Θέμα
Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Έγκλησης δικαιούχος, Ποινής αναστολή, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Επιταγή δίγραμμη, πληρωτέα μόνο στον σημειούμενο εντός των γραμμών τραπεζίτη. Έμμεσο οικονο-μικό αποτέλεσμα της διγράμμισης μπορεί να θεωρηθεί και ότι η πληρωμή της επιταγής γίνεται με λογιστική πράξη μεταξύ των Τραπεζών. Οι τρόποι λογιστικού κανονισμού της δίγραμμης επιταγής είναι τρεις: η πίστωση σε λογαριασμό, ο γύρος και ο συμψηφισμός. Εσφαλμένη ερμη-νεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπέρβαση εξουσίας. Κατάθεση της επιταγής από τον λήπτη σε άλλη, και όχι στην πληρώτρια τράπεζα, προς είσπραξη. Τελευταίος κομιστής της επιταγής και εντεύθεν δικαιού-χος προς υποβολή εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής είναι ο λήπτης της επιταγής και όχι η Τράπεζα στην οποία (η επιταγή ) κατετέθη προς είσπραξη, η οποία ενεργεί ως εντολοδόχος του κομιστή. Αίτημα αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων υποβληθέν με υπόμνημα στον διευθύνοντα τη συζήτηση χωρίς προφορική ανάπτυξη απόρριψη ελαφρυντικών περιστάσεων. Δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, λόγω μη προφορικής αναπτύξεως. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναστολής της επιβληθείσης ποινής (άρθρ. 89 ΠΚ)
Αριθμός 2059/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πανταζή, περί αναιρέσεως της 29088/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σκλαβουνάκο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1411/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ. 5 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2408/1996 που άρχισε να ισχύει από 4 Ιουνίου 1996 (άρθρο 7 του ως άνω νόμου), η ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, ασκείται μόνο κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής, ο οποίος δεν πληρώθηκε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι δικαίωμα εγκλήσεως, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής έχει ο αμέσως από την αξιόποινη πράξη παθών. Τέτοιος δε κατά τα άρθρα 19, 20, 40, 42, 44 και 46 του Ν. 5960/1933 είναι οποιοσδήποτε κομιστής της επιταγής, δηλαδή όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής, ο οποίος εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα τη μη πληρωθείσα επιταγή, αλλά και ο οπισθογράφος, ο οποίος κατέστη κομιστής, πληρώνων αναγωγικώς την επιταγή μετά την εμφάνισή της (Ολ. ΑΠ 29/2007).
Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του ιδίου ως άνω νόμου 5960/1933, η πληρωμή της δίγραμμης επιταγής - με την οποία επιδιώκεται η προστασία του εκδότη από τους κινδύνους κλοπής ή απωλείας - δεν γίνεται σε μετρητά, αλλά με πίστωση του λογαριασμού του πελάτη, ενώ αυτή κυκλοφορεί, όπως και η κοινή επιταγή και ανάλογα με το αν αυτή εκδίδεται εις διαταγήν ή εις τον κομιστή. Η επιταγή με ειδική διγράμμιση, είναι, κατά το άρθρο 38 παρ. 2 Ν. 5960/1933 πληρωτέα μόνο στον σημειούμενο εντός των γραμμών τραπεζίτη ή, αν αυτός είναι πληρωτής μόνο σε πελάτη του. Παρά ταύτα, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, ο σημειούμενος τραπεζίτης δύναται να απευθυνθεί για την είσπραξή της σε άλλο τραπεζίτη. Ως έμμεσο οικονομικό αποτέλεσμα της διγράμμισης μπορεί να θεωρηθεί και το ότι η πληρωμή της επιταγής γίνεται με λογιστική πράξη μεταξύ των τραπεζών, όπως προβλέπει το άρθρο 39 του αυτού νόμου. Οι τρόποι του λογιστικού κανονισμού της δίγραμμης επιταγής είναι τρεις, όπως και της λογιστικής επιταγής του άρθρου 39, δηλαδή η πίστωση σε λογαριασμό, ο γύρος και ο συμψηφισμός. Πίστωση σε λογαριασμό υπάρχει, όταν ο κομιστής της επιταγής έχει λογαριασμό στην πληρώτρια τράπεζα, οπότε για την πληρωμή της επιταγής αυτής πιστούται ο λογαριασμός αυτός. Όταν ο κομιστής δεν έχει λογαριασμό στην πληρώτρια τράπεζα, συνήθως ανοίγεται ένας νέος, ο οποίος στη συνέχεια πιστούται με το ποσό της επιταγής. Γύρος, με την έννοια του νόμου, υπάρχει όταν ο κομιστής δεν έχει λογαριασμό στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά σε άλλο τραπεζίτη, οπότε για την πίστωση του λογαριασμού του απαιτείται η μεταφορά του ποσού της επιταγής στο λογαριασμό του άλλου τραπεζίτη. Με συμψηφισμό πληρώνεται η επιταγή μέσω του συμψηφιστικού γραφείου. Δυνάμει της δίγραμμης επιταγής - όπως και επί της λογιστικής επιταγής - πιστούται, εκ μέρους του πληρωτή, ο λογαριασμός του κομιστή με τη μεταφορά ισόποσης πίστωσης από το λογαριασμό του εκδότη της. Ο "συμψηφισμός" αυτός εκ μέρους του πληρωτή είναι δυνατός, όταν ο εκδότης και ο κομιστής της επιταγής διατηρούν λογαριασμό στον πληρωτή της επιταγής. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, η πληρωμή της ως άνω επιταγής είναι δυνατή δια μέσου του γραφείου συμψηφισμού.
Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, ενώ υπέρβαση εξουσίας, η οποία συνιστά τον κατά τα άρθρα 510 παρ. 1Η και 484 παρ. 1 ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί εξουσία που δεν του δίνει ο νόμος, δηλαδή το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (αρνητική υπέρβαση εξουσίας). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει, ότι η Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΑΚΤΙΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΑΕ", εξέδωσε στην Καλλιθέα Αττικής στις ..... και ..... τις με αριθμούς ........ και ...... δύο δίγραμμες επιταγές εις διαταγήν Ψ1, ποσού 35.000.000 δρχ. εκάστη, πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ο λήπτης των επιταγών αυτών Ψ1 προέβη σε οπισθογράφηση εμπροθέσμως, ήτοι εντός της οκταήμερης προθεσμίας από της εκδόσεως εκάστης προς την Τράπεζα Πειραιώς, προκειμένου να πιστωθεί ο τηρούμενος στην εν λόγω Τράπεζα λογαριασμός του, δηλαδή τις κατέθεσε προς είσπραξη. Η προς την Τράπεζα Πειραιώς γενομένη μεταβίβαση των επιταγών, έχουσα την έννοια της κατά πληρεξουσιότητα μεταβιβάσεως αυτών, δεν έχει μεταβιβαστικά και εγγυητικά αποτελέσματα. Η τελευταία αυτή Τράπεζα, ενεργούσα ως εντολοδόχος του κομιστή Ψ1, εμφάνισε εμπροθέσμως, ήτοι εντός της οκταήμερης προθεσμίας από της εκδόσεως, μέσω του γραφείου συμψηφισμού, τις επιταγές αυτές εντός της ως άνω προθεσμίας στην πληρώτρια Εθνικής Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά δεν πληρώθηκαν για έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων.
Με βάση τα προεκτεθέντα οι κύριος και κομιστής αμφοτέρων των επιταγών παρέμεινε ο Ψ1, ο οποίος εδικαιούτο σε υποβολή της εγκλήσεως εις βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εκδότριας Ανώνυμης εταιρείας για παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που, με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε ότι κομιστής των επιταγών και εντεύθεν δικαιούχος προς υποβολή της εγκλήσεως κατά του αναιρεσείοντος είναι ο Ψ1 και όχι η Τράπεζα Πειραιώς, αφενός μεν ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις, αφετέρου δε δεν υπερέβη την εξουσία του με το να μη κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και οι αντίστοιχοι λόγοι της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1Ε, Η ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι.
Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχουν όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Έτσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του. Διαφορετικά, ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού (Ολ. ΑΠ 2/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων προέβαλε, κατά τρόπο ορισμένο, με έγγραφο υπόμνημα, που καταχωρήθηκε αυτούσιο στα πρακτικά, αίτημα αναγνωρίσεως υπέρ αυτού των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α, β, ε ΠΚ και το δικαστήριο, αφού τον κήρυξε ένοχο της πράξεως για την οποία κατηγορήθηκε, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του ότι αυτός μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ), ενώ για την αναγνώριση των λοιπών ελαφρυντικών περιστάσεων δεν έκανε καμμία μνεία. Εντεύθεν παραπονείται ο αναιρεσείων με τον συναφή λόγο αναιρέσεως, ότι χωρίς καμμία αιτιολογία απέρριψε το Δικαστήριο της ουσίας το ως άνω αίτημά του, περί αναγνωρίσεως δηλαδή και των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2β, ε ΠΚ. Ο λόγος αυτός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει και πάλιν από τα οικεία πρακτικά, ο καθ' ορισμένο τρόπο υποβηθείς αυτοτελής ισχυρισμός (με έγγραφο υπόμνημα που καταχωρήθηκε στα πρακτικά), δεν αναπτύχθηκε και προφορικώς, κατά τα προαναπτυχθέντα, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 331 ΚΠΔ και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση.
Σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ. 1 του ΠΚ, αν κάποιος δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερης των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δυο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής, κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την προσβαλλομένη απόφαση καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για παράβαση του άρθρου 79 ΠΚ "Περί επιταγής", την οποία μετέτρεψε επί 4,40 ευρώ ημερησίως, αφού προηγουμένως απέρριψε αίτημά του, εκπροσωπήσαντος τον κατηγορούμενο, συνηγόρου του περί αναστολής της ποινής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 99 ΠΚ, με την παρακάτω αιτιολογία: "Το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του ΠΚ και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος με το αναγνωσθέν 948/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δη ποσού 70.000.000 δρχ., κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 του ΠΚ είναι απολύτως αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων". Η αιτιολογία αυτή απορρίψεως του πιο πάνω αιτήματος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ και ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
Με τον τελευταίο λόγο της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ, προβάλλεται η αιτίαση, ότι επήλθε, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν τα δύο φωτοαντίγραφα των ενδίκων επιταγών, οι οποίες, όμως, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, ελήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την περί ενοχής κρίση του. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, γιατί η ανάγνωση στο ακροατήριο των επίδικων επιταγών δεν ήταν απαραίτητη, δεδομένου ότι αυτές αποτελούν το αντικείμενο του εγκλήματος, ανεξαρτήτως του ότι, εφόσον αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, από τα οποία προκύπτει η ανάγνωση και των επιταγών αυτών, αναγκαίως συνέπεται ότι αναγνώσθηκαν και οι επίδικες επιταγές αυτές. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25.7.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 29088/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Νοεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ