημένης εργασίας - εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης), προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως- και τα χρηματικά ποσά που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ΙΚΑ, ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε. Δεν αποτελεί, όμως, στοιχείο προς θεμελίωση τη αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ΑΝ 86/1967, ο καθορισμός του αριθμού των απασχοληθέντων μισθωτών, ποιοι ήταν αυτοί, και πόσο χρόνο εργάστηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές του καθενός εξ αυτών. Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων, είναι κρίσιμος όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών λόγω παραγραφής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ.1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων, εκτός αν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Επίσης, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 26815/2008 απόφασή του με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα: ".... Oι κατηγορούμενοι στην Αθήνα κατά το από 9/2000 έως 1/2001 χρονικό διάστημα, ως νόμιμοι εκπρόσωποι και δη ο μεν πρώτος ως Πρόεδρος του ΔΣ ο δε δεύτερος ως Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑTΤΙC ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα, παρότι απασχόλησαν 14 εργαζομένους μισθωτούς με συνολικό ύψος αποδοχών 31.138.709 δραχμών και είχαν νόμιμη υποχρέωση καταβολής προς το ΙΚΑ για την ασφάλιση του προσωπικού τους ασφαλιστικές εισφορές συνολικού ύψους 10.346.200 δραχμών μέχρι το τέλος του επομένου μήνα, μέσα στον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία, εντούτοις: α) καθυστέρησαν να καταβάλουν εργοδοτικές εισφορές ποσού 6.897.407 δραχμών, τις οποίες δεν κατέβαλαν στο ΙΚΑ μέσα σ' ένα μήνα από τότε που κατέστησαν απαιτητές, και 2) ενώ παρακράτησαν εργατικές εισφορές των εργαζομένων στην ίδια εταιρεία ύψους 3.448.733 δραχμών, με σκοπό να τις αποδώσουν στον παραπάνω Οργανισμό (ΙΚΑ), δεν τις κατέβαλαν μέσα σ' ένα μήνα από τότε που κατέστησαν απαιτητές και έτσι έγιναν υπαίτιοι υπεξαίρεσης του ποσού αυτού. Για τη μη καταβολή των ανωτέρω ποσών συντάχθηκε η υπ' αριθμ. ..... ΠΕΕ από το ΙΚΑ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με την υπ' αριθμ. 6746/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας, επικυρώθηκε η από 13-5-2002 σύμβαση ρύθμισης χρεών των πιστωτών της εταιρείας με την επωνυμία "Αγροτική Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία ΑΤΙC ΑΕ" και η τελευταία υπήχθη στις ρυθμίσεις του άρθρου 44 του Ν 1892/1990 (βλ. υπ' αριθμ. 6746/2002 απόφ. του Εφετείου Αθηνών και την από 13-5-2002 σύμβαση ρύθμισης χρεών). Προς εξασφάλιση των απαιτήσεων του ΙΚΑ κατά της ανωτέρω εταιρείας συνολικού ύψους 1.605.294,04 ευρώ χορηγήθηκε η υπ' αριθμ. ..... ισόποση εγγυητική επιστολή της Αυστριακής Τράπεζας WINTER UND CO AG . Η εγγυητική αυτή επιστολή κατατέθηκε εις χείρας της ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, η οποία ανέλαβε την επιμέλεια εκτέλεσης των όρων της από 13-5-2002 συμφωνίας των πιστωτών, ενώ η οφειλέτρια εταιρεία "ΑΤΙC ΑΕ" γνωστοποίησε αμέσως στο ΙΚΑ την κατάθεση της εγγυητικής επιστολής (βλ. από 3-7-2002 εξώδικη γνωστοποίηση-παράδοση εγγυητικής επιστολής με φωτοτυπίες δύο εγγυητικών επιστολών και ..... έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών .....). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ΑΤΕ δεν παρέδωσε το πρωτότυπο της εγγυητικής επιστολής στο ΙΚΑ, ότι δεν κατέβαλε κανένα ποσό στο τελευταίο προς εξόφληση της προαναφερόμενης απαίτησης του και ότι παρήλθε άπρακτος ο χρόνος, για τον οποίο δόθηκε η εγγυητική επιστολή χωρίς να επιδιωχθεί η κατάπτωση της από το ΙΚΑ. Έτσι δεν εκπληρώθηκαν οι όροι υπό τους οποίους επικυρώθηκε η σύμβαση των πιστωτών μέσα στο συμφωνηθέντα από αυτούς χρόνο και γι' αυτό το λόγο η υπ' αριθμ. 6746/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ανακλήθηκε με την υπ' αριθμ. 1639/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (βλ. 1639/2007 απόφ. Εφετείου Αθηνών). Ήδη το ΙΚΑ έχει ασκήσει την από 20-7-2005 αγωγή αποζημίωσης κατά της ΑΤΕ ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητεί την επιδίκαση του ποσού του 1.605.294,04 ευρώ, το οποίο δεν κατέστη δυνατό να εισπράξει από υπαιτιότητα της εναγομένης για τους λόγους που εκθέτει στο εισαγωγικό της δικόγραφο (βλ. από 20-7-2005 αγωγή). Εφόσον όμως δεν κατέπεσε η εγγυητική επιστολή και η προθεσμία για την οποία δόθηκε παρήλθε άπρακτη, δεν τίθεται ζήτημα εξόφλησης της επίδικης οφειλής από την εταιρεία "ΑTIC ΑΕ" και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους κατηγορουμένους πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμα. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών ο δόλος των κατηγορουμένων για τη μη έγκαιρη καταβολή των επιδίκων εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ δεν αναιρείται και η ποινική ευθύνη τους υφίσταται και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων, για τις οποίες κατηγορούνται, απορριπτόμενων των αυτοτελών ισχυρισμών τους ως αβασίμων, ενώ δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα δίκη η έκβαση της από 20-7-2005 αγωγής του ΙΚΑ κατά της ΑΤΕ και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής της υπό κρίση υπόθεσης για το λόγο αυτό. Πρέπει όμως να τους αναγνωριστούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β του ΠΚ, διότι αποδείχθηκε ότι τέλεσαν τις πράξεις τους από μη ταπεινά αίτια, αφού αφενός μεν επεχείρησαν να εξασφαλίσουν τις απαιτήσεις του ΙΚΑ με τη χορήγηση της εγγυητικής επιστολής αφετέρου δε η παράλειψη της κατάπτωσης της εγγυητικής δεν οφείλεται σε δική τους συμπεριφορά". Ακολούθως, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα, όπως και τον συγκατηγορούμενό του Χ2, του ότι στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, ως εργοδότες, με την έννοια των νομίμων εκπροσώπων της πιο πάνω αναφερόμενης ανώνυμης εταιρίας, πρόεδρος της οποίας ήταν ο αναιρεσείων, Α) Ενώ είχαν νόμιμη υποχρέωση να καταβάλουν τις βαρύνουσες τους ίδιους ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτικές) 6.897.407 δραχμών, δεν τις κατέβαλαν στον ανωτέρω Οργανισμό μέσα σε ένα μήνα από τότε που κατέστησαν απαιτητές και Β) Ενώ παρακράτησαν τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή τους ατόμων (εργατικές), ποσού 3.448.733 δραχμών, με σκοπό να τις αποδώσουν στον ανωτέρω οργανισμό, δεν τις κατέβαλαν μέσα σε ένα μήνα από τότε που, κατέστησαν απαιτητές. Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος των δύο πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων (με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ), οι οποίες, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούν παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1 του ΠΚ και του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ΑΝ 86/67, σε συνδυασμό με τα άρθρα 375 παρ.1 του ΠΚ και 26 παρ.3 του ΑΝ 1846/51, που κυρώθηκε από τον Ν. 2113/52 και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τριών μηνών για κάθε πράξη και συνολική τεσσάρων μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προ 4,40 ευρώ ημερησίως. Με τις παραδοχές του αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα αναφέρεται, εκτός των άλλων, το ύψος των εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών, η επιχείρηση που απασχόλησε τους μισθωτούς της με σχέση εξαρτημένης εργασίας, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκαν οι μισθωτοί αυτοί, (εκ του οποίου χρόνου απασχόλησης, προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως), ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης που υπαγόταν στο Υπουργείο Εργασίας και συγκεκριμένα το ΙΚΑ, στο οποίο ήταν ασφαλισμένοι οι μισθωτοί και η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως προέδρου και νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΤΙC AE", από την οποία απορρέει η υποχρέωσή του για την πληρωμή εισφορών. Εκτός από τα παραπάνω στοιχεία, δεν ήταν απαραίτητο να προσδιορίζεται για την επάρκεια της αιτιολογίας και το ονοματεπώνυμο και ο αριθμός των μισθωτών, ο χρόνος που εργάστηκε ο καθένας από αυτούς, το είδος της παρεχόμενης εργασίας, το ύψος των αποδοχών τους, τα καταβληθέντα ποσά των εισφορών και το απομένον υπόλοιπο, καθώς και άλλα στοιχεία της εργασιακής τους σχέσης με την επιχείρηση του εργοδότη τους και, συνεπώς, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμες. Ειδικότερα είναι αβάσιμη προβαλλόμενη με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτίαση ότι εσφαλμένα ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 27 αρ. 4 και του άρθρου 26 παρ. 4 και 11 του ΑΝ 1846/51. Όπως ο αναιρεσείων αναφέρει στην αίτησή του, εσφαλμένα ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν οι διατάξεις αυτές, διότι από αυτές προκύπτει, ότι για να είναι έγκυρη και να αποτελεί τίτλο εκτελεστό η εκδιδόμενη πράξη επιβολής εισφορών (ΠΕΕ) θα πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη "αναγράφοντας είτε στο σώμα αυτής είτε στην έκθεση ελέγχου η οποία τη συμπληρώνει έγκυρα, με σαφήνεια και κάθε δυνατή πληρότητα όλα τα στοιχεία, τα οποία έλαβε υπόψη του το ασφαλιστικό όργανο που θεμελιώνουν την υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο αξίωση του ΙΚΑ, ειδικότερα "το ονοματεπώνυμο των εργαζομένων, τον τόπο και το χρόνο απασχόλησης, το είδος της παρεχομένης εργασίας τις αποδοχές αυτών το ποσό των εισφορών και τον υπόχρεο για την καταβολή των εισφορών". Πράγματι οι πιο πάνω διατάξεις αφορούν την Πράξη Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ) (πότε συντάσσεται, τι πρέπει να περιέχει κλπ) και δεν πρόκειται για ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία των οποίων ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 περ Ε του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης. Ούτε, άλλωστε, η αναφορά των πιο πάνω στοιχείων της Πράξης Επιβολής Εισφορών αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων.
Περαιτέρω αβάσιμες είναι ο αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 26 παρ.1 του ΠΚ, καθώς και τις αναφερόμενες στην αίτηση λοιπές διατάξεις, άλλως, όπως υποστηρίζει, η απόφαση στερείται της απαιτουμένης κατά το Σύνταγμα και το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. ειδικής κι εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς το υποκειμενικό στοιχείο των παραπάνω πράξεων, διότι, όπως αναφέρει, "δεν παραθέτει ούτε διευκρινίζει αν αυτός τέλεσε την πράξη από δόλο ή αμέλεια". Στο σκεπτικό, όμως, της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται ειδική μνεία του δόλου του αναιρεσείοντος. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι, όπως κατά λέξη αναφέρει, η προσβαλλόμενη απόφαση "απέρριψε σιγή τον ορισμένο αυτόν ισχυρισμό μας, παρ' ότι πρόκειται για ισχυρισμό ελλείψεως υπαιτιότητας από το άρθρο 336 ΑΚ και υπάρξεως ειδικής συμφωνίας για το χρόνο και τρόπο καταβολής των οφειλομένων εισφορών με την αιτιολογία ότι.....", όπως και οι συναφείς αιτιάσεις ότι "απέρριψε τον ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό μας περί εξοφλήσεως των εισφορών μας", είναι αβάσιμες και απορριπτέες, αφενός, διότι οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος περί "ελλείψεως υπαιτιότητας", και περί "εξοφλήσεως", δεν είναι αυτοτελείς, ώστε η απόρριψη αυτών να απαιτεί ειδική αιτιολογία, αλλά πρόκειται για απλούς υπερασπιστικούς, αρνητικούς της κατηγορίας, ισχυρισμούς και, αφετέρου, διότι οi εν λόγω ισχυρισμoί δεν απορρίφθηκαν σιγή, αλλά με την αναφερόμενη στην απόφαση αιτιολογία. Οι προβαλλόμενες δε περαιτέρω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η αναφερόμενη στην απόφαση αιτιολογία, που αφορά την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών είναι "ανεπαρκής" και "δεν είναι νόμιμη και ορισμένη", για τους αναφερόμενους στην αίτηση λόγους, πλήττουν απαραδέκτως την περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και κακής ερμηνείας και εφαρμογής των πιο πάνω ποινικών διατάξεων, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση, και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 4/6/2008 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως (αρ. πρωτ. 5187/12-6-2008) του Χ1 για αναίρεση της 26815/2008 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή