Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Ποινή, Ε.Σ.Δ.Α., Πολιτική αγωγή, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Αίτημα για την επιβολή εφέσιμης ποινής. Δεν δικαιούται να το υποβάλει ο κατηγορούμενος, ούτε υποχρεούται να απαντήσει το Δικαστήριο με ειδική αιτιολογία. Η ρύθμιση του άρθρου 489 ΚΠΔ (πότε επιτρέπεται έφεση στον κατηγορούμενο) δεν είναι αντίθετη προς το από 22-11-1984 έβδομο πρωτόκολλο της Σύμβασης της Ρώμης (ΕΣΔΑ) ούτε με το από 16-12-1966 Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του οποίου Συμφώνου αυτού «κάθε πρόσωπο, που κρίνεται ένοχο για παράβαση, έχει δικαίωμα, η απόφαση περί της ενοχής και της καταδίκης του να εξεταστεί από ανώτερο δικαστήριο, σύμφωνα με το νόμο». Κατάθεση πολιτικώς ενάγοντος. Είναι και βασικός μάρτυρας. Δεν είναι δε αναγκαίο η κατάθεσή του να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, εφόσον προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας αποφάσεως, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη. Απορρίπτει την αίτηση και του πρόσθετους λόγους.
Αριθμός 1305/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίστηκε με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Αλεξανδρή, περί αναιρέσεως της 506/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον ....., που δεν παρέστη.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Σερρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 3 Απριλίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 614/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Έλλειψη ακρόασης, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. Β' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υπάρχει, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, όταν το δικαστήριο παρέλειψε ν' αποφανθεί επί αιτήματος του κατηγορουμένου ν' ασκήσει δικαίωμα, που του παρέχεται από τον νόμο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 79 ΠΚ, η επιμέτρηση της ποινής μέσα στα όρια, τα οποία διαγράφει ο νόμος, ανήκει στην αποκλειστική και κυριαρχική κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου και δεν αποτελεί δικαίωμα του κατηγορουμένου, που του παρέχει ο νόμος. Επομένως, δεν παρέχεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να υποβάλει, πριν από την έκδοση της απόφαση για την ποινή, αίτημα για την επιβολή εφέσιμης ποινής, ούτε, άλλωστε, είναι λογικά εφικτό, το Δικαστήριο, πριν αποφασίσει για το ύψος της ποινής, να κρίνει αν αυτή θα είναι εφέσιμη ή όχι. Για το "αίτημα" δε αυτό (που αποτελεί "ευχή") το Δικαστήριο αποφασίζει ταυτόχρονα με την περί της ποινής απόφασή του, η σχετική δε αιτιολογία αυτής αποτελεί και την αιτιολογία για την απόρριψη ή την αποδοχή του πιο πάνω "αιτήματος". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 489 παρ. 1 περ. β εδ. α του ΚΠΔ "εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από εξήντα ημέρες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια ευρώ" .......". Η ρύθμιση αυτή δεν είναι αντίθετη προς το από 22-11-1984 έβδομο πρωτόκολλο της Σύμβασης της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987. Το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου ορίζει στην παρ. 1, ότι κάθε πρόσωπο, που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη, από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα επανεξετάσεως από ανώτερο δικαστήριο. Στην παρ.2 προβλέπεται δυνατότητα εξαιρέσεως στην περίπτωση αξιόποινων πράξεων μικρής σημασίας ή στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος κρίθηκε σε πρώτο βαθμό από ανώτερο δικαστήριο, ενώ, σύμφωνα και το πρώτο άρθρο του ν. 1705/1987 η Κύρωση του Πρωτοκόλλου αυτού, έγινε με την ρητή επιφύλαξη "ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρουμένου Πρωτοκόλλου δε θίγει τη διάταξη του άρθρου 489 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας". Ακολούθως, με το Ν. 2462/1977, κυρώθηκε, χωρίς επιφύλαξη, το από 16-12-1966 Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ). Κατά το άρθρο 14 παρ.5 του Συμφώνου αυτού, "κάθε πρόσωπο, που κρίνεται ένοχο για παράβαση, έχει δικαίωμα, η απόφαση περί της ενοχής και της καταδίκης του να εξεταστεί από ανώτερο δικαστήριο, σύμφωνα με το νόμο". Η διαλαμβανόμενη δε στην διάταξη αυτή έκφραση "σύμφωνα με τον νόμο, υπονοεί την πιο πάνω γενόμενη επιφύλαξη του 7ου Πρωτοκόλλου. Επομένως οι πιο πάνω διατάξεις δεν παρέχουν δικαίωμα απεριόριστης άσκησης ενδίκων μέσων, ούτε και υφίσταται από τα παραπάνω νομοθετήματα καθορισμός περισσότερων βαθμών δικαιοδοσίας και χωρίς φραγμούς πρόσβασης σε αυτούς.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Σερρών κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για αυτοδικία και επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλάκισης δύο μηνών, η έκτιση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Ο αναιρεσείων με το περιεχόμενο στο κύριο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως μοναδικό λόγο προβάλλει την αιτίαση ότι, ενώ "δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του υπέβαλε αίτημα επιβολής εφεσίμου ποινής, προκειμένου να ασκήσει έφεση, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό, χωρίς να αιτιολογήσει το λόγο της απόρριψης του αιτήματος". Επίσης με τον σχετικό δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση, ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, με το να μη απαντήσει στο πιο πάνω αίτημά του και στη συνέχεια να του επιβάλει ποινή, η οποία του στερεί το δικαίωμα δευτεροβάθμιας δικαστικής κρίσης, παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου του 2 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του άρθρου 14 παρ. 5 του ΔΣΑΠΔ. Οι αιτιάσεις αυτές, σύμφωνα τα προαναφερθέντα, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου οι ισχυρισμοί- αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η πιο πάνω αναφερόμενη επιφύλαξη της Ελληνικής Πολιτείας κατά την κύρωση του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με το άρθρο πρώτο του Ν. 1705/ 1987, ισχύει μόνο καθόσον αφορά τα προβλεπόμενα από την ίδια διάταξη όρια ποινής που ίσχυαν κατά το χρόνο διατύπωσης της επιφύλαξης και όχι και τα μεταγενεστέρως τροποποιηθέντα, είναι απορριπτέοι, προεχόντως, ως αλυσιτελείς, αφού κατ' αυτόν τον τρόπο ο αναιρεσείων φέρεται να υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εκκλητή και συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε απαραδέκτως. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο παραβιάσθηκε το δικαίωμα ακρόασης του αναιρεσείοντος, καθόσον το Δικαστήριο δεν απάντησε στο αίτημά του για την επιβολή εφέσιμης ποινής, πρέπει ν' απορριφθεί, ως αβάσιμος. Επίσης απορριπτέος, ως αβάσιμος, είναι και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία, όπως εκτιμάται, των πιο πάνω διατάξεων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
ΙΙ. Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων κατά το είδος τους, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, για το σχηματισμό της καταδικαστικής ή απαλλακτικής του ή όποιας άλλης (παρεμπίπτουσας) κρίσης. Ειδικότερη αναφορά των αποδεικτικών μέσων (όπως τα ονόματα των μαρτύρων κ.λ.π.), δεν είναι αναγκαία, όπως δεν είναι αναγκαία και αναφορά των περιστατικών που προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν είναι δε αναγκαίο η κατάθεσή του να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, εφόσον γίνεται μνεία ότι Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν και εφόσον, προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας αποφάσεως, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη. Στην προκείμενη περίπτωση, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης 506/2007 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών, αναφέρεται μεν αρχικά σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, "... τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο...", στη συνέχεια όμως της αιτιολογίας, γίνεται λόγος για τον πολιτικώς ενάγοντα (που εξετάστηκε χωρίς όρκο), ο οποίος αναφέρεται ως εγκαλών, όπως δε προκύπτει από την εν λόγω αιτιολογία, αυτή στηρίχθηκε κυρίως στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, αφού τα κατατεθέντα από αυτόν πραγματικά περιστατικά έγινα δεκτά ως αληθή από το Δικαστήριο, έτσι ώστε να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του, την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και από παραδρομή αναφέρονται οι καταθέσεις, μόνο των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ελλιπής αιτιολογία της απόφασης, σε σχέση με την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν αυτών, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-3-2007 αίτηση αναίρεσης και τους από 3/4/2008 προσθέτους αυτής λόγους (με ημερομηνία καταθέσεως 18/4/ 2008) του ...... κατά της 506/2007 αποφάσεως Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ