Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά, Κατηγορίας μεταβολή.
Περίληψη:
Παράβαση νόμου περί ναρκω-τικών. Αιτιολογία εισαγωγής, κατοχής και μεταφοράς. Μεταβολή κατη-γορίας. Λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β΄ του Κ.Π.Δ., λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, διότι μεταβλήθηκε η ποσότητα των ναρκωτικών για την οποία αρχικά είχε ασκηθεί ποινική δίωξη. Πότε είναι ανεπίτρεπτη η μεταβολή της κατηγορίας. Η επιβαλλόμενη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστα-σεως του άρθρου 84 παρ. 2 του Π.Κ. ισχυρισμό. Επίκληση ελαφρυντικών άρθρου 84 παρ. 2 α, β και δ (προτέρου εντίμου βίου, ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα). Αοριστία ισχυρισμών. Εκ περισσού αιτιολογία απορ-ρίψεως. Απορρίπτει αναίρεση
Αριθμός 2154/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Φωτόπουλο, περί αναιρέσεως της 60/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτ. Μακεδονίας.
Το Πενταμελές Εφετείο Δυτ. Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 47/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τις διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43, 49, σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 57 επ. 246 επ., 250 και 321 του Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε και για κάποια άλλη έστω και συναφή, αλλιώς παράγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, που υπάρχει και όταν η πράξη για την οποία διώχθηκε και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος είναι διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις τελέσεως, από εκείνη για την οποία καταδικάσθηκε αυτός. Τέτοια ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας δεν υπάρχει, όταν το δικαστήριο προσδιορίζει ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τον τρόπο τελέσεως της πράξεως. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, κατά του αναιρεσείοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για εισαγωγή στην Επικράτεια, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικής ουσίας (ηρωίνης), πράξεις που τελέστηκαν από αυτόν στις 18-11-2004 στο Τελωνείο Κρυσταλλοπηγής και στο 10° χιλιόμετρο της ΕΟ ........ - ......... και εισήχθη με την 31/2005 σύμφωνη γνώμη - διάταξη του Προέδρου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας σε δίκη, αρχικά για ποσότητα 1015 γραμμαρίων ηρωίνης. Στη συνέχεια και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας συμπληρώθηκε και διευκρινίσθηκε το κατηγορητήριο, ως προς το βάρος της συνολικής ποσότητας που εισήγαγε, κατείχε και μετέφερε στις 18-11-2004 με το ............ ΙΧΕ αυτοκίνητο ο αναιρεσείων στο Τελωνείο Κρυσταλλοπηγής και στο 10° χιλιόμετρο ΕΟ ....... -........ με την προσθήκη της ποσότητας των 2062 γραμμαρίων ηρωίνης, που ανευρέθη μεταγενέστερα, στις 1/7/2005 μέσα στο ως άνω αυτοκίνητο, που φυλάσσονταν από 18-11- 2004 στο χώρο φύλαξης αυτοκινήτων του Τελωνείου Νίκης Φλώρινας, χωρίς να μεταβληθεί η ταυτότητα των αρχικών πράξεων εισαγωγής, κατοχής και μεταφοράς για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη, αφού η ανευρεθείσα επιπλέον ποσότητα ηρωίνης στο πιο πάνω αυτοκίνητο αποτελεί ενιαία ποσότητα με την αναφερόμενη αρχικά στο κατηγορητήριο ποσότητα των 1015 γραμμαρίων. Το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων), με την 83/2005 απόφασή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, για τις πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καστοριάς για συνολική ποσότητα ηρωίνης 3077 γραμμαρίων, χωρίς να μεταβάλει την κατηγορία, αφού προηγουμένως - απέρριψε τον προταθέντα ισχυρισμό του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, περί ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, διότι η μεταγενέστερη ανεύρεση της ναρκωτικής ουσίας των 2062 γραμμάριων ηρωίνης δεν αποτελεί άλλη αυτοτελή - διαφορετική πράξη ή έστω συναφή με την αρχική πράξη της εισαγωγή, μεταφοράς και κατοχής, αλλά ενιαία πράξη με αυτή. Το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των αξιοποίνων πράξεων που διαλαμβάνονται στην εκκαλούμενη απόφαση, για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη και εισήχθη αυτός σε δίκη. Πρέπει δε να παρατηρηθεί, ότι ο ήδη αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, κατά την ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου κατάθεση και ανάπτυξη των αυτοτελών ισχυρισμών του, ρητώς δήλωσε ότι δεν επαναπροβάλλει τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί απόλυτης ακυρότητας του κατηγορητηρίου, λόγω μεταβολής της κατηγορίας. Το Πενταμελές, όμως, Εφετείο, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 171 εδ. α ΚΠΔ, αυτεπαγγέλτως ερεύνησε για την ύπαρξη τυχόν απόλυτης ακυρότητας, λόγω της επικαλούμενης από τον αναιρεσείοντα ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας και απέρριψε, ως αβάσιμους, τους ισχυρισμούς αυτούς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το περιεχόμενο της οποίας εκτίθεται στην επομένη παράγραφο. Σύμφωνα με τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι, η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, δεν είναι διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις από την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε αυτός να δικασθεί, αλλά απλώς προσδιορίζονται ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά, που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτής και ειδικότερα προσδιορίζεται επακριβέστερα η ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας (ηρωίνης), την οποία ο κατηγορούμενος εισήγαγε, κατείχε και μετέφερε στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, όχι με άλλη, έστω και συναφή, αλλά με την ίδια πράξη εισαγωγής, κατοχής και μεταφοράς, για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η επιπλέον ποσότητα των 2069 γραμμαρίων συνιστά άλλη επί μέρους πράξη, με την οποία ουδεμία αυτός έχει σχέση, αφορά την περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου, ως προς τις συνθήκες τελέσεως των πράξεων για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε και τον ακριβή προσδιορισμό των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν τον τρόπο τελέσεως των πράξεων αυτών και ειδικότερα, ως προς τον ακριβή προσδιορισμό τις ποσότητας των ναρκωτικών που αφορούν οι πράξεις αυτές. Επομένως το Εφετείο δεν προέβη σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας και ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ., περί απόλυτης ακυρότητας πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
II. Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. α και ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993 (άρθρο 20 παρ. 1 περ. α και ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, εισάγει στην επικράτεια, κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο. Η εισαγωγή πραγματώνεται με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών από το εξωτερικό στην Ελληνική Επικράτεια. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά, ενώ η μεταφορά πραγματώνεται με τη μετακίνηση των ναρκωτικών από ένα τόπο σε άλλο με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 60/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Στις 18-11-2004, στο 10° χιλιόμετρο της Ε.Ο. ....... - ......... και περί ώρα 18.05', σε έλεγχο, που διενεργούνταν, από άνδρες του σώματος συνοριοφυλάκων, στα διερχόμενα αυτοκίνητα, ελέγχθηκε και το αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας .......... Ι.Χ.Ε, που οδηγούσε ο κατηγορούμενος και εκκαλών Χ1, Αλβανός υπήκοος και είχε ως συνοδηγό τον τότε συγκατηγορούμενό του, .............. επίσης Αλβανό υπήκοο, ο οποίος αθωώθηκε πρωτοδίκως και ως εκ τούτου δεν μετέχει στην έκκλητη δίκη, με τη χρήση αστυνομικού σκύλου, χωρίς όμως να ανευρεθούν ναρκωτικά. Στη συνέχεια υποβλήθηκαν και οι δυο σε σωματικό έλεγχο, κατά τον οποίο, βρέθηκαν στον παρόντα κατηγορούμενο ναρκωτικά και συγκεκριμένα ηρωίνη, βάρους ενός (1) κιλού και 15 γραμμαρίων, συσκευασμένη σε δύο δέματα, που είχαν προσαρμοσθεί επιμελώς με αυτοκόλλητη ταινία στη μέση του. Επίσης, σε μεταγενέστερο χρόνο, και συγκεκριμένα την 6-7-2005, από την ανωτέρω ημερομηνία, βρέθηκε και άλλη ποσότητα ηρωίνης στο ως άνω αυτοκίνητο, βάρους 2.062 γραμμαρίων, συσκευασμένη σε πέντε δέματα και επιμελώς κρυμμένη μέσα στη κονσόλα του αυτοκινήτου αυτού, κοντά στο κιβώτιο ταχυτήτων, ύστερα από την διενέργεια νέου αστυνομικού ελέγχου. Τα ναρκωτικά αυτά υπήρχαν μέσα στο εκτεθέν αυτοκίνητο, όταν έλαβε χώρα ο αρχικός έλεγχος, ανεξάρτητα αν τα μύρισε ή όχι αστυνομικός σκύλος, που χρησιμοποιήθηκε, καθόσον από τη στιγμή του ως άνω ελέγχου, το αυτοκίνητο κατασχέθηκε από την Αστυνομική Αρχή, έκτοτε δε τελούσε υπό συνεχή έλεγχο και εποπτεία των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων, με συνέπεια να αποκλείεται να εισήλθε η άλλη ποσότητα των ναρκωτικών σε αυτό μεταγενέστερα και από άλλο άτομο. Τη συνολική αυτή ποσότητα της ηρωίνης, βάρους 3.077 γραμμαρίων (1.015 γραμμάρια + 2.069 γραμμάρια), την εισήγαγε ο κατηγορούμενος και εκκαλών στις 18-11-2004, από το Τελωνείο της Κρυσταλλοπηγής- Φλώρινας, προερχομένη από την Αλβανία, την κατείχε δε έκτοτε στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με την έννοια της φυσικής εξουσίασης επ' αυτής και της διάθεσης της σε τρίτους, με οικονομικό αντάλλαγμα και την μετέφερε με το υπ' αριθμ............. ΙΧΕ αυτοκίνητό του μέσα στην Ελληνική Επικράτεια, κατά τον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, ............., συνοριοφύλακα, ο οποίος επιβεβαιώνει όλα τα εκτεθέντα, καθώς και ότι το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, στην κονσόλα του οποίου βρέθηκε η υπόλοιπη ποσότητα της ηρωίνης, που εισήγαγε στη χώρα, κατείχε και μετέφερε αυτός, φυλάσσονταν στο αστυνομικό Τμήμα της Κρυσταλλοπηγής και τελούσε υπό άμεση αστυνομική εποπτεία. Ο κατηγορούμενος δεν αμφισβήτησε ότι κατείχε και μετέφερε την ποσότητα της ηρωίνης, βάρους 1.015 γραμμαρίων, ισχυριζόμενος όμως ότι δεν γνώρισε ότι ήταν ναρκωτικά, αλλά χρήματα, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, του τα έδωσαν μέσα στο Ελληνικό έδαφος, ως τίμημα για το αυτοκίνητό του, το οποίο θα πουλούσε και θα παρέδιδε στην Ελλάδα σε ομοεθνή του, με τον αδελφό του οποίου είχε καταρτίσει τη σχετική συμφωνία στην Αλβανία, αρνούμενος περαιτέρω ότι είχε καμία ανάμιξη στην άλλη ποσότητα ηρωίνης, βάρους 2.062 γραμμαρίων, που βρέθηκε μεταγενέστερα, μέσα στην κονσόλα του αυτοκινήτου του. Πλην όμως, όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί του είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν και τούτο γιατί δεν προσκόμισε ο κατηγορούμενος καμμία σχετική απόδειξη περί αυτών. Επιπλέον δεν εξήγησε αυτός, κατά τρόπο πειστικό, αφενός μεν γιατί δεν παρέδωσε το αυτοκίνητό του, στον αδελφό του ομοεθνούς του, με τον οποίο είχε καταρτίσει και τη συμφωνία πώλησης αυτού και γιατί ο τελευταίος, υποτιθέμενος αγοραστής δεν έστειλε τα χρήματα διαμέσου Τράπεζας, ή γιατί δεν μετέβη ο ίδιος ο ως άνω αγοραστής στην Αλβανία, προκειμένου να καταβάλει στον κατηγορούμενο το τίμημα για την πώληση του αυτοκινήτου και να παραλάβει αυτό απ' ευθείας. Δεν εξήγησε επίσης κατά τρόπο πειστικό, πως είναι δυνατόν κάποιος άλλος τρίτος να έβαλε την υπόλοιπη ποσότητα της ηρωίνης στην κονσόλα του αυτοκινήτου του, ενόψει του ότι, μόλις αυτό κατασχέθηκε από την Αστυνομία, την 18-11-2004 και μέχρι την ημέρα που βρέθηκε αυτό, την 1-7-2005, τελούσε υπό πλήρη αστυνομικό έλεγχο και εποπτεία, φυλασσόμενο στο αστυνομικό τμήμα Κρυσταλλοπηγής. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος των πράξεων της εισαγωγής στην Επικράτεια, μεταφοράς και κατοχής, συνολικής ποσότητας ηρωίνης, βάρους 3.077 γραμμαρίων, που αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών ουσιών. Εξάλλου, πρέπει ν' απορριφθούν οι υπ' αυτού, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου, της ειλικρινούς μεταμέλειας και της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς και οι μεν δυο πρώτοι, ως αόριστοι, ενόψει του ότι δεν μνημονεύει ο κατηγορούμενος συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι όντως αυτός έζησε πριν από τις πράξεις αυτές έντιμη οικογενειακή, ατομική, επαγγελματική και καθόλα κοινωνική ζωή, μη αρκούντος του γεγονότος της ύπαρξης λευκού Ποινικού Μητρώου, αλλ' ούτε τέτοια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια και επεδίωξε να άρει τις συνέπειες των πράξεων του, αντίθετα αυτός κατά τη σύλληψή του, αλλά και την απολογία του, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και του πρωτοβαθμίου, επεχείρησε να συσκοτίσει την υπόθεση, αρνούμενος την ενοχή του. Ο δε ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως του ελαφρυντικού της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, είναι και αυτός απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον δεν νοείται μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά κρατουμένου στις φυλακές, όπου οφείλει αυτός, τηρώντας τον κανονισμό λειτουργίας των φυλακών, να συμπεριφέρεται σωστά, χωρίς αυτή η συμπεριφορά να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησής του (όπως συμβαίνει όταν κάποιος βρίσκεται σε ελεύθερη διαβίωση στην κατοικία του), μη αρκούντος του γεγονότος ότι. σύμφωνα με πιστοποιητικό του Διευθυντή των φυλακών, αυτός επέδειξε καλή διαγωγή, κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για τα αδικήματα της εισαγωγής στην επικράτεια, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών (3077 γραμμάρια ηρωίνης) . Για τις πράξεις του δε αυτές, οι οποίες, συνιστούν παραβάσεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, ΠΚ, αρθ. 5 παρ. 1 περ. α, ζ και παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ν. 1729/87, όπως αυτό ισχύει (ήδη άρθρο 20 παρ. 1 περ. α και ζ του ΚΝΝ), ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως δέκα πέντε (15) ετών και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων πιο πάνω εγκλημάτων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περ. ζ του ν. 1729/1987, όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το πλείστο μέρος του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, αποτελεί επανάληψη του περιεχομένου του διατακτικού, ανεξαρτήτως του ότι η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Για την πληρότητα, εξάλλου, της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του, όπως η αιτιολόγηση γιατί δεν βρέθηκε όλη η ποσότητα των ναρκωτικών στο αυτοκίνητο κατά τον αρχικό έλεγχο, και γιατί δεν έγινε δακτυλοσκοπικός έλεγχος για να αποδειχθεί ότι αυτός ήταν που τοποθέτησε τα ναρκωτικά στην κονσόλα του αυτοκινήτου, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ώστε να υποχρεούται το Δικαστήριο να απαντήσει. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ως προς την έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αυτής, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, όλες οι πιο πάνω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, προβαλλόμενες αιτιάσεις, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμες και απορριπτέες.
III. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ. α), το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (περ. δ) και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (περ. ε). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται ν' απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ., ενώ για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μετάνοιας, πρέπει η μετάνοια του υπαιτίου, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Επίσης στην τρίτη περίπτωση πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, κατέθεσε εγγράφως ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτόν των πιο πάνω τριών ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς, με το εξής περιεχόμενο "Πρέπει να μου αναγνωριστούν τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά, κι' αυτό γιατί πράγματι έζησα μέχρι τον χρόνο του εγκλήματος, μια φιλήσυχη ατομική, οικογενειακή και επαγγελματική ζωή. Ποτέ δεν καταδικάσθηκα, ποτέ δεν ενήργησα πράξεις που να καταδεικνύουν αντικοινωνικότητα, μάλιστα δε, αν είχα αφεθεί, κατά τη σύλληψή μου, να τηλεφωνήσω, είμαι βέβαιος ότι θα είχε επιτευχθεί η σύλληψη των ανθρώπων που μου παρέδωσαν τα ναρκωτικά. Σημειώνω μάλιστα ότι επρόκειτο για ηρωίνη, που λόγω της μικρής καθαρότητάς της ήταν αδύνατο να προορίζονταν για εμπορία, αφού κανείς δεν θα ενδιαφερόταν να την αγοράσει, λόγω μη πρόσφορου αποτελέσματος. Όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν εμπορικά εκμεταλλεύσιμη... Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι με χρησιμοποίησαν, για να πετύχουν το σκοπό τους, αυτοί που τοποθέτησαν και την ηρωίνη στο αυτοκίνητό μου. Επιπρόσθετα, προκειμένου να αποδείξω ότι δεν έχω ροπή στην εγκληματικότητα, Σας προσκομίζω το με αριθμό .......... πιστοποιητικό διαγωγής της φυλακής, όπου η διαγωγή μου υπήρξε αρίστη. Και όχι μόνον. Εάν η δίκη μου είχε ορισθεί μετά δίμηνο, θα σας είχα προσκομίσει και βεβαίωση ότι τελείωσα και το σχολείο των φυλακών. Αλλά και χαρακτηριστικό γνώρισμα της εν γένει συμπεριφοράς μου και της εργατικότητάς μου είναι και η πραγματοποίηση 372 ημερών εργασίας. Το γεγονός αυτό και μόνο αποδεικνύει προσπάθεια επανένταξης. Γι' αυτό αιτούμαι την αναγνώριση των ελαφρυντικών". Με αυτό το περιεχόμενο, οι προταθέντες ισχυρισμοί για τη χορήγηση ελαφρυντικών είναι αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται επαρκή περιστατικά που να τους θεμελιώνουν. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο αναιρεσείων δεν καταδικάσθηκε ποτέ "για πράξεις που να καταδεικνύουν αντικοινωνικότητα", όπως ισχυρίζεται, αποτελεί αρνητικό περιστατικό, που από μόνο του δεν δικαιολογεί τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, χωρίς την επίκληση και άλλων συγκεκριμένων (θετικών) περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Επίσης ουδέν περιστατικό επικαλέστηκε ο αναιρεσείων για να στηρίξει τον περί ειλικρινούς μεταμέλειας ισχυρισμό του, ενώ η αναφορά μόνο πιστοποιητικού αρίστης διαγωγής της φυλακής, και η πραγματοποίηση εντός αυτής 372 ημερών εργασίας, χωρίς την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών καλής συμπεριφοράς, πέραν της συνήθους συμπεριφοράς που υποχρεούνται οι κρατούμενοι στις φυλακές να τηρούν, συμμορφούμενοι στους σχετικούς κανονισμούς της φυλακής, δεν αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον περί καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη ισχυρισμό του. Το Δικαστήριο της ουσίας, επομένως, αιτιολογημένα απέρριψε, ως αόριστους, τους δύο πρώτους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος (του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μετάνοιας) και, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του, απάντησε, ως εκ περισσού, απορρίπτοντας κατ' ουσία, στον τρίτο ισχυρισμό αυτού, περί καλής συμπεριφοράς του για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, με την αναφερόμενη στην προηγούμενη παράγραφο αιτιολογία. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Συνακόλουθα, μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 13/15-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Κομοτινής κατά της 60/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ