Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1970 / 2007    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.




Περίληψη:
Ασφαλιστικές εισφορές (ΑΝ 86/1967). Στοιχεία εγκλήματος. Αιτιολογία στην καταδικαστική απόφα-ση. Η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Υποβολή αιτήσεως θεραπείας δεν συνεπάγεται αναστολή ποινικής δίω-ξης




Αριθμός 1970/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, 1) X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καραμπογιά, 2) X2, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αγγελική Γουνοπούλου, περί αναιρέσεως της 112/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Απριλίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 782/07.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν εν μέρει δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1 παρ.1 του ΑΝ 86/1997, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγομένους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς Κοινωνικής ή πολιτικής ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλει αυτές, εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω οργανισμούς τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εις αυτόν εργαζομένων με σκοπό απόδοσης στους, κατά την παρ. 1, οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Περαιτέρω κατά το αρ. 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το αρ. 26 παρ. 3 του α. ν. 1846/1951, που κυρώθηκε με το αρ. 1 αριθμ. 168 του Ν. 21 13/1952 οι εισφορές πρέπει να καταβληθούν μέχρι το τέλος του επομένου μηνός από τον χρόνον ο οποίος έχει ορισθεί. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τους σ' αυτό εργαζομένους και η μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό στον οποίον είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται δηλαδή για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως που συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Περαιτέρω, στο άρθρο 25 παρ. 4 του Ν. 1882/1990 "περί μέτρων για την καταστολή της φοροδιαφυγής κλπ" ορίζεται ότι με την παροχή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής του χρέους, αναστέλλεται η ποινική δίωξη και τελικά εξαλείφεται το αξιόποινο σε περίπτωση ολοσχερούς εξοφλήσεως. Στο άρθρο 4 παρ.7 του Ν. 2408/1996, ορίζεται ότι οι διατάξεις της παραπάνω παραγράφου 4 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 εφαρμόζονται και επί οφειλών εργατικών ή εργοδοτικών εισφορών στο ΙΚΑ και τα άλλα ασφαλιστικά Ταμεία. Τέλος, στο άρθρο 18 παρ.11 εδ. β΄ τον Ν 2434/1996, ορίζεται ότι αναστέλλεται η ποινική δίωξη για παράβαση του ΑΝ 86/1997, όσο διαρκεί ο διακανονισμός του χρέους και εξαλείφεται το αξιόποινο σε περίπτωση ολοσχερούς εξοφλήσεως. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική δίωξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά για το δόλο, που, ως υποκειμενικό στοιχείο ενυπάρχει, κατά τα άρθρα 26 παρ.1 και 27 παρ.1 του ΠΚ στη θέληση παραγωγής των συγκροτούντων την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματικών περιστατικών και εξυπακούεται ότι ενυπάρχει αυτός από την πραγμάτωσή τους, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, εκτός εάν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του ή αν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού προς το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα απ' αυτά ούτε να υπάρχει αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Κατ' ακολουθίαν για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση του α.ν. 86/1967 αποφάσεως πρέπει, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων να περιέχονται σ' αυτή τα για τη θεμελίωση των δύο παραπάνω αξιόποινων πράξεων κρίσιμα περιστατικά που είναι η σε συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση σε σχέση εξαρτημένης εργασίας ασφαλισμένου στο ΙΚΑ και τα χρηματικά ποσά, που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ταμείο ως εργοδοτικές και εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρεκράτησε (ΟλΑΠ 1/1996). Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με τον χρόνον των δύο αξιόποινων πράξεων είναι κρίσιμος όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων αυτών λόγω παραγραφής. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Ως τέτοιοι θεωρούνται όσοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορόν του και τείνουν στη άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με επίκληση των πραγματικών περιστατικών που τους θεμελιώνουν γιατί διαφορετικά το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, που δίκασε, ως Εφετείο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, που παραδεκτώς συμπληρώνεται από το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα, κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Αυγούστου 1999 έως και 1ης Φεβρουαρίου 2001 στη Μυτιλήνη οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εργοδότιδος ομορρύθμου εταιρείας υπό την επωνυμία "..... Ο.Ε." η οποία απησχόλησε 18 μισθωτούς δια σχέσεως εξηρτημένης εργασίας στο εν ..... εργοστάσιό της κατά την χρονική περίοδο από 1ης Ιουνίου 1999 έως και 30η Νοεμβρίου 2001, εκ προθέσεως ενεργήσαντες δεν κατέβαλαν προς το ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επομένου ημερολογιακού μηνός εν σχέσει προς έκαστον αντίστοιχα της παρασχεθείσης εργασίας των ως άνω μισθωτών και εν σχέσει προς το επίδομα δώρου Χριστουγέννων έτους 2001: α) ποσόν 13.373 Ευρώ δι' οφειλόμενες εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουσες την ως άνω εργοδότιδα εταιρεία και β) ποσόν 6.586,73 Ευρώ δι'οφειλόμενες εργατικές ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουσες τους εργαζομένους και παρακρατηθείσες από την εργοδότιδα δι' απόδοσιν προς το ΙΚΑ (Αριθ. ΠΕΕ: .... ΙΚΑ Μυτιλήνης. Η επίκληση εκ μέρους των συνηγόρων των κατηγορουμένων της πτωχεύσεως τις εργοδότιδας εταιρείας δυνάμει της υπ' αριθ. 204/2004 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης δεν επιδρά στο αξιόποινο των ως άνω πράξεων (βλ. ΑΠ 1594/2004, Ποιν Δνη 8.104). Τούτο ανεξαρτήτως του ότι η πτώχευση αφορά χρονικό διάστημα κατά τρία χρόνια μεταγενέστερο του χρόνου τελέσεως των ως άνω πράξεων. Επιπλέον δια το παραδεκτόν της ασκήσεως Ποινικής διώξεως δεν τίθεται ως προϋπόθεση η έκδοση αποφάσεων του ΙΚΑ επί αιτήσεων θεραπείας οι οποίες σε κάθε περίπτωση ουδόλως προσκομίσθηκαν. Οι συνήγοροι υπερασπίσεως επι προσθέτως ανεφέρθησαν στην εκκρεμότητα της ανακοπής της Τραπέζης Εργασίας κατά του υπ' αριθ. 4801/2004 πίνακος κατατάξεως της Συμβοαλιογράφου Μυτιλήνης Χαριτούλας Σταυρίδου, δι' ού ισχυρίζονται ότι το ΙΚΑ κατετάγη προνομιακώς επί εκ πλειστηριάσματος εκπλειστημασθέντος ακινήτου της εργοδότιδος, δίχως να προσδιορίζουν αν η ανακοπή εξεδικάσθη κατά την δικάσιμο της 14-10-2005 ή αν ανεβληθή. Ως εκ τούτου το αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί ως αόριστο. Αλλά και εις ην περίπτωσιν ήθελε υποβληθεί καθ' ορισμένον τρόπον, δεν ηδύνατο να γίνει δεκτό λόγω του κινδύνου παραγραφής, ως εκ του χρόνου τελέσεως των διωκομένων πράξεων. Ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, απορριπτομένου του αιτήματος περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών, διότι δεν προσδιορίζεται δια του αιτήματος ούτε το είδος των ελαφρυντικών ούτε τα θεμελιούντα την κατάφαση ελαφρυντικών πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 1655/2003, ΠοινΔνη 7. 226). Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι αμφότεροι οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα και σε σχέση με τις προβαλλόμενες με τους συναφείς λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις (του αναιρεσείοντος X2) πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: α) Με πλήρη αιτιολογία απορρίφθηκε ο εγγράφως διατυπωθείς και προφορικώς αναπτυχθείς στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρισμός περί απαραδέκτου της ασκηθείσης ποινικής διώξεως, διότι εκρίθη, ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση κατά της προδιαληφθείσης πράξεως επιβολής ασφαλιστικών εισφορών υπό την μορφήν της αιτήσεως θεραπείας, δεν παρακωλύει την, κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ, από τον Εισαγγελέα, άσκηση της ποινικής διώξεως, τόσο μάλλον καθόσον ο αναιρεσείων δεν ισχυρισθή, ότι διαρκεί διακανονισμός του χρέους με την διευκόλυνση τμηματικής καταβολής αυτού ή ότι πλήρως έχει εξοφληθεί αυτό (χρέος), μη αρκούσης της μερικής καταβολής (41.000 Ευρώ). β) Δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία του δόλου του αναιρεσείοντος γιατί αυτός ενυπάρχει στα συγκροτούντα την αντικειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων πραγματικά περιστατικά και τούτο διότι ο νόμος, για τα προκείμενα εγκλήματα δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του, ενώ περαιτέρω, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, έγινε δεκτό με την πληττόμενη απόφαση, ότι η πτώχευση της εργοδότιδος εταιρείας και η αυτόθροη συμπτώχευση του αναιρεσείοντος ομορρύθμου εταίρου, και νομίμου εκπροσώπου αυτής δεν επιδρά στο αξιόποινο των ως άνω πράξεων, τόσο μάλλον καθόσον η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα τρία χρόνια μετά τη βεβαίωση του χρέους προς το ΙΚΑ. Εντεύθεν, τρίτος λόγος της αιτήσεως του αναιρεσείοντος X2 καθ' όλα τα σκέλη του και ο μοναδικός του εξ αυτών X1 κατά το τρίτο σκέλος του, περί μερικής εξοφλήσεως, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος ο αυτός λόγος του πρώτου αναιρεσείοντος (X2) βάλλει κατά των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλομένης πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος. Ομοίως, απορριπτέος, ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως του X2 περί ελλείψεως αιτιολογίας, όσον αφορά εις την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού αυτού περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστατικών, γιατί, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, το συναφές αίτημα διατυπώθηκε όλως αορίστως (...άλλως να τους αναγνωρισθούν ελαφρυντικά), χωρίς δηλαδή την επίκληση συγκεκριμένης ελαφρυντικής περιστάσεως και χωρίς την επίκληση πραγματικών περιστατικών που να θεμελιώνουν αυτές, το δε δικαστήριο, μολονότι δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, εν τούτοις αιτιολογημένα, κατά την έννοια των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απέρριψε αυτόν (αυτοτελή ισχυρισμό).
Σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ.1 του ΠΚ, αν κάποιος δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής, κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δικαστήριο και χωρίς αίτημα, υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του. Στην εξεταζόμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του αφού επέβαλε στους κατηγορουμένους- αναιρεσείοντες ποινή φυλακίσεως 10 μηνών στον καθένα παρέλειψε παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος να ερευνήσει τις προϋποθέσεις αναστολής και χωρίς καμμία αιτιολογία προέβη στη μετατροπή της ποινής προς 4,40 Ευρώ ημερησίως. Έτσι, όμως, υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ. 1Δ και Η ΚΠΔ και πρέπει κατά παραδοχή του συναφούς λόγου αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, μόνον όσον αφορά εις την περί μετατροπής της ποινής διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραγραφή μερικωτέρων πράξεων, λόγω παρόδου οκταετίας από της εκτελέσεως των μέχρι τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως, γιατί η περί ενοχής απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθμ. 112/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης και δη μόνο όσον αφορά την περί μετατροπής της ποινής διάταξη αυτής, ως προς αμφοτέρους τους αναιρεσείοντες.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1 Νοεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή