Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από αμέλεια, δια παραλείψεως ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως. Έννοια άρθρ. 15 και 302 ΠΚ. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, για έλλειψη ακροάσεως και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 120/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων: 1. Χ1, 2. Χ2 και 3. Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Παπαδέλλη, περί αναιρέσεως της 785/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ζ1, 2. Ζ2, 3. Ζ3, 4. Ζ4, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο και 5. Ζ5, που παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 646/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του Π.Κ., " από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. 'Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. Κατά τη διάταξη αυτή, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος), μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.
Ειδικά δε, επί εγκλήματος εξ αμελείας, που συνίσταται σε παράλειψη, πρέπει να προσδιορίζεται στην αιτιολογία της αποφάσεως και από πού πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια (αποτρεπτική του αποτελέσματος) και αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτός.
Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας(Ολ ΑΠ 1/2005).
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 785/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκαν οι τρεις αναιρεσείουσες, σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, σε ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών η καθεμία, η οποία ποινή ανεστάλη επί τριετία. Από τα επισκοπούμενα πρακτικά, στην αιτιολογία της αποφάσεως, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, διαλαμβάνεται ότι, από τις ανώμοτες καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, καθώς και τις απολογίες των κατηγορούμενων και την όλη την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής:
"Τον Ιούνιο του έτους 2001 η Ψ, ηλικίας 71 ετών, μητέρα των πολιτικώς εναγουσών Ζ1, Ζ2, Ζ5 και Ζ4 και σύζυγος του πολιτικώς ενάγοντος Ζ3, η οποία, εκτός των παθολογικών της προβλημάτων (φυματιώσεως κ.λ.π, ), έπασχε από διπολική συναισθηματική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη), νοσηλευόταν στο "Γεμέλειο" Γηροψυχιατρικό Τμήμα του Δρομοκαΐτειου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής. Την Παρασκευή 15 Ιουνίου 2001 ο θεράπων ιατρός της πιο πάνω ασθενούς .... της επέτρεψε να περάσει το Σαββατοκύριακο στην οικία της κόρης της Ζ1, όπου έμενε τον περισσότερο καιρό όταν δεν νοσηλευόταν, για το λόγο δε αυτό της χορήγησε σχετική άδεια. Όμως κατά τη διάρκεια της άδειας της η ασθενής παρουσίασε άγχος, ανησυχία, επιθετικότητα και τάσεις φυγής και η κατάσταση της συνεχώς χειροτέρευε. Έτσι το Σάββατο 16 Ιουνίου 2001 οι οικείοι της αποφάσισαν να την οδηγήσουν και πάλι στο νοσοκομείο, όπου στις 20.30' περίπου τη συνόδευσαν οι κόρες της Ζ2 και Ζ5 και ο γαμβρός της ...., χρειάστηκε δε να τη συνοδεύσουν και οι τρεις διότι ήταν ανεξέλεγκτη. Την επομένη (Κυριακή 17 Ιουνίου 2001) την επισκέφθηκε στο νοσοκομείο η κόρη της Ζ1, η οποία έμεινε μαζί της μέχρι το μεσημέρι. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας την επισκέφθηκε η κόρη της Ζ2, η οποία την βρήκε σε άθλια κατάσταση, μέσα σε ακαθαρσίες, δεδομένου ότι της είχε χορηγηθεί, πλην της άλλης θεραπευτικής αγωγής, και υπακτικό, αφού παραπονούνταν για δυσκοιλιότητα. Η κόρη της την οδήγησε στο λουτρό, όπου την έπλυνε και από εκεί σε ένα παγκάκι στον περίβολο του νοσοκομείου προκειμένου να στεγνώσει, ενώ η ίδια προσπάθησε να τακτοποιήσει και να καθαρίσει το κρεβάτι και το θάλαμο της ασθενούς, παρακολουθώντας την παράλληλα από το παράθυρο. Στις 18.15' και ενώ συνέχιζε αυτή την εργασία, κτύπησε το καμπανάκι που ειδοποιούσε ότι σερβίρεται το φαγητό και γι' αυτό βγήκε να παραλάβει τη μητέρα της, διαπίστωσε όμως ότι αυτή δεν βρισκόταν πια στο παγκάκι όπου την είχε αφήσει. Την αναζήτησε για λίγο χωρίς αποτέλεσμα, κατόπιν πήγε στην τραπεζαρία για να δει μήπως είχε πάει μόνη της εκεί και, επειδή και πάλι δεν την βρήκε, ειδοποίησε τις κατηγορούμενες Χ1, Χ2 και Χ3, από τις οποίες οι πρώτη και δεύτερη ήταν νοσηλεύτριες και η τρίτη φύλακας ασθενών και οι οποίες την ημέρα εκείνη εκτελούσαν χρέη εφημερεύοντος νοσηλευτικού προσωπικού. Μετά από έρευνα, στην οποία συμμετείχαν οι κατηγορούμενες και η κόρη της ασθενούς, που ερευνούσαν σε διαφορετική κατεύθυνση η καθεμία, η δεύτερη κατηγορουμένη βρήκε την ασθενή σε απόσταση 200 μέτρων περίπου μέτρων από το σημείο που την είχε αφήσει η κόρη της. Η τελευταία παρέμεινε μαζί με την ασθενή μέχρι τις 21.00' της ίδιας ημέρας (17 Ιουνίου 2001), οπότε έφυγε από το νοσοκομείο, αφού προηγουμένως της χορήγησε τα φάρμακα της και τη βοήθησε να κατακλιθεί. Φεύγοντας ειδοποίησε σχετικά τις κατηγορούμενες, ζητώντας από αυτές να προσέχουν διότι η μητέρα της είχε παρουσιάσει τάσεις φυγής, γεγονός άλλωστε του οποίου και αυτές είχαν ιδία αντίληψη λόγω του συμβάντος της εξαφανίσεως της που είχε προηγηθεί. Την επομένη (Δευτέρα 18 Ιουνίου 2001) και ώρα 08.00' περίπου, η ίδια πιο πάνω κόρη της ασθενούς ξαναπήγε στο νοσοκομείο προκειμένου να την επισκεφθεί. Όμως δεν την βρήκε στο θάλαμο της, ο οποίος ήταν τακτοποιημένος και το κρεβάτι της στρωμένο. Ρώτησε την τρίτη κατηγορουμένη και αυτή της απάντησε ότι έφυγε και δεν ήξερε πού πήγε, την παρέπεμψε δε στην προϊσταμένη. Η τελευταία σε ερώτηση της γιατί δεν ενημέρωσαν αυτήν και τους άλλους οικείους της ασθενούς, της απάντησε ότι δεν τους ενημέρωσαν "για να μην τους ανησυχήσουν". Οι έρευνες για την ανεύρεση της Ψ οι οποίες επακολούθησαν απέβησαν άκαρπες, μέχρι τις 20 Ιουλίου 2001, οπότε, λόγω της δυσοσμίας, εντοπίστηκε το πτώμα της σε ύπτια θέση και φορώντας το νυχτικό της μέσα στον περίβολο του νοσοκομείου. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής που συντάχθηκε, τα ακριβή αίτια του θανάτου της δεν μπόρεσαν να διαπιστωθούν εξαιτίας του ότι βρισκόταν σε προχωρημένη σήψη, όμως σε κάθε περίπτωση αυτός οφείλεται στο γεγονός ότι περιπλανήθηκε μόνη και αβοήθητη στον προαύλειο χώρο του νοσοκομείου συνολικής εκτάσεως 330 στρεμμάτων, αν και έχρηζε άμεσης ιατρικής περιθάλψεως και φροντίδας λόγω της κατά τ' ανωτέρω επιβαρημένης καταστάσεως ως της υγείας της. Προκλήθηκε δε από αμέλεια των κατηγορουμένων, οι οποίες, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν αυτόν, απορρέουσα από τις ανωτέρω ιδιότητες αυτών ως νοσηλευτριών και ως φύλακα ασθενών αντίστοιχα (λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του π.δ.104/ 1973, οι οποίες εντάσσουν στους σκοπούς των ψυχιατρικών καταστημάτων και την ασφαλή επίβλεψη των ασθενών), από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, παρέλειψαν να προβούν στην ενδεδειγμένη επιτήρηση της ανωτέρω ασθενούς, παρακολουθώντας αυτήν για το ενδεχόμενο απομακρύνσεώς της από το νοσοκομείο ή, εν ανάγκη, κλειδώνοντας την πόρτα του θαλάμου νοσηλείας της σε περίπτωση που οι ίδιες απομακρύνονταν για λίγο, με αποτέλεσμα, το οποίο αυτές δεν προέβλεψαν, η ασθενής, λόγω της ελλιπούς επιτηρήσεως της, να εξέλθει αρχικά από το θάλαμο της και στη συνέχεια από το νοσοκομείο, να περιπλανηθεί στον προαύλειο χώρο του νοσοκομείου και να επέλθει ο θάνατος αυτής κατά τα προεκτεθέντα. Για όλα τα πιο πάνω σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων αλλά και των μαρτύρων κατηγορίας .... και ....., γαμβρού και οικογενειακής φίλης της ασθενούς αντίστοιχα, οχ οποίοι έχουν ιδία αντίληψη των κατατιθεμένων. Οι καταθέσεις αυτές δεν αναιρούνται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο αλλά ενισχύονται από την αναγνωσθείσα ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής. Αντίθετα οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ...., ...., ..... και ..., καθώς και εκείνες των μαρτύρων υπερασπίσεως .... και ... (από τους οποίους οι δεύτερος, πέμπτος και έκτος είναι ιατροί και οι λοιποί νοσηλευτές) δεν κρίνονται αρκετά πειστικές διότι δεν φαίνονται ανεπηρέαστες από την ιδιότητα των πιο πάνω μαρτύρων ως συνεργατών και συναδέλφων των κατηγορουμένων, εν πάση δε περιπτώσει διότι δεν έχουν ιδία αντίληψη των κατατιθεμένων αφού, όπως καταθέτουν, ενημερώθηκαν για το συμβάν εκ των υστέρων. Ενόψει όλων των ανωτέρω οι κατηγορούμενες πρέπει να κηρυχθούν ένοχες της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, η οποία τους αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό". Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, κήρυξε ένοχες τις τρεις κατηγορούμενες, ήδη αναιρεσείουσες, του ότι:
"
Κηρύσσει τις κατηγορούμενες ένοχες του ότι: Στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2001, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, προξένησαν το θάνατο άλλης, χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από την πράξη τους και παρά το γεγονός ότι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος τούτου. Συγκεκριμένα οι πρώτη και δεύτερη (Χ1 και Χ2) ως νοσηλεύτριες και η τρίτη (Χ3) ως φύλακας ασθενών του Γηροψυχιατρικού Τμήματος του Δρομοκαΐτειου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, οι οποίες εκτελούσαν χρέη εφημερεύοντος νοσηλευτικού προσωπικού από τις απογευματινές ώρες της 17ης Ιουνίου 2001 έως τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Ιουνίου 2001, παρέλειψαν να προβούν στην ενδεδειγμένη επιτήρηση της ηλικίας 71 ετών ασθενούς Ψ, η οποία είχε εισαχθεί στο ανωτέρω νοσοκομείο πάσχουσα από διπολική συναισθηματική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη), παρακολουθώντας αυτήν για το ενδεχόμενο απομακρύνσεώς της από το νοσοκομείο ή, εν ανάγκη, κλειδώνοντας την πόρτα του θαλάμου νοσηλείας της σε περίπτωση που οι ίδιες απομακρύνονταν για λίγο, παρά το γεγονός ότι τους είχε επισημανθεί από τους οικείους της ότι τις τελευταίες ημέρες είχε εμφανίσει έντονες τάσεις φυγής, του οποίου άλλωστε είχαν και ιδία αντίληψη διότι τις προηγούμενες ώρες της ίδιας ημέρας η ασθενής είχε διαφύγει και είχε βρεθεί μετά από αναζήτηση. Αποτέλεσμα της πιο πάνω αμελούς συμπεριφοράς των κατηγορουμένων, το οποίο αυτές δεν προέβλεψαν, ήταν η προαναφερθείσα ασθενής, εκμεταλλευόμενη την ελλιπή επιτήρηση της, να εξέλθει αρχικά από το θάλαμο της και στη συνέχεια από το νοσοκομείο και να περιπλανηθεί στον προαύλειο χώρο του νοσοκομείου συνολικής εκτάσεως 330 στρεμμάτων και για το λόγο αυτό να αποβιώσει, από αίτια τα οποία δεν μπόρεσαν μεν να διαπιστωθούν επακριβώς διότι το πτώμα της βρέθηκε μετά τριάντα τρεις ημέρες (στις 20 Ιουλίου 2001) σε κατάσταση προχωρημένης σήψεως, όμως σε κάθε περίπτωση εξαιτίας του ότι περιπλανήθηκε μόνη και αβοήθητη αν και έχρηζε άμεσης ιατρικής περιθάλψεως και φροντίδας λόγω της επιβαρημένης καταστάσεως της υγείας της. Οι κατηγορούμενες είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του θανάτου της προαναφερθείσης ασθενούς, απορρέουσα από την ιδιότητα τους ως νοσηλευτριών του ανώτερο τμήματος, οι οποίες ήταν ενήμερες για τις έντονες τάσεις φυγής που παρουσίαζε η ασθενής, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του π.δ. 104/1973, οι οποίες εντάσσουν στους σκοπούς των ψυχιατρικών καταστημάτων και την ασφαλή επίβλεψη των ασθενών". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα προκύψαντα από τη διαδικασία πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Δικαστήριο τα πραγματικά αυτά περιστατικά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15,26 παρ.1 β, 28, 302 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει σε τι συνίσταται η δια παραλείψεως αμέλεια των αναιρεσειουσών, νοσηλευτριών των δύο πρώτων και φύλακα ασθενών της τρίτης, ήτοι ποία συγκεκριμένα προστατευτικά μέτρα όφειλαν να πάρουν, ως εκ των καθηκόντων τους εκ της παραπάνω υπαλληλικής τους ιδιότητας και δη ότι δεν μερίμνησαν, όπως είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ως άνω από την υπαλληλική έννομη σχέση, αλλά και από το ισχύον Π.Δ. 104/1973, που εντάσσει στους σκοπούς των ψυχιατρικών καταστημάτων και την ασφαλή επίβλεψη των ασθενών και έτσι από έλλειψη της δέουσας προσοχής την οποίαν όφειλαν κατά τα πιο πάνω και μπορούσαν να καταβάλουν, ενώ μάλιστα την ημέρα της εξαφανίσεως της θανούσας ασθενούς, η θυγατέρα της τελευταίας πολιτικώς ενάγουσα Ζ2, περί ώρα 21.00, της 17-6-2001, αμέσως μετά την κατάκλιση της ασθενούς μητέρας της, ενημέρωσε και τις τρεις κατηγορούμενες, φεύγοντας, ότι η ηλικίας 71 ετών ασθενής μητέρα της, πάσχουσα από διπολική συναισθηματική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη), με αυτό το ιστορικό και διάγνωση νοσηλευόμενη αρκετό καιρό από το 1993, και τελευταία από 11-5-2001, στο νοσοκομείο αυτό, είχε παρουσιάσει τάσεις φυγής, πράγμα που τους επεσήμανε και τους ζήτησε να την προσέχουν, αυτές όμως γνωρίζουσες αυτό το συμβάν, ως και, από ιδία αντίληψη, ότι και τις προηγούμενες ώρες της ίδιας ημέρας η παθούσα είχε διαφύγει και πάλι και είχε βρεθεί μετά από αναζήτηση, εκτελούσες χρέη εφημερεύοντος νοσηλευτικού προσωπικού και φύλακα ασθενών αντίστοιχα, παρέλειψαν να προβούν στην ενδεδειγμένη επιτήρηση της ασθενούς, παρακολουθώντας αυτήν για το ενδεχόμενο και νέας απομακρύνσεώς της από το νοσοκομείο. Αποτέλεσμα δε, το οποίο οι αναιρεσείουσες δεν προέβλεψαν, ήταν η εν λόγω αδύναμη και υπερήλικη ασθενής, λόγω της άνω παθήσεώς της και της ελλιπούς επιτηρήσεώς της, να εξέλθει αρχικά από το θάλαμό της και στη συνέχεια από το νοσοκομείο, να περιπλανηθεί στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου, μη δυνάμενη να επιστρέψει λόγω της παθήσεώς της, μόνη και αβοήθητη, να ταλαιπωρηθεί και αποδυναμωθεί και να επέλθει ο θάνατός της, από αιτία που δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθεί από την ιατροδικαστική νεκροψία- νεκροτομή, διότι βρέθηκε το πτώμα της ασθενούς, σε ύπτια θέση, φορώντας το νυχτικό της, μέσα στον εκτάσεως 330 στρεμμάτων περίβολο του ίδιου του νοσοκομείου, μετά 33 ημέρες, λόγω της δυσοσμίας, σε προχωρημένη σήψη, που όμως σε κάθε περίπτωση ο θάνατος αυτός οφείλεται στο γεγονός ότι περιπλανήθηκε και καταπονήθηκε όλη τη νύχτα η ασθενής μόνη και αβοήθητη στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου που νοσηλευόταν, αν και έχρηζε άμεσης ιατρικής περιθάλψεως και φροντίδας, λόγω της επιβαρημένης ως άνω καταστάσεως της υγείας της. Αναφέρεται δε στο αιτιολογικό και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των αναφερομένων παραλείψεων, ως μόνης ενεργού αιτίας και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου της νοσηλευόμενης στο Γηροψυχιατρικό Τμήμα του Δρομοκαϊτειου ΨΝΑ, που υπηρετούσαν οι κατηγορούμενες, γεγονός που θα αποφευγόταν, αν οι κατηγορούμενες υπάλληλοι είχαν λάβει, όπως όφειλαν εκ των καθηκόντων τους, κατά τη βάρδια της υπηρεσίας τους που επισυνέβη το άνω γεγονός, τα παραπάνω επιβαλλόμενα και προσήκοντα προστατευτικά μέτρα επιτηρήσεως και παρακολουθήσεως, τα οποία όφειλαν να είχαν λάβει, και, αν είχαν λάβει, ασφαλώς θα αντιλαμβάνοντο την έγερση από την κλίνη της και την έξοδο από το θάλαμο που αυτές επιτηρούσαν της άνω θανούσας ασθενούς. Το ότι στο διατακτικό της η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρει στις παραλείψεις των κατηγορουμένων, ότι παρέλειψαν να προβούν στην ενδεδειγμένη επιτήρηση της ασθενούς, παρακολουθώντας αυτήν, για το ενδεχόμενο απομακρύνσεώς της από το νοσοκομείο "ή, εν ανάγκη, κλειδώνοντας την πόρτα του θαλάμου νοσηλείας της σε περίπτωση που οι ίδιες απομακρύνονταν για λίγο", πράγμα το οποίο ισχυρίζονται ότι δεν είχαν αυτές δικαίωμα να πράξουν και απαγορεύεται από τους κανόνες της Ψυχιατρικής και του Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δε δημιουργεί καμία ακυρότητα και εκ περισσού αναφέρεται σαν δευτερεύον και δυνατό πρόσθετο μέτρο προστασίας της έχουσας εκδηλώσει τάσεις φυγής παθούσας ασθενούς, που μπορούσαν να είχαν πάρει. Επίσης το τυχόν γεγονός της νοσηλείας 50 ασθενών, δεν αναιρεί ούτε μειώνει την άνω ευθύνη των αναιρεσειουσών για επιτήρηση και της συγκεκριμένης ασθενούς, που ήδη είχε εκδηλώσει τάσεις φυγής και διαγραφόταν κίνδυνος για την υγεία της και τη ζωή της. Τέλος, η αιτίαση των αναιρεσειουσών ότι στην απόφαση δε γίνεται καμία διάκριση "εάν όλες μαζί ή εκάστη κεχωρισμένα ή εναλλάξ θα έδει να πράξουν αυτό που εσφαλμένα δέχεται η απόφαση ως παράλειψη", είναι απορριπτέα, καθόσον και στα δια παραλείψεως εγκλήματα, ο κάθε συμμέτοχος μπορεί να πραγματώσει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, πράγμα που γίνεται δεκτό κατά τα παραπάνω και στην προσβαλλόμενη απόφαση για τις κατηγορούμενες.
Επίσης δεν υπάρχει καμία ασάφεια, λογικό κενό ή αντίφαση αιτιολογικού και διατακτικού, το αιτιολογικό δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, γίνεται συσχέτιση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων και των προκυπτόντων από αυτά πραγματικών περιστατικών, το ότι εξαίρονται οι καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων κατηγορίας δε σημαίνει ότι δεν αξιολογήθηκαν και οι καταθέσεις άλλων μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που κρίθηκαν " όχι αρκετά πειστικές", κατά την ενέλεγκτη περί τούτου κρίση του Δικαστηρίου. Ήτοι έγινε ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία δεν παραβιάστηκε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και η απόφαση δε στερείται νομίμου βάσης και οι σχετικές αιτιάσεις των αναιρεσειουσών είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β, Δ'και Ε του ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ακροάσεως και ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ)και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων( άρθρα 176,183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-3-2007 αίτηση αναιρέσεως των α) Χ1, β) Χ2 και γ) Χ3, για αναίρεση της με αριθ. 785/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. και
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ, για καθεμία από αυτές και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ