Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1920 / 2007    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια.




Περίληψη:
Αιτιολογίας ανεπάρκεια. Αναι-ρείται η απόφαση, λόγω ελλιπούς αιτιολογίας σε σχέση με την αμέλεια του κατηγορουμένου, από παράλειψη του οποίου ως ναυαγοσώστη, επήλθε από πνιγμό σε κολυμβητήριο, ο θάνατος του παθόντος






Αριθμός 1920/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ......, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαδάκη, για αναίρεση της 62/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιουνίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1197/2006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 302 § 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά προκύπτει από το σύνολο της συμπεριφοράς του δράστη, η οποία προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για την κατ' αυτό τον τρόπο τελούμενη ανθρωποκτονία από αμέλεια, που συντελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 του ΠΚ, αλλά και εκείνων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το όποίο "όπου ο νόμος για την ύπαρξη της αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται, όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην διακώλυση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως σε έγκλημα, που τελείται από παράλειψη, μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη του νόμου ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, τα οποία συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος, και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Όταν το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό, και εφόσον πάντως το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτή. ο οποίος θεωρείται ότι υπάρχει μπορεί κανείς να φανταστεί ότι αν γινόταν η επιβεβλημένη ενέργεια, που δεν έγινε, τότε με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε.
2. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθ. 62/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, που συμπληρώνεται παραδεκτώς από το διατακτικό της, το Δικαστήριο τούτο, κατά πλειοψηφία, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, υπηρετώντας τη θητεία του ως Σμηνίτης της Πολεμικής Αεροπορίας, εκπαιδεύτηκε στη ΜΑΚ/Τμήμα Επιχειρήσεων - Εκπαίδευσης από 9.7.2001 έως 27.7.2001 και, όταν αποφοίτησε από αυτή με ειδικότητα Αρμενιστή (ΑΡΜΕ), μετατέθηκε στη Σχολή Ικάρων, όπου λειτουργούσε, εκτός άλλων, και κολυμβητήριο. Το κολυμβητήριο αυτό περιλάμβανε μία κολυμβητική δεξαμενή Ολυμπιακών διαστάσεων και προδιαγραφών (διαστάσεις 50 Χ 21 μέτρα και βάθος από 2.00 έως 2.20 μέτρα), μία δεξαμενή καταδύσεων με βατήρες, αποδυτήρια, κερκίδες, αποθήκη αθλητικού υλικού, μηχανοστάσιο, χώρο εξυπηρέτησης προσωπικού κολυμβητήριου κλπ. Το ωράριο λειτουργίας του κολυμβητηρίου ήταν από 15.30΄ - 19.30΄, τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη, και για να λειτουργήσει έπρεπε να είναι επανδρωμένο με καθηγητές και ναυαγοσώστες, προβλεπόταν δε η χρήση του μόνο από Ικάρους. Στις 9.4.2002 ο κατηγορούμενος, παράλληλα με την υπηρεσία του ως ναυαγοσώστη στο ως άνω κολυμβητήριο της Σχολής Ικάρων, είχε οριστεί να εκτελέσει υπηρεσία κολυμβητηρίου. Η παράλληλη αυτή άσκηση καθηκόντων, παρά τις υφιστάμενες, μόνιμες διαταγές, ήταν πάγια τακτική της Σχολής (σε γνώση της Διοίκησης) και οφειλόταν στην ανεπάρκεια του προσωπικού. Κατά τις περ. 1, 5 και 14 της § Ε΄ του παραρτήματος "Δ" της 16.5.2001 στη Δ.Μ.Ι. 16/2001, για τα καθήκοντα του ναυαγοσώστη κολυμβητηρίου προβλεπόταν, εκτός άλλων, ότι έπρεπε να παρευρίσκεται ανελλιπώς καθ' όλο το χρόνο λειτουργίας του κολυμβητηρίου σε αυτό, να παρακολουθεί συνεχώς τους κολυμβητές, έτσι ώστε να επεμβαίνει, όταν χρειαζόταν, για άμεση βοήθεια, και δεν επιτρεπόταν να απομακρυνθεί από τις εγκαταστάσεις του κολυμβητηρίου, χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως τον προϊστάμενο λειτουργίας - συντήρησης του κολυμβητηρίου. Επίσης, στα καθήκοντα του εκτελούντος υπηρεσία κολυμβητηρίου κατά τις απογευματινές ώρες (διότι τις ώρες αυτές απουσίαζε ο υπεύθυνος λειτουργίας και συντήρησης κολυμβητηρίου) προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, να ανοίγει και να κλειδώνει τις πόρτες όλων των αιθουσών εκγύμνασης, να χορηγεί αθλητικό υλικό, να απαγορεύει τη χρησιμοποίηση των αθλητικών εγκαταστάσεων μετά το πέρας των μαθημάτων σε όλους, να ανάβει και να σβήνει τους προβολείς του κολυμβητηρίου κλπ. (περ. 1, 2, 4 της § ΣΤ΄ του παραρτήματος "Δ" της 16.5.2001 στη Δ.Μ.Ι. 16/2001). Τη μέρα εκείνη (9.4.2002), στο χώρο του κολυμβητηρίου λάμβανε χώρα η προπόνηση της ομάδας κολύμβησης της Σχολής, διότι την επομένη ημέρα (10.4.2002) επρόκειτο να διεξαχθούν οι τελικοί αγώνες κολύμβησης μεταξύ των ΑΣΕΙ, στην Σ.Σ.Ε. Η προπόνηση άρχισε στις 16.30΄ και συμμετείχαν σε αυτή οι τότε Ίκαροι

ΙΙΙ Ψ1, Ψ3, Ψ2, ......., ......., ....... και Χ1, οι τότε Ίκαροι II ....., ....., ... και ....και οι τότε Ίκαροι Ι ...., ....., ....., ...... και ....... Την ομάδα συνόδευε ο ιδιώτης ......, που είχε προσληφθεί στη Σχολή Ικάρων ως ωρομίσθιος καθηγητής φυσικής αγωγής για το μάθημα της κολύμβησης για το ακαδημαϊκό έτος 2001 - 2002 με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Η προπόνηση, ενόψει και των αγώνων της επομένης, ήταν χαλαρή, χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα, ενώ ο προπονητής βρισκόταν στο ύψος των βατήρων, έξω από το νερό και ασχολούταν κυρίως με τους οκτώ αθλητές που θα συμμετείχαν στους αγώνες, δίνοντάς τους οδηγίες για να βελτιώσουν τη τεχνική τους. Από τους υπόλοιπους μαθητές, άλλοι κολυμπούσαν στο νότιο μέρος της πισίνας κοντά στους βατήρες, άλλοι αστεΐζονταν μεταξύ τους και κάποιοι άλλοι έπαιζαν με μια μπάλα του πόλο. Την ίδια ώρα ο κατηγορούμενος αρμενιστής παρακολουθούσε τους κολυμβητές είτε όρθιος, στο νότιο μέρος της πισίνας (κατά διαστήματα περπατούσε ως το μέσο της πισίνας και επέστρεφε ξανά στη θέση του, χωρίς να κινείται περιμετρικά) είτε καθισμένος σε καρέκλα, έξω από το γραφείο του, όπου εισήλθε δύο με τρεις φορές για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Κάποια στιγμή τρεις από τους μαθητές της Σχολής, και συγκεκριμένα ο Χ1, ο Ψ1 και ο Ψ2 απομακρύνθηκαν από τους υπολοίπους και κατευθύνθηκαν προς το βόρειο τμήμα της πισίνας, στις διαδρομές 7 και 8, όπου ξεκίνησαν να κάνουν ασκήσεις άπνοιας, χρονομετρώντας τις προσπάθειές τους με χρονόμετρο, που είχε στο ρολόι του ο Χ1. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος ρώτησε ποιος είναι ο μέγιστος χρόνος που μπορούσε ο άνθρωπος να κρατήσει την αναπνοή του κάτω από το νερό και ο Ψ1 του απάντησε τα 5 λεπτά. Στην πρώτη απόπειρα, που έκαναν, ο Χ1 έμεινε κάτω από το νερό γύρω στο ένα λεπτό, ενώ στη δεύτερη, ένα λεπτό και σαράντα πέντε δευτερόλεπτα. Μάλιστα, τη δεύτερη αυτή φορά, ο τελευταίος κρατιόταν από το σκοινί της διαδρομής για να μη βγει στην επιφάνεια, λόγω της άνωσης του νερού. Να σημειωθεί ότι, καθ' όλη τη διάρκεια της ως άνω άσκησης, ούτε ο κατηγορούμενος ούτε ο προπονητής της ομάδας, αντιλήφθηκαν το παραμικρό. Στη συνέχεια, γύρω στις 17.15΄ με 17.30΄, ο Ψ1 και ο Ψ2 κολύμπησαν 50 μέτρα (με το Χ1 να δίνει την εκκίνηση), αλλά ακολούθως οι δύο πρώτοι απομακρύνθηκαν από το βόρειο μέρος της πισίνας, αφήνοντας εκεί μόνο του το Χ1. Με το τέλος της προπόνησης, γύρω στις 18.00΄, συγκεντρώθηκαν όλοι οι μαθητές στο νότιο τμήμα της πισίνας για να ακούσουν τις τελευταίες οδηγίες του προπονητή, ενώ στη συνέχεια βγήκαν από το νερό και κατευθύνθηκαν προς τα αποδυτήρια. Τελευταία φέρεται να έφυγε από την πισίνα η Ψ3, η οποία μάλιστα βγαίνοντας είχε την εντύπωση ότι είδε τον Χ1, στο βόρειο τμήμα της Πισίνας, ακίνητο και γυρισμένο με την πλάτη προς εκείνη, γιατί το σκουφάκι του είχε διαφορετικό χρώμα από όλη την υπόλοιπη ομάδα. Υπέθεσε, ότι κρατιόταν από τη διαδρομή με τα χέρια, και γι' αυτό δεν θορυβήθηκε. Λίγα λεπτά αργότερα, περί ώρα 18.10΄, ο τότε Ίκαρος IV Ψ4 κατευθυνόταν με το συμμαθητή του Ψ5 από το κλειστό γήπεδο του μπάσκετ στο γυμναστήριο με τα βάρη. Ο δρόμος για το γυμναστήριο περνάει δίπλα από τη βόρεια πλευρά της πισίνας, η οποία τη στιγμή εκείνη ήταν άδεια από κολυμβητές. Ο Ίκαρος Ψ4, από το ύψος του βατήρα της διαδρομής 8, διέκρινε τυχαία μέσα στο βυθό ένα σώμα ακίνητο, γυρισμένο μπρούμυτα, με τα χέρια στο στήθος και με στάση κάθετη προς το διάδρομο της πισίνας, το οποίο σώμα ήταν δύσκολο να το διακρίνει κανείς λόγω της αντανάκλασης του νερού. Αμέσως ο Ψ4 βούτηξε στο νερό και βοηθούμενος από τον Ψ5 ανέσυραν εκτός πισίνας ένα σώμα και διαπίστωσαν αμέσως, ότι ανήκε στο Χ1. Τότε άρχισαν να φωνάζουν για βοήθεια, οπότε έφθασαν αμέσως στο σημείο ανάσυρσης ο καθηγητής φυσικής αγωγής ....., που βρισκόταν στο στίβο της Σχολής, ο κατηγορούμενος και ένας άλλος καθηγητής, που προσπάθησαν με ανανήψεις και τεχνικές αναπνοές να τον επαναφέρουν χωρίς αποτέλεσμα. Ακολούθως, περί ώρα 19.00΄, ο Χ1 διακομίσθηκε με ασθενοφόρο στο 251 ΓΝΑ, όπου συνεχίστηκαν οι προσπάθειες ανάνηψης για μισή ώρα τουλάχιστον, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νεκροθάλαμο, όπου διαπιστώθηκε ότι, εκτός του μαγιό, ο θανών φορούσε ένα ρολόι. Το ρολόι αυτό παραδόθηκε αρχικά στην ασφάλεια του 251 ΓΝΑ (Σμτη ..... ) και την επομένη μέρα στο Σμχο (Ι) ...., ο οποίος διαπίστωσε ότι το χρονόμετρο του ήταν ενεργοποιημένο και η ένδειξή του ήταν 18 ώρες και 45 λεπτά. Αυτός, υπολογίζοντας τις ώρες που πέρασαν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό είχε ξεκινήσει να μετράει κατά τη διάρκεια της προπόνησης, γεγονός που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος του Χ1 επήλθε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 17.30΄ (οπότε τον είδαν τελευταία φορά) και 18.00΄, ώρα που έληξε το μάθημα της κολύμβησης. Στις 10.4.2002 έγινε στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών η νεκροψία - νεκροτομή του πτώματος του Χ1 από τον ιατροδικαστή Αθηνών ...... Ως αιτία θανάτου αναφέρεται ο "πνιγμός εκ καταδύσεως εντός ύδατος", ενώ από τη γενόμενη σχετική τοξικολογική εξέταση "δεν διαπιστώθηκε η παρουσία φαρμάκου ή δηλητηρίου εκ των ανηκόντων στις ερευνηθείσες ομάδες, καθώς και οινοπνεύματος". Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος, δεν αποδέχθηκε την κατηγορία που του αποδίδεται, ότι δηλαδή, ενώ όφειλε, ως ναυαγοσώστης, να παρευρίσκεται, καθ' όλη την διάρκεια της προπόνησης, ανελλιπώς, στο χώρο της πισίνας και να παρακολουθεί συνεχώς τους κολυμβητές, ώστε να επέμβει για άμεση βοήθεια, όταν χρειαστεί, από απερισκεψία αφενός απομακρύνθηκε τουλάχιστον δύο φορές από την πισίνα μεταβαίνοντας στο παραπλεύρως βρισκόμενο δωμάτιο του ναυαγοσώστη υπηρεσίας και αφετέρου δεν κινιόταν συνεχώς περιμετρικά της πισίνας, ώστε να έχει σαφή εικόνα των κινήσεων των αθλητών και δεν πρόβλεψε, ότι από την συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατό να προκαλέσει δια παραλείψεως το θάνατο άλλου, γεγονός που συνέβη όταν ο Χ1 καταβυθίστηκε εντός του νερού χωρίς να γίνει αντιληπτός, απώλεσε τις αισθήσεις του και πνίγηκε. Ειδικότερα, ως προς το θέμα της απομάκρυνσής του από την πισίνα, ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε, ότι τη συγκεκριμένη ημέρα (9.4.2004), του ζήτησαν δύο φορές τα κλειδιά (ως υπεύθυνου κολυμβητηρίου) και αναγκάστηκε να μεταβεί στο δωμάτιο υπηρεσίας, ισχυρίστηκε όμως ότι αυτό συνέβη πριν τις 17.00΄, δηλ. λίγη ώρα αφότου άρχισε η προπόνηση της ομάδας κολύμβησης. Από τις καταθέσεις, όμως, των αυτόπτων μαρτύρων προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε τουλάχιστον δύο με τρεις φορές (για πολύ μικρό χρονικό διάστημα) μπαίνοντας στο γραφείο του, οπότε εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αυτές οι απομακρύνσεις δεν συνδέονται με την άσκηση της υπηρεσίας του, ως υπεύθυνου κολυμβητηρίου, αλλά σε άλλους, προσωπικούς λόγους. Επομένως, ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορούμενου περί προσταγής ως λόγου άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του (κατ' άρθρο 21 ΠΚ), ότι δηλαδή η έλλειψη της απαιτούμενης προσοχής του, ως υπεύθυνου ναυαγοσώστη, οφειλόταν στην παράλληλη εκτέλεση της υπηρεσίας κολυμβητηρίου (προσταγή την οποία δεν μπορούσε να αρνηθεί), πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, διότι (σε κάθε περίπτωση) δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο ότι ο πνιγμός του Χ1 επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε από την πισίνα ενεργώντας στα πλαίσια της υπηρεσίας κολυμβητηρίου (π.χ. παρέδιδε ή παρελάμβανε κλειδιά κλπ). Όσον αφορά τη θέση του κατά την ώρα της προπόνησης, υποστήριξε ότι, όπως τον είχαν διδάξει οι εκπαιδευτές του στη ΜΑΚ, έπρεπε να κάθεται σταθερός σε μία από τις γωνίες της πισίνας, όπου βρίσκεται η πλειοψηφία των λουσμένων για να προσέχει μήπως κάποιος χρειαστεί βοήθεια και όχι να κινείται περιμετρικά της πισίνας, γιατί υπήρχε περίπτωση να μην αντιληφθεί κάποιον που κινδυνεύει. Έτσι, τη μέρα εκείνη, κατά τη διάρκεια της προπόνησης, στεκόταν στη γωνία της πισίνας, όρθιος, δίπλα στον προπονητή, με το βλέμμα του στραμμένο στους μαθητές, κινούμενος κατά μήκος των βατήρων της νότιας πλευράς και κάποιες φορές ως το μέσο της μεγάλης πλευράς, ενώ δύο φορές τουλάχιστον πήγε ως τη βόρεια πλευρά της πισίνας. Αρνήθηκε δε, ότι κάθισε σε καρέκλα και παραδέχτηκε, ότι δεν εφησύχασε από το γεγονός ότι κολυμπούσαν Ίκαροι, διότι ορισμένοι από αυτούς δεν ήταν έμπειροι κολυμβητές. Μετά το τέλος της προπόνησης έφυγε τελευταίος από το κολυμβητήριο, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είχε μείνει κανείς. Τους ως άνω ισχυρισμούς του κατηγορούμενου, για το πού πρέπει να βρίσκεται ο ναυαγοσώστης κατά το χρόνο που υπάρχουν κολυμβητές στο κολυμβητήριο, επιβεβαίωσε στο δικαστήριο και ο μάρτυρας υπεράσπισης ..... , εκπαιδευτής ναυαγοσώστων. Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι ο ναυαγοσώστης πρέπει να βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση, να σκέφτεται συνέχεια όλα τα προβλήματα, που πιθανόν να προκύψουν, και να επεμβαίνει, όταν κάποιος καλεί σε βοήθεια ή όταν αντιληφθεί, ότι ο λουόμενος αντιμετωπίζει πρόβλημα. Όσον αφορά τις ασκήσεις άπνοιας, παρατήρησε ότι αυτές εγκυμονούν πολλούς κινδύνους και απαιτείται να έχουν ληφθεί προηγουμένως τα κατάλληλα μέτρα, ενώ, αν ο ναυαγοσώστης αντιληφθεί ότι γίνονται τέτοιες ασκήσεις, πρέπει (κι αν ακόμα δεν μπορεί να τις εμποδίσει) να βρίσκεται στο σημείο εκείνο, για να επέμβει άμεσα. Επίσης, και ο δεύτερος μάρτυρας υπεράσπισης ......, επιβεβαίωσε όσα αναφέρθηκαν από τον κατηγορούμενο, σχετικά με το πού πρέπει να στέκεται ο ναυαγοσώστης την ώρα της προπόνησης, παρατήρησε όμως ότι ο ίδιος θα μετρούσε τα άτομα που βρίσκονταν στην πισίνα και θα ήλεγχε σε τακτά χρονικά διαστήματα, αν ο αριθμός τους παραμένει σταθερός (μέθοδο που είχε διδαχτεί στην εκπαίδευση και θεωρεί ότι παρέχει μεγάλη ασφάλεια). Εξετάζοντας, λοιπόν τα γεγονότα, όπως διαδραματίστηκαν, δεν μπορεί, βέβαια, να παραβλεφθεί η επιπολαιότητα και η απερισκεψία των τριών Ικάρων (Χ1, Ψ1 και Ψ2) να εκτελέσουν ασκήσεις άπνοιας χωρίς να ενημερώσουν προπονητή και ναυαγοσώστη, όπως επίσης και η επίδειξη αμέλειας εκ μέρους του προπονητή ..... , που παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της προπόνησης στο νότιο μέρος της πισίνας (και κυρίως γύρω από τους βατήρες εκκίνησης), χωρίς να έχει υπό τον διαρκή έλεγχό του όλους τους αθλητές και δεν μερίμνησε να πάρει παρουσίες κατά την έναρξη και τη λήξη του μαθήματος. Αξιολογώντας, όμως, την ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου, πρέπει αρχικά να παρατηρηθεί, ότι από κανένα θεσμικό κείμενο της Σχολής Ικάρων δεν προβλέπεται, όπως ακούστηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι ο ναυαγοσώστης μπορούσε να απουσιάζει από το κολυμβητήριο (ενώ μάλιστα έχει ορισθεί να εκτελέσει τη συγκεκριμένη υπηρεσία), εφόσον προπονούταν η ομάδα κολύμβησης της Σχολής. Αντίθετα, στην αρχή της § Ε΄ του παραρτήματος "Δ" της 16.5.2001 στη Δ.Μ.Ι. 16/2001, αναφέρεται ρητά ότι "ο ναυαγοσώστης αποτελεί τη βάση για τη λειτουργία του κολυμβητηρίου", ενώ αμέσως μετά, στα εδάφια 1 και 5 της ίδιας παραγράφου προβλέπεται, ότι αυτός παρευρίσκεται εκεί ανελλιπώς καθ' όλο το χρόνο λειτουργίας του και παρακολουθεί συνεχώς τους κολυμβητές, έτσι ώστε να επέμβει για άμεση βοήθεια, όταν χρειαστεί. Η διάταξη αυτή (μαζί με όλη τη καθηκοντολογία του ναυαγοσώστη) αποτελεί την πηγή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του κατηγορούμενου, που τον καθιστούσε εγγυητή - προστάτη της ασφάλειας του εννόμου αγαθού της ζωής των αθλητών της κολυμβητικής ομάδας (μεταξύ των οποίων και ο Ίκαρος Χ1), όντας υπόχρεος να αποκρούσει κάθε σχετικό με την κολύμβηση κίνδυνο, που θα τους απειλούσε μέσα στο χώρο της πισίνας. Το γεγονός, εξάλλου, ότι, λόγω έλλειψης προσωπικού, η Σχολή (τελείως επιπόλαια) είχε ορίσει τον εκτελούντα υπηρεσία ναυαγοσώστη να εκτελέσει παράλληλα και υπηρεσία κολυμβητηρίου, αυξάνει αντί να μειώνει την ευθύνη του κατηγορούμενου, δεδομένου ότι ευθυνόταν για την εύρυθμη λειτουργία ολοκλήρου του χώρου του κολυμβητηρίου (§ ΣΤ΄ παραρτήματος "Δ" της 16.5.2001 στη Δ.Μ.Ι. 16/2001). Αντίθετα, όμως, αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος, καθ' όλη τη διάρκεια της προπονήσεως, έχοντας εμπιστοσύνη στις κολυμβητικές ικανότητες των αθλητών (δεδομένης και της παρουσίας του προπονητή) δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στους κολυμβητές, αφού και από το χώρο κολύμβησης απομακρύνθηκε, δύο με τρεις φορές, και κάποιες στιγμές ήταν καθισμένος σε καρέκλα, έξω από το γραφείο του. Αλλά και όταν βρισκόταν όρθιος στο χώρο της πισίνας, παρέμενε διαρκώς στη νοτιοανατολική πλευρά της πισίνας κοντά στον προπονητή, στη γραμμή των βατήρων εκκίνησης, χωρίς να κινείται περιμετρικά της πισίνας, ώστε να έχει σαφή εικόνα των κινήσεων των τριών αθλητών, οι οποίοι κολυμπούσαν αποδεδειγμένα στο βόρειο μέρος της πισίνας. Δεν μπορεί δε ο κατηγορούμενος να επικαλείται, ότι ο θανών δεν τον "ειδοποίησε", ότι κάνει ασκήσεις άπνοιας, τη στιγμή που (όπως φαίνεται) δεν αντιλήφθηκε καν ότι ο τελευταίος βρισκόταν μόνος του, από τις 17.30΄ και μετά, σε απόσταση τουλάχιστον 40 μέτρων από τους άλλους κολυμβητές.
Συνεπώς, ουδεμία μέριμνα προστασίας της ζωής του Χ1 κατέβαλε, όπως υποχρεούταν εκ των καθηκόντων του, επισημαίνοντας τον κίνδυνο εκ της απομακρύνσεώς του και της συμμετοχής σε ασκήσεις, ιδιαίτερα μετά την απομάκρυνση του Ψ1, διατάσσοντας εν ανάγκη, όπως είχε δικαίωμα και υποχρέωση, την απομάκρυνσή του από εκεί και την συνένωσή του με την ομάδα των λοιπών εκπαιδευομένων, αν άλλοι λόγοι (π.χ. εκπαιδεύσεώς του) δεν επέβαλλαν την απομάκρυνση του από αυτή. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η κατάθεση του Ψ1 στο ακροατήριο, ο οποίος κατέθεσε πως, αν ο κατηγορούμενος τους έλεγε να σταματήσουν, θα τον άκουγαν και θα σταματούσαν. Δεν μπορεί, επίσης, ο κατηγορούμενος να επικαλείται την έλλειψη ορατότητας στον πυθμένα της πισίνας, λόγω αντανάκλασης του ηλίου, διότι ακριβώς λόγω της ειδικότητας και της εκπαίδευσής του, έπρεπε να λάβει την κατάλληλη θέση στην πισίνα, ώστε να έχει ορατότητα όλου του χώρου της. Εντύπωση, τέλος, προκαλεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, όχι μόνο δεν έκανε ούτε ένα τελευταίο έλεγχο της πισίνας, αφού είχαν εξέλθει (όπως πίστευε) οι κολυμβητές, στα πλαίσια και της εκτέλεσης της υπηρεσίας κολυμβητηρίου, αλλά ουδέποτε καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής των λουσμένων μέσα στην πισίνα δεν μερίμνησε, ώστε ο αριθμός αυτών να είναι σταθερός με τακτικό κατά διαστήματα έλεγχο, ως όφειλε να πράττει ο κάθε εκπαιδευόμενος ναυαγοσώστης, ώστε να διαπιστώνει τάχιστα κάθε τυχόν απώλεια και να προβαίνει άμεσα στην ανεύρεση του τυχόν απόντος μέσα στο νερό. Ως αποτέλεσμα, κατά την μαρτυρία της τελευταίας εξελθούσας από την πισίνα Ικάρου Ψ3, το σώμα του Χ1, γιατί περί αυτού επρόκειτο εκ του χαρακτηριστικού χρώματος του καλύμματος της κεφαλής που έφερε ο θανών σε σχέση με την υπόλοιπη ομάδα, κείτονταν ακόμη εντός της πισίνας με την πλάτη προς τον τεντωτήρα της διαδρομής δίνοντας την εντύπωση συνεχίσεως της ασκήσεως, στην πραγματικότητα όμως ήταν παγιδευμένος ήδη από ώρα, γεγονός που καταδεικνύει ότι αυτός ήταν ορατός από πάντα τρίτο, όχι όμως και από τον κατηγορούμενο. Επομένως, στοιχειοθετείται πλήρως η αμέλεια του κατηγορούμενου με βάση, τόσο την προσοχή που αντικειμενικά και σύμφωνα με τις περιστάσεις όφειλε να καταβάλει, εκτελώντας υπηρεσία ναυαγοσώστη, όσο και σύμφωνα με τη δυνατότητα που υποκειμενικά είχε (βάσει της εκπαίδευσης, των γνώσεων, των προσωπικών του ιδιοτήτων και ικανοτήτων) να προβλέψει και να αποφύγει τον πνιγμό του Χ1. Από τα παραπάνω, επίσης, προκύπτει αβίαστα και ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραλείψεων του κατηγορουμένου, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως ναυαγοσώστη, και του θανάτου του ανωτέρω, εφόσον είναι βέβαιο ότι, αν ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε διαρκώς τις κινήσεις των αθλητών, εκινείτο σε όλα τα μέρη της πισίνας, όπου υπήρχαν κολυμβητές, τους είχε μετρήσει πριν και μετά την προπόνηση, και τέλος είχε ελέγξει όλο το χώρο (και το βυθό) του κολυμβητηρίου πριν απομακρυνθεί οριστικά, ο Χ1 θα βρισκόταν στη ζωή, ακόμα και αν εκτελούσε ασκήσεις άπνοιας". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, κατά την κρατήσασα γνώμη του, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο ανθρωποκτονίας από αμέλεια δια παραλείψεως τελεσθείσας και, αφού αναγνώρισε σε τούτον τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α και ε του ΠΚ, επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. 3. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε κατά πλειοψηφία το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά ελλιπείς, ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες. Αυτό δε, διότι, ενώ δέχεται ότι πρόκειται για έγκλημα που τελέστηκε δια παραλείψεως, ότι η αμέλεια του αναιρεσείοντος δεν συνίστατo σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε, και ότι συνέτρεχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τούτου να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος: 1) δεν αιτιολογεί επαρκώς σε όλο της το εύρος τη γενόμενη δεκτή ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αυτού, και συγκεκριμένα από πού πήγαζε η σχετική υποχρέωσή του, (ως καθήκον αλλά και δικαίωμα), να απαγορεύσει στους Ίκαρους κολυμβητές να επιχειρούν στο κολυμβητήριο, σε σημείο διαφορετικό από εκείνο της συγκεντρώσεως των άλλων κολυμβητών, επικίνδυνες ασκήσεις, όπως οι ασκήσεις άπνοιας ή να τις επιτρέψει υπό προϋποθέσεις, πολύ δε περισσότερο διότι επρόκειτο περί ομάδας Ικάρων και παρίστατο ο νομίμως προσληφθείς προπονητής αυτής, αφού από τη ρητή διατύπωση των περ. 1, 5 και 14 της § Ε΄ του παραρτήματος Δ της 16.5.2001 στη Δ.Μ.Ι. 16/2001, στην οποία αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως πηγή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του αναιρεσείοντος "να παρευρίσκεται καθ' όλο το χρόνο της λειτουργίας, να παρακολουθεί συνεχώς τους κολυμβητές, έτσι ώστε να επέμβει για άμεση βοήθεια, όταν χρειαστεί, και να μην απομακρύνεται από τις εγκαταστάσεις του κολυμβητηρίου χωρίς να ενημερώσει τον προϊστάμενο λειτουργίας - συντήρησης του κολυμβητηρίου", δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση του κατηγορούμενου ναυαγοσώστη, 2) δεν αιτιολογείται, επίσης, επαρκώς ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραλείψεων του κατηγορουμένου, ως συνόλου συμπεριφοράς, και του αποτελέσματος που επήλθε, αφού δεν θεμελιώνεται το προαπαιτούμενο της πιθανότητας, που προσεγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, για αποτροπή του θανάτου του Ίκαρου Χ1, εάν αυτός, κατά τις παραδοχές της πληττόμενης, "παρακολουθούσε διαρκώς τις κινήσεις των αθλητών, εκινείτο σε όλα τα μέρη της πισίνας, όπου υπήρχαν κολυμβητές, τους είχε μετρήσει πριν και μετά την προπόνηση, και τέλος είχε ελέγξει όλο το χώρο (και το βυθό) του κολυμβητηρίου πριν απομακρυνθεί οριστικά, ο θανών θα βρισκόταν στη ζωή, ακόμα και αν εκτελούσε ασκήσεις άπνοιας", με δεδομένο ότι ο ίδιος ως ναυαγοσώστης α) παρακολουθούσε το κολυμβητήριο σε όλη την έκτασή του και όφειλε να προσέχει το σύνολο των κολυμβητών, β) οι ασκήσεις άπνοιας γίνονταν στο άλλο άκρο της πισίνας, από εκείνο που βρισκόταν η πλειοψηφία των Ικάρων κολυμβητών, τους οποίους όφειλε να επιτηρεί και επέβλεπε ο ίδιος, για να επέμβει για άμεση βοήθεια, και γ) οι καταβυθίσεις των μετεχόντων στις κινήσεις άπνοιας ήταν άμεσες και ακαριαίες και δεν προκύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές αν ήταν δυνατόν να γίνουν από αυτόν αντιληπτές, πολύ περισσότερο δε ο κίνδυνος που μπορούσε να προκύψει για τον κολυμβητή κάτω από το νερό, 3) δεν αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, κάτω από τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του ανωτέρω Ικάρου, ότι ο κατηγορούμενος ναυαγοσώστης είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, που επήλθε, και 4) ενώ στο αιτιολογικό της (σελ. 16) η απόφαση δέχεται, ότι δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο, πως ο πνιγμός του Χ1 επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε από την πισίνα, ενεργώντας στα πλαίσια υπηρεσίας του κολυμβητηρίου, στο διατακτικό της καταλογίζει αντιφατικά ως στοιχείο αμέλειας του κατηγορούμενου την απομάκρυνσή του από το κολυμβητήριο και την μετάβασή του στο παραπλεύρως ευρισκόμενο δωμάτιο του ναυαγοσώστη, δίχως ωστόσο να προσδιορίζει και τους χρόνους, που έγιναν οι απομακρύνσεις του αυτές, ενόψει του ότι, κατά το σκεπτικό, ο πνιγμός του εν λόγω Ικάρου επήλθε από 17.30΄ έως 18.00΄ ώρα, ενώ, κατά το διατακτικό, οι απομακρύνσεις του κατηγορούμενου μπορεί να έλαβαν χώρα από 16.30΄ έως 18.00΄ ώρα, δηλαδή εν μέρει πριν από την έναρξη του κρίσιμου χρόνου και συνεπώς να μη συνδέονται αιτιωδώς με τον πνιγμό του θανόντος Ίκάρου. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμοι. Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 62/2006 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2007.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Οκτωβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή