Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Αναβολή υπόθεσης.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Απορρίπτεται ο περί εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 369 ΠΚ Λόγοι αναιρέσεως. Αιτιολογία. Αόριστος ο λόγος. Απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Αίτηση αναβολής. Αόριστο το αίτημα και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Εν πάση περιπτώσει αιτιολογημένα απερρίφθη. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι
Αριθμός 2350/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λιάπη, περί αναιρέσεως της 4038/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Πρατικάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5.72007 αίτησή της αναιρέσεως και στο από 17.10.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1402/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 148-153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2 και 509 παρ. 1α ΚΠΔ προκύπτει, ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως ή δηλώσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σ' αυτές λόγοι, από τους περιοριστικώς διαλαμβανομένους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, από την ανωτέρω δε αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι αναιρετικοί λόγοι, δεν εξαιρείται και ο προβλεπόμενος στο παραπάνω άρθρο 510 παρ. 1Δ τέτοιος, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ. Ενόψει τούτων, για το ορισμένο του προαναφερθέντος λόγου αναιρέσεως πρέπει: Α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και Β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να διευκρινίζεται επί πλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως (Ολ. ΑΠ 19/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με την κρινόμενη από 5 Ιουλίου 2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθ. 4038/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών για συκοφαντική δυσφήμηση της πολιτικώς εναγούσης, προβάλλει τον λόγο αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, τον οποίο διατυπώνει ως εξής, κατά πιστή μεταφορά: Στη σελ. 11 της αναιρεσιβαλλομένης αναφέρεται (τέλος κειμένου). "Το ότι τα ανωτέρω περιστατικά ήσαν ψευδή και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει του ψεύδους προκύπτει από τις καταθέσεις της πολιτικώς εναγούσης και του μάρτυρος Ζ1, από το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα επεσκέφθη τον τραυματία στο Νοσοκομείο, από το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα έχει σύζυγο με ειδικές ανάγκες, από το γεγονός ότι η εταιρεία ΙΝΤΕRAMERICΑΝ ασφαλίζει................". Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το Δίκασαν Δικαστήριο, έκανε χρήση έμμεσων νομικών και πραγματικών συλλογισμών αυθαίρετα. Συγκεκριμένα, δεν προκύπτει από την επισκόπηση της εξέτασης του μάρτυρα Ζ1 η αλήθεια των γεγονότων, αφού ο ίδιος ήταν απών από το περιστατικό. Επίσης είναι αυθαίρετη η σκέψη να υποστηρίζεται ως αποδεικτικό μέσο το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα έχει σύζυγο με ειδικές ανάγκες για την υποστήριξη της αναλήθειας των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το υλικό αντικείμενο της συκοφαντικής δυσφήμισης. Υπάρχει επίσης παντελής έλλειψη πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τον σκοπό εξυβρίσεως της δράσεως. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όπως διατυπώνεται στην έκθεση είναι τελείως αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, ως απαράδεκτος, γιατί δεν διαλαμβάνεται εις αυτόν σε τι συνίσταται η ανυπαρξία ή η έλλειψη της αιτιολογίας σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως. Αντιθέτως, με την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, επιχειρείται η αμφισβήτηση της αναγόμενης εις την εκτίμηση των αποδείξεων κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία όμως είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.
Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1Ε ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο ενώπιον άλλου για τρίτο γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του τρίτου αυτού, το γεγονός να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να εγνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Η ύπαρξη της μορφής αυτής του αμέσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με την παράθεση πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Η πολιτικώς ενάγουσα ηργάζετο ως ασφαλίστρια της ασφαλιστικής εταιρείας "INTERAMERICAN" και στα πλαίσια του επαγγέλματός της είχε μεσολαβήσει και είχε συναφθεί μεταξύ της εν λόγω εταιρείας και της εταιρείας με την επωνυμία "ΚΙΝΟ ΑΕ" σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως των υπαλλήλων της τελευταίας. Κατά την 18.10.2002 συνέβη τροχαίο ατύχημα, κατά το οποίο ετραυματίσθη ο υπάλληλος της εταιρείας "ΚΙΝΟ ΑΕ" Γ1 και ενοσηλεύθη στο ΚΑΤ. Η πολιτικώς ενάγουσα, πληροφορηθείσα το περιστατικό, επεσκέφθη από επαγγελματική ευσυνειδησία τον τραυματία στο νοσοκομείο κατά την 26.10.2002, προσκομίσασα και ανθοδέσμη. Στο δωμάτιο στο οποίο ενοσηλεύετο ο τραυματίας, ο οποίος είναι κωφός, παρευρίσκετο και η κατηγορουμένη, η οποία είναι συγγενής του και η οποία εζήτησε από την πολιτικώς ενάγουσα και επήγαν στον διάδρομο του νοσοκομείου, όπου επιμόνως ερωτούσε την πολιτικώς ενάγουσα για το ύψος της αποζημιώσεως την οποία θα ελάμβανε ο παθών, ως ησφαλισμένος από την ως άνω ασφαλιστικήν εταιρείαν. Φαίνεται, ότι οι απαντήσεις τις οποίες έδωσε η πολιτικώς ενάγουσα, σχετικά με την διαδικασία της αποζημιώσεως, δεν ικανοποίησαν την κατηγορουμένη, η οποία προφανώς φοβουμένη για το ασφαλιστικό δικαίωμα του συγγενούς της, ο οποίος οδηγούσε όχημα ενώ είναι κωφός, συνέταξε και απέστειλε προς τον διευθυντή της εταιρείας "ΚΙΝΟ ΑΕ" ........ την μη ημερομηνία ....... επιστολή, του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση αυτός και η υπάλληλος της ιδίας εταιρείας ........ Με την επιστολή αυτήν, το περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό, η κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε και διέδωσε σε βάρος της πολιτικώς εναγούσης εκ προθέσεως ψευδή περιστατικά, τελούσα εν γνώσει του ψεύδους και ειδικότερα, μεταξύ των άλλων, ότι δήθεν η πολιτικώς ενάγουσα κατά την ως άνω συζήτηση εξεφράσθη δυσμενώς για τον τραυματία Γ1, ειπούσα ότι "τα παιδιά αυτά (δηλαδή τα κωφά) είναι ανισόρροπα και είναι παράνομο να έχουν δίπλωμα οδήγησης, ο κος Γ1 το έχει παράνομα το δίπλωμα ........... η INTERAMERICAN δεν θα τον καλύψει γιατί η ΚΙΝΟ είχε αποκρύψει ότι είναι κωφός ........", ότι "....... ήταν πολύ προσβλητική η στάση της απέναντι στον ασθενή ........." και ότι η πολιτικώς ενάγουσα δεν θα έπρεπε να ανήκει στην κοινωνία μας ".......... εξαιτίας της έλλειψης επαγγελματικής ευσυνειδησίας και λεπτότητας .........". Το ότι τα ανωτέρω περιστατικά ήσαν ψευδή και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει του ψεύδους προκύπτει από τις καταθέσεις της πολιτικώς εναγούσης και του μάρτυρος Ζ1, από το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα επεσκέφθη τον τραυματία στο νοσοκομείο, από το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα έχει σύζυγο με ειδικές ανάγκες, από το γεγονός ότι η εταιρεία INTERAMERICAN ασφαλίζει κωφούς, από το γεγονός ότι επί ομαδικών ασφαλίσεων η ίδια εταιρεία δεν ζητεί κανένα ιατρικό ιστορικό και τέλος, από το γεγονός ότι η ασφαλιστική εταιρεία ασφάλισε τον τραυματισθέντα εν γνώσει της ότι είναι κωφός, καθόσον η εταιρεία "ΚΙΝΟ ΑΕ", στην κατάσταση του προσωπικού της την οποία είχε παραδώσει στην ασφαλίστρια εταιρεία, είχε δηλώσει ότι ο ως άνω παθών είναι κωφός. Τα περιστατικά αυτά, τα οποία, όπως ανεφέρθη, ήσαν ψευδή, ηδύναντο να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της πολιτικώς εναγούσης και επομένως πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδομένης σε αυτήν πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας, αφενός μεν διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, αφετέρου δε ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου ποινική διάταξη του άρθρου 363 ΠΚ, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίού παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ελλειπών, ασαφών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Εντεύθεν, ο πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων, κατά το αντίστοιχο μέρος του, περί ελλείψεως δηλαδή ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και ο δεύτερος του κυρίου δικογράφου, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 363 ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι.
Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνεται και στην απόφαση του δικαστηρίου επί αιτήματος αναβολής της δίκης, λόγω σημαντικών αιτίων, διαφορετικά ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο του προσθέτου δικογράφου, κατά το πρώτο σκέλος του, μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, με το οποίο εζητήθη η κλήτευση των κατονομαζομένων τριών μαρτύρων. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, για την έρευνα του εξεταζομένου λόγου αναιρέσεως, ο συνήγορος της αναιρεσείουσας, κατά την διάρκεια της εξετάσεως του μάρτυρα Ζ1, υπέβαλε το αίτημα, αφού έλαβε το λόγο από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως, προκειμένου να "προσέλθουν οι μάρτυρες ..........". Το αίτημα τούτο, όπως διατυπώθηκε, ήταν αόριστο, γιατί δεν διευκρίνιζε επί ποίων θεμάτων θα εξετάζοντο οι μάρτυρες αυτοί και εάν είχαν γνώση του προς εξέταση θέματος και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο της ουσίας με την απόφασή του απέρριψε το ως άνω αίτημα, γιατί δέχθηκε, ότι σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αιτιολογία που είναι πλήρης και που συμπληρώνεται με τις περί ενοχής της αναιρεσείουσας, σκέψεις της αποφάσεως, αφού, κηρυχθείσης ενόχου αυτής, εκ του πράγματος θεωρείται ότι έχει απορριφθεί το περί αναβολής ως άνω αίτημά της. Εντεύθεν ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων, κατά το αντίστοιχο μέρος του, περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ενώ οι ειδικότερες αιτιάσεις που διατυπώνονται με τον αυτό λόγο: α) περί ελλείψεως ακροάσεως (άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ), διότι κατά πιστή μεταφορά "δεν κατεγράφησαν ολοκληρωμένη ανάπτυξη του αιτήματος (εννοείται αναβολής)", και β) περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτες. Επίσης, οι αιτιάσεις που περιέχονται στους δεύτερο και τρίτο λόγους του προσθέτου δικογράφου και που, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, βάλλουν κατά των ουσιαστικών παραδοχών της αποφάσεως, είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες.
Τέλος, οι περί υπερβάσεως εξουσίας λόγοι αναιρέσεως, που περιέχονται στους δεύτερο και τρίτο λόγους του προσθέτου δικογράφου και που συνίστανται στο ότι το δικάσαν δικαστήριο: 1) "καθ' υπέρβαση εξουσίας έκρινε, ως καταδικαστικά αποδεικτικά μέσα που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν είτε για την αποδοχή του αιτήματος αναβολής για να διευκρινισθούν από τους νέους μάρτυρες, είτε για να παράξουν σοβαρές αμφιβολίες για το ψευδές του γεγονότος και τον σκοπό εξύβρισης της αναιρεσείουσας" και 2) "υπερέβη την εξουσία του, αφού δεν κατεγράφη στην απόφαση ολόκληρη η πρόταση του Εισαγγελέως, η οποία πρότεινε την απαλλαγή της κατηγορουμένης για όλα τα υπόλοιπα κομμάτια της επιστολής που θεωρούσε κρίσιμη .........", πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, γιατί το δικαστήριο, με τις παραπάνω "ενέργειες" ή "παραλήψεις του", δεν αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του, ούτε έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται, σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου, στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ούτε καταδίκασε για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης.
Μετά από αυτά, απορριπτομένων όλων των λόγων τόσον του κυρίου δικογράφου όσο και του προσθέτου, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) καθώς και στην δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς εναγούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Ιουλίου 2007 αίτηση καθώς και τους από 17 Οκτωβρίου 2007 προσθέτους λόγους της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 4038/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ