Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2132 / 2007    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής.




Περίληψη:
Στοιχεία απάτης και τρόποι τέ-λεσης. Έννοια γεγονότος επί απάτης. Έννοια συναυτουργίας. Πότε υπάρχει αιτιολογία στην καταδικαστική απόφαση. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, εφόσον τούτο περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος. Έννοια αυτοτε-λών ισχυρισμών. Ισχυρισμός που δεν είναι αυτοτελής, ως βάλλων κατά της συγκροτήσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και επομένως δεν χρήζει ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδί-κη για απάτη κατά συναυτουργία. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης




Αριθμός 2132/2007

Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Παπαδάκη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 11960/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 786/2006.

Αφού άκουσε
τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή, ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττο0μένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, όσον αφορά το έγκλημα της απάτης, πρέπει, στην καταδικαστική απόφαση όχι μόνο να εκτίθεται ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία άλλά και να προσδιορίζεται σε τί συνίσταται η βλάβη αυτή και πως επήλθε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Όσον αφορά το δόλο που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα στη θεμελίωση παραγωγής των περιστατικών που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτήν. Αντίθετα τέτοια αιτιολογία απαιτείται στις περιπτώσεις που για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος). Για την ύπαρξη αυτής της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή, των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιους όμως ισχυρισμούς δεν αποτελούν ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας καθώς και τα υπερασπιστικά του κατηγορουμένου επιχειρήματα. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 11960/2005 αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική του κρίση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Η εγκαλούσα ..... το Δεκέμβριο του 1999 πώλησε και παρέδωσε στον Φ1 έμπορο κανούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, ένα μεταχειρισμένο Ι.Χ.Ε. όχημα, μάρκας HUNDAI, τύπου Land, κυριότητά της, έναντι τιμήματος, που συμφωνήθηκε στο ποσό των 1.850.000 δραχ., το οποίο πιστώθηκε. Για την εξόφληση του τιμήματος αυτού, δέχθηκε να μεταβιβαστεί δι' οπισθογραφήσεως και παραδοθεί στην ίδια, μία τραπεζική επιταγή, μεταχρονολογημένη με αρ. .... της Ε.Τ.Ε., ημερομηνίας εκδόσεως 30-5-2000 που φερόταν ότι είχε εκδοθεί από την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ".... Ο.Ε." εις διαταγή της τελευταίας ποσού 1.850.000 δραχ., της οποίας ο κατηγορούμενος Χ1 , ήταν κομιστής εξ οπισθογραφήσεως. Κατά την παράδοσή της ο τελευταίος συμφώνησε ρητά ότι αναδέχεται, από κοινού με τον Φ1 το χρέος του τελευταίου, προς την εγκαλούσα (1.850.000 δρχ.). Παρέστησε δε ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας του γεγονότος, ότι η ως άνω επιταγή είναι γνήσια και έγκυρη ως προς όλα τα στοιχεία αυτής και με τις διαβεβαιώσεις του αυτές η εγκαλούσα πείστηκε και δέχθηκε να την παραλάβει ως μέσον εξοφλήσεως του πιστωθέντος ως άνω τιμήματος. Όταν όμως την εμφάνισε προς πληρωμή στο αρμόδιο κατάστημα ΕΤΕ επί της οδού ...., αποκρούστηκε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του υποκαταστήματος της Τράπεζας αυτής, διότι εξακριβώθηκε ότι το σώμα της δεν είχε χορηγηθεί από το ως άνω κατάστημα και παρουσίαζε άτακτη έκδοση και ανομοιότυπα των υπογραφών των εκδοτών. Τα γεγονότα αυτά, γνώριζε κατά την οπισθογράφηση και παράδοσή της στην εγκαλούσα, ο κατηγορούμενος, αφού την οπισθογράφησε, αποδεχόμενος ρητά ταυτόχρονα, ενώπιον και του συζύγου της, την εξόφληση του χρέους του Φ1 προς την εγκαλούσα. Τα ως άνω με σαφήνεια αποδείχθηκαν και από την αναγνωσθείσα, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατάθεση, της εγκαλούσας που κατέθεσε ότι "ο κατηγορούμενος εγγυήθηκε ότι ήταν εντάξει η επιταγή" και την αναγνωσθείσα στο ίδιο δικαστήριο, κατάθεση του Μ1 ομορρύθμου εταίρου της φερομένης ως εκδότριας εταιρείας της επιταγής αυτής "... Ο.Ε", που υπέβαλε και μηνυτήρια αναφορά ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, όπου καταθέτει ότι "από τον Ιανουάριο του 2000 άρχισαν να εμφανίζονται δήθεν επιταγές της εταιρίας (ως εκδότριας) από τις οποίες σε 5-6 ήταν και το όνομα του κατηγορουμένου. Όταν τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο, τον οποίο δεν γνώριζε, για εξηγήσεις σχετικά με την έκδοσή τους, αυτός του απάντησε ότι δεν πρέπει να στενοχωριέται διότι ο Φ1, είναι καλός άνθρωπος", που αποδεικνύει προσπάθεια συγκαλύψεως του Φ1 πλέον του ότι δεν αρνήθηκε στον ως άνω (Μ1) ότι ο ίδιος κατηγορούμενος είχε θέσει στη θέση του οπισθογράφου αυτών, την υπογραφή του. Την κρίση του δικαστηρίου, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται και για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί, επιρωνύει και α) το ότι αυτός ισχυρίζεται δεν υπέγραψε ως οπισθογράφος στην επίμαχη επιταγή, στην αστική όμως δίκη δεν προέβαλε παραδεκτά τον ως άνω ουσιώδη ισχυρισμό του, β) με τη με αριθμ. 200/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών -η οποία βεβαίως δεν δεσμεύει το παρόν δικαστήριο με δύναμη δεδικασμένου- αλλά εκτιμάται ελευθέρως, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, έγινε δεκτό ότι κατά την μεταβίβαση και παράδοση της ως άνω επιταγής στην εγκαλούσα μέσω του συζύγου της, ήταν παρών και αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος του Φ1 στην τελευταία, τούτο δε έπραξε προκειμένου να αποκομίσει από κοινού με αυτόν παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με το ποσό της επιταγής, με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της εγκαλούσας, γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της άδικου πράξεως της απάτης από κοινού ως ειδικά θα αναφερθεί και στο διατακτικό της παρούσας". Ακολούθως με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο απάτης από κοινού και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Έτσι, κρίνοντας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο σκεπτικό της με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς, επίσης, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερθέντα περιστατικά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1α, 45 και 386 παρ. 1 του ΠΚ τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα οι προεκτεθείσες παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελούν "επανάληψη του κατηγορητηρίου" και του διατακτικού της τελευταίας, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων και τούτο ανεξαρτήτως του ότι μόνη η επανάληψη στο σκεπτικό του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον τούτο περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αν βεβαίως στο σκεπτικό αναφέρονται, όπως στην προκείμενη περίπτωση οι αποδείξεις, από τις οποίες το δικαστήριο συνήγαγε τα γενόμενα απ' αυτό δεκτά περιστατικά. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας αναφέρει στο αιτιολογικό του με σαφήνεια και χωρίς καμία αντίφαση σε τί συνίστανται οι ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου προς την εγκαλούσα και επισημαίνει τη ζημία αυτής στο ποσό των 1.850.000 δραχμών της ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής. Επίσης, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του κατηγορουμένου και τον περαιτέρω σκοπό του να αποκομίσει από κοινού με άλλον (Φ1 ) παράνομο περιουσιακό όφελος ίσο με το ποσό της ακάλυπτης επιταγής με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της εγκαλούσας, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης των πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ήταν απαραίτητο να εκτίθεται σ' αυτή ο χρόνος "επακριβώς ή περίπου" της εκ μέρους του κατηγορουμένου παράδοσης της επιταγής στον Φ1 και οπισθογραφήσεως αυτής, ενώ η απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, που προβλήθηκε από τον εκπροσωπήσαντα στη δίκη πληρεξούσιο δικηγόρο του ότι "δεν υπέγραψε την επιταγή, την οποία έδωσε ο .... -γιατί του χρώσταγε χρήματα- και τελικά την επέστρεψε γιατί οι πληροφορίες δεν ήταν καλές", δεν έχρηζε ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας, αφού ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής αλλά αρνητικός της κατηγορίας και επομένως αιτιολογείται η απόρριψη του με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο σκεπτικό αυτής για την ενοχή του. Παρά ταύτα, το δικαστήριο απάντησε με επαρκή αιτιολογία. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, κατ' εκτίμηση, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης αυτής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες. Μετά από αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15 Μαρτίου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 11960/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 11 Ιουλίου 2007. Και,
Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 30 Νοεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή