Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Κλοπή.
Περίληψη:
Κλοπή. Έννοια. Λόγοι αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Αβάσιμοι. Απορρίπτει.
Αριθμός 355/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ------
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Αδαμίδη, για αναίρεση της με αριθμό 4.288/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.457/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη του άρ. 372 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικό ή εν μέρει) κινητό πράγμα από τη κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο τnς κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Αντικείμενο ιδιοποίησης μπορεί να είναι και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος, δηλαδή η υλική τους υπόσταση, όπως είναι η αστυνομική ταυτότητα, τα οποία δεν ενσωματώνουν αξία, εφόσον η αφαίρεση γίνεται με σκοπό ιδιοποίησης. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχικήσύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποίαν έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεση της, ώστε καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεση τηςκαι να γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και να θέλει ή νααποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους γιατην τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση τουΔικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη πουεφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράςτους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 4.288/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της κλοπής που αποδίδεται σαυτόν. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος την 11.3.2001 από κοινού με άγνωστο συνεργό έχοντας στην κατοχή του τις πιστωτικές κάρτες του εγκαλούντος, τις οποίες είχε απωλέσει εντός του καταστήματος - εστιατορίου, όπου συνήθιζε να τρώει κι όπου εργαζόταν ο κατηγορούμενος ως σερβιτόρος μετέβη στο κατάστημα της Τράπεζας EUROBANK επί της οδού... και με τη χρήση των πιστωτικών καρτών VISA και MASTERCARD ανέλαβαν από το μηχάνημα αυτόματης συναλλαγής το ποσό των 360.000 δρχ., το οποίο το ιδιοποιήθηκαν παράνομα με το άγνωστο συνεργό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος όταν κλήθηκε στην αστυνομία ανεγνώρισε τον εαυτό του στις φωτογραφίες που του επιδείχθηκαν κι ήταν βγαλμένες από την κάμερα της ως άνω Τράπεζας. Περί των ανωτέρω είναι σαφείς και πειστικές οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ...και ..., οι οποίες δεν ανατρέπονται από τις λοιπές καταθέσεις ούτε απ' οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, αλλ' ούτε κι από την απολογία του κατηγορουμένου. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος κατά πλειοψηφία". Στη συνέχεια, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, κήρυξε ένοχο κατά πλειοψηφία τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, ..., της αξιόποινης πράξεως της κλοπής από κοινού με άγνωστο δράστη και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο τηςουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του τηναπαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 372 παρ. 1α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ..., ..., ... και ..., καθώς και τη χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος, .... Είναι αβάσιμες δε και πρέπει να απορριφθούν, οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν αναφέρει ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το με αριθμό ... έγγραφο της Υπ/σης Εγκληματολογικών Ερευνών Β.Ελλάδος, αν και κρίθηκε απαραίτητο από το άνω Δικαστήριο σε προηγούμενη δικάσιμό του και, με την 3.266/06 απόφασή του, έκρινε αναγκαία την προσκομιδή του εγγράφου αυτού, οπότε και ανέβαλε να εκδώσει οριστική απόφαση, για να προσκομιστεί τελικά αυτό στην δικάσιμο που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Από την επισκόπηση δε των πρακτικών και αποφάσεως (προσβαλλομένης), προκύπτει (σελ. 9 αυτών) ότι το με αριθμό 6 έγγραφο από αυτά που αναγνώστηκαν, είναι το πιο πάνω έγγραφο. Εξάλλου, στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως αυτής, ανάμεσα στα αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία το Δικαστήριο εκείνο στηρίχτηκε για την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, περιλαμβάνονται τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και τα έγγραφα που αναφέρονται στα "πρακτικά της δίκης αυτής", δηλαδή, και το προαναφερόμενο έγγραφο. Ανεξάρτητα όμως από αυτά, από τη ρητή αναφορά στα αναγνωσθέντα έγγραφα, και του άνω έγγραφου και στη συνέχεια, στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως, από τη ρητή επίσης αναφορά, και των εγγράφων που αναγνώστηκαν στο Δικαστήριο της ουσίας, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που στήριξαν την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου, προκύπτει με σαφήνεια ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε το αποδεικτικό αυτό μέσο. Δεν ήταν δε αναγκαίο για να υπάρχει περί αυτού βεβαιότητα και εντεύθεν να υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ούτε η αξιολογική συσχέτιση του εγγράφου αυτού με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ούτε άλλη, πλην της άνω περιληφθείσας στο σκεπτικό, αιτιολόγηση, γιατί δεν κρίθηκαν πειστικά, τα αναφερόμενα στο παραπάνω έγγραφο περιστατικά. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και ο από το αυτό άρθρο §1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, αυτεπαγγέλτως (ΚΠΔ 511 εδ. α') εξεταζόμενος της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, λόγος αναιρέσεως. Τέλος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως περί απολύτου ακυρότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας και συγκεκριμένα, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για το σχηματισμό της περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίσεώς του έλαβε υπόψη του την "ομολογία - κατάθεση" του τελευταίου, που λήφθηκε προφορικά κατά την προσαγωγή του ως υπόπτου στην αστυνομία, οπότε και του επιδείχθηκαν ληφθείσες από βιντεοκάμερα φωτογραφίες και, ότι λόγω της απόλυτης ακυρότητας από το άρθρο 171 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠΔ, που επήλθε με την παράβαση των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ. 4 ΚΠΔ, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, καθόσον, η διάταξη του άρθρου 105 ΚΠΔ καταλαμβάνει αποκλειστικά τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες λήφθηκε υπόψη προανακριτική κατάθεση του κατηγορουμένου που δόθηκε με ή χωρίς όρκο, πράγμα το οποίο δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 10 Σεπτεμβρίου 2008 (υπ' αριθμ. πρωτοκ. 52/2008) αίτηση του ... για αναίρεση της με αριθμό 4.288/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 10 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ