Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρα. Συκοφαντική δυσφήμηση. Δεκτή αναίρεση διότι δεν διευκρινίζεται πως οι αναιρεσείοντες γνώριζαν την αναλήθεια των όσων ενόρκως κατέθεσαν και η πρώτη εξ’ αυτών την αναλήθεια του περιεχομένου της μηνύσεώς της. Έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 962/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1, 2)Χ2, 3)Χ3και 4)Χ4, που οι μεν, πρώτη και δεύτερη των κατηγορουμένων, παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Φυτράκη, οι δε τρίτος και τέταρτος εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, για αναίρεση της 4342/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουλίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1599/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε, να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Επειδή, κατά μεν το άρ. 229 παρ. 1 Π.Κ., τιμωρείται με την στη διάταξη αυτή οριζόμενη ποινή, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν, ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη η πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, κατά δε το άρθ. 224 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, τιμωρείται με την στην παρ. 1 του άρθρου τούτου προβλεπόμενη ποινή, όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας, ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από την ως άνω διάταξη του αρ. 224 παρ. 2 Π.Κ., προκύπτει, ότι για να καταδικαστεί μάρτυρας για ψευδορκία, πρέπει να γνώριζε, όχι μόνον την αναλήθεια των υπ' αυτού κατατεθέντων, αλλά και τα αληθινά γεγονότα, η γνώσει δε αυτή πρέπει ειδικά να αιτιολογείται στην καταδικαστική απόφαση, ήτοι να διαλαμβάνονται σε αυτήν, όχι μόνον τα υπό του μάρτυρος κατατεθέντα ψευδή γεγονότα, αλλά και ποια ήταν τα αληθινά τοιαύτα, τα οποία αυτός γνώριζε. Περαιτέρω, η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη διαληφθείσα γνώση. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α)είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β)αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 4342/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν, η πρώτη Χ1, σε συνολική ποινή φυλάκισης ένδεκα (11) μηνών, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατ' εξακολούθηση της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, ανασταλείσαν επί 3ετία, ο δεύτερος Χ3 σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, η τρίτη Χ2, σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών ανασταλείσαν επί 3ετία, για τις αξιόποινές πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και ο τέταρτος, Χ4, σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετία, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Την 8ην Ιανουαρίου 1990, η εδρεύουσα στην .... εταιρία με την επωνυμία "....... Ε.Π.Ε" ανέθεσε στην εδρεύουσα στην Θεσσαλονίκη εταιρία με την επωνυμία "ΑΙΟΛΙΚΗ Α.Ε" και η τελευταία ανέλαβε την μεταφορά τεσσάρων μηχανημάτων, μεγάλου όγκου και βάρους, από το κείμενο στην ...... κατάστημα της πρώτης, στο υποκατάστημά της, το οποίο ευρίσκετο στο ...... Αττικής. Η παραγγελιοδόχος εταιρία ανέθεσε ακολούθως, δυνάμει συμβάσεως, την μεταφορά των μηχανημάτων στην μεταφορέα Χ1, πρώτη κατηγορουμένην, η οποία ανέλαβε να μεταφέρει τα μηχανήματα με δικό της Δ.Χ.Φ αυτοκίνητο (ρυμουλκό μετά ρυμουλκουμένου) και με οδηγό τον Γ1. Κατά την μεταφορά όμως των μηχανημάτων, κατά την 9-1-1990, το φορτηγό αυτοκίνητο ανετράπη, στο 173ο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού .....-......., εξ αποκλειστικής υπαιτιότητος του οδηγού, με συνέπεια να καταστραφούν τα μεταφερόμενα μηχανήματα. Ακολούθησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή της κυρίας των μηχανημάτων εταιρίας κατά της παραγγελιοδόχου εταιρίας και της μεταφορέως, πρώτης κατηγορουμένης, Χ1 περί αποζημιώσεως της εναγούσης για την αξία των μηχανημάτων, μετά δε από την έκδοση της υπ' αριθ. 1035/1991 πράξεως, με την οποίαν ετάχθησαν αποδείξεις, εξεδόθη εν τέλει από το Δικαστήριο εκείνο η υπ' αριθ. 2062/1996 οριστική απόφαση, με την οποίαν έγινε δεκτή η αγωγή και υπεχρεώθησαν οι εναγόμενες, να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσόν των 5.200.000 δρχ. κατά της αποφάσεως αυτής οι εναγόμενες άσκησαν εφέσεις ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, εξεδόθησαν δε από το Δικαστήριο αυτό α') η υπ' αριθ. 10786/1996 απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η έφεση της "ΑΙΟΛΙΚΗ Α.Ε", εξηφανίσθη η πρωτόδικη απόφαση μόνον ως προς την εκκαλούσαν εταιρίαν και εν τέλει απερρίφθη η αγωγή ως προς εκείνην ως αόριστη και β')η υπ' αριθ. 9884/1997 απόφαση, με την οποίαν απερρίφθη κατ' ουσίαν η έφεση της πρώτης κατηγορουμένης. Εν όψει της τελευταίας αποφάσεως, ο πολιτικώς ενάγων, ως πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγούσης εταιρίας σε όλες τις ως άνω δίκες, προέβη για λογαριασμό της εντολέως του σε εκτέλεση της τελεσίδικης πλέον αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά της πρώτης κατηγορουμένης και προς τούτο κατεσχέθη αναγκαστικώς διαμέρισμα αυτής και εξεδόθη πρόγραμμα πλειστηριασμού, προς ικανοποίηση της απαιτήσεως της εναγούσης, η οποία, μαζί με τους τόκους και τα δικαστικά και λοιπά έξοδα, υπερέβαινε το ποσόν των 19.560.604 δρχ. Για τον πλειστηριασμόν αυτόν εξεδόθησαν διαδοχικώς 3 περιλήψεις πλειστηριασμού, με την τελευταία των οποίων ορίσθηκε ο πλειστηριασμός για την 28-7-1999. Κατόπιν πολλών παρακλήσεων της πρώτης κατηγορουμένης, ο πολιτικώς ενάγων, δικηγόρος της εναγούσης εταιρίας, Ψ1, έχων προς τούτο την πληρότητα και την συναίνεση της εντολέως του εταιρίας, δυνάμει του υπ' αριθ. ....... πληρεξουσίου, το οποίο συνετάγη ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίας Παρασκευοπούλου-Γαλίτη, περιώρισε την απαίτηση της εταιρίας του έναντι μόνον της κατηγορουμένης στο ποσόν των 17.100.000 δρχ., το οποίο και πράγματι κατέβαλε η κατηγορουμένη στον εν λόγω δικηγόρο, για λογαριασμό της εντολέως του, λαβούσα από αυτόν την σχετική με ημερομηνία ........ απόδειξη καταβολής, επεφυλάχθη δε η δανείστρια εταιρία δια του εντολοδόχου της δικηγόρου και ήδη πολιτικώς ενάγοντος, να διεκδικήσει το υπόλοιπον της απαιτήσεώς της από την παραγγελιοδόχο εταιρία "ΑΙΟΛΙΚΗ Α.Ε", κατά της οποίας είχε ήδη ασκήσει νέαν, ορισμένην πλέον, αγωγήν και εκκρεμούσε η έκδοση αποφάσεως. Τέλος, δυνάμει του ως άνω πληρεξουσίου, ο πολιτικώς ενάγων συνήνεσε για λογαριασμό της εντολέως του εταιρίας και ήρθη την 20ην Ιουλίου 1999 η κατάσχεση, η οποία, κατά τα ανωτέρω, είχε επιβληθεί στο ακίνητο της πρώτης κατηγορουμένης, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. ......... βεβαίωση της Υποθηκοφύλακος Γλυφάδας ....... Σε ολόκληρον τον ως άνω δικαστικό αγώνα, ο οποίος διήρκεσε επί 10 περίπου έτη, η πρώτη κατηγορουμένη, η οποία είχε χρησιμοποιήσει συνολικώς τρεις (3) δικηγόρους, όπως κατέθεσε ο μάρτυς υπερασπίσεως ......., δεν αμφισβήτησε την εντιμότητα του πολιτικώς ενάγοντος, δικηγόρου της αντιδίκου της εταιρίας και ποτέ, σε όλες τις δίκες, δεν υποβλήθη κατ' εκείνου ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητος, ενώ, εξ άλλου, μετά την, κατά τα άνω, γενομένην εκ μέρους της πρώτης κατηγορουμένης καταβολήν του ποσού των 17.100.000 δρχ., σε ολοσχερή εξόφληση του χρέους της, ουδείς, ήτοι η αντίδικός της εταιρία "........ Ε.Π.Ε" ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος της και ήδη πολιτικώς ενάγων ή οιοσδήποτε άλλος ενόχλησε ποτέ εκείνην για νέα καταβολή του ιδίου χρέους. Όμως, μόλις έληξε, κατά τον ανωτέρω τρόπον, η δικαστική διαμάχη, μετά πάροδον 2 μηνών και ειδικότερα την 15-9-2000, η πρώτη κατηγορουμένη υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημ/κών Αθηνών την με ημερομηνία 8-9-2000 μήνυσή της κατά των 1)Ζ1, μέλους της δανείστριας Ε.Π.Ε., 2)Ψ1, ήτοι του ήδη πολιτικώς ενάγοντος δικηγόρου, 3)..........., δικαστικού επιμελητού και 4)κατά παντός άλλου υπευθύνου. Σε πολλές παραγράφους της μηνύσεως, όπως αυτές αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό, ισχυρίσθηκε ψευδώς και εν γνώσει του ψεύδους εις βάρος του ήδη πολιτικώς ενάγοντος, δικηγόρου Ψ1 και με σκοπό να προκαλέσει την ποινική καταδίωξή του, ότι δήθεν 1)διέπραξε εις βάρος της το αδίκημα της απάτης, προκειμένου να ιδιοποιηθεί το ποσόν των 17.100.000 δρχ., εμφανισθείς ως εκπροσωπών την εταιρία, ενώ, κατά την μήνυση της κατηγορουμένης, η εταιρία "....... Ε.Π.Ε" είχε λυθεί από τον Αύγουστο του 1997 και ο διαχειριστής της, ονόματι Γ2, "ήταν εξαφανισμένος από το έτος 1993 και χωρίς δικαίωμα εισέπραξαν το ως άνω ποσόν και με εζημίωσεν κατά το ποσόν τούτο", 2)ότι δήθεν διέπραξε απάτη ενώπιον του Δικαστηρίου, καθόσον "ενεφανίσθη ψευδώς ως πληρεξούσιος της εταιρίας "........ Ε.Π.Ε", 3) ότι δήθεν υπεξήρεσε το ποσόν των 17.100.000 δρχ., "τα οποία άνευ δικαιώματος και εντολής εισέπραξε και παρανόμως κατακρατεί μέχρι σήμερον, αφού δεν υπάρχει η εταιρία "........ Ε.Π.Ε" και είναι ανύπαρκτος ο διαχειριστής κ. Γ2, 4)της παραβάσεως καθήκοντος, αφού ο Ψ1, εν γνώσει του ότι δεν υπήρχε νόμιμη πληρεξουσιότητα, συνέπραξε στην σύνταξη αναληθούς πληρεξουσίου και έκανε "χρήση τούτου προς εξαπάτηση εμένα, του Δικαστηρίου και τρίτων", 5)ότι ο πολιτικώς ενάγων, σε συμπαιγνία τελών με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πρώτης κατηγορουμένης, ονόματι Κανδυλιεράκη, επεδίωκε να εισπράξει την ιδίαν απαίτηση 2 φορές, ήτοι πρώτον από την εταιρία "ΑΙΟΛΙΚΗ Α.Ε" και ακολούθως από την πρώτην κατηγορουμένην, 6) ότι κατ' εντολήν δήθεν του πολιτικώς ενάγοντος, τρίτοι επίεζαν αυτήν και τον σύζυγόν της να πληρώσουν το χρέος, διότι άλλως "θα υποστώ μεγάλη καταστροφή", ενώ άλλοι επεσκέπτοντο το διαμέρισμα ως δήθεν υποψήφιοι αγοραστές κατά τον πλειστηριασμό και 7)ότι το ανωτέρω, από....... πληρεξούσιο ήτο άκυρο και παράνομο και συνετάγη από την Ζ1, αφού την παρεκίνησε και την έπεισε ο ήδη πολιτικώς ενάγων. Τα ανωτέρω επεβεβαίωσε ενόρκως, εκ προθέσεως και εν γνώσει του ψεύδους η πρώτη κατηγορουμένη και κατά την 5-2-2001, ότε κατέθεσε σχετικό σημείωμα στον Πταισματοδίκη, αλλά και με τις ένορκες καταθέσεις της κατά τις 25-1-2001 και 16-1-2003 ενώπιον των Πταισματοδίκου και Ανακριτού Αθηνών. Επί πλέον, η ιδία κατηγορουμένη έπεισε τους λοιπούς κατηγορουμένους να καταθέσουν τα ίδια ως άνω ψευδή περιστατικά, όπως αυτά αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό και πράγματι: 1)ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ3, σύζυγος της πρώτης κατηγορουμένης, κατέθεσε αυτά ενόρκως και εν γνώσει του ψεύδους, κατά τις 6-3-2001 και 12-3-2001 ενώπιον του Ανακριτού Αθηνών, 2)η τρίτη κατηγορουμένη ......., μητέρα της πρώτης κατηγορουμένης κατέθεσε αυτά ενόρκως πεισθείσα περί της δήθεν αληθείας των από τη θυγατέρα της και χωρίς να γνωρίζει ότι ήσαν πράγματι ψευδή, κατά την εξέτασή της κατά τον μήνα Μάρτιο 2001 ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών και κατά την 16-1-2003 ενώπιον του Ανακριτή Αθηνών, 3)η τέταρτη κατηγορουμένη Χ2 αδελφή της πρώτης κατηγορουμένης, κατέθεσε τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά ενόρκως και εν γνώσει του ψεύδους, κατά τις 2-3-2001 και 16-1-2003 ενώπιον των Πταισματοδίκη και Ανακριτή Αθηνών αντιστοίχως και 4) ο πέμπτος κατηγορούμενος, Χ4, θείος της πρώτης κατηγορουμένης, κατέθεσε τα ίδια ανωτέρω ψευδή περιστατικά ενόρκως και εν γνώσει του ψεύδους, κατά τις 5-3-2001 και 7-3-2003 ενώπιον των Πταισματοδίκη και Ανακριτή Αθηνών αντιστοίχως. Τα ψευδή δε αυτά περιστατικά ηδύναντο να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, κατά του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για "απλή συνέργεια σε απάτη (σε δίκη) κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ." και για το οποίο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών απεφάνθη αμετατακλήτως να μη γίνει κατηγορία εις βάρος του (όπως και κατά των λοιπών συγκατηγορουμένων του). Από το άρθρο 30 Π.Κ., το οποίο ρυθμίζει την αποκλείουσα το δόλο πραγματική πλάνη, δηλαδή την άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου ουσιαστικού όρου της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου επαυξάνοντος την βαρύτητά του περιστατικού, συνάγεται ότι το κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της άγνοιάς του ή της εσφαλμένης αντιλήψεώς του (ΑΠ ?/2004, Π.Χρ, ΝΕ 757, ΑΠ 786/2004, Π.Χρ. ΝΕ 308). Εξάλλου, στο άρθρο 31 § 2 Π.Κ. ορίζεται για τη νομική πλάνη, ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός επίσπευσε, λόγω πλάνης, ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι περίπτωση νομικής πλάνης συντρέχει, όταν ο δράστης γνωρίζει μεν το πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ' αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως, ότι δικαιούται να προβεί σε αυτήν και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνος δικαίου, συντρέχει δε, υπό ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά, περίπτωση αποκλείουσα το αξιόποινο. Επιβάλλεται δε να είναι συγγνωστή η πλάνη περί αποκλεισμού του αξιοποίνου, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλλε ο δράστης, δεν ηδύνατο να διαγνώσει το άδικο της πράξεως. Το δικαστήριο συνεκτιμά τις ειδικές περιστάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι οποίες αφορούν την ατομικότητα του φερομένου ως δράστη (ΑΠ 912/2004, Π.Χρ. ΝΕ 422). Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη κατηγορουμένη, αλλά και οι λοιποί κατηγορούμενοι ισχυρίζονται σχετικά με την υποβληθείσα από εκείνη μήνυση, αλλά και με τις άλλες αξιόποινες πράξεις οι οποίες τους αποδίδονται, ότι τελούσαν α1) σε πραγματική πλάνη και β1)σε νομική πλάνη και επί πλέον ότι προέβησαν στις πράξεις αυτές μη έχοντες γνώση του ψευδούς των ισχυρισμών τους και προς υπεράσπιση των νομικών δικαιωμάτων της πρώτης και όχι για να προκαλέσουν την ποινική καταδίωξη του πολιτικώς ενάγοντος, επικαλούμενοι, προς επίρρωση των ισχυρισμών τους, ότι οι δραστηριότητες της ενάγουσας εταιρείας φέρεται ότι είχαν διακοπεί από το έτος 1993 και εν πάση περιπτώσει ότι αυτή είχε λυθεί. Όμως, εν σχέσει προς τα ανωτέρω, προέκυψαν από το ίδια αποδεικτικά μέσα και τα εξής περιστατικά: Ότι η ενάγουσα εταιρεία "........ ΕΠΕ" συνεστήθη κατά το έτος 1987, σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του εταιρικού, η διάρκειά της ήταν 10ετής. Κατά το άρθρο 21 του εταιρικού η εταιρεία, λύεται αυτοδικαίως, πλην των άλλων περιπτώσεων και με την πάροδο του χρόνου για τον οποίον συνεστήθη, δηλαδή με την πάροδο εν προκειμένω της δεκαετίας, εφόσον δεν ελήφθη ομόφωνη απόφαση των εταίρων για παράταση της διάρκειάς της και δημοσίευσής της πριν από τη λήξη της διάρκειάς της. Μέλη της εταιρείας ήταν μόνον ο Τούρκος υπήκοος Γ2, ο οποίος ήτο και διαχειριστής και η Ζ1, στην οποία ο πρώτος ηδύνατο με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο να αναθέτει, εν όλω ή εν μέρει, την διαχείριση. Ότι πράγματι ο εν λόγω διαχειριστής ζούσε ως επί τα πλείστον εκτός Ελλάδος και, για το λόγο αυτό, με το υπ' αρ. ....... πληρεξούσιό του, το οποίο συνετάγη ενώπιον του Συμ/φου Θεσ/νίκης Ευαγγέλου Σαρρή, μεταβίβασε ο Γ2, όλες τις πράξεις της διαχειρίσεως στην Ζ1, η οποία παρείχε την πληρεξουσιότητα στον πολιτικώς ενάγοντα για τη διεξαγωγή όλων των δικών σχετικά με την καταστροφή των μηχανημάτων της εταιρείας. Ότι ο Γ2 είναι υπαρκτό πρόσωπο και ήτο εν ζωή τουλάχιστον μέχρι της 30-4-2001, όπως προκύπτει από την με ίδια ημερομηνία δήλωση - βεβαίωσή του, η οποία συνετάγη ενώπιον του Προξενείου της Ελλάδος στη Σμύρνη και με την οποία αυτός, με την ως άνω ιδιότητά του, εγκρίνει όλες τις έως τότε ενέργειες της Ζ1 και του ήδη πολιτικώς ενάγοντος, δικηγόρου της εταιρείας του, δηλώνει δε, ότι η εταιρεία "εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα και δεν έχει διαλυθεί ....". Όμως, ανεξαρτήτως του εάν η εταιρεία ελύθη λόγω της παρελεύσεως της δεκαετίας από της συστάσεως της ή εάν εξακολουθεί να υπάρχει, όπως ισχυρίζεται ο Γ2, τουλάχιστον η εταιρία αυτή θα ευρίσκετο μετά από το έτος 1997 στο στάδιο της εκκαθαρίσεως, οπότε, μέχρι πέρατος της εκκαθαρίσεως (η οποία από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι έγινε) και της διανομής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46 παρ. 1, 2 Ν. 3190/1955 "Περί Ε.Π.Ε", η εταιρεία λογίζεται εξακολουθούσα, η δε εξουσία των οργάνων της περιορίζεται στις αναγκαίες για την εκκαθάριση της εταιρικής περιουσίας πράξεις και, συνεπώς και στην είσπραξη των απαιτήσεων. Όλα τα ανωτέρω περιστατικά και όσα αναφέρθηκαν ως αποδειχθέντα στην αρχή ήσαν γνωστά στους κατηγορουμένους και ιδίως στην πρώτη κατηγορουμένη ή ηδύνατο αυτή να λάβει γνώση αυτών, ενόψει της δεκαετούς σχεδόν διάρκειας των δικών και του γεγονότος ότι είχε διορίσει κατά καιρούς τρεις πληρεξουσίους δικηγόρους. Ενόψει όλων αυτών, ως και του γεγονότος ότι η πρώτη κατηγορουμένη ουδέποτε προέβαλε σχετικές ενστάσεις ενώπιον των Δικαστηρίων, κατά τη διάρκεια των δικών πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι οι ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμοί και να κηρυχθούν ένοχοι οι πρώτη, δεύτερος τετάρτη και πέμπτος κατηγορούμενοι, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό". Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 139 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν διαλαμβάνονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι. Ειδικότερα, με τις ως άνω παραδοχές της, η προσβαλλομένη δεν διευκρινίζει πως οι αναιρεσείοντες γνώριζαν την αναλήθεια των περιστατικών περί των οποίων αυτοί κατέθεσαν ως μάρτυρες, η δε πρώτη εξ αυτών και την αναλήθεια του περιεχομένου της από 15-9-2000 μηνύσεώς της κατά του πολιτικώς ενάγοντος. Το γεγονός ότι, καθόλη τη διάρκεια του δικαστικού αγώνα της πρώτης αναιρεσείουσας με την εταιρεία ".......... Ε.Π.Ε", πληρεξούσιος δικηγόρος της οποίας ήταν ο πολιτικώς ενάγων, ουδέποτε η αναφερόμενη αμφισβήτησε την πληρεξουσιότητα του τελευταίου, ούτε και υπέβαλε σχετική ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητας, δεν σημειώνει, άνευ ετέρου, ότι αυτή γνώριζε την αναλήθεια του περιεχομένου της μηνύσεώς της, καθώς και ο σκοπός της (δόλος) ήταν να κινηθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος. Αυτό, άλλωστε, ενισχύεται από την τελική παραδοχή της προσβαλλομένης, σύμφωνα με την οποία "όλα τα ανωτέρω περιστατικά και όσα αναφέρθηκαν ως αποδειχθέντα στην αρχή, ήσαν γνωστά στους κατηγορουμένους και ιδίως στην πρώτη κατηγορουμένη ή ηδύνατο αυτή να λάβει γνώση αυτών, ενόψει της δεκαετούς σχεδόν διάρκειας των δικών και του γεγονότος ότι είχε διορίσει κατά καιρούς τρεις πληρεξουσίους δικηγόρους", παραδοχή, η οποία, κάθε άλλο, παρά καθιστά σαφές, ότι η προσβαλλομένη δέχθηκε αναμφίβολα ότι οι αναιρεσείοντες και ιδίως η πρώτη εξ αυτών, γνώριζαν την αναλήθεια των ισχυρισμών τους.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., σχετικός λόγος αναίρεσης, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η σύνθεσή από άλλους δικαστές (άρ. 519 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αρ. 4342/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ