Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Υπέρβαση εξουσίας, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Πολιτική αγωγή, Αναβολής αίτημα, Πρακτικά συνεδρίασης, Προφορική ανάπτυξη.
Περίληψη:
Επικίνδυνη σωματική βλάβη. Στοιχεία του εγκλήματος. Απαιτείται δόλος για το επικίνδυνο του τρόπου τέλεσης. Αιτιολογημένη η απόφαση. Το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ο οποίος αν και είχε περιληφθεί σε υπόμνημα του αναιρεσείοντος που ενσωματώθηκε στα πρακτικά, δεν αναπτύχθηκε και προφορικά ούτε προκύπτει ότι έγινε προφορική αναφορά του αναιρεσείοντος ή του συνηγόρου του στο ουσιώδες περιεχόμενο αυτού. Αιτιολογημένη η απόρριψη του αιτήματος του αναιρεσείοντος περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να κληθεί και να καταθέσει απολιπόμενος μάρτυρας. Εφόσον το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι για το σχηματισμό της παραπάνω κρίσης του, έλαβε υπόψη του, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων «και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάστηκαν στο δικαστήριο», παρέπεται ότι εκτίμησε και την ανώμοτι κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος. Αναιρείται εν μέρει λόγω θετικής υπέρβασης εξουσίας η προσβαλλόμενη απόφαση, που επιδίκασε στον πολιτικώς ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το αυτό με το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσόν, μολονότι έπαυσε οριστικά υφ’ όρον την ποινική δίωξη για τη μία από τις δύο πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε πρωτοδίκως.
Αριθμός 1744/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ραζέλο, περί αναιρέσεως της 2476/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως χωρίς δικηγόρο.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Απριλίου 2006 αίτησή του καθώς και στους από 30 Ιουνίου 2007 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 952/2006.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και τον αυτοπροσώπως εμφανισθέντα πολιτικώς ενάγοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 27 Απριλίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση 2476/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικαστούν και οι από 30 Ιουνίου 2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως.
ΙΙ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ΠΚ, αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρ. 310 παρ. 2), επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, συνίσταται στην πρόκληση της κατά το 308 παρ. 1 σωματικής βλάβης, κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ.2 του ΠΚ. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνο από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως, λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 352, 353 και 139 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για να προσκομισθούν νέες αποδείξεις. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως αυτό να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απορρίψεώς του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, απορρίψει το εν λόγω αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη (ουσιαστικού δικαίου) που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: "Τις απογευματινές ώρες της 13-9-2003 ο εγκαλών Ψ1, συνοδευόμενος από τα εξαδέλφια του Ψα και Ψβ, καθώς και από τη δικηγόρο Γ1 και το σύζυγό της ......, μετέβησαν στην περιοχή "...." .... Αττικής για να επισκεφθούν αγρόκτημα που βρίσκεται στη θέση "....." της εν λόγω περιοχής ιδιοκτησίας των Ψ, κατά τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, προκειμένου να επιδείξουν αυτό στη δικηγόρο Γ1 και τον ως άνω σύζυγό της, πολιτικό μηχανισμό, και να προβούν στη λήψη φωτογραφιών, ενόψει ασκήσεως αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων νομής ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Στην είσοδο του εν λόγω αγροκτήματος συνάντησαν τον κατηγορούμενο και τον συγκατηγορούμενο του πρωτοδίκως ......, τους οποίους είχε εγκαταστήσει εκεί ο φερόμενος ως καταπατητής και αγοραστής αυτού (αγροκτήματος) μάρτυρας Ζ1, που τους απασχολούσε ως φύλακες και υπαλλήλους. Οι ως άνω κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να επιτρέψουν στον εγκαλούντα και την παρέα του την είσοδο στο αγρόκτημα, τελικά όμως, ορισμένοι απ'αυτούς, εισήλθαν στο αγρόκτημα και ο εγκαλών προχώρησε προς το βάθος αυτού προκειμένου να λάβει τις φωτογραφίες που ήθελε από τον ευρύτερο χώρο που γινόντουσαν οικοδομικές εργασίες. Μετά παρέλευση ολίγων λεπτών της ώρας, ο εγκαλών, ο οποίος την εποχή εκείνη εργαζόταν σε φωτογραφείο, αφού είχε πάρει τις φωτογραφίες που επιθυμούσε, επέστρεψε προς την είσοδο του αγροκτήματος, προκειμένου, να αναχωρήσουν όλοι (η παρέα τους) από αυτό. 'Όταν ο εγκαλών έφθασε πλησίον της εισόδου-εξόδου του αγροκτήματος αντελήφθη ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος διαπληκτιζόταν φραστικά με τον εξάδελφό του Ψ1 και έκανε νόημα σε αυτόν ότι τελείωσε και φεύγανε. Τη στιγμή εκείνη, ο κατηγορούμενος έριξε μια γροθιά στο μάτι του εγκαλούντος, με αποτέλεσμα να πέσει η φωτογραφική μηχανή που κρατου'σε αυτός στο έδαφος και να επακολουθήσει συμπλοκή μεταξύ των δύο ανδρών. Κατά τη συμπλοκή αυτή, ο κατηγορούμενος, αρχικά με τα χέρια του και τη στιγμή που ο εγκαλών έσκυψε να πάρει τη φωτογραφική μηχανή, με μία ευμεγέθη πέτρα, βάρους δύο (2) κιλών περίπου, κατάφερε στον εγκαλούντα κτυπήματα σε διάφορα μέρη του σώματός του και τον δάγκωσε στο δεξί χέρι, προκαλώντας του έτσι, από πρόθεση, σωματικές κακώσεις και ειδικότερα θλαστικό τραύμα αριστεράς βρεγματοϊνιακής χώρας χειρουργικώς συρραφέν, μώλωπα επί της μέσης ινιακής χώρας, θλαστικό τραύμα επί της ονυχοφόρου φάλαγγος του δεξιού αντίχειρα, θλάση του αριστερού γόνατος και οιδηματική θλάση και εκχυμώσεις επί του βλεφάρου του δεξιού οφθαλμού. Η πράξη δε αυτή του κατηγορουμένου, ο οποίος έδρασε ελεύθερα και με πλήρη επίγνωση των ενεργειών του, χωρίς να επηρεασθεί από προηγούμενη συμπεριφορά του παθόντος, λόγω του μέσου που χρησιμοποιήθηκε (ευμεγέθη πέτρα και γροθιά) και των σημείων του σώματος πουν έπληξε τον παθόντα (πίσω μέρος της κεφαλής, οφθαλμό και μέση) μπορούσε να προκαλέσει γι'αυτόν (παθόντα) κίνδυνο της ζωής του. Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος, τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συνομολογεί ότι κτύπησε τον εγκαλούντα ισχυριζόμενος ότι τον είχαν πιάσει δύο άνδρες και τον κτυπούσαν, χωρίς να επικαλείται ορισμένως κατάσταση αμύνης και ότι πράγματι ο εγκαλών κτυπήθηκε και με πέτρα, ισχυρίζεται, όμως ότι την πέτρα αυτή (μεγάλη, κατά τη πρώτη απολογία του και μικρές πέτρες κατά την απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) την πήρε η Ψβ για να κτυπήσει τον ίδιο, αλλά δεν τον πέτυχε γιατί έσκυψε αυτός και κτύπησε τελικά τον παθόντα (χωρίς να προσδιορίζει σε ποιο σημείο) εξάδελφό της. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδεικνύεται από την (αόριστη) κατάθεση της μάρτυρα υπερασπίσεως ....., η οποία καταθέσει "την Αστυνομία την κάλεσαν οι Ψ. Την πέτρα την έφεραν (στην Αστυνομία) οι Ψ ούτε επιβεβαιώνεται αυτό από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά προσκρούει και στην κοινή πείρα και λογική να επιχειρήσει η εν λόγω Ψβ να πλήξει τον κατηγορούμενο με την ως άνω ευμεγέθη πέτρα, αγνοώντας τον κίδνυνο ζωής που συνεπαγόταν τούτο και για τον (παθόντα) εξάδελφο της Ψ1 ο οποίος τη στιγμή εκείνη δεν αποδεικνύεται ότι βρισκόταν σε κάποια ασφαλή απόσταση από τον κατηγορούμενο, με τον οποίο είχε συμπλακεί, όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται.
Συνεπώς, ενόψει της σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης βεβαιότητας για την αλήθεια της κατηγορίας, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξης της επικίνδυνης σωματικής βλάβης που του αποδίδεται, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών αυτού, οι οποίοι συνιστούν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς. Να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο τούτο σχημάτισε πλήρη πεποίθηση για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αναφερόμενα παραπάνω αποδεικτικά μέσα και δεν κρίνει αναγκαία την εμφάνιση της απολιπομένης μάρτυρα Ψβ, η οποία εξετάσθηκε πρωτόδικα και η κατάθεσή της αυτή περιέχεται στην εκκαλούμενη απόφαση, που αναγνώσθηκε, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος για αναβολή της δίκης, για το λόγο αυτό. Εξάλλου, κατ'άρθρο 31 παρ.1 α του ν.3346/2005, παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη υφ'όρον των πλημμελημάτων, που έχουν τελεσθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού (17-6-2005), κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή. Στην προκείμενη περίπτωση, έχει ασκηθεί κατά του κατηγορουμενου ποινική δίωξη και για την πράξη της εξύβρισης, για την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, ενώ η προβλεπόμενη από το νόμο (άρθρο 361 ΠΚ) ποινή δεν υπερβαίνει το ένα έτος φυλάκισης.
Συνεπώς, συντρέχει νόμιμος λόγος να παύσει υφ' όρον η ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου, για την πράξη αυτή. λόγω παραγραφής". Ακολούθως, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ένοχο επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του ανωτέρω παθόντος και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια, ενώ έπαυσε υφ' όρον την ποινική δίωξη εναντίον του για την πράξη της εξυβρίσεως σε βάρος του ίδιου παθόντος λόγω παραγραφής. Με αυτά που δέχθηκε το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 309-308 ΠΚ που εφάρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη και η "ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και δήθεν θύματος Ψ1", πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Και τούτο διότι, εφόσον το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του, ότι για τον σχηματισμό της παραπάνω κρίσης του, έλαβε υπόψη του, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων "και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν στο δικαστήριο" παρέπεται, ότι έλαβε υπόψη του και την κατάθεση του άνω παθόντος-πολιτικώς ενάγοντος που δόθηκε χωρίς όρκο και δεν είναι απαραίτητο για την πληρότητα της απολογίας να μνημονεύεται ειδικώς τούτου ούτε να αναφέρεται ποιοι μάρτυρες εξετάσθηκαν χωρίς όρκο ή με όρκο. Τόσο μάλλον καθόσον ο πολιτικώς ενάγων αναφέρεται στα πρακτικά ως μάρτυρας κατηγορίας. Περαιτέρω η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνεται ότι αυτός ομολόγησε ότι χτύπησε τον εγκαλούντα τόσο κατά την απολογία του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του εκδόντος την προσβαλλομένη πράγμα που δεν συνέβη, πλήττει την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Εφετείου και γι'αυτό είναι απαράδεκτη, αφού ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τις παραδοχές αυτής και δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Πέρα τούτων από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν στο Εφετείο, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατά την απολογία του κατέθεσε, εκτός άλλων, ότι "Μ'άρπαξαν απ'το γιακά τρία άτομα και με κτυπούσαν.Τον κτύπησα κι εγώ". Εξάλλου η αιτίαση του αναιρεσείοντος κατά την οποία το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, υπερέβη την εξουσία του, καθόσον τον καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη έγκληση, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε αυτός, διώκεται αυτεπαγγέλτως και όχι κατ'έγκληση, όπως τούτο προκύπτει από το άρθρο 315 ΠΚ, όπου ορίζονται ποία είδη σωματικών βλαβών και υπό ποίες προϋποθέσεις διώκονται κατ'έγκληση. Περαιτέρω η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Εφετείο απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υποβληθέν αίτημα αναβολής της δίκης, προκειμένου να κληθεί κατά τη νέα δικάσιμο η μάρτυρας Ψβ, είναι αβάσιμη, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, και τα πρακτικά της, το δικαστήριο της ουσίας, στην ανέλεγκτη κρίση του οποίου ανάγεται η απόφαση για το αν έπρεπε να κληθεί ή όχι η ως άνω μάρτυρας, απέρριψε το ανωτέρω αίτημα με την καταληκτική του σκεπτικού αιτιολογία και συγκεκριμένα ότι "Να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο τούτο σχημάτισε πλήρη πεποίθηση για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αναφερόμενα παραπάνω αποδεικτικά μέσα και δεν κρίνει αναγκαία την εμφάνιση της απολιπομένης μάρτυρα Ψβ, η οποία εξετάσθηκε πρωτόδικα και η κατάθεσή της αυτή περιέχεται στην εκκαλούμενη απόφαση, που αναγνώσθηκε, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος για αναβολή της δίκης για το λόγο αυτό". Τέλος η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ουδόλως αιτιολόγησε γιατί δεν τον απήλλαξε πλήρως για την πράξη της εξυβρίσεως αλλά έπαυσε υφ' όρον την ποινική δίωξη παρά την δεδομένη δικαστική ομολογία του μηνυτή ότι ουδέποτε τον εξύβρισε, είναι αβάσιμη, διότι λόγω της υπό του άρθρου 31 παρ.1 του ν.3346/2005 καθιερωθείσης παραγραφής του αξιοποίνου των αναφερομένων σ'αυτό πράξεων (πλημμελημάτων) κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αξιόποινη πράξη της εξυβρίσεως (άρθρ.361 παρ.1 ΠΚ), το Δικαστήριο δεν είχε τη δικονομική δυνατότητα να ερευνήσει την ουσία της υπόθεσης, αλλά να αποφανθεί ως ανωτέρω. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' Δ', Ε και Η' του ΚΠοινΔ λόγοι αναίρεσης του κυρίου δικογράφου και των προσθέτων, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ.1, 2 της ΕΣΔΑ, με τις αντίθετες προς τα ανωτέρω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, Οι αιτιάσεις δε, κατά τα λοιπά που προβάλλονται με τους ίδιους λόγους αναίρεσης, ανάγονται σε παραδοχές του Εφετείου περί τα πράγματα, ήτοι σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων που είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη και έτσι είναι απαράδεκτες.
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 139 παρ.1 ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας. 'Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό, ενώ αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε και ενσωματώθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχουν προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του (Ολ.ΑΠ 2/2005). Διαφορετικά οι ισχυρισμοί αυτοί θεωρούνται ότι δεν έχουν προβληθεί παραδεκτώς και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ'αυτούς. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης οι συνήγοροι του κατηγορουμένου πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας κατέθεσαν πολυσέλιδο (16 σελίδες) σημείωμα "αυτοτελών υπερασπιστικών ισχυρισμών", το οποίο ενσωματώθηκε στα πρακτικά. Δεν προκύπτει όμως από τα ίδια πρακτικά ότι αναπτύχθηκε προφορικά οιοσδήποτε ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Με τον τρόπο όμως αυτό που υποβλήθηκαν οι φερόμενοι ως αυτοτελείς του κατηγορουμένου ισχυρισμοί, δηλαδή με έγγραφο σημείωμα χωρίς την ανάπτυξή τους και προφορικά, προβλήθηκαν απαραδέκτως και το δικαστήριο δεν είχε, όπως προαναφέρθηκε, υποχρέωση να απαντήσει σε απαράδεκτους ισχυρισμούς. Επομένως ο συναφής από το άρθρο 510 παρ1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη των αυτοτελών του κατηγορουμένου ισχυρισμών είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙΙ. Με τον τελευταίο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων ο αναιρεσείων προβάλλει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'ΚΠοινΔ, με την αιτίαση α) ότι η συμμετοχή της συνέδρου (εφέτη) Μαρίας Νικολοπούλου στη σύνθεση του Δικαστηρίου, εναντίον της οποίας αυτός είχε υποβάλλει αίτηση εξαιρέσεως, για υπόνοιες μεροληψίας και μετά την απόρριψη αυτής με παρεμπίπτουσα ταυτάριθμη με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθιστά κακή την σύνθεση αυτού "γιατί το Δικαστήριο περιλάμβανε σύνεδρο προκατειλημμένη που μερολήπτησε εις βάρος του" και β) ότι μετά την απόρριψη της ως άνω αιτήσεως εξαιρέσεως το Δικαστήριο δεν εχώρησε στη συνέχιση και ολοκλήρωση της διακοπείσας εξέτασης του μάρτυρα Ζ1, ούτε έδωσε το λόγο σ'αυτόν (κατηγορούμενο) ούτε στους συνηγόρους του για την εξέταση του εν λόγω μάρτυρα. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον η συμμετοχή στη σύνθεση του Δικαστηρίου, που δικάσει την υπόθεση μέλους, για το οποίο απορρίφθηκε αίτηση εξαιρέσεως με απόφαση του Δικαστηρίου, δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος είναι αβάσιμος. και τούτο διότι από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι κατά την υποβολή της αιτήσεως εξαιρέσεως της άνω συνέδρου δεν είχε ολοκληρωθεί η κατάθεση του προαναφερόμενου μάρτυρα, ώστε να συνεχιστεί η κατάθεση του ούτε ο κατηγορούμενος ή οι συνήγοροί του ζήτησαν το λόγο από τον διευθύνοντα τη συζήτηση να υποβάλλουν ερωτήσεις προς τον εν λόγω μάρτυρα. Αντίθετα από αυτά (πρακτικά) προκύπτει ότι μετά την απαγγελία της απόφασης επί της αιτήσεως εξαιρέσεως συνεχίστηκε η διακοπείσα δίκη και ο διευθύνων τη συζήτηση αφού βεβαιώθηκε για την παρουσία στην αίθουσα συνεδριάσεως όλων των παραγόντων της δίκης (Δικαστήριο με την ίδια σύνθεση, Πρόεδρο και μέλη, Εισαγγελέα και γραμματέα, κατηγορούμενο, πληρεξούσιο δικηγόρου πολιτικώς ενάγοντος και συνήγοροι κατηγορουμένου), διέταξε να συνεχιστεί η διακοπείσα συνεδρίαση, στο σημείο που αυτή διακόπηκε και μετά από πρόταση της Εισαγγελέως και χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από τους παράγοντες της δίκης προέβη στην ανάγνωση των αναγνωσθέντων εγγράφων.
iV. Από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ.1 εδάφιο τελευταίο του ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι "το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή από τον Εισαγγελέα εξετάζεται από το Εφετείο, και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων" προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως, εξετάζει και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της απόφασης που αφορά στις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάστηκε πρωτοδίκως και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων. Το Εφετείο, στην περίπτωση αυτή, ερευνώντας το κεφάλαιο αυτό αποφαίνεται για τη βασιμότητα του χωρίς να δικαιούται μόνον να αυξήσει το ποσό που επιδικάσθηκε πρωτοδίκως. Στην προκείμενη περίπτωση από την πρωτόδικη 59410/2003 και την αναιρεσιβαλλόμενη 2476/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, αντιστοίχως, και τα ενσωματωμένα σ'αυτές πρακτικά προκύπτουν τα ακόλουθα: Ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο παθών Ψ1 είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγων και ζήτησε να του επιδικαστεί το ποσό των 44 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από το αδίκημα με την πρωτόδικη δε απόφαση αφού καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για τις αξιόποινες πράξεις της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και της εξύβρισης σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών και τριών (3) μηνών αντιστοίχως, και συνολικά σε ποινή φυλακίσεως ένδεκα (11) μηνών, επιδικάστηκε σ'αυτόν (πολιτικώς ενάγοντα) ολόκληρο το ως άνω ποσό. Ο ίδιος (Ψ1) παρέστη ως πολιτικώς ενάγων και ενώπιον του δευτεροβάθμίου δικαστηρίου (Τριμελές Εφετείο Αθηνών) κατά τη συζήτηση της έφεσης του κατηγορουμένου και ζήτησε να του επιδικαστεί το ποσό των 44 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τις κρινόμενες ως άνω πράξεις. Το τελευταίο, αφού κήρυξε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο μόνο για την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, εχώρησε και στην έρευνα του εκκληθέντος κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις και επιδίκασε στον άνω παθόντα-πολιτικώς ενάγοντα το ποσό των 44 ευρώ, ήτοι το αυτό επιδικασθέν πρωτοδίκως ποσό. 'Ετσι κρίνοντα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας καθόσον κατέστησε χείρονα τη θέση του κατηγορουμένου. Επομένως, πρέπει κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' ΚΠοινΔ προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, να αναιρεθεί μερικώς και μόνον όσον αφορά το περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, υπέρ του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 κεφάλαιο της η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση κατά το εν λόγω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠοινΔ. Κατά τα λοιπά, απορριπτομένων όλων των άλλων λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως μαζί με τους πρόσθετους λόγους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ'αριθμ. 2476/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ως προς τη διάταξή της για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης υπέρ του παραστάντος, ως πολιτικώς ενάγοντος Ψ1.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 26 Απριλίου 2006 αίτηση και τους από 30 Ιουνίου 2007 πρόσθετους επ'αυτής λόγους αναίρεσης του Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 2476/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουλίου 2008.
O ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ