Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εμπρησμός.
Περίληψη:
Εμπρησμός από αμέλεια. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Στοιχεία αδικήματος εμπρησμού. Ανεπάρκεια αιτιολογίας.
ΑΡΙΘΜΟΣ 127/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Λιάνα Μουμουζή, περί αναιρέσεως της 204/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1180/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 266 ΠΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 264 και 28 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος του εξ αμελείας εμπρησμού πρέπει: 1) ο δράστης να μη κατέβαλε κατ' αντικειμενική κρίση την απαιτούμενη προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, υπό τις ίδιες περιστάσεις, να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της συνήθους πείρας και λογικής, 2) να είχε αυτός τη δυνατότητα, ενόψει των προσωπικών ιδιοτήτων, των γνώσεων και των ικανοτήτων του, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και ν' αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, 3) να υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενεργείας ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος και 4) από την προξενηθείσα πυρκαϊά να προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος διακινδυνεύσεως, για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται ο κίνδυνος που προκύπτει από την πυρκαϊά να είναι κοινός, με την έννοια της απειλής και διακινδύνευσης όχι μόνο ενός συγκεκριμένου πράγματος, αλλά ευρύτερου κύκλου ξένων πραγμάτων σε έκταση ανεπίδεκτη προσδιορισμού. Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενης ειδικής και μπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη για την περί συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους τα πραγματικά αυτά περιστατικά υπήχθησαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής διατάξεως υπάρχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι διαπιστώνονται ασάφειες ή κενά στο πόρισμα της αποφάσεως σχετικά με τα στοιχεία ή την ταυτότητα της πράξεως, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 204/2007 απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά πιστή μεταφορά ότι " από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ετέλεσε την πράξη του εμπρησμού εξ' αμελείας όπως περιγράφεται η πράξη στο διατακτικό, αφού ήταν υπεύθυνος συντήρησης του δικτύου της ΔΕΗ και δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για τη συντήρηση του δικτύου της ΔΕΗ με αποτέλεσμα να προκληθούν σπινθήρες στη κολώνα, να πέσουν στο έδαφος και να αναφλεγούν τα ξερά χόρτα που δεν τα είχε καθαρίσει γύρω από την κολώνα". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο της πράξεως του εμπρησμού από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές, όμως, αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα και το νόμο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, αλλά είναι καθαρά τυπική, αφού αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, χωρίς να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη αποδεικτική διαδικασία. Το διατακτικό δε της απόφασης, δεν δύναται να συμπληρώσει στην προκειμένη περίπτωση τις ελλείψεις αυτές του σκεπτικού, αφού ούτε λεπτομερές είναι, ούτε εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ειδικότερα, στο αιτιολογικό της, δεν διαλαμβάνονται τα περιστατικά εκείνα, από τα οποία το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα: α) δεν διαλαμβάνονται τα περιστατικά εκείνα, που συνέχονται με την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, όπως επίσης, δεν διαλαμβάνονται αντίστοιχα περιστατικά, ώστε με βάση τις προσωπικές του ιδιότητες, τις γνώσεις και την εμπειρία του, μπορούσε να προβλέψει και στη συνέχεια να αποτρέψει το αποτέλεσμα που επήλθε, β) στην προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα τόσο στο αιτιολογικό της, όσο και στο διατακτικό της, δεν διαλαμβάνονται και δεν προσδιορίζονται τα αναγκαία εκείνα περιστατικά, που συνέχονται με συγκεκριμένη ενέργεια ή παράλειψή του αναιρεσείοντος, όπως, επίσης, δεν προσδιορίζονται τα αναγκαία μέτρα που έπρεπε αυτός να λάβει σχετικά με τη συντήρηση του δικτύου μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, και τα οποία στη συνέχεια δεν μερίμνησε να λάβει, ακόμη δε αν αυτός είχε τη δυνατότητα να αποφύγει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να αποφύγει τη δημιουργία των σπινθήρων, και γ) αν ο ίδιος ήταν επιφορτισμένος ή όχι με την καθαριότητα του περιβάλλοντος χώρου, καθώς και τον επιτακτικό κανόνα που του επέβαλε τη λήψη των ως άνω προστατευτικών μέτρων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός και ως βάσιμος, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 93 του Σ και 139 του Κ.Π.Δ, σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Μετά από αυτά, και ενώ παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό 204/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ