Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Δέχεται την αίτηση και αναιρεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1648/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1776/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1863/07.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 81/13.2.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ την υπ'αριθμ. 223/2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 1776/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ'αριθμ. 2055/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικασθεί για υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 € (αρ. 98, 375 παρ. 1 εδ. τελευταίο ΠΚ, όπως προσ. μ αρ. 14 παρ. 3α ν. 2721/99). Μετά από έφεση που άσκησε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 1776/2007 βούλευμα, το οποίο απέρριψε κατ'ουσία την έφεση αυτού και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων, με την κρινομένη αίτησή του,η οποία ασκήθηκε από τον ίδιο, στις 24-10-2007, νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα με θυροκόλληση στις 15-10-2007, στον δε αντίκλητό του δικηγόρο επίσης με θυροκόλληση στις 5-11-2007 (ήτοι προ πάσης επιδόσεως) και περιέχει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ). Το βούλευμα δε αυτό υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπεται ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για κακούργημα (αρ. 462, 463, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ. 1α, 2 ΚΠΔ).
Συνεπώς, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ'ουσία.
Η έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος η οποία ιδρύει τον κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Ε1 του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανακριτική διαδικασία και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής και την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και oι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε, στην διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ποινικής διάταξης που συνιστά λόγον αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώραν εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου από την ανακριτική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας κα του διατακτικού του βουλεύματος ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικ. από το άρθρ. 1, παρ. 9 του ν. 2408/4-6-96, αν το αντικείμενο της της ως άνω πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος η ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Περαιτέρω με το άρθρ. 14 παρ. 3 του ν. 2721/3-6-99 στην μεν παρ. 1 του άνω άρθρου 375 προστέθηκε εδάφιο κατά το οποίο "αν η συνολική αξία της πράξης υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ., ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών", στη δε παρ. 2 του ίδιου άρθρ. εδάφιο κατά το οποίο "αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Ακόμη κατά το άρθρ. 98 ΠΚ, όπως ίσχυε προ του ν. 2721/99, αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρ. 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Στο άρθρο αυτό με το αρθρ. 14 παρ. 1 ν. 2721/99 προστέθηκε παράγραφος κατά την οποία, η αξία του αντικείμενου της πράξης και περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης· απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή ζημία ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
Κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις και ειδικότερα κατά τα ισχύσαντα πριν από την τελευταία τροποποίηση του αρθρ. 98 ΠΚ, οι κατ' ιδίαν πράξεις δεν συναριθμούνταν και συνεπώς η παλαιά ρύθμιση ως επιεικέστερη θα εφαρμοσθεί για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την 3-.6-99 (Ολ. ΑΠ 5/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο βούλευμα, μετά από εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων και κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δέχθηκε τα ακόλουθα: "Μεταξύ της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία "EUROSTATUS ΜΕΣΙΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ΑΕ" που έχει ως αντικείμενο εργασιών των πρακτόρευση ασφαλειών και του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΩΝ INSURANEE COUGR" καταρτίστηκε η από 28.2.1999 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας με την οποία ο τελευταίος, ανέλαβε, πλην άλλων, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, έναντι προμήθειας την πρακτόρευση των ασφαλιστικών εργασιών της εγκαλούσας δηλαδή τη διαμεσολάβηση στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, μεταξύ αυτής και τρίτων (ασφαλισμένων) καθώς και την είσπραξη για λογαριασμό της των ασφαλίστρων, η απόδοση των οποίων θα γινόταν το αργότερο εντός προθεσμίας εβδομήντα πέντε (75) ημερών από το τέλος του μήνα που εκδόθηκαν τα αντίστοιχα ασφαλιστήρια έγγραφα, αφαιρουμένου του ποσού της δικαιούμενης προμήθειας η οποία καθορίστηκε σε ποσοστό 30% για τον κλάδο πυρός και 20% για τον κλάδο αυτοκινήτων. Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ότι η εκπροσωπούμενη από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο εταιρεία ευθύνεται για την απόδοση αυτών στην εγκαλούσα ως θεματοφύλακας. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής ο εκκαλών-κατηγορούμενος άρχισε υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα του να διαμεσολαβεί στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων και να εισπράττει τα ασφάλιστρα για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας. Η βεβαίωση και η εκκαθάριση των υποχρεώσεων του εκκαλούντος-κατηγορουμένου γινόταν μέσω μηνιαίων "εκκαθαριστικών σημειωμάτων λογαριασμού" τα οποία εξέδιδε η εγκαλούσα στο τέλος κάθε μήνα και στα οποία αποτυπώνονταν τόσο τα μικτά και καθαρά ασφάλιστρα κατά κλάδο παραγωγής, όσο και το ποσό της προμήθειας που εδικαιούτο και τα ακυρωθέντα από τους πελάτες του ασφαλιστήρια συμβόλαια, το δε τελικό χρεωστικό υπόλοιπο που αποτυπωνόταν σ' αυτά ήταν και το ποσό το οποίο ώφειλε να αποδώσει ο εκκαλών-κατηγορούμενος για τη χρήση του συγκεκριμένου μήνα, είτε τοις μετρητοίς είτε με την παράδοση προς την εταιρεία επιταγών του ως εγγύηση για την οφειλή του. Για τη λογιστική παρακολούθηση των δοσοληψιών αυτών ετηρείτο μεταξύ των συμβαλλομένων απλός δοσοληπτικός λογαριασμός στον οποίο αποτυπώνονταν σε συνεχή βάση με λεπτομέρεια όλες οι πιστοχρεώσεις (αριθμός συμβολαίου, όνομα πελάτη, ποσό ασφαλίστρων, προμηθειών, ακυρωθέντα συμβόλαια, ποσά καθαρών ασφαλίστρων προς απόδοση).
Περαιτέρω προέκυψε ότι από το μήνα Φεβρουάριο 1999 μέχρι και το μήνα Ιούλιο 2003 (όταν διακόπηκε η προαναφερόμενη συνεργασία) ο εκκαλών-κατηγορούμενος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας "INSURANCE COVER" παρέλαβε από την εγκαλούσα εταιρεία ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία παρέδωσε στους ασφαλισμένους πελάτες του, εισέπραξε δε για λογαριασμό της εγκαλούσας τα αναλογούντα ασφάλιστρα, μέρος των οποίων ποσού 447.106,42 ευρώ (καθαρά ασφάλιστρα) δεν της απέδωσε, ως ώφειλε, αλλά τα παρακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Έτσι οι αλλεπάλληλες σχετικές οχλήσεις της εγκαλούσας για απόδοση των παραπάνω ασφαλίστρων δεν είχαν αποτέλεσμα και για το λόγο αυτό η τελευταία με την από 23.7.2003 εξώδικη δήλωση της η οποία επιδόθηκε αυθημερόν στην εταιρεία "INSURANCE COVER", προέβη σε καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως (βλ. υπ' αριθμ. .../23.7.2003 έκθεση επιδόσεως δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιώς ...) και αξίωσε, σύμφωνα με όσα είχαν συνομολογηθεί, την άμεση απόδοση όλων των εισπραχθέντων για λογαριασμό της, ασφαλίστρων. Ο εκκαλών-κατηγορούμενος, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας "INSURANCE COVER" είχε αναγνωρίσει μέρος της οφειλής αυτής ύψους 148694 ευρώ, όπως προκύπτει και από την με ημερομηνία 21.11.2002 επιστολή του, προς την εγκαλούσα. Για το οφειλόμενο ως άνω ποσό των 447.10j5,42 ευρώ είχε παραδώσει στην εγκαλούσα (ως εγγύηση) τις εξής επιταγές: 1) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 7.100 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 17.3.2003 στην Αθήνα, 2) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 8000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 25.4.2003 στην Αθήνα 3) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 8000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2003 στην Αθήνα, 4) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK ποσού 5000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2003 στην Αθήνα, 5) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 10.000 ευρώ της ASPIS BANK, με ημερομηνία εκδόσεως 12.8.2003 στην Αθήνα, 6) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.8.2003 στην Αθήνα, 7) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 15.9.2003 στην Αθήνα, 8) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 6000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 25-9-2003 στην Αθήνα, 9) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της EUROBANK, ποσού 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 30-9-2003 στην Αθήνα, 10) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 8000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 30.9.2003 στην Αθήνα, 11) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 15.10.2003 στην Αθήνα, 12) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK ποσού 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 22.10.2003 στην Αθήνα, 13) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 30.10.2003, 14) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 8000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 31.10.2003, 15) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK ποσού 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 15.11.2003 στην Αθήνα, 16) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK με ημερομηνία εκδόσεως ποσού 15000 ευρώ 22.11.2003 στην Αθήνα, 17) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 30.11.03 στην Αθήνα, 18) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 5865 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 15.12.2003 στην Αθήνα, 19) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 15.12.2003 στην Αθήνα, 20) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 10.000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 18.12.2003 στην Αθήνα, 21) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 14913,48 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 18.12.2003 στην Αθήνα, 22) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ASPIS BANK, ποσού 10.000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 31.12.2003 στην Αθήνα, 23) την υπ' αριθμ. .....επιταγή της ASPIS BANK ποσού 7000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 31.12.2003 στην Αθήνα, 24) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ τράπεζας, ποσού 10.000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 15.5.2003 στην Αθήνα, 25) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας, ποσού 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 31.5.2003 στην Αθήνα, 26) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας ποσού 18000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 20.6.2003 στην Αθήνα, 27) την υπ'αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 30.6.2003 στην Αθήνα, 28) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 15000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 10.7.2003, 29) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 20.000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 20.7.2003, 30) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας ποσού 20.000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως 30.7.2003, 31) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 15.000 ευρώ της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" με ημερομηνία εκδόσεως 30.7.2003 στην Αθήνα καθώς και μία συvαλλαγματική πoσoύ 15.000 ευρώ, λήξεως 10.10.2003 αποδοχής της εταιρείας "ENSURANCE COUGR". Πλην όμως οι ως άνω επιταγές κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους προς πληρωμή δεν πληρώθηκαν από τις πληρώτριες Τράπεζες και σφραγίστηκαν καθώς επίσης δεν πληρώθηκε και η συναλλαγματική. Για το λόγο αυτό εκδόθηκαν με βάση τα παραπάνω αξιόγραφα σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου οι υπ' αριθμ. 9134/2003, 10277/2004 και 1043/2004 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών παράλληλα δε έχουν κατατεθεί εναντίον του και οι από 24.12.2003 και 3.3.2004 μηνύσεις της καλούσας εταιρείας για το αδίκημα της εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών. Βέβαια ο εκκαλών κατηγορούμενος ισχυρίζεται συνοπτικά ότι δεν οφείλει στην εγκαλούσα ασφάλιστρα ύψους 447.106,42 ευρώ και ότι οι προαναφερθείσες επιταγές καθώς και η συναλλαγματική [στην εγκαλούσα αφενός μεν για την ασφαλιστική παραγωγή που θα πραγματοποιούσε η εταιρεία του "ΙNSURANCE COVER" στο προσεχείς,, μέλλον, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε από υπαιτιότητα·" της εγκαλούσας η οποία προέβη στην ακύρωση όλων των συμβολαίων της παραγωγής του μετά τη διακοπή της συνεργασίας τους (23.7.2003) με συνέπεια να υποχρεωθεί αυτός και οι συνεργάτες του να καταβάλουν διάφορα χρηματικά ποσά στους ασφαλισμένους αφετέρου δε για την κάλυψη προηγουμένων οφειλών του προς την εγκαλούσα από ασφάλιστρα η οποία δεν δημιουργήθηκε από υπαιτιότητα του αλλά οφείλετο στις καθυστερήσεις καταβολής οφειλομένων ασφαλίστρων από συνεργαζόμενους πράκτορες του ύψους 103.298,3 3 ευρώ. Πλην όμως από κανένα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών. Αντίθετα από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας προέκυψαν ως προς τους ισχυρισμούς αυτούς τα ακόλουθα: Στην καρτέλα λογαριασμού (αναλυτικό καθολικό) για το έτος 2003 στην αρχή (από μεταφορά) φαίνεται η οφειλή της εκπροσωπούμενης από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο εταιρείας "INSURANCE COVER" για το έτος 2002 η οποία ανερχόταν στο ποσό των 2.0.316,94 ευρώ, μέρος της οποίας ύψους 148.694 ευρώ αναγνώρισε ως οφειλόμενη η τελευταία με την από 21.11.2002 επιστολή της όπως προαναφέρθηκε. Στη συνέχεια στο "αναλυτικό καθολικό" των ετών 2002 και 2003 είχαν εγγραφεί ως καταβολές (στη στήλη πίστωση) τα ποσά για τα οποία ο εκκαλών-κατηγορούμενος παρέδωσε στην εγκαλούσα υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα του επιταγές οι οποίες ουδέποτε πληρώθηκαν. Τα ποσά των επιταγών αυτών που δεν πληρώθηκαν και έχουν αναγραφεί στο "αναλυτικό καθολικό" ως καταβολή (στη στήλη πίστωση), προστιθέμενα με το αρχικό (για το έτος 2002) οφειλόμενο ποσό των 250.416,94 ευρώ, αθροίζονται στο συνολικά οφειλόμενο και υπεξαιρεθέν από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο ποσό των 447.106,42 ευρώ, αιτήματος του κυρίας απορριπτόμενου εντεύθεν του αιτήματος (επικουρικού) για διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως επί του θέματος αυτού ως αβασίμου. Περαιτέρω προέκυψε ότι οι ως άνω επιταγές δόθηκαν από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο για να καλύψουν οφειλή της εταιρείας του "INSURANCE COVER" από την είσπραξη ασφαλίστρων για λογαριασμό της εγκαλούσας, αποκλειστικά μέχρι και το μήνα Δεκέμβριο 2002. Δηλαδή οι εγγραφείς που εμφανίζονται στο "αναλυτικό καθολικό" ως πίστωση στο έτος 2003, αφορούν μεταχρονολογημένες επιταγές για ασφάλιστρα μέχρι το μήνα Δεκέμβριο 2002 που εισέπραξε ο εκκαλών-κατηγορούμενος για λογαριασμό της εγκαλούσας και δε της απέδωσε. Όσον δε αφορά τις ακυρώσεις συμβολαίων που επικαλείται ο εκκαλών-κατηγορούμενος προέκυψε ότι αυτές αφορούν ασφάλιστρα από 1.1.2003 μέχρι τη διακοπή της συνεργασίας τους (23.7,2003) και δεν συμπεριλαμβάνονται στις ως άνω επιταγές. Σε κάθε περίπτωση, προέκυψε ότι οι εν λόγω επιστροφές-ακυρώσεις ήλθαν σε πίστωση πρόσθετου χρεωστικού υπολοίπου της εταιρείας "INSURANCE COVER" έναντι της εγκαλούσας που δημιουργήθηκε μέσα στο έτος 2003 και δεν αφορούν το χρεωστικό υπόλοιπο αυτής μέχρι το έτος 2002, ύψους 447.106,42 ευρώ, το οποίο καλύφθηκε με τις προαναφερθείσες τριάντα μία (31) επιταγές και τη συναλλαγματική ποσού 15000 ευρώ. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος-κατηγορουμένου ότι κατέβαλε ο ίδιος και οι συνεργάτες του σημαντικά χρηματικά ποσά στους ασφαλισμένους λόγω των ως άνω ακυρώσεων, και αληθής υποτιθέμενος, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον ο ίδιος και οι συνεργάτες του ήταν υπεύθυνοι έναντι των ασφαλισμένων, δοθέντος ότι, κατά τα προαναφερθέντα, είχαν εισπράξει τα ασφάλιστρα από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του έτους 2003 τα οποία δεν απέδωσαν ως ώφειλαν στην εγκαλούσα εταιρεία η οποία αναγκάστηκε να ακυρώσει τα συμβόλαια και να καταγγείλει τη σύμβαση με την εταιρεία του εκκαλούντος-κατηγορουμένου "INSURANCE COVER" η οποία έκτοτε έκλεισε τα γραφεία της και έπαυσε να λειτουργεί. Ο εκκαλών-κατηγορούμενος προς επίρρωση των ισχυρισμών του, αναφέρει διάφορους συνεργάτες του (Α, Β, Γ, Δ, κλπ) οι οποίοι, όπως ισχυρίζεται, του οφείλουν χρηματικά ποσά από ασφάλιστρα, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει αν τα ποσά αυτά αφορούν ασφάλιστρα από ασφαλιστήρια συμβόλαιο της εγκαλούσας εταιρείας ή προέρχονται από άλλες εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονταν οι ως άνω οφειλέτες του και ο ίδιος (Πχ ασφαλιστική εταιρεία ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΚΗ, ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ, ΩΜΕΓΑ κλπ). Τέλος ο εκκαλών-κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βάρος του διότι μεταξύ της εγκαλούσας και της εταιρείας "INSURANCE COVER" συνήφθη σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού κατά την έννοια των άρθρων 361.873, 874 ΑΚ, 112 Εισ. ΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ν.δ. της 17.7/17.8.1923 "Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" του οποίου το χρεωστικό κατάλοιπο κατά το οριστικό κλείσιμο του δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο υπεξαιρέσεως διότι δεν αποτελεί ξένο πράγμα, στοιχείο απαραίτητο για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος διότι όπως προαναφέρθηκε αλλά προέκυψε και από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας (λογιστικές καταστάσεις καταθέσεις μαρτύρων) μεταξύ της εγκαλούσας και της εταιρείας "INSURANCE COVER" λειτούργησε για την εξυπηρέτηση της συμβάσεως απλός δοσοληπτικός λογαριασμός κατά τον οποίο η τελευταία ήταν μόνο οφειλέτρια και για κάθε ασφαλιστική περίοδο η συναλλαγή της με την εγκαλούσα ήταν αυτοτελής και προσμετράτο ξεχωριστά στο χρεωστικό υπόλοιπο, όπως άλλωστε συνάγεται και από το γεγονός ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος εξέδωσε τις επιταγές που προαναφέρθηκαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και όχι κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, όπως θα έπραττε αν τηρείτο μεταξύ τους αλληλόχρεος λογαριασμός.
Με τις παραδοχές όμως αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ περιέχει, αντιφάσεις και ασάφειες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το αν ορθώς ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 98 και 375 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΠΚ.
Ειδικώτερα: α) ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσείων από το μήνα Φεβρουάριο 1999 μέχρι και το μήνα Ιούλιο 2003 παρέλαβε από την εγκαλούσα εταιρεία ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία παρέδωσε στους ασφαλισμένους πελάτες του και εισέπραξε για λογαριασμό της εγκαλούσας τα αναλογούντα ασφάλιστρα, μέρος των οποίων ποσού 447.106,42 ευρώ (καθαρά ασφάλιστρα) δεν της απέδωσε, ως ώφειλε, αλλά τα παρακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, στη συνέχεια εκθέτει, αντιφατικά, ότι το ως άνω ποσό, αποτελούσε χρεωστικό υπόλοιπο μέχρι το έτος 2002 και β) ενώ δέχεται ότι το κρινόμενο έγκλημα της υπεξαίρεσης, τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση από Φεβρουάριο 1999 μέχρι 23 Ιούλιο 2003 (όπως και το πρωτόδικο βούλευμα), δηλαδή και πριν την ισχύ των διατάξεων του ν. 2721/3-6-99, παρά ταύτα έκρινε το ίδιο έγκλημα ως κακούργημα αναφορικά με τις μερικότερες πράξεις που φέρονται ότι έλαβαν χώρα από Φεβρουάριο 1999 έως 3-6-1999, συμπεριλαμβάνοντας στο συνολικό ποσό της υπεξαίρεσης και τα ποσά των μερικοτέρων αυτών πράξεων, που με μόνο την αξία του αντικειμένου τους, αποτελούν πλημμέλημα, χωρίς όμως να ερευνά αν το αντικείμενο τουλάχιστο μιας από τις μερικότερες αυτές πράξεις είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και ακόμη αν η υποχρέωση όπως δέχεται, του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου προς απόδοση των ασφαλίστρων προς την εγκαλούσα εταιρεία, αποτελούσε και υποχρέωση εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 1982/01). 'Ετσι όμως δημιουργείται και ασάφεια ως προς το ύψος του συνολικού ποσού, που φέρεται ότι υπεξαιρέθηκε από την ισχύ του ν. 2721/99, δηλαδή από 3-6-99, οπότε η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, αν η συνολική αξία της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €υρώ.
Συνεπώς, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, κατά τους βάσιμους λόγους αναιρέσεως που περιλαμβάνονται στην κρινομένη αίτηση και πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ίδιου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων δικαστών.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθμ. 223/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 1776/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων δικαστών.
Αθήνα 22 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λόγο αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του, με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 8 του νόμου 2408/1996, αν το αντικείμενο της ως άνω πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, η ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Περαιτέρω, με το άρθρο 14 παρ. 3 του νόμου 2721/3.6.99, στην μεν παράγραφο 1 του άνω άρθρου 375 προστέθηκε εδάφιο, κατά το οποίο "αν η συνολική αξία της πράξης υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ., ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών", στη δε παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, εδάφιο κατά το οποίο "αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000)δρχ. τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ' αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 11 του Νόμου 2721/1999 "αν περισσότερες πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει την διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Τέλος, με την παράγραφο 11 του άρθρου 14 του Νόμου 2721/1999, προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα, που έχει ως εξής: "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συν ολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις και ειδικότερα, κατά τα ισχύσαντα πριν από την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 98 του Ποινικού Κώδικα, οι κατ' ιδίαν πράξεις δεν συναριθμούνταν και, συνεπώς η παλαιά ρύθμιση, ως επιεικέστερη, θα εφαρμοσθεί για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από τις 3 Ιουνίου 1999 (ΟλΑΠ 5/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία "EUROSTATUS ΜΕΣΙΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ΑΕ",που έχει ως αντικείμενο εργασιών την πρακτόρευση ασφαλειών και του εκκαλουντος -κατηγορουμένου, Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΩΝ INSURANCE COUGR" καταρτίστηκε η από 28.2.1999 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, με την οποία ο τελευταίος ανέλαβε, πλην άλλων, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, έναντι προμήθειας, την πρακτόρευση των ασφαλιστικών εργασιών της εγκαλούσας, δηλαδή τη διαμεσολάβηση στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, μεταξύ αυτής και τρίτων (ασφαλισμένων) καθώς και την είσπραξη για λογαριασμό της των ασφαλίστρων, η απόδοση των οποίων θα γινόταν το αργότερο εντός προθεσμίας εβδομήντα πέντε (75) ημερών από το τέλος του μήνα που εκδόθηκαν τα αντίστοιχα ασφαλιστήρια έγγραφα, αφαιρουμένου του ποσού της δικαιούμενης προμήθειας, η οποία καθορίστηκε σε ποσοστό 30% για τον κλάδο πυρός και 20% για τον κλάδο αυτοκινήτων. Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ότι η εκπροσωπούμενη από τον εκκαλούντα -κατηγορούμενο εταιρεία ευθύνεται για την απόδοση αυτών στην εγκαλούσα ως θεματοφύλακας. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, ο εκκαλών - κατηγορούμενος άρχισε, υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα του, να διαμεσολαβεί στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων και να εισπράττει τα ασφάλιστρα για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας. Η βεβαίωση και η εκκαθάριση των υποχρεώσεων του εκκαλούντος κατηγορουμένου γινόταν μέσω μηνιαίων "εκκαθαριστικών σημειωμάτων λογαριασμού", τα οποία εξέδιδε η εγκαλούσα στο τέλος κάθε μήνα και στα οποία αποτυπώνονταν τόσο τα μικτά και καθαρά ασφάλιστρα κατά κλάδο παραγωγής, όσο και το ποσό της προμήθειας που εδικαιούτο και τα ακυρωθέντα από τους πελάτες του ασφαλιστήρια συμβόλαια, το δε τελικό χρεωστικό υπόλοιπο που αποτυπωνόταν σ' αυτά ήταν και το ποσό που όφειλε να αποδώσει ο εκκαλών κατηγορούμενος για τη χρήση του συγκεκριμένου μήνα, είτε τοις μετρητοίς είτε με την παράδοση προς την εταιρεία επιταγών του, ως εγγύηση για την οφειλή του. Για τη λογιστική παρακολούθηση των δοσοληψιών αυτών, ετηρείτο μεταξύ των συμβαλλομένων απλός δοσοληπτικός λογαριασμός, στον οποίο αποτυπώνονταν σε συνεχή βάση με λεπτομέρεια όλες οι πιστοχρεώσεις (αριθμός συμβολαίου, όνομα πελάτη, ποσό ασφαλίστρων, προμηθειών, ακυρωθέντα συμβόλαια, ποσά καθαρών ασφαλίστρων προς απόδοση). Περαιτέρω, προέκυψε ότι, από το μήνα Φεβρουάριο 1999 μέχρι και το μήνα Ιούλιο 2003 (όταν διακόπηκε η προαναφερόμενη συνεργασία), ο εκκαλών - κατηγορούμενος, ως Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας "INSURANCE COVER" παρέλαβε από την εγκαλούσα εταιρεία ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία παρέδωσε στους ασφαλισμένους πελάτες του, εισέπραξε δε για λογαριασμό της εγκαλούσας τα ασφάλιστρα, μέρος των οποίων, ποσού 447.106,42 ευρώ (καθαρά ασφάλιστρα), δεν της απέδωσε, ως όφειλε, αλλά τα παρακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Έτσι, οι αλλεπάλληλες σχετικές οχλήσεις της εγκαλούσας για απόδοση των παραπάνω ασφαλίστρων δεν είχαν αποτέλεσμα και για το λόγο αυτό η τελευταία, με την από 23.7.2003 εξώδικη δήλωση της, η οποία επιδόθηκε αυθημερόν στην εταιρεία "INSURANCE COVER", προέβη σε καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως (βλ. υπ' αριθμ. .../23.7.2003 έκθεση επιδόσεως δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιώς ...) και αξίωσε, σύμφωνα με όσα είχαν συνομολογηθεί, την άμεση απόδοση όλων των εισπραχθέντων για λογαριασμό της ασφαλίστρων. Ο εκκαλών -κατηγορούμενος, ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας "INSURANCE COVER" είχε αναγνωρίσει μέρος της οφειλής αυτής, ύψους 148.694 ευρώ, όπως προκύπτει και από την με ημερομηνία 21.12.2002 επιστολή του προς την εγκαλούσα. Για το οφειλόμενο ως άνω ποσό των 407.105,42 ευρώ είχε παραδώσει στην εγκαλούσα (ως εγγύηση) τις εξής επιταγές: 1) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 7.100 ευρώ, (με ημερομηνία εκδόσεως 17.3.2003, στην Αθήνα, 2) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 8.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 25.4.2003 στην Αθήνα, 3) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 8.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2003, στην Αθήνα, 4) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2003, στην Αθήνα, 5) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή ποσού 10.000 ευρώ της ΑSPIS ΒΑΝΚ, με ημερομηνία εκδόσεως 12.8.2003, στην Αθήνα, 6) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.8.2003, στην Αθήνα, 7) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 15.9.2003, στην Αθήνα, 8) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 6.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 25.9.2003, στην Αθήνα, 9) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΕURΟΒΑΝΚ, ποσού 8.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.9.2003, στην Αθήνα, 10) την υπ' αριθμ. .... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 8.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.9.2003, στην Αθήνα, 11) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 15.000 ευρώ, (με ημερομηνία εκδόσεως 15.10.2003, στην Αθήνα, 12) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 22.10.2003 στην Αθήνα, 13) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.10.2003, 14) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ" ποσού 8.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 31.10.2003, 15) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 15.11.2003, (στην Αθήνα, 16) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 22-11-2003, στην Αθήνα, 17) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή τηςΤράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.11.03 στην Αθήνα, 18) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 5865 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 15.12.2003, στην Αθήνα, 19) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 15.12.2003, στην Αθήνα, 20) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 10.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 18.12.2003, στην Αθήνα, 21) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 14.913,48 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 18.12.2003, στην Αθήνα, 22) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 10.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 31.12.2003, στην Αθήνα, 23) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΑSPIS ΒΑΝΚ, ποσού 7.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 31.12.2003, στην Αθήνα, 24) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας, ποσού 10.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 15.5.2003, στην Αθήνα, 25) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας, ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 15.5.2003, στην Αθήνα, 26) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας, ποσού 18.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.6.2003, στην Αθήνα, 27) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.6.2003, στην Αθήνα, 28) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 15.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.7.2003, 29) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", ποσού 20.000 ευρώ, (με ημερομηνία εκδόσεως 20.7.2003, 30) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ Τράπεζας, ποσού 20.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.7.2003, 31) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή ποσού 15.000 ευρώ, της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", με ημερομηνία εκδόσεως 30.7.2003, στην Αθήνα, καθώς και μία συναλλαγματική ποσού 15.000 ευρώ, αποδοχής της εταιρείας "ENSURANCE COUGR". Πλην όμως οι ως άνω επιταγές, κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους προς πληρωμή, δεν πληρώθηκαν από τις πληρώτριες Τράπεζες και σφραγίστηκαν καθώς επίσης δεν πληρώθηκε και η συναλλαγματική. Για το λόγο αυτό εκδόθηκαν, με βάση τα παραπάνω αξιόγραφα, σε βάρος του εκκαλούντος -κατηγορουμένου οι υπ' αριθμ. 9134/2003, 10277/2004 και 1043/2004 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών παράλληλα δε έχουν κατατεθεί εναντίον του και οι από 24.12.2003 και 3.3.2004 μηνύσεις της καλούσας εταιρείας για το αδίκημα της εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών. Βέβαια, ο εκκαλών κατηγορούμενος ισχυρίζεται συνοπτικά ότι δεν οφείλει στην εγκαλούσα ασφάλιστρα ύψους 447.106,42 ευρώ και ότι οι προαναφερθείσες επιταγές καθώς και η συναλλαγματική παραδόθηκαν στην εγκαλούσα, αφ' ενός μεν, (για την ασφαλιστική παραγωγή που θα πραγματοποιούσε η εταιρεία του "ΙΝSURANCE COVER" στο προσεχές μέλλον, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε από υπαιτιότητα της εγκαλούσας, η οποία προέβη στην ακύρωση όλων των συμβολαίων της παραγωγής του, μετά τη διακοπή της συνεργασίας τους (23.7.2003), με συνέπεια να υποχρεωθεί αυτός και οι συνεργάτες του να καταβάλουν διάφορα χρηματικά ποσά στους ασφαλισμένους, αφετέρου δε, για την κάλυψη προηγουμένων οφειλών του προς την εγκαλούσα από ασφάλιστρα, η οποία δεν δημιουργήθηκε από υπαιτιότητα του, αλλά οφείλετο στις καθυστερήσεις καταβολής οφειλομένων ασφαλίστρων από συνεργαζόμενους πράκτορές του, ύψους 103.298,33 ευρώ. Πλην όμως από κανένα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών. Αντίθετα, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, προέκυψαν ως προς τους ισχυρισμούς αυτούς, τα ακόλουθα: Στην καρτέλα λογαριασμού (αναλυτικό καθολικό) για το έτος 2003 στην αρχή (από μεταφορά) φαίνεται η οφειλή της εκπροσωπούμενης από τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο εταιρείας "INSURANCE COVER" για το έτος 2002, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 250.316,94 ευρώ, μέρος της οποίας, ύψους 148.694 ευρώ αναγνώρισε ως οφειλόμενη η τελευταία με την από 22.11.2002 επιστολή της, όπως προαναφέρθηκε. Στη συνέχεια, στο "αναλυτικό καθολικό" των ετών 2002 και 2003 είχαν εγγραφεί ως καταβολές (στη στήλη πίστωση) τα ποσά για τα οποία ο εκκαλών -κατηγορούμενος παρέδωσε στην εγκαλούσα υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα του επιταγές, οι οποίες ουδέποτε πληρώθηκαν. Τα ποσά των επιταγών αυτών που δεν πληρώθηκαν και έχουν αναγραφεί στο "αναλυτικό καθολικό" ως καταβολή (στη στήλη πίστωση), προστιθέμενα με το αρχικό (για το έτος 2002) οφειλόμενο ποσό των 250.416,94 ευρώ, αθροίζονται στο συνολικά οφειλόμενο και υπεξαιρεθέν από τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο ποσό των 447.106,42 ευρώ, απορριπτόμενου εντεύθεν του αιτήματος του (επικουρικού) για διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως επί του θέματος αυτού ως αβασίμου. Περαιτέρω, προέκυψε ότι οι ως άνω επιταγές δόθηκαν από τον εκκαλούντα -κατηγορούμενο για να καλύψουν οφειλή της εταιρείας του "INSURANCE COVER" από την είσπραξη ασφαλίστρων για λογαριασμό της εγκαλούσας, αποκλειστικά μέχρι και το μήνα Δεκέμβριο 2002. Δηλαδή, οι εγγραφές που εμφανίζονται στο "αναλυτικό καθολικό" ως πίστωση στο έτος 2003, αφορούν μεταχρονολογημένες επιταγές για ασφάλιστρα μέχρι το μήνα Δεκέμβριο 2002 που εισέπραξε ο εκκαλών - κατηγορούμενος για λογαριασμό της εγκαλούσας και δε της απέδωσε. Όσον δε αφορά τις ακυρώσεις συμβολαίων που επικαλείται ο εκκαλών - κατηγορούμενος, προέκυψε ότι αυτές αφορούν ασφάλιστρα από 1.1.2003 μέχρι τη διακοπή της συνεργασίας τους (23.7.2003) και δεν συμπεριλαμβάνονται στις ως άνω επιταγές. Σε κάθε περίπτωση προέκυψε ότι οι εν λόγω επιστροφές -ακυρώσεις ήλθαν σε πίστωση πρόσθετου χρεωστικού υπολοίπου της εταιρείας "INSURANCE COVER" έναντι της εγκαλούσας, που δημιουργήθηκε μέσα στο έτος 2003 και δεν αφορούν το χρεωστικό υπόλοιπο αυτής μέχρι το έτος 2002, ύψους 447.106,42 ευρώ, το οποίο καλύφθηκε με τις προαναφερθείσες τριάντα μία (31) επιταγές και τη συναλλαγματική ποσού 15000 ευρώ. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος -κατηγορουμένου ότι κατέβαλε ο ίδιος και οι συνεργάτες του σημαντικά χρηματικά ποσά στους ασφαλισμένους λόγω των ως άνω ακυρώσεων, και αληθής υποτιθέμενος, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον ο ίδιος και οι συνεργάτες του ήταν υπεύθυνοι έναντι των ασφαλισμένων, δοθέντος ότι, κατά τα προαναφερθέντα, είχαν εισπράξει τα ασφάλιστρα από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του έτους 2003, τα οποία δεν απέδωσαν, ως όφειλαν στην εγκαλούσα εταιρεία, η οποία αναγκάστηκε να ακυρώσει τα συμβόλαια και να καταγγείλει τη σύμβαση με την εταιρεία του εκκαλούντος - κατηγορουμένου "INSURANCE COVER" η οποία έκτοτε έκλεισε τα γραφεία της και έπαυσε να λειτουργεί. Ο εκκαλών - κατηγορούμενος, προς επίρρωση των ισχυρισμών του, αναφέρει διάφορους συνεργάτες του ( Α, Β, Γ, Δ, κλπ), οι οποίοι, όπως ισχυρίζεται, του οφείλουν χρηματικά ποσά από ασφάλιστρα, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει αν τα ποσά αυτά αφορούν ασφάλιστρα από ασφαλιστήρια συμβόλαια της εγκαλούσας εταιρείας ή προέρχονται από άλλες εταιρείες, με τις οποίες συνεργάζονταν οι ως άνω οφειλέτες του και ο ίδιος (π.χ. ασφαλιστική εταιρεία ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΚΗ, ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ, ΩΜΕΓΑ κλπ). Τέλος, ο εκκαλών - κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βάρος του, διότι μεταξύ της εγκαλούσας και της εταιρείας "INSURANCE COVER" συνήφθη σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού, κατά την έννοια των άρθρων 361, 873, 974 ΑΚ, 112 Εισ.Ν.Α.Κ. 669 Εμπ.Ν. και 64 - 67 του ν.δ. της 17.7/17.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών, του οποίου το χρεωστικό κατάλοιπο κατά το οριστικό κλείσιμο του δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο υπεξαιρέσεως, διότι δεν αποτελεί ξένο πράγμα, στοιχείο απαραίτητο για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος. Διότι, όπως προαναφέρθηκε αλλά προέκυψε και από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας (λογιστικές καταστάσεις, καταθέσεις μαρτύρων), μεταξύ της εγκαλούσας και της εταιρείας "INSURANCE COVER" λειτούργησε για την εξυπηρέτηση της συμβάσεως απλός δοσοληπτικός λογαριασμός, κατά τον οποίο η τελευταία ήταν μόνον οφειλέτρια και για κάθε ασφαλιστική περίοδο η συναλλαγή της με την εγκαλούσα ήταν αυτοτελής και προσμετράτο ξεχωριστά στο χρεωστικό υπόλοιπο, όπως άλλωστε συνάγεται και από το γεγονός ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος εξέδωσε τις επιταγές που προαναφέρθηκαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και όχι κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, όπως θα έπραττε αν τηρείτο μεταξύ τους αλληλόχρεος λογαριασμός". Με τις παραδοχές όμως αυτές, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ περιέχει αντιφάσεις και ασάφειες, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το αν ορθώς ερμηνεύτηκαν και εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 98 και 375 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Ποινικού Κώδικα. Έτσι, ενώ δέχεται ότι το κρινόμενο έγκλημα της υπεξαιρέσεως τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση από τον Φεβρουάριο του έτους 1999 μέχρι τις 23 Ιουλίου 2003 (όπως και το πρωτόδικο βούλευμα), δηλαδή και πριν την ισχύ των διατάξεων του Νόμου 2721/3.6.99, εν τούτοις, έκρινε ότι το ίδιο έγκλημα, ως κακούργημα, αναφορικά με τις μερικότερες πράξεις που φέρονται τελεσθείσες από τον Φεβρουάριο του 1999 μέχρι τις 3 Ιουνίου 1999, συμπεριλαμβάνοντας στο συνολικό ποσό της υπεξαιρέσεως και τα ποσά των μερικότερων αυτών πράξεων, που, με μόνο την αξία του αντικειμένου τους, αποτελούν πλημμέλημα, χωρίς όμως να ερευνά αν το αντικείμενο μίας τουλάχιστον από τις μερικότερες αυτές πράξεις είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και ακόμη εάν (όπως δέχεται το βούλευμα) η υποχρέωση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου προς απόδοση των ασφαλίστρων στην εγκαλούσα εταιρεία αποτελούσε και υποχρέωση εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας. Έτσι, όμως δημιουργείται και ασάφεια ως προς το ύψος του συνολικού ποσού που φέρεται ότι υπεξαιρέθηκε και μετά τον χρόνο ισχύος έναρξης της ισχύος του νόμου 2721/1999, δηλαδή από τις 3 Ιουνίου 1999, οπότε η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, αν το αντικείμενο της πράξεως έχει συνολική αξία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ.
ΕΠΕΙΔΗ, ενόψει των ανωτέρω, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως και πρέπει, κατά παραδοχή των βάσιμων λόγων αναιρέσεων, που περιλαμβάνονται στην κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ίδιου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την 223/24.10.2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του 1776/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Αναιρεί το ως άνω βούλευμα.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση, στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, σύμφωνα με τόσα ορίζονται στο αιτιολογικό του παρόντος.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ