Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Ποινή, Νόμος επιεικέστερος, Αναίρεση μερική.
Περίληψη:
Παράβαση άρθρου 1 παρ. 1 ΑΝ. 86/67. Εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου 3346/2005 (άρθρου 33 αυτού) που θέτει ως όριο των εισφορών το ποσό των 2.000 Ευρώ και κάτω από αυτό η πράξη είναι ανέγκλητη. Αναιρεί. Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα. Παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος.
Αριθμός 525/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παϊπέτη, περί αναιρέσεως της 67367/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 420/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Επίσης, κατά το όρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης, υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτών ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών) ασχέτως ποσού προς τους εις το Υπουργείο Εργασίας υπαγομένους πάσης φύσεως Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών, κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου του ως άνω νόμου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εις αυτόν εργαζομένων με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 Οργανισμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση (άρθ. 375 Π.Κ.), με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 33 του νέου Ν. 3346/2005, προβλέπεται η αποποινικοποίηση των οφειλών μικρών ποσών (2.000 Ευρώ) στα ασφαλιστικά ταμεία ή στο Δημόσιο με τη μη καταβολή εργατικών ή εργοδοτικών εισφορών. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι, α) το όριο των δύο χιλιάδων ευρώ, αναφέρεται στο σύνολο της εργατικής ή εργοδοτικής εισφοράς, αφού πρόκειται για δύο διαφορετικές πράξεις, β) αν η οφειλή είναι μικρότερη, δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη και γ) είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, αφού δεν αρκεί η μη καταβολή ή η παρακράτηση των άνω εισφορών, αλλά απαιτείται προσθέτως η οφειλή να υπερβαίνει το ποσό των 2.000 ευρώ και επομένως, ενόψει της διατάξεως του άρθ. 2 παρ. 1 του Π.Κ., εφαρμόζεται και στις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την 17.6.2005, που άρχισε η ισχύ του άνω άρθρου.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 67.367/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων, καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 Ευρώ ημερησίως και σε συνολική χρηματική ποινή διακοσίων (200) Ευρώ, για παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου, ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Το Δικαστήριο πείσθηκε, ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος διότι στην ....., όπως διαπιστώθηκε στις 23-12-2002, ως εργοδότης της επιχείρησης "....." (ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ) αν και απασχόλησε 4 εργαζομένους σ'αυτήν, κατά τη χρονική περίοδο από 6/2001 μέχρι 12/2001, δεν κατέβαλε ως ώφειλε, για την ασφάλισή τους στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) εργοδοτικές εισφορές ύψους 3.626,31 € και εργατικές εισφορές ύψους 1.813,15 €, αν και αυτές είχαν καταστεί απαιτητές". Με τις πιο πάνω παραδοχές η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, η απόφαση αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο Ι.Κ.Α., τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρονται τα ονόματα των απασχοληθέντων, ο αριθμός αυτών και τα ποσά των αμοιβών τους, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία, όλα τα στοιχεία αυτά, πέρα από το γεγονός ότι αποδείχθηκαν από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, δεν αμφισβητήθηκαν από τον υπόχρεο, ενώπιον των κατά νόμον αρμοδίων επιτροπών, μετά την έκδοση της σχετικής ΠΕΕ που αναγράφεται στην προσβαλλομένη.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Όσον αφορά τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., αυτός είναι βάσιμος, αναφορικά με την πράξη της παρακράτησης εργατικών εισφορών, διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εφόσον κατά το χρόνο που δημοσιεύθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (1.12.2006) ίσχυε ο επιεικέστερος Ν. 3346/2005, η δε πράξη της παρακράτησης (υπεξαίρεσης) των εργατικών εισφορών αφορούσε οφειλές 1.813,15 ευρώ, δηλαδή ποσού που δεν υπερέβαινε συνολικά το από το άρθρο 33 του άνω νόμου προβλεπόμενο όριο, και συνεπώς δεν υπήρχε αξιόποινη πράξη, το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τον άνω επιεικέστερο νόμο. Πρέπει, επομένως, να αναιρεθεί, κατά το μέρος αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση και σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων της πράξης αυτής. Περαιτέρω, η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και ως προς τις διατάξεις της 1) επιβολής ποινής φυλάκισης 12 μηνών και χρηματικής ποινής 150 Ευρώ για την πράξη αυτή και 2) συνολικής ποινής, αφού, για τον καθορισμό αυτής, συνυπολογίστηκαν, φυλάκιση 12 μηνών και χρηματική ποινή 150 Ευρώ, που αντιστοιχούσε στην ως άνω πράξη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, αναφορικά με την επιβληθείσα, τόσο για την πράξη αυτή ποινή, όσο και με την επιβληθείσα συνολική ποινή, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρ. 519 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό την υπ' αρ. 67367/1.12.2006 απόφαση του Α' Αυτόφωρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο ....., του ότι στην .... στις 23.12.2002, τυγχάνων εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία ....., παρακράτησε τις ασφαλιστικές εισφορές, των εργασθέντων στην ως άνω επιχείρησή του, ποσού 1.813,15 Ευρώ, με σκοπό να τις αποδώσει στο Ι.Κ.Α. και δεν τις κατέβαλε σ'αυτό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές αυτές.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος που με την ως άνω απόφαση επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλάκισης 12 μηνών και χρηματική ποινή 150 ευρώ, για την πράξη της μη καταβολής προς το ΙΚΑ εργοδοτικών εισφορών ποσού 3.626,31 Ευρώ, καθώς και κατά το μέρος που δι' αυτής επιβληθηκε συνολική ποινή στον αναιρεσείοντα, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από Δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ