Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Πλάνη νομική και πραγματική, Υπεξαγωγή εγγράφων, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αναιρέσεων. Πλαστογραφία (πλαστές συνταγές - συνταγολόγια Οίκου Ναύτου σε βαθμό πλημμελήματος). Υπεξαγωγή εγγράφων. Χρήση πλαστού από τρίτο και από τον πλαστογράφο. Στοιχεία αδικήματος. Αιτιολογία. Δεν απαιτείται ειδική αναφορά αποδεικτικών μέσων, αρκεί η κατ’ είδος. Η εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δεν συνιστά λόγο αναίρεσης. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Ισχυρισμός περί πραγματικής και νομικής πλάνης. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 646/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βούτα και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σιάμο, για αναίρεση της 1335/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΟΙΚΟΣ ΝΑΥΤΟΥ", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αναστασία Δούκα..
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 Μαρτίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 607/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Οι κρινόμενες από 2/3/2007 και 2/3/2007 αιτήσεις-δηλώσεις αναιρέσεως ( με αριθμό πρωτ. 1972/5-3-2007 και 1892/2-3-2007, αντίστοιχα) των 1) Χ1 και 2) Χ2, κατά της 1335/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
ΙΙ Από το άρθρο 216 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Επίσης, από το συνδυασμό των αυτών διατάξεων των παρ.1 και 2 του άρθρου 216 ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η χρησιμοποίηση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος , που συνίσταται στη ηθελημένη ενέργεια του δράστη και τη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο (ο ενδεχόμενος δόλος ως προς το ψευδές της παράστασης, απόκρυψης ή παρασιώπησης, δεν αρκεί), περαιτέρω δε σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει κατά τον αυτόν τρόπο, όπως και ο πλαστογράφος. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, απαιτούνται. α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον, δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή του συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι έγκλημα διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη της βλάβης, ή οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αυτή αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Β. του ίδιου Κώδικα. Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Από τη διάταξη του άρθρου 30 ΠΚ, προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως . Κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποία υπήρξε η πηγή της αγνοίας του ή της εσφαλμένης αντίληψής του. Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 ΠΚ, προκύπτει ότι, για να μη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμα του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να κατέβαλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων. Η απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τις πιο πάνω διατάξεις, είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Επίσης λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα , και ορισμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1335/2006 απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
"Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 είναι φαρμακοποιός και διατηρεί φαρμακείο στον ...., επί της οδού ....... Με την ως άνω ιδιότητά του, είχε καταρτίσει σύμβαση με το εδρεύον στον Πειραιά ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΟΙΚΟΣ ΝΑΥΤΟΥ" βάσει της οποίας εκτελούσε συνταγές φαρμάκων που είχαν συνταγογραφήσει είτε ιατροί του ως άνω Ταμείου είτε άλλοι ιατροί συμβεβλημένοι με αυτό, στη συνέχεια δε εισέπραττε ως αμοιβή το αναλογούν εκάστοτε, σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ποσό. Η δεύτερη κατηγορουμένη Χ2 εργαζόταν ως υπάλληλος στο ως άνω Ταμείο και απασχολήθηκε, εκτός των άλλων υπηρεσιών και στο τμήμα ανανεώσεως βιβλιαρίων ασθενείας και αντικαταστάσεως συνταγολογίων των ασφαλισμένων. Κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2001, διενεργήθηκε από τον "ΟΙΚΟ ΝΑΥΤΟΥ" ο συνήθης έλεγχος στις υποβληθείσες από τον πρώτο κατηγορούμενο φαρμακοποιό Χ1 συνταγές και τότε διαπιστώθηκε για πρώτη φορά από την Προϊσταμένη της Φαρμακευτικής Υπηρεσίας του Οίκου Ναύτου ...... ότι ο ανωτέρω είχε εκτελέσει πλαστές συνταγές φαρμάκων, παριστάνοντας ότι δήθεν ασφαλισμένοι του Οίκου αυτού είχαν αγοράσει φάρμακα απ'αυτόν και ειδικότερα παρατηρήθηκε από την ως άνω Προϊσταμένη ότι κάποιες συνταγές, οι οποίες εφέρονταν να είχαν συνταχθεί από τον ίδιο ιατρό, είχαν διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα, διαφορετικές σφραγίδες αυτού (ιατρού) αλλά παρατηρήθηκαν και άλλες ύποπτες ενδείξεις. Έτσι άρχισε ο δειγματοληπτικός έλεγχος στα αρχεία των ασφαλισμένων στον Οίκο Ναύτου και ειδικότερα διενεργήθηκε ενδελεχής έλεγχος στις συνταγές που είχε εκτελέσει ο πρώτος κατηγορούμενος εντός της χρονικής περιόδου από το έτος 1999 μέχρι τον Αύγουστο 2001. Από τον έλεγχο αυτό, που διενεργήθηκε νομίμως, προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, κατάρτισε πλαστές συνταγές με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως έκανε χρήση των συνταγών αυτών, ενώ περαιτέρω χρησιμοποίησε εν γνώσει του πλαστά συνταγολόγια παραδίδοντάς τα προς συνταγογράφηση σε διάφορους ιατρούς του Οίκου Ναύτου με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση αυτών τους αρμοδίους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου σχετικά με το γεγονός ότι τα συνταγολόγια ήταν γνήσια. Επίσης προέκυψε από τον ως άνω έλεγχο ότι υπήρχε άτομο το οποίο εκινείτο με άνεση μέσα στον Οίκο Ναύτου και προσεκόμιζε πολλά βιβλιάρια στο φαρμακείο του πρώτου κατηγορουμένου, προκειμένου να αναγραφούν σ'αυτά συνταγές. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται περαιτέρω τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δεύτερη κατηγορουμένη Χ2, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν υπάλληλος του Οίκου Ναύτου και είχε άνετη πρόσβαση σε ασυμπλήρωτα έντυπα συνταγολόγια του Οίκου Ναύτου, στις ....., ....., ....., ...., ....., ....., ....., ....., ...., .... και ......, κατάρτισε εξ υπαρχής πλαστά έγγραφα και συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας ασυμπλήρωτα έντυπα συνταγολόγια του Ο.Ν., κατάρτισε τα υπ'αριθ. ....., ....., ....., ....., ....., ......, ......., ......, ......, ...... και ...... συνταγολόγια στο όνομα των Γ1, Γ2, Γ3, Γ4, Γ5, Γ6, Γ7, Γ8, Γ9, Γ10 και Γ11, αντίστοιχα, συμπληρώνοντας στην εμπρόσθια όψη αυτών όλα τα απαιτούμενα για την έγκυρη έκδοσή των στοιχεία (ονοματεπώνυμο, αριθμό μητρώου ασφαλισμένου κλπ) με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου, στους οποίους αργότερα προσκομίστηκαν, σχετικά με το γεγονός ότι αυτά είχαν εκδοθεί νόμιμα από τον Οίκο Ναύτου για τα προαναφερόμενα πρόσωπα. Στη συνέχεια, η δεύτερη κατηγορουμένη παράδωσε τα ως άνω πλαστά συνταγολόγια, τα οποία αυθαιρέτως και παρανόμως κατάρτισε η ίδια, στον πρώτο κατηγορούμενο Χ1 με τον οποίο είχε φιλική σχέση τόσο αυτή όσον και η μητέρα της Δ1, με το σκοπό να τα χρησιμοποιήσει αυτός παρανόμως για την έκδοση πλαστών συνταγών. Έτσι, η δεύτερη κατηγορουμένη, στον Πειραιά, στους προαναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως έκανε χρήση αυτών. Επίσης η ίδια (δεύτερη κατηγορουμένη) κατά το μήνα Νοέμβριο 2000 και πάλι λόγω της ευχέρειας που είχε να κινείται εντός των γραφείων του Οίκου Ναύτου στον Πειραιά, παρανόμως και εκ προθέσεως ενεργώντας, αφού πρώτα ανεύρε τα γνήσια συνταγολόγια, που είχε εκδώσει ο Οίκος Ναύτου, της Γ12 και των τέκνων της Γ13 και Γ14, τα οποία αυτή είχε ξεχάσει στο κτίριο του Οίκου Ναύτου, δηλαδή τα υπ'αριθμ. ....., ..... και ..... συνταγολόγια της ίδιας και των ανωτέρω τέκνων της, αντιστοίχως, αφαίρεσε αυτά από την κατοχή της Γ12, ασφαλισμένης του Οίκου Ναύτου, με σκοπό να βλάψει τον τελευταίο, αφού τα παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο φαρμακοποιό, στον οποίο είχε παραδώσει και τα πλαστά συνταγολόγια που, όπως προαναφέρθηκε, η ίδια είχε αυτοβούλως καταρτίσει, για να εκδώσει συνταγές φαρμάκων, ο οποίος και πράγματι εξέδωσε πλαστές συνταγές φαρμάκων χρησιμοποιώντας τα ως άνω συνταγολόγια εν αγνοία των δικαιούχων τους και, στη συνέχεια, για την είσπραξη από τον Οίκο Ναύτου των σ'αυτές (συνταγές) αναγραφομένων ποσών. Έτσι, η δεύτερη κατηγορουμένη, στον Πειραιά, το μήνα Νοέμβριο του έτους 2000, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, με σκοπό να βλάψει άλλον, απέκρυψε έγγραφα των οποίων δεν ήταν κυρία. Ο πρώτος κατηγορούμενος στον Πειραιά, ενεργών με την ιδιότητά του ως φαρμακοποιός, στους αμέσως παρακάτω αναφερομένους χρόνους έκδοσης των συνταγών με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως, εντός του χρονικού διαστήματος από 4-5-1999 μέχρι 7-1-2002, στον Πειραιά, έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος κατάρτισε παρανόμως και εν αγνοία των δικαιούχων τις παρακάτω συνταγές, θέτοντας στην πίσω όψη κάθε συνταγής και κατά τον αντίστοιχο χρόνο και στη θέση της υπογραφής του ασφαλισμένου, κατ'απομίμηση την υπογραφή του φερομένου ως παραλήπτη των φαρμάκων ασφαλισμένου, εν αγνοία και παρά τη θέληση τούτου, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου, σχετικά με το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες συνταγές είχαν εκδοθεί νόμιμα, δηλαδή για άτομα που είχαν επισκεφθεί τον εκδόσαντα αυτές θεράποντα ιατρό, είχαν υποβληθεί σε εξέταση και είχαν παραλάβει κανονικά τα φάρμακα τους από το φαρμακείο του, ακολούθως δε, από 4-5-1999 μέχρι 7-1-2002, χρησιμοποίησε τις πλαστές αυτές, υποβάλλοντας αυτές στους παρακάτω ειδικότερους χρόνους στον Οίκο Ναύτου για την είσπραξη της αξίας των αναγραφομένων επ'αυτών φαρμάκων. Συγκεκριμένα, κατά τον παραπάνω τρόπο και με τον παραπάνω σκοπό, κατάρτισε τις ακόλουθες συνταγές: (ακολουθεί λεπτομερής αναφορά, κατά αύξοντα αριθμό και ημερομηνία, των πλαστών συνταγών, φερομένων ότι προέρχονταν από τα αναφερόμενα στην απόφαση συνταγολογίων, στα ονόματα των Γ15, Γ7, Γ4, Γ5, Γ8, Γ2, Γ3, Γ1, Γ16, Γ10, Γ17, Γ11 και Γ9) , όλα δε τα προαναφερόμενα συνταγολόγια, από τα οποία προέρχονται οι ως άνω συνταγές, είναι πλαστά και είχαν καταρτισθεί από τη δεύτερη κατηγορουμένη αυτοβούλως και παρανόμως, με τη χρησιμοποίηση εντύπων από ασυμπλήρωτα συνταγολόγια του Οίκου Ναύτου και τη συμπλήρωση στην εμπρόσθια όψη τους όλων των απαιτουμένων για την έγκυρη έκδοσή τους στοιχείων, γεγονός που αυτός (πρώτος κατηγορούμενος) εγνώριζε, ακολούθως δε χρησιμοποίησε τις πλαστές αυτές συνταγές, υποβάλλοντας αυτές μαζί με τα αντίστοιχα τιμολόγια στον Οίκο Ναύτου, μέσα στο χρονικό διάστημα από 4-5-1999 μέχρι 7-1-2002 και συγκεκριμένα υπέβαλε αυτές στις ...., ...., ...., ...., ....., ....., ....., ....., ....., ....., ...., ...., ....., ....., ....., ....., ......, ....., ....., ...., ....., ....., ....., ......, ......, ....., ......., ......, ....., ....., ...... και ......, για την είσπραξη της αξίας των αναγραφομένων επ'αυτών φαρμάκων (περιπτώσεις Γ15, το ποσό των 76.641 δραχμών ή 224,92 ευρώ,Γ7 213.908 δραχμές ή 627,70 ευρώ, Γ5 118.935 δραχμές ή 349,04 ευρώ, Γ4 174.220 δραχμές ή 511,28 ευρώ, Γ6 200.117 δραχμές ή 587,28 ευρώ, Γ9 43.522 δραχμές ή 127,72 ευρώ, Γ2 1.039.517 δραχμές ή 3.050,67 ευρώ, Γ3 994.276 δραχμές ή 2.917,83 ευρώ, Γ1 951.276 δραχμές ή 2791,71 ευρώ, Γ16 99.536 δραχμές ή 292,11 ευρώ, Γ10 104.362 δραχμές ή 292, 11 ευρώ, Γ10 104.362 δραχμές ή 306,27 ευρώ, Γ17 136.050 δραχμές ή 399,27 ευρώ, Γ11 33.027 δραχμές ή 96,92 ευρώ), περαιτέρω δε κατάρτισε και τις υπ'αριθμ. ...., ........ ..... συνταγές από το υπ'αριθμ. ..... συνταγολόγιο της οικογένειας Γ12,Γ13,Γ14 υπ'αριθμ......, ..... και ..... συνταγές από το υπ'αριθμ. ..... συνταγολόγιο της ίδιας οικογένειας, υπ'αριθμ. .... συνταγή από το υπ'αριθμ. ..... συνταγολόγιο της ίδιας οικογένειας, υπ'αριθ. ......, ....., ......, ......., ......, ......., ....., ......, ......, ......., ......, ......., ......, ......, ......, ......., ......., ......., ......., ......., ......., ........, ......., ......., ......, ......., ......., ......, ......., ........, ......., και ...... συνταγές από το υπ'αριθμ. ...... συνταγολόγιο της Γ18, υπ'αριθμ. ..... συνταγή από το υπ'αριθμ. .... συνταγολόγιο της ίδιας, υπ'αριθμ. ..... από το υπ'αριθμ. .... συνταγολόγιο της Γ19, υπ'αριθμ. ....., ..... και ..... συνταγές από το υπ'αριθμ. .... συνταγολόγιο της ίδιας και υπ'αριθμ. ....., ......, ....... συνταγές από το υπ'αριθμ. ..... συνταγολόγιο της Γ20, θέτοντας επίσης στην πίσω όψη κάθε συνταγής και στη θέση της υπογραφής του ασφαλισμένου κατ'απομίμηση την υπογραφή του φερομένου ως παραλήπτη των φαρμάκων ασφαλισμένου, εν αγνοία του, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου σχετικά με το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες συνταγές είχαν εκδοθεί νόμιμα, δηλαδή για άτομα που είχαν επισκεφθεί τον εκδόσαντα αυτές θεράποντα ιατρό, είχαν υποβληθεί σε εξέταση και είχαν παραλάβει κανονικά τα φάρμακά τους από το φαρμακείο του, τα δε αμέσως παραπάνω αναφερόμενα συνταγολόγια (οικογένειας Γ12,Γ13,Γ14, Γ18, Γ19 και Γ20) είναι γνήσια, ακολούθως δε χρησιμοποίησε και τις πλαστές αυτές συνταγές, υποβάλλοντας αυτές μαζί με τα αντίστοιχα τιμολόγια στον Οίκο Ναύτου, εντός του χρονικού διαστήματος από 4-5-1999 μέχρι 7-1-2002 και συγκεκριμένα υπέβαλε αυτές στις ....., ....., ....., ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ....., ......, ......, ....., ......, ......, ....... για την είσπραξη της αξίας των αναγραφομένων επ'αυτών φαρμάκων (περιπτώσεις: οικογένειας Γ12,Γ13,Γ14 83.624 δραχμές ή 245,41 ευρώ, Γ18 694.654 δραχμές ή 2.038,60 ευρώ, Γ19 53.584 δραχμές ή 157,25 ευρώ και Γ20 89.711 δραχμές ή 263,28 ευρώ). Σε όλα τα παραπάνω συνταγολόγια (πλαστά και γνήσια), επί των οποίων οι πλαστές ως άνω συνταγές, οι σχετικές επ'αυτών συνταγογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν για άτομα που δεν επισκέφθηκαν το ιατρείο του υπογράψαντος αυτές θεράποντος ιατρού και δεν είχαν υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, ο δε πρώτος κατηγορούμενος δεν είχε παραδώσει τα αναγραφόμενα φάρμακα σε καθέναν απ'αυτούς. Οι στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου εξετασθέντες ενόρκως μάρτυρες Γ3 και Γ2, αλλά και οι στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξετασθέντες μάρτυρες ενόρκως Γ6, ....., Γ12, Γ16, Γ11, Γ21 κατέθεσαν ότι δεν έχουν επισκεφθεί αυτοί ή οι ασφαλισμένοι στο όνομα των οποίων έχουν εκδοθεί οι εν λόγω συνταγές το φαρμακείο του πρώτου κατηγορουμένου, δεν έπασχαν από τις αναγραφείσες ασθένειες, δεν έλαβαν τα αναγραφόμενα φάρμακα και δεν έχουν υπογράψει οι ασφαλισμένοι στον Οίκο Ναύτου στα προαναφερθέντα έγγραφα. Ήδη και πριν την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο πρώτος κατηγορούμενος αποζημίωσε πλήρως το νομικό πρόσωπο του Οίκου Ναύτου για τη ζημία που υπέστη συνεπεία της απάτης που διέπραξε εις βάρος του αυτός με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, προκειμένου να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος με την προσκόμιση σ'αυτόν (Οίκο Ναύτου) των ως άνω πλαστών συνταγών προς είσπραξη, η οποία και έλαβε χώρα, λόγος για τον οποίο και απηλλάγησαν και οι δύο κατηγορούμενοι με την εκκαλουμένη υπ'άριθμ. ΑΤ 7303/2005 απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς της αποδιδόμενης σ'αυτούς κατηγορίας, αντιστοίχως, της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση και της απλής συνέργειας σ'αυτήν. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, χρησιμοποίησε εν γνώσει του πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, στους χρόνους έκδοσης των συνταγών των πλαστών συνταγολογίων που προαναφέρθηκαν, χρησιμοποίησε τα συνταγολόγια αυτά, την πλαστότητα των οποίων γνώριζε, παραδίδοντας αυτά προς συνταγογράφηση σε διάφορους ιατρούς του Οίκου Ναύτου μεταξύ των οποίων και ο ......... και στους ιδιώτες ιατρούς συμβεβλημένους με τον Οίκο Ναύτου ...... και ....... και υπογράφοντας και ο ίδιος στη συνέχεια επί των εκδοθεισών συνταγών, θέτοντας και την επαγγελματική του σφραγίδα. Είχε δε σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση αυτών τους αρμόδιους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου σχετικά με το γεγονός ότι τα συνταγολόγια ήσαν γνήσια και χρησιμοποιούνταν για την χορήγηση φαρμάκων από τα αναφερόμενα σ'αυτά πρόσωπα. Πρέπει, επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδομένων σ'αυτόν αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και της χρήσεως πλαστού εγγράφου κατ' εξακολούθηση και η δεύτερη κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη των αποδιδομένων σ'αυτή κατηγοριών της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση και, κατ'επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, ένοχη υπεξαγωγής εγγράφου κατ'εξακολούθηση" . Κατ' ακολουθία του αιτιολογικού αυτού το Εφετείο κήρυξε ενόχους τους κατηγορούμενους - αναιρεσείοντες, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, τον μεν πρώτο , για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση και χρήση πλαστών, κατ' εξακολούθηση ,την δεύτερη δε αυτών για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση και υπεξαγωγή εγγράφου, κατ' εξακολούθηση, πράξεις οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα, 26 παρ.1α, 27, παρ.1, 84 παρ.2α, 94, 98, 216 παρ.1, 2 και 222 ΠΚ και επέβαλε στον πρώτο συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε μηνών και στην δεύτερη δέκα τεσσάρων μηνών , την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε.
ΙΙ. Ειδικότερα ως προς τον πρώτον αναιρεσείοντα: Η αιτίαση αυτού, ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχεται ότι κατάρτισε πλαστές συνταγές, χωρίς να εξηγεί σε τι συνίσταται η από μέρους του κατάρτιση των συνταγών, είναι αβάσιμη Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που συμπληρώνεται από το διατακτικό, με σαφήνεια και πληρότητα αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κατάρτισε παρανόμως και εν αγνοία των δικαιούχων τις αναφερόμενες στην απόφαση συνταγές, "θέτοντας στην πίσω όψη κάθε συνταγής και κατά τον αντίστοιχο χρόνο και στη θέση της υπογραφής του ασφαλισμένου κατ'απομίμηση την υπογραφή του φερομένου ως παραλήπτη των φαρμάκων ασφαλισμένου, εν αγνοία και παρά τη θέληση τούτου...." και όχι ότι συμπλήρωσε και την εμπρόσθια όψη αυτής. Η περαιτέρω αναφορά στην απόφαση, ότι, με την πιο πάνω ενέργειά του, ο αναιρεσείων είχε σκοπό "να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου σχετικά με το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες συνταγές είχαν εκδοθεί νόμιμα....", είναι σύμφωνη με την παραδοχή της απόφασης ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι οι συνταγές αυτές προέρχονταν από πλαστά συνταγολόγια και έτσι με το να θέσει στην πίσω όψη της συνταγής την υπογραφή του, κατ'απομίμηση της υπογραφής του φερομένου ως παραλήπτη των φαρμάκων ασφαλισμένου, παραπλανούσε τους αρμόδιους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου ότι οι υπογράφοντες είχαν επισκεφθεί τον εκδόσαντα αυτές θεράποντα ιατρό, είχαν υποβληθεί σε εξέταση και είχαν παραλάβει κανονικά τα φάρμακά τους από το φαρμακείο του. Κατά τις σαφείς δε παραδοχές της απόφασης, "παραλήπτης" των φαρμάκων ήταν ο ίδιος ο ασφαλισμένος, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί στο πίσω μέρος της συνταγής όνομα διαφορετικό από το δικό του. Όλες δε οι λοιπές περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ως προς τις πιο πάνω παραδοχές της απόφασης, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μεταξύ αυτών είναι και οι αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντος ότι 1) Η προσβαλλομένη δεν αιτιολογεί ειδικώς και εμπεριστατωμένα από ποια αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα, μάρτυρες ή άλλα, προκύπτει ότι ήταν αυτός που έθετε στην οπίσθια όψη των συνταγών την υπογραφή του εκάστοτε φερομένου παραλήπτη των φαρμάκων, ενώ, από τα αποδεικτικά μέσα που αυτός αναφέρει, αποδεικνύεται η βασιμότητα των περί της αθωότητας αυτού ισχυρισμών του 2) Οτι η αιτιολογία της απόφασης, ότι η ενοχή του προκύπτει και από τις καταθέσεις των αναφερομένων σε αυτήν μαρτύρων, ασφαλισμένων στον Οίκο Ναύτου, στις οποίες καταθέτουν, ότι δεν έχουν επισκεφτεί αυτοί ή οι ασφαλισμένοι, στο όνομα των οποίων είχαν εκδοθεί οι εν λόγω συνταγές, το φαρμακείο του, δεν έπασχαν από τις αναγραφείσες ασθένειες, δεν έλαβαν τα αναγραφέντα φάρμακα και δεν έχουν υπογράψει στα προαναφερθέντα έγγραφα, είναι ελλιπείς, διότι οι ανωτέρω μάρτυρες δεν κατέθεσαν ότι αυτός τελούσε σε γνώση της πλαστότητας των προσκομιζομένων σε αυτόν, όπως ισχυρίζεται, από την συγκατηγορουμένη του Χ2, συνταγολογίων, ενώ η εξ αυτών μάρτυρας Γ21 δεν έχει καμία σχέση με όσα υποστηρίζει η προσβαλλομένη ότι κατέθεσε. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις,είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση, με τις παραδοχές της, ότι ο πρώτος αναιρεσείων είχε φιλική σχέση με την συγκατηγορουμένη του και γνώριζε, συνεπώς, ότι αυτή είχε συμπληρώσει την εμπρόσθια όψη των συνταγολογίων, ότι ο ίδιος φερόταν να εκτελεί συνταγές προσώπων που βεβαίωσαν στο Δικαστήριο ότι ουδέποτε τον επισκέφθηκαν και, κυρίως, ότι αυτός ήταν που κατάρτισε με τον πιο πάνω τρόπο τα πλαστά έγγραφα, με πληρότητα αιτιολογεί την κρίση του ότι ο εν λόγω αναιρεσείων γνώριζε την πλαστότητα των συνταγολογίων. Επομένως, είναι αβάσιμες οι διαλαμβανόμενες στον τρίτο λόγο της αναίρεσης αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της χρήσεως πλαστού εγγράφου, και ειδικότερα ως προς την γνώση αυτού για την πλαστότητα των συνταγολογίων που έκανε χρήση. Περαιτέρω δε , δεν ήταν αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων από τα οποία προέκυπταν οι παραδοχές του αυτές του Δικαστηρίου, ενώ οι προβαλλόμενοι στον αυτό λόγο αναίρεσης ισχυρισμοί, ότι από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν τα αντίθετα, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων δεν συνιστά λόγο αναίρεσης . Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, ως προς την συνδρομή του πιο πάνω υποκειμενικού στοιχείου της πράξεως της χρήσης πλαστού, κατ' εξακολουθηση, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί . Εξάλλου, κατάρτιση πλαστού συνιστά και η υπογραφή στην πίσω όψη κάθε συνταγής, κάτω από την σχετική ένδειξη του φερομένου ως παραλήπτη των φαρμάκων, χωρίς αυτός να το γνωρίζει ή να έχει δώσει σχετική εντολή. Στην περίπτωση δε κατά την οποία δεν έχουν συμπληρωθεί στην πίσω όψη της συνταγής τα στοιχεία του παραλήπτη, όπως και πάνω αναφέρθηκε, εξυπακούεται ότι παραλήπτης είναι ο ίδιος ο ασφαλισμένος, τα στοιχεία του οποίου διαλαμβάνονται στην εμπρόσθια όψη της συνταγής. Επομένως, ο δεύτερος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης του ίδιου αναιρεσείοντος, με τις διαλαμβανόμενες σε αυτόν αιτιάσεις, ότι η προσβαλλομένη έχει ερμηνεύσει εσφαλμένα τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 ΠΚ, θεωρώντας ότι υφίσταται κατάρτιση πλαστού στην πιο πάνω περίπτωση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τα λοιπά, όσα στον ίδιο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων εκθέτει (ως προς την μη δυνατότητα παραπλάνησης ως προς το πρόσωπο του παραλήπτη), απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας της πιο πάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.
ΙV. Η δεύτερη αναιρεσείουσα προβάλλει τις αιτιάσεις ότι 1) η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν μνημονεύει τα αναφερόμενα στην αίτησή της αποδεικτικά μέσα (τρεις μαρτυρικές καταθέσεις), από τα οποία προέκυψαν κρίσιμα πραγματικά περιστατικά για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, ούτε τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία οδήγησαν στη λήψη της καταδικαστικής γι' αυτήν αποφάσεως, ούτε έγινε αξιολογική συσχέτιση ή συνεκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, ενώ ουδόλως, όπως υποστηρίζει, αποδείχθηκε ότι τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχη. 2) Η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν απάντησε σε προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει στην αίτησή της, κατά την απολογία της επικαλέσθηκε και προσκόμισε δια του πληρεξουσίου της Δικηγόρου έγκλησή της κατά της Ζ1, συνεργάτη - υπαλλήλου του συγκατηγορουμένου της, η οποία κατέθεσε μεταξύ άλλων σωρεία συκοφαντιών και αναληθειών σε βάρος της , η οποία όμως (έγκληση) δεν αναφέρεται, ότι λήφθηκε υπόψη. Επιπροσθέτως δε, προβάλλει την αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τον περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμό της, κατά τον οποίο, όπως κατά λέξη αναφέρει, "τελούσα εν αγνοία του ποινικά κολάσιμου και άδικου χαρακτήρα των πράξεών μου, της εξυπηρέτησης δηλαδή, που έκανα σε ορισμένα υπερήλικα συγγενικά μου πρόσωπα για τη συνταγογράφηση διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων. ...." . 3) Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε χωρίς καμία αιτιολογία, ότι η αναιρεσείουσα - τέλεσε την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων (των συνταγολογίων της ασφαλιζόμενης Γ12 και των τέκνων της Γ13 και Γ14,) γεγονός το οποίο , όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, δεν αποδείχθηκε από την ακροαματική διαδικασία ούτε αιτιολογεί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίο ήχθη στο εν λόγω συμπέρασμα, και δεν μνημονεύει τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται τα πραγματικά περιστατικά, που γίνονται αντίστοιχα δεκτά, και δεν αξιολογούνται όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα. Οι αιτιάσεις αυτές της αναιρεσείουσας, κατά το μέρος που πλήττουν την απόφαση του Εφετείου για έλλειψη αιτιολογίας, διότι δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τις αναφερόμενες από αυτήν καταθέσεις μαρτύρων, αλλά και το έγγραφο της έγκλησής της κατά της Ζ1, από τα οποία προκύπτει, όπως υποστηρίζει, η βασιμότητα των ισχυρισμών της και, επομένως, ότι ήταν αθώα των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, είναι αβάσιμες. Από τη γενόμενη επίκληση, στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, όλων των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά και ,συνεπώς, και οι καταθέσεις των μαρτύρων που αναφέρει η αναιρεσείουσα και το έγγραφο που επικαλείται. Η παράλειψη δε αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, όπως και πιο πάνω αναπτύχθηκε, δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, ενώ η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναίρεσης. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα ουδένα σαφή και ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης αποφάσεως έννοια, προέβαλε. Ειδικότερα, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό η επίκληση αποδεικτικών μέσων, κατά την απολογία της αναιρεσείουσας, που αποδεικνύουν, κατ' αυτήν, υπερασπιστικούς ισχυρισμούς της, Eξάλλου, η αναιρεσείουσα, κατά την απολογία της ενώπιον του Εφετείου, δέχθηκε ότι πήγαινε στο φαρμακείο του συγκατηγορουμένου της συνταγολόγια μόνο των συγγενικών της προσώπων ( ......, ......, ......, .......), τους οποίους εξυπηρετούσε, χωρίς όμως να και να δέχεται ότι πλαστογραφούσε τα συνταγολόγια αυτά και χωρίς, άλλωστε, τα συνταγολόγια αυτών των προσώπων να αφορούν την παρούσα υπόθεση. Σε σχέση με την αποδιδόμενη σε αυτήν πράξη της πλαστογραφίας, η αναιρεσείουσα, κατά την απολογία της, δέχεται μόνο τα εξής "Έχω γράψει 4 συνταγές σε ανήμπορους ασφαλισμένους. Ο γιατρός μου έλεγε και εγώ τα έγραφα. Ο γιατρός τα υπόγραψε. Υπήρχε φόρτος εργασίας. Εγώ είχα άγνοια...". Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά άρνηση της κατηγορίας και όχι περί πλάνης αυτοτελή ισχυρισμό, στον οποίο το Εφετείο όφειλε να απαντήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εξάλλου, ο αναφερόμενος στην αίτηση πιο πάνω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, ότι τελούσε εν αγνοία του ποινικά κολάσιμου και άδικου χαρακτήρα των πράξεων της, ως ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης εκτιμώμενος, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, διότι, δεν περιείχε τα απαιτούμενα περιστατικά για τη θεμελίωσή του και ειδικότερα δεν περιείχε γεγονότα που θα καθιστούσαν συγγνωστή την αναφερόμενη άγνοιά της, ουδόλως προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως της αναιρεσείουσας Χ2, για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως και ως προς την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών της, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και εκ τούτου απορριπτέος. Η ίδια αναιρεσείουσα προβάλλει ως λόγο αναίρεσης και το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει με βάση ποιες διατάξεις του Νόμου γίνεται αποδεκτή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο η δια πληρεξουσίου εκπροσώπηση της ασθενούσας τις πρώτες δύο ημέρες της εκδίκασης κατηγορουμένης και ακολούθως, δέχεται την αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτής και την ενώπιον αυτού απολογία της. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού δεν υπάγεται σε κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ.1 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, πέρα από το ότι η αναιρεσείουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να προτείνει ότι εσφαλμένα αρχικά της επετράπη να παραστεί δια πληρεξουσίου και ακολούθως της επετράπη να παραστεί και αυτοπρόσωπως και να απολογηθεί. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμες, οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και η δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος στους αναιρεσείοντες (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠΔ, 183, 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 2/3/2007 και 2/3/2007 αιτήσεις- δηλώσεις αναιρέσεως ( με αριθμό πρωτ. 1972/5-3-2007 και 1892/2-3-2007, αντίστοιχα) των 1) Χ1 και 2) Χ2, κατά της 1335/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων ) Πειραιώς, Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ