Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Έννοια τοκογλυφικής σύμβασης σε στενή έννοια (άρθρ. 404 παρ. 2α ΠΚ). Επιβαρυντική περίπτωση κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης (άρθρ. 404 παρ. 3 ΠΚ). Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης παραπεμπτικού βουλεύματος.
Αριθμός 2311/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2627/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.1.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 407/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 218/23.4.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Υμετέρου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1+4, 138 παρ.2β, 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ' αρ. 8/16-1-2008 (ενώπιον του Γραμματέα Εφετείου Αθηνών) αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, την οποία άσκησε επ' ονόματι και για λογαριασμό του ο δικηγόρος Αθηνών Γεώργιος Σπ. Ασημακόπουλος δυνάμει της συνημμένης στην ίδια ως άνω αίτηση αναιρέσεως από 19-12-2007 εγγράφως εξουσιοδοτήσεως του ιδίου το γνήσιο της υπογραφής του οποίου έχει βεβαιωθεί από τον ίδιο δικηγόρο, κατά του υπ' αρ. 2627/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 1989/97 βούλευμα του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο εις το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για τοκογλυφία κατ' εξακολούθηση με την μορφή συνομολογήσεως τοκογλυφικών ωφελημάτων, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, τελεσθείσα από υπαίτιο που ενεργεί τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (αρ. 13 623, 98, 404 παρ. 2α+3 ΠΚ) κατά του ανωτέρω βουλεύματος ο κατηγορούμενος, άσκησε έφεση επί της οποίας εξεδόθη το υπ' αρ. 2627/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο αυτή έγινε τυπικώς δεκτή και απερρίφθη κατ' ουσίαν.
ΙΙ) Κατά του ανωτέρω βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι εμπρόθεσμη, νομότυπη και παραδεκτή από δικαιούμενο στην άσκηση της πρόσωπο, αφορά πράξη που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος ( αρ. 463, 465 παράγραφος 1, 473 παράγραφος 1, 474 παρ.1, 482 παράγραφος 1α ΚΠΔ όπως η παράγραφος 1 του αρ. 482 αντικατεστάθη με αρ. 41 παράγραφος 1 Ν 3160/2003) καθ' όσον ασκήθηκε την 16-1-2008 με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, για την οποία συνετάχθη η υπ. αρ. 8/16-1-2008 έγκυρη έκθεση, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη στον μεν αντίκλητο δικηγόρο Γ. Ασημακόπουλο την 8-1-08 ενώ στον κατηγορούμενο την 26-2-2008.
Στην ίδια αίτηση διαλαμβάνονται σαφώς ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως με την μορφή της εκ πλαγίου παραβάσεως αυτής (αρ 484 παρ. 1 δ+β ΚΠΔ). Ειδικότερα: Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, χωρίς δικές του σκέψεις, αλλά με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε ότι από τα επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος του μηνυτή. Αναφέρεται μεταξύ άλλων "... ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις που του αποδίδονται, πλην όμως αβασίμως, εν όψει των ανωτέρω, παρότι οι ισχυρισμοί του επιβεβαιώνονται από τους μάρτυρες που προτείνει, σε κάθε δε περίπτωση εν όψει του ότι διατείνεται ότι ο τόκος που είχε συμφωνηθεί ήταν μόνο 15% επί του κεφαλαίου και υπό την εκδοχή αυτή για τα έτη 2000 έως 2004 ήταν αναμφίβολα τοκογλυφικός". Δεν αιτιολογεί για ποιους συγκεκριμένους λόγους, θεωρεί τους προταθέντες από αυτόν μάρτυρες (..., ... και ...) αναξιόπιστους, ποια είναι τα αντίθετα αποδεικτικά μέσα τα οποία διαψεύδουν κατά περιεχόμενο τις καταθέσεις των παραπάνω μαρτύρων, και γιατί πείσθηκε τελικώς από αυτά τα αποδεικτικά μέσα και όχι από τις πιο πάνω εκθέσεις. Υπάρχουν αοριστίες και ασάφειες ως προς την εφαρμογή της επιβαρυντικής περιστάσεως (αρ. 13 στ) και η αιτιολογία δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι δεν αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ποια είναι τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που συγκροτούν την διαμορφωθείσα από αυτόν υποδομή και σε τι συνιστάται αυτή, ούτε παραθέτει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει, σε τι συνιστάται ο μεθοδευμένος και με ιδιαίτερη επιτηδειότητα τρόπος δράσεως του που μαρτυρεί εξοικείωση του με το έγκλημα της τοκογλυφίας, αλλά αρκείται σε επανάληψη της διατυπώσεως του νόμου.
ΙΙΙ) α) Η απαιτούμενη από τα άρ. 93 παράγραφος 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παράγραφος 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005).
Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π. Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732).
β) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχτηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 9/2001), όταν δηλ. το συμβούλιο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του νόμου, τα οποία όμως υπάγονται σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 727/88, Α.Π. 179/87, Ποιν.Χρ. 1987/5, 07).
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του ποινικού νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50 Α. Καρρά Ποινικό Δικ. Δίκαιο έκδοση 2006 σελ 952-954).
ΙV) Κατά την διάταξη του άρ. 404 § 2α Π.Κ. (ως αντικ. δι' αρ. 14 § 8α Ν. 2721/99 "Με τις ίδιες ποινές (δηλ. με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή) τιμωρείται και όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση σ' αυτόν συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτους περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά τον νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου", κατά δε την παράγραφο 3: αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα (ή κατά συνήθεια) τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παραγράφων 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή. Το έγκλημα της τοκογλυφίας μπορεί να πραγματωθεί αντικειμενικώς με συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, - με λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων - όπως είναι και η λήψη από τον δράστη, αξιόγραφων που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους - ή με την επιδίωξη τέτοιων ωφελημάτων, που μπορεί να εκδηλωθεί με την κατάθεση αιτήσεως από τον δράστη στο αρμόδιο δικαστήριο για την έκδοση, βάσει αξιόγραφου που ενσωματώνει τοκογλυφικούς τόκους, διαταγής πληρωμής σε βάρος του παθόντος (Α.Π. 858/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2005/1243). Για την κατ' επάγγελμα (ή κατά συνήθεια) τέλεση δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη (Α.Π. 1064/2000 Π.Χρ. Ν.Α./318) ούτε ο δράστης να παραπέμπεται για περισσότερες πράξεις τοκογλυφίας, (Α.Π. 517/2000 Νο.Β./2000 σελ.1009) αλλά αρκεί και η τέλεση μιας μόνον πράξεως, όταν από αυτή, ενόψει και της διάρκειας και των λοιπών περιστάσεων που την συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος (Α.Π. 1647/99 Π.Χρ. Ν/734). Υφίσταται τοκογλυφία κατ' επάγγελμα όταν ο δράστης κατά την παροχή δανείου προς τον πολιτικώς ενάγοντα παρακράτησε αθέμιτο ποσοστό τόκου (Α.Π. 1233/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2005/1494). Για την αιτιολόγησή της κατ' επάγγελμα τελέσεως, απαιτείται η αναφορά πραγματικών περιστατικών από τα οποία να συμπέρανε το δικαστήριο την πρόθεση επανειλημμένης διαπράξεως και δεν αρκεί η αναφορά των στοιχείων μόνο του νόμου ή η συμπερασματική κρίση ότι ο κατηγορούμενος προβαίνει στην τέλεση πράξεων κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (Α.Π. 623/99 πχρ Ν/228, ΑΠ 1026/95 πχρ ΜΕΤ/68) δηλαδή πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς ότι από την επανειλημμένη τέλεση αποκαλύπτεται ροπή προς τέλεσή της και στο μέλλον (ΑΠ 21/97 πχρ ΜΖ/1480) και να προσδιορίζεται ο χρόνος σύναψης του δανείου.
Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, που κάθε μία περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεση τους (Μπουροπουλου Ερμ. Κ.Π.Δ. Α' σελ. 257). Κατά την παράγραφο 2 του αρ. 98 Π.Κ. ως αυτή προσετέθη με αρ.14 §1 Ν. 2721/99): Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
V) Στην υπό κρίση περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 2627/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το εν λόγω συμβούλιο, που το εξέδωσε επιτρεπτώς με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών (Συμβ. ΑΠ 2168/2005 Π.Δ/σύνη 2006/732, Συμβ. ΑΠ 1608/2005 Πχρ ΝΕ/623) που διαλαμβάνει ίδιες σκέψεις και επιπρόσθετη αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα, έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε, κατ' ουσίαν την έφεση του κατηγορουμένου εδέχθη ότι: Στην υπόθεση που κρίνεται από την κύρια ανάκριση που ενεργήθηκε καθώς και την προκαταρτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής και μάλιστα από το περιεχόμενο της έγκλησης, τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και εκτιμήθηκαν κάθε μία χωριστά και στο σύνολό τους, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου υπάρχουν πράγματι επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου για την ανωτέρω πράξη καθόδου, κατά την κρίση μας, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Ο εγκαλών Ψ, κάτοικος Αθηνών, εργολάβος οικοδομών το επάγγελμα, ηλικίας σήμερα 63 ετών, περί τα μέσα του έτους 1999 αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και αδυνατούσε να καλύψει τις πάγιες υποχρεώσεις του προς τους προμηθευτές και το εργατικό προσωπικό και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για την αποπεράτωση και παράδοση διαμερισμάτων προς τους οικοπεδούχους και αγοραστές των υπό κατασκευή διαμερισμάτων. Έτσι, μέσω τρίτων, προσέφυγε κατά μήνα Νοέμβριο του ιδίου έτους στον κατηγορούμενο, που είναι κάτοικος ....., ηλικίας 60 ετών σήμερα και συνταξιούχος - υπάλληλο του Ο.Τ.Ε και συμφώνησαν να του χορηγήσει ως δάνειο το χρηματικό ποσό των 6.500.000 δραχμών, το οποίο, κατά τους όρους της συμφωνίας όφειλε να επιστρέψει κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2000 καταβάλλον ως τόκους το ποσό των 3.500.000 δραχμών, δηλαδή επιτόκιο 4,5% μηνιαίως, παρότι ο νόμιμος δικαιοπρακτικός τόκος κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης του δανείου ήταν ετησίως 19% σύμφωνα με την: (ΠΣΝΠ 12 ΦΕΚ Α 15). Κατά την κατάρτιση της σύμβασης ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο την από 3-11-1999 έγγραφη δήλωση του στην οποία αναφέρει ότι έλαβε ατόκως από αυτόν το ποσό των 10.000.000 δραχμών και προς εξασφάλιση του εξέδωσε την υπ' αριθμό ..... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας ποσού 10.000.000 δραχμών, που περιλάμβανε τόσο το ποσό του δανείου (6.500.000 δραχμές) όσο και το ποσό των τόκων (3.500.000 δραχμές). Κατά μήνα Οκτώβριο του έτους 2000 επειδή ο εγκαλών δεν μπορούσε να εξοφλήσει το ανωτέρω ποσό των τόκων προκειμένου να αποφύγει τη σφράγιση της ανωτέρω επιταγής που θα είχε σαν συνέπεια την αδυναμία να λάβει άλλα μπλοκ επιταγών από τις τράπεζες και συνακόλουθα την οικονομική του κατάρρευση, λόγω του ότι, στον τομέα των κατασκευών, οι πληρωμές διενεργούνται κυρίως με μεταχρονολογημένες επιταγές ήλθε σε νέα συμφωνία με τον κατηγορούμενο για ανανέωση της οφειλής αφού κατέλαβε σ' αυτόν το ποσό των τόκων ήτοι 3.500.000 δραχμές. Κατά τη συμφωνία συντάχτηκε η από 20/11/2000 "Δήλωση - απόδειξη του εγκαλούντα στην οποία δηλώνει ότι έλαβε την ίδια ημέρα από τον κατηγορούμενο το ποσό των 10.000.000 δραχμών ατόκως προς διευκόλυνση του με τη διαβεβαίωση να το επιστρέψει προς εξασφάλιση του δε εξέδωσε τις υπ' αρ. ..... και ..... επιταγές της Ε.Τ.Ε, ποσού 5.000.000 δραχμών εκάστη, πληρωτέες μετά ένα έτος, στις οποίες ενσωματώνονταν τόσο το κεφάλαιο του δανείου (6.500.000 δραχμές) όσο και οι ανανεωμένοι τόκοι αυτού ύψους 3.500.000 δραχμών. Επειδή οι οικονομικές δυσχέρειες του εγκαλούντα δεν ξεπεράσθηκαν το έτος 2001 δέχθηκε να καταβάλει στον κατηγορούμενο σύμφωνα με απαίτηση του εκ νέου το ποσό των 3.500.000 δραχμών και του παρέδωσε την από 19-11-2001 ενυπόγραφη δήλωση του όπου δηλώνει ότι έλαβε ατόκως από τον κατηγορούμενο το ποσό των 10.000.000 δραχμών, το οποίο υπόσχονταν να επιστρέψει την 5-12-2003 και ότι προς εξασφάλιση του εξέδωσε τις υπ' αριθμό ..... και ..... επιταγές Ε.Τ.Ε, ποσού 5.000.000 δραχμών έκαστη, πληρωτέες μετά ένα έτος. Πριν την ανωτέρω συμφωνία ο εγκαλών για να αποφύγει τη σφράγιση των ανωτέρων επιταγών υπέκυψε στην απαίτηση του κατηγορουμένου να καταβάλει πλέον των τόκων (3.500.000 δραχμές) το πρόσθετο ποσό 1.000.000 δραχμών και έλαβε από τον κατηγορούμενο την από 2/11/2001 έγγραφη απόδειξη καταβολής στην οποία ο κατηγορούμενος δηλώνει κατά λέξη: " ότι έλαβε από τον εγκαλούντα το ποσό των 4.500.000 δραχμών έναντι του υφισταμένου λογαριασμού τους". Περαιτέρω ενόψει του ότι ο εγκαλών δεν μπορούσε να αποπληρώσει τον κατηγορούμενο παρέδωσε σ' αυτόν κατά τα έτη 2002, 2003 το ποσό των 3.500.000 δραχμών για κάθε έτος ξεχωριστά και έτσι πέτυχε αντίστοιχες παρατάσεις της οφειλής του. Για τον σκοπό αυτό και προς εξασφάλιση του κατηγορούμενου εξέδωσε και παρέδωσε στον κατηγορούμενο: 1) κατά το έτος 2002 μία (1) επιταγή μεταχρονολογημένη ποσού 10.000.000 δραχμών ή 29.348 ευρώ, 2) Κατά το έτος 2003 την υπ' αριθμό ..... μεταχρονολογημένη επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς ποσού 29.348 ευρώ με ημερομηνία λήξεως την 15/12/2004 που σύρονταν από τον υπ' αριθμό ..... λογαριασμό που τηρούσε ο εγκαλών και στην οποία ύστερα από απαίτηση του κατηγορουμένου υπέγραψε ως οπισθογράφος η σύζυγος του εγκαλούντα Α και για πρόσθετη εξασφάλιση του. Την 15-12-2004 που έληγε η ανωτέρω επιταγή ο κατηγορούμενος συναντήθηκε με τον εγκαλούντα και ζήτησε την πληρωμή της επιταγής, την οποία αδυνατούσε να εξοφλήσει ο εγκαλών και έτσι ο κατηγορούμενος την εμφάνισε προς πληρωμή την 23-12-2003 και δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του εγκαλούντα. Ακολούθως ο κατηγορούμενος πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμό 2019/2005 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με βάση την ανωτέρω ακάλυπτη επιταγή ύστερα από αίτησή του για το ποσό της επιταγής ύψους 29.348 ευρώ σε βάρος του εγκαλούντα και της συζύγου του οπισθογράφου της επιταγής. Επακολούθησε με βάση την ανωτέρω απόφαση αναγκαστική κατάσχεση των εξής ακινήτων της συζύγου του εγκαλούντα: α) ενός ισογείου καταστήματος επιφάνειας 145 τ.μ κειμένου στο ισόγειο όροφο παλαιάς οικίας κτισμένης επί οικοπέδου κείμενου στον ..... εντός του σχεδίου πόλης στη θέση "....." και νυν "..." επί της διασταυρώσεως των οδών ... και ..., και β) της ψιλής κυριότητας του δικαιώματος υψούν πάνω από τον ισόγειο όροφο της ανωτέρω οικοδομής μετά ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου σε ποσοστό 600/1000, δυνάμει της υπ' αριθμό 2469/2005 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Αθηνών ... . Η σύζυγος του εγκαλούντα Α άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συμφώνα με τα άρθρα 933, 934 και 938 του Κωδ. Πολ. Δικονομίας την από 10-5-2005 αίτηση αναστολής - ανακοπή κατά της ανωτέρου αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπεύδονταν σε βάρος της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ' αριθμό 3707/2005 απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση αυτή αφού πιθανολόγησε ανεπανόρθωτη βλάβη της αιτούσας αφού επεσήμανε τα ακόλουθα: Σχετικώς με τον ισχυρισμό του καθ' ου (κατηγορουμένου) περί του ότι δήθεν το δάνειο που χορήγησε στην αιτούσα - σύζυγο του εγκαλούντα ανερχόταν σε 10.000.000 δραχμές και ότι το ποσό των 4.500.000 δραχμών πού έλαβε από τον εγκαλούντα τον Νοέμβριο του έτους 2001 αφορούσε τόκους 3 ετών με συμφωνηθέν επιτόκιο 15%, ήτοι τόκους των δύο παρελθόντων της καταβολής ετών και την προκαταβολή του έτους 2002 τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο καθ' όσον έκρινε ότι δεν πιθανολογήθηκε. Κατέληξε δε στην κρίση του αυτή το δικαστήριο όχι μόνο για το λόγο ότι αντίκειται στην κοινή λογική ο οφειλέτης να προκαταβάλει τόκους ενός ολόκληρου έτους αλλά κυρίως γιατί έρχεται σε αντίθεση και αντιφάσκει με τις δηλώσεις που ο ίδιος ο κατηγορούμενος συνέτασσε και ζητούσε από τον εγκαλούντα - σύζυγο της αιτούσας να υπογράφει τόσο κατά την αρχική σύναψη του δανείου, όσο και κατά την ανανέωση της οφειλής του, όπου ρητά αναφέρονταν, ότι το δάνειο που δόθηκε ήταν άτοκο. Επίσης έκανε δεκτό ότι το επιτόκιο ύψους 15% ετησίως που ο ίδιος ο κατηγορούμενος - καθ' ου συνομολογούσε ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων, ήταν για το μεγαλύτερο διάστημα της χρονικής περιόδου μη νόμιμο, ενόψει του ότι ναι μεν κατά το έτος 1999 κατά το οποίο καταρτίστηκε η αρχική σύμβαση δανείου τα επιτόκια: Ξεκίνησαν από 19%, πλην όμως έβαιναν συνεχώς μειούμενα με αποτέλεσμα το έτος 2002 να φτάσουν το 9,25%. Έτσι πιθανολογήθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του μοναδικού λόγου της ανακοπής εκ μέρους της συζύγου του εγκαλούντα - ανακόπτουσας, περί τοκογλυφίας που διαπράχθηκε σε βάρος του εγκαλούντα εκ μέρους του κατηγορουμένου και η ευδοκίμηση της ανακοπής. Τα ίδια δέχθηκε και η υπ' αριθμό 3626/11-5-2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί σχετικής αιτήσεως της συζύγου του αιτούντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επόμενα Κωδ. Πολ. Δικ) και ανέστειλε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπευδόταν δυνάμει της υπ' αριθμό 2770/05 διάθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ιδίου ανωτέρω επιμελητή. Έτσι, εν όψει του ότι, τα κατά νόμο θεμιτά ποσοστά τόκου είχαν την ακόλουθη εξέλιξη κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα των ετών 1999 έως 2004: α) από 14-1-1999 έως 16-1-2000 (19% ΠΣΝΠ 1 ΦΕΚ Α 5) β) από τις 17/1/200 έως 26/12/2001 (11,5% ΠΣΝΠ 44 ΦΕΚ Α 284) και γ) από 27-12-2001 και εντεύθεν (8,75%) ο κατηγορούμενος ως δανειστής συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του από τον εγκαλούντα - δανειολήπτη περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου αναλυτικά ως ακολούθως: Α) Την 3-11-1999 για δάνειο ύψους 6.500.000 δραχμών με ημερομηνία απόδοσης την 3-11-2000 συνομολόγησε τόκους 3.500.000 δραχμών αντί των νόμιμων του ποσού του 1.003.87 Β) Αρχές Οκτωβρίου του έτους 2000 κατά τη συμφωνία παράτασης της προθεσμίας πληρωμής του παραπάνω δανείου για το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του έτους 2000 έως τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2001 ποσό 5.556.240 δραχμών πέραν των νομίμων τόκων Γ) την 2-11-2001 κατά τη συμφωνία παράτασης της αποπληρωμής των υπ' αριθ. ..... και ..... ανωτέρω επιταγών της Ε.Τ.Ε ποσό 66.240 δραχμών πέραν των νόμιμων τόκων Δ) Κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2002 κατά τη συμφωνία παράτασης της προθεσμίας αποπληρωμής των υπ' αριθ. ..... και ..... ανωτέρω επιταγών ποσό 3.500.000 δραχμών και τραπεζική επιταγή ύψους 10.000.000 δραχμών που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου και Ε) Κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2003 κατά τη συμφωνία παράτασης της προθεσμίας πληρωμής επιταγής ύψους 10.000.000 δραχμών ποσό 3.500.000 δραχμών και ΣΤ) επιταγή ύψους 10.000.000 δραχμών που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Τέλεσε δια την ανωτέρω πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος του εγκαλούντα, καθ' όσον, από την επανειλημμένη τέλεση και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Ειδικότερα επισημαίνεται η εξακολουθητική τέλεση του εγκλήματος για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα που εξαντλείται σε μια πενταετία σχεδόν ο μεθοδευμένος και με ιδιαίτερη επιτηδειότητα τρόπος δράσης του κατηγορουμένου, που μαρτυρεί εξοικείωση με το έγκλημα της τοκογλυφίας. Ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις του πλην αβασίμως ενόψει των ανωτέρω παρότι οι ισχυρισμοί του επιβεβαιώνονται από τους μάρτυρες που προτείνει σε κάθε δε περίπτωση ενόψει του ότι διατείνεται ότι ο τόκος που είχε συμφωνηθεί ήταν μόνο 15% επί του κεφαλαίου και υπό την εκδοχή αυτή για τα έτη 2000 έως 2004 ήταν αναμφίβολα τοκογλυφικός, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Επειδή κατόπιν των ανωτέρω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το να δεχτεί όπως με το βούλευμα που προσβάλλεται προκύπτει, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εγκαλούντα κατηγορουμένου, που να δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση με τη μορφή της συνομολόγησης τοκογλυφικών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, η οποία τελέσθηκε από υπαίτιο που επιχειρεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 1, 13 περίπτωση, 14, 26 παράγραφος 1α, 27 παράγραφος 1, 98 και 404 παράγραφος 2 περ. α και 3 Π.Κ, όπως η παράγραφος 3 αντικ. με το άρθρο 14 παράγραφος 8 εδάφιο δ' Ν. 2721/1999) σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προέβηκε και ορθά υπήγαγε αυτά στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Έτσι θα πρέπει ν' απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση έφεση και να επικυρωθεί το βούλευμα που προσβάλλεται (άρθρο 319 παράγραφος 3 του Κ.Ποιν.Δικ) στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του οποίου επιπρόσθετα αναφέρομαι. VI) Με τις άνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθ' όσον με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, σχετικά με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση με την μορφή συνομολογήσεως τοκογλυφικών ωφελημάτων, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, τελεσθείσα από υπαίτιο που ενεργεί τέτοιες πράξεις και κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε τα εν λόγω περιστατικά, τις σκέψεις και τους συλλογισμούς από τους οποίους έκρινε ότι αυτά υπάγονται στις εκτεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε εκ πλαγίου, κρίνοντας ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου εις το ακροατήριο (Α.Π. 1623/04 Π.Δ/σύνη 2005/110 Α.Π 1233/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1494) Ειδικότερα: Εκθέτει τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία) χωρίς να είναι απαραίτητη η αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από καθένα από αυτά, ούτε η αξιολογική τους συσχέτιση ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 177 ΚΠΔ που εισάγει την αρχή της ηθικής αποδείξεως (Συμβ. Α.Π 550/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1087), κρισιολογεί και περιγράφει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν όπως: την αισχροκερδή πιστωτική δικαιοπραξία (δάνειο και παράταση εξοφλήσεως αυτού) την εκμετάλλευση της ανάγκης του εγκαλούντος που αντιμετώπιζε (φύλλο 4 σελ β) οικονομικές δυσκολίες και αδυνατούσε να εκπληρώσει πάγιες υποχρεώσεις προς τους προμηθευτές και το εργατικό προσωπικό, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για την αποπεράτωση και παράδοση διαμερισμάτων προς τους οικοπεδούχους και αγοραστές των υπό κατασκευή διαμερισμάτων (Α.Π 992/86 Ν.Ο.Β 1987/1226) για την σύναψη και χορήγηση (Νοέμβριο 1999) δανείου 6.500.000 δρχ που όφειλε να επιστρέψει τον Νοέμβριο του 2000 καταβάλλοντας ως τόκους 3.500.000 δρχ ήτοι επιτόκιο 4,5% μηνιαίως αντί του ετησίου 19% (σύμφωνα με την ΠΣΝΠ 12, ΦΕΚ Α 15).
Περιγράφει τις λεπτομέρειες της συμβάσεως, την αδυναμία του εγκαλούντος όπως εξοφλήσει το ποσό των τόκων, τις διαδοχικές παρατάσεις εξοφλήσεως αυτού την συνομολόγηση και λήψη από τον κατηγορούμενο για κάθε μερικότερη πράξη τόκων που υπερέβαιναν το θεμιτό ποσοστό που καθορίζετο βάσει σχετικών πράξεων τα οποία και μνημονεύει, την επιδίωξη από πλευράς κατηγορούμενου να εισπράξει τις τοκογλυφικές απαιτήσεις του όπως: αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων της συζύγου του εγκαλούντος (που αναφέρονται), ότι έπειτα από ανακοπή της συζύγου του εγκαλούντος το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς έκανε αυτή δεκτή και πιθανολόγησε ανεπανόρθωτη βλάβη της αιτούσας, αναφέροντας σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως ως προς την τοκογλυφία.
Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εις το προσβαλλόμενο βούλευμα, στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, περιέχει τα στοιχεία της επιβαρυντικής περιστάσεως κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με ειδική αιτιολογία αφού με βάση τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: "... επισημαίνεται η εξακολουθητική τέλεση του εγκλήματος για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα που εξαντλείται σε μια πενταετία, σχεδόν, ο μεθοδευμένος και με ιδιαίτερη επιτηδειότητα τρόπος δράσης του κατηγορουμένου που μαρτυρεί εξοικείωση με το έγκλημα της τοκογλυφίας ..." και δεν περιορίζεται στην τυπική παράθεση της διατάξεως, ενώ δεν απαιτείτο ειδική αιτιολογία του δόλου ενόψει του ότι δεν είναι ενδεχόμενος (Α.Π 629/99 πχρ. Ν/239) Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί αντιφατικής και ελλιπούς αιτιολογίας με την διατύπωση: "Ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις του πλην αβασίμως ενόψει των ανωτέρω παρότι οι ισχυρισμοί του επιβεβαιώνονται από τους μάρτυρες που προτείνει σε κάθε δε περίπτωση, ενόψει του ότι διατείνεται ότι ο τόκος που είχε συμφωνηθεί ήταν μόνο 15% επί του κεφαλαίου και υπό την εκδοχή αυτή για τα έτη 2000 έως 2004 ήταν αναμφίβολα τοκογλυφικός, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν...", παρατηρούμε ότι η εμφανιζόμενη ως αντίφαση δεν ασκεί ουδεμία επιρροή επί της αιτιολογίας διότι: η άρνηση του κατηγορουμένου και η επιβεβαίωση των ισχυρισμών του επιβεβαιώνονται από τους μάρτυρες του, κρίνονται αβάσιμοι ενόψει των προεκτεθέντων που είναι σαφές ότι προέκυψαν από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων με αναφορά και σε αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων. Δηλαδή γίνεται αναγωγή στα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία ως προς το γεγονός του τοκογλυφικού δανείου την ανανέωση του και των ποσοστών τοκογλυφικού τόκου, αφού σε προηγούμενο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση αυτών. Περαιτέρω, για τα έτη 2000-2004 υπάρχει επιπρόσθετη σκέψη για την ύπαρξη τοκογλυφικού τόκου.
Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
VII) Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1.- Να απορριφθεί η υπ' αρ. 8/16-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, την οποία άσκησε επ' ονόματι του ο δικηγόρος Γ. Ασημακόπουλος κατά του υπ' αρ. 2627/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2.- Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 3-4-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά το άρθρο 404 παράγραφος 2 εδ. α' ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει και όποιος κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του, κατά την ανανέωση ή προεξόφληση αυτού, συνομολογεί ή λαμβάνει για τον εαυτό του ή τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου, αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή. Ως κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι διαπράττεται η τοκογλυφία όταν ενεργείται από τον υπαίτιο κατ' επανάληψη με σκοπό να πορισθεί από αυτήν εισόδημα, κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο .Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παράγραφος 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Πρέπει, όμως, στην πρόταση αυτή, που υιοθετεί πλήρως το Συμβούλιο, να υπάρχει αιτιολογία και για την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξης, όταν από το νόμο ορίζεται ως επιβαρυντική περίσταση της πράξης. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παράγραφος 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθώς αποφάνθηκε ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος, για την πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, με τη μορφή συνομολόγησης τοκογλυφικών ωφελημάτων, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, τελεσθείσα από υπαίτιο που ενεργεί τέτοιες πράξεις, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, ήτοι για παράβαση των άρθρων 13 στ., 98, 404 παράγραφος 2α, 3 ΠΚ και τον παρέπεμψε συνακόλουθα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης αυτής και απέρριψε την εκ μέρους του ασκηθείσα έφεση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από την κυρία ανάκριση που ενεργήθηκε καθώς και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε, τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και εκτιμήθηκαν κάθε μια χωριστά και στο σύνολό τους, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών Ψ, κάτοικος Αθηνών, εργολάβος οικοδομών το επάγγελμα, ηλικίας σήμερα 63 ετών, περί τα μέσα του έτους 1999 αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και αδυνατούσε να καλύψει τις πάγιες υποχρεώσεις του προς τους προμηθευτές και το εργατικό προσωπικό και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για την αποπεράτωση και παράδοση διαμερισμάτων προς τους οικοπεδούχους και αγοραστές των υπό κατασκευή διαμερισμάτων. Έτσι, μέσω τρίτων, προσέφυγε κατά μήνα Νοέμβριο του ιδίου έτους στον κατηγορούμενο, που είναι κάτοικος ....., ηλικίας 60 ετών σήμερα και συνταξιούχος - υπάλληλο του Ο.Τ.Ε και συμφώνησαν να του χορηγήσει ως δάνειο το χρηματικό ποσό των 6.500.000 δραχμών, το οποίο, κατά τους όρους της συμφωνίας όφειλε να επιστρέψει κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2000 καταβάλλον ως τόκους το ποσό των 3.500.000 δραχμών, δηλαδή επιτόκιο 4,5% μηνιαίως, παρότι ο νόμιμος δικαιοπρακτικός τόκος κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης του δανείου ήταν ετησίως 19% σύμφωνα με την: (ΠΣΝΠ 12 ΦΕΚ Α 15). Κατά την κατάρτιση της σύμβασης ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο την από 3-11-1999 έγγραφη δήλωση του στην οποία αναφέρει ότι έλαβε ατόκως από αυτόν το ποσό των 10.000.000 δραχμών και προς εξασφάλιση του εξέδωσε την υπ' αριθμό ..... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας ποσού 10.000.000 δραχμών, που περιλάμβανε τόσο το ποσό του δανείου (6.500.000 δραχμές) όσο και το ποσό των τόκων (3.500.000 δραχμές). Κατά μήνα Οκτώβριο του έτους 2000 επειδή ο εγκαλών δεν μπορούσε να εξοφλήσει το ανωτέρω ποσό των τόκων προκειμένου να αποφύγει τη σφράγιση της ανωτέρω επιταγής που θα είχε σαν συνέπεια την αδυναμία να λάβει άλλα μπλοκ επιταγών από τις τράπεζες και συνακόλουθα την οικονομική του κατάρρευση, λόγω του ότι, στον τομέα των κατασκευών, οι πληρωμές διενεργούνται κυρίως με μεταχρονολογημένες επιταγές ήλθε σε νέα συμφωνία με τον κατηγορούμενο για ανανέωση της οφειλής αφού κατέλαβε σ' αυτόν το ποσό των τόκων ήτοι 3.500.000 δραχμές. Κατά τη συμφωνία συντάχτηκε η από 20/11/2000 "Δήλωση - απόδειξη του εγκαλούντα στην οποία δηλώνει ότι έλαβε την ίδια ημέρα από τον κατηγορούμενο το ποσό των 10.000.000 δραχμών ατόκως προς διευκόλυνση του με τη διαβεβαίωση να το επιστρέψει προς εξασφάλιση του δε εξέδωσε τις υπ' αρ. ..... και ..... επιταγές της Ε.Τ.Ε, ποσού 5.000.000 δραχμών εκάστη, πληρωτέες μετά ένα έτος, στις οποίες ενσωματώνονταν τόσο το κεφάλαιο του δανείου (6.500.000 δραχμές) όσο και οι ανανεωμένοι τόκοι αυτού ύψους 3.500.000 δραχμών. Επειδή οι οικονομικές δυσχέρειες του εγκαλούντα δεν ξεπεράσθηκαν το έτος 2001 δέχθηκε να καταβάλει στον κατηγορούμενο σύμφωνα με απαίτηση του εκ νέου το ποσό των 3.500.000 δραχμών και του παρέδωσε την από 19-11-2001 ενυπόγραφη δήλωση του όπου δηλώνει ότι έλαβε ατόκως από τον κατηγορούμενο το ποσό των 10.000.000 δραχμών, το οποίο υπόσχονταν να επιστρέψει την 5-12-2003 και ότι προς εξασφάλιση του εξέδωσε τις υπ' αριθμό ..... και ..... επιταγές Ε.Τ.Ε, ποσού 5.000.000 δραχμών έκαστη, πληρωτέες μετά ένα έτος. Πριν την ανωτέρω συμφωνία ο εγκαλών για να αποφύγει τη σφράγιση των ανωτέρων επιταγών υπέκυψε στην απαίτηση του κατηγορουμένου να καταβάλει πλέον των τόκων (3.500.000 δραχμές) το πρόσθετο ποσό 1.000.000 δραχμών και έλαβε από τον κατηγορούμενο την από 2/11/2001 έγγραφη απόδειξη καταβολής στην οποία ο κατηγορούμενος δηλώνει κατά λέξη: " ότι έλαβε από τον εγκαλούντα το ποσό των 4.500.000 δραχμών έναντι του υφισταμένου λογαριασμού τους". Περαιτέρω ενόψει του ότι ο εγκαλών δεν μπορούσε να αποπληρώσει τον κατηγορούμενο παρέδωσε σ' αυτόν κατά τα έτη 2002, 2003 το ποσό των 3.500.000 δραχμών για κάθε έτος ξεχωριστά και έτσι πέτυχε αντίστοιχες παρατάσεις της οφειλής του. Για τον σκοπό αυτό και προς εξασφάλιση του κατηγορούμενου εξέδωσε και παρέδωσε στον κατηγορούμενο: 1) κατά το έτος 2002 μία (1) επιταγή μεταχρονολογημένη ποσού 10.000.000 δραχμών ή 29.348 ευρώ, 2) Κατά το έτος 2003 την υπ' αριθμό ..... μεταχρονολογημένη επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς ποσού 29.348 ευρώ με ημερομηνία λήξεως την 15/12/2004 που σύρονταν από τον υπ' αριθμό ..... λογαριασμό που τηρούσε ο εγκαλών και στην οποία ύστερα από απαίτηση του κατηγορουμένου υπέγραψε ως οπισθογράφος η σύζυγος του εγκαλούντα Α και για πρόσθετη εξασφάλιση του. Την 15-12-2004 που έληγε η ανωτέρω επιταγή ο κατηγορούμενος συναντήθηκε με τον εγκαλούντα και ζήτησε την πληρωμή της επιταγής, την οποία αδυνατούσε να εξοφλήσει ο εγκαλών και έτσι ο κατηγορούμενος την εμφάνισε προς πληρωμή την 23-12-2003 και δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του εγκαλούντα. Ακολούθως ο κατηγορούμενος πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμό 2019/2005 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με βάση την ανωτέρω ακάλυπτη επιταγή ύστερα από αίτησή του για το ποσό της επιταγής ύψους 29.348 ευρώ σε βάρος του εγκαλούντα και της συζύγου του οπισθογράφου της επιταγής. Επακολούθησε με βάση την ανωτέρω απόφαση αναγκαστική κατάσχεση των εξής ακινήτων της συζύγου του εγκαλούντα: α) ενός ισογείου καταστήματος επιφάνειας 145 τ.μ κειμένου στο ισόγειο όροφο παλαιάς οικίας κτισμένης επί οικοπέδου κείμενου στον ..... εντός του σχεδίου πόλης στη θέση "....." και νυν "....." επί της διασταυρώσεως των οδών ... και ..., και β) της ψιλής κυριότητας του δικαιώματος υψούν πάνω από τον ισόγειο όροφο της ανωτέρω οικοδομής μετά ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου σε ποσοστό 600/1000, δυνάμει της υπ' αριθμό 2469/2005 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Αθηνών ... . Η σύζυγος του εγκαλούντα Α άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συμφώνα με τα άρθρα 933, 934 και 938 του Κωδ. Πολ. Δικονομίας την από 10-5-2005 αίτηση αναστολής - ανακοπή κατά της ανωτέρου αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπεύδονταν σε βάρος της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ' αριθμό 3707/2005 απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση αυτή αφού πιθανολόγησε ανεπανόρθωτη βλάβη της αιτούσας αφού επεσήμανε τα ακόλουθα: Σχετικώς με τον ισχυρισμό του καθ' ου (κατηγορουμένου) περί του ότι δήθεν το δάνειο που χορήγησε στην αιτούσα - σύζυγο του εγκαλούντα ανερχόταν σε 10.000.000 δραχμές και ότι το ποσό των 4.500.000 δραχμών πού έλαβε από τον εγκαλούντα τον Νοέμβριο του έτους 2001 αφορούσε τόκους 3 ετών με συμφωνηθέν επιτόκιο 15%, ήτοι τόκους των δύο παρελθόντων της καταβολής ετών και την προκαταβολή του έτους 2002 τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο καθ' όσον έκρινε ότι δεν πιθανολογήθηκε. Κατέληξε δε στην κρίση του αυτή το δικαστήριο όχι μόνο για το λόγο ότι αντίκειται στην κοινή λογική ο οφειλέτης να προκαταβάλει τόκους ενός ολόκληρου έτους αλλά κυρίως γιατί έρχεται σε αντίθεση και αντιφάσκει με τις δηλώσεις που ο ίδιος ο κατηγορούμενος συνέτασσε και ζητούσε από τον εγκαλούντα - σύζυγο της αιτούσας να υπογράφει τόσο κατά την αρχική σύναψη του δανείου, όσο και κατά την ανανέωση της οφειλής του, όπου ρητά αναφέρονταν, ότι το δάνειο που δόθηκε ήταν άτοκο. Επίσης έκανε δεκτό ότι το επιτόκιο ύψους 15% ετησίως που ο ίδιος ο κατηγορούμενος - καθ' ου συνομολογούσε ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων, ήταν για το μεγαλύτερο διάστημα της χρονικής περιόδου μη νόμιμο, ενόψει του ότι ναι μεν κατά το έτος 1999 κατά το οποίο καταρτίστηκε η αρχική σύμβαση δανείου τα επιτόκια: Ξεκίνησαν από 19%, πλην όμως έβαιναν συνεχώς μειούμενα με αποτέλεσμα το έτος 2002 να φτάσουν το 9,25%. Έτσι πιθανολογήθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του μοναδικού λόγου της ανακοπής εκ μέρους της συζύγου του εγκαλούντα - ανακόπτουσας, περί τοκογλυφίας που διαπράχθηκε σε βάρος του εγκαλούντα εκ μέρους του κατηγορουμένου και η ευδοκίμηση της ανακοπής. Τα ίδια δέχθηκε και η υπ' αριθμό 3626/11-5-2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί σχετικής αιτήσεως της συζύγου του αιτούντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επόμενα Κωδ. Πολ. Δικ) και ανέστειλε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπευδόταν δυνάμει της υπ' αριθμό 2770/05 διάθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ιδίου ανωτέρω επιμελητή. Έτσι, εν όψει του ότι, τα κατά νόμο θεμιτά ποσοστά τόκου είχαν την ακόλουθη εξέλιξη κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα των ετών 1999 έως 2004: α) από 14-1-1999 έως 16-1-2000 (19% ΠΣΝΠ 1 ΦΕΚ Α 5) β) από τις 17/1/200 έως 26/12/2001 (11,5% ΠΣΝΠ 44 ΦΕΚ Α 284) και γ) από 27-12-2001 και εντεύθεν (8,75%) ο κατηγορούμενος ως δανειστής συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του από τον εγκαλούντα - δανειολήπτη περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου αναλυτικά ως ακολούθως: Α) Την 3-11-1999 για δάνειο ύψους 6.500.000 δραχμών με ημερομηνία απόδοσης την 3-11-2000 συνομολόγησε τόκους 3.500.000 δραχμών αντί των νόμιμων του ποσού του 1.003.87 Β) Αρχές Οκτωβρίου του έτους 2000 κατά τη συμφωνία παράτασης της προθεσμίας πληρωμής του παραπάνω δανείου για το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του έτους 2000 έως τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2001 ποσό 5.556.240 δραχμών πέραν των νομίμων τόκων Γ) την 2-11-2001 κατά τη συμφωνία παράτασης της αποπληρωμής των υπ' αριθ. ..... και ..... ανωτέρω επιταγών της Ε.Τ.Ε ποσό 66.240 δραχμών πέραν των νόμιμων τόκων Δ) Κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2002 κατά τη συμφωνία παράτασης της προθεσμίας αποπληρωμής των υπ' αριθ. ..... και ..... ανωτέρω επιταγών ποσό 3.500.000 δραχμών και τραπεζική επιταγή ύψους 10.000.000 δραχμών που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου και Ε) Κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2003 κατά τη συμφωνία παράτασης της προθεσμίας πληρωμής επιταγής ύψους 10.000.000 δραχμών ποσό 3.500.000 δραχμών και ΣΤ) επιταγή ύψους 10.000.000 δραχμών που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Τέλεσε δια την ανωτέρω πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος του εγκαλούντα, καθ' όσον, από την επανειλημμένη τέλεση και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Ειδικότερα επισημαίνεται η εξακολουθητική τέλεση του εγκλήματος για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα που εξαντλείται σε μια πενταετία σχεδόν ο μεθοδευμένος και με ιδιαίτερη επιτηδειότητα τρόπος δράσης του κατηγορουμένου, που μαρτυρεί εξοικείωση με το έγκλημα της τοκογλυφίας. Ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις του πλην αβασίμως ενόψει των ανωτέρω παρότι οι ισχυρισμοί του επιβεβαιώνονται από τους μάρτυρες που προτείνει σε κάθε δε περίπτωση ενόψει του ότι διατείνεται ότι ο τόκος που είχε συμφωνηθεί ήταν μόνο 15% επί του κεφαλαίου και υπό την εκδοχή αυτή για τα έτη 2000 έως 2004 ήταν αναμφίβολα τοκογλυφικός, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Επειδή κατόπιν των ανωτέρω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το να δεχτεί όπως με το βούλευμα που προσβάλλεται προκύπτει, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εγκαλούντα κατηγορουμένου, που να δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση με τη μορφή της συνομολόγησης τοκογλυφικών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, η οποία τελέσθηκε από υπαίτιο που επιχειρεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 1, 13 περίπτωση, 14, 26 παράγραφος 1α, 27 παράγραφος 1, 98 και 404 παράγραφος 2 περ. α και 3 Π.Κ, όπως η παράγραφος 3 αντικ. με το άρθρο 14 παράγραφος 8 εδάφιο δ' Ν. 2721/1999) σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προέβηκε και ορθά υπήγαγε αυτά στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις". Με τις άνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθ' όσον με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση με την μορφή συνομολογήσεως τοκογλυφικών ωφελημάτων, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, τελεσθείσα από υπαίτιο που ενεργεί τέτοιες πράξεις και κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε τα εν λόγω περιστατικά, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναλυτική παράθεσή τους καθώς και μνεία του τι προέκυψε από καθένα από αυτά, τις σκέψεις και τους συλλογισμούς από τους οποίους έκρινε ότι αυτά υπάγονται στις εκτεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παρεβίασε εκ πλαγίου, κρίνοντας ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα: Η καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, ήταν επιτρεπτή, αφού, στην τελευταία, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονταν αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συναφείς συλλογισμοί που στήριζαν την παραπεμπτική κρίση, με συνέπεια, το βούλευμα, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, να έχει την εκ των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Πέρα από αυτά, περιγράφονται με σαφήνεια α) ο τρόπος και η συνακόλουθη κατάρτιση του τοκογλυφικού δανείου, καθώς και οι μετέπειτα παρατάσεις της αρχικής πίστωσης, β) αναφέρεται τόσο ο νόμιμος όσο και ο συμφωνημένος τόκος, ο οποίος υπερβαίνει σαφώς το νόμιμο και γ) η πρόθεση (δόλος) να επιδιώξει ο κατηγορούμενος, με την αναφερθείσα τοκογλυφική σύμβαση δανείου, υπερβολικά οικονομικά οφέλη. Επίσης, στο προσβαλλόμενο βούλευμα, υπάρχουν σκέψεις, στηριζόμενες σε πραγματικά περιστατικά, από τις οποίες προκύπτει ότι υφίστανται τα στοιχεία της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της αξιόποινης πράξης της τοκογλυφίας, σε στενή έννοια, αφού, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που αναφέρονται, επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, και "η εξακολουθητική τέλεση του εγκλήματος για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα, που εκτείνεται σε μια πενταετία, σχεδόν, ο μεθοδευμένος και με ιδιαίτερη επιτηδειότητα τρόπος δράσης του κατηγορουμένου, που μαρτυρεί εξοικείωση με το έγκλημα της τοκογλυφίας", στοιχεία αιτιολογίας τα οποία καλύπτουν πλήρως τις προϋποθέσεις εφαρμογής, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της παραγράφου 3 του άρθρου 404 ΠΚ, που συνιστά την επιβαρυνιτκή περίπτωση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της τοκογλυφίας. Τέλος, αναφορικά με την αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης, ως εκ της ύπαρξης ασαφών και ελλιπών αιτιολογιών, οι οποίες προκύπτουν από την ακόλουθη παραδοχή: "Ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις του, πλην όμως, αβασίμως, ενόψει των ανωτέρω, παρότι οι ισχυρισμοί του επιβεβαιώνονται από τους μάρτυρες που προτείνει, σε κάθε δε περίπτωση, ενόψει του ότι διατείνεται ότι ο τόκος που είχε συμφωνηθεί ήταν μόνο 15% επί του κεφαλαίου και υπό την εκδοχή, όμως, αυτή, για τα έτη 2000 έως 2004, ήταν αναμφίβολα τοκογλυφικός, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ......", πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα. Με την παραδοχή αυτή δεν συνάγεται, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στηρίχθηκε αποκλειστικά στους μάρτυρες κατηγορίας και δεν αξιολογήθηκαν οι μάρτυρες του οποίους πρότεινε ο αναιρεσείων και τούτο διότι, έχει προηγηθεί η λεπτομερής αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, στα οποία περιλαμβάνονται και οι μάρτυρες που αυτός πρότεινε, η δε διατύπωση "ενόψει των ανωτέρω", αποτελεί το τελικό συμπέρασμα της προαναφερθείσας αξιολόγησης. Πέρα, όμως από αυτά, σαφώς τονίζεται ότι, παρόλο που οι μάρτυρες του αναιρεσείοντος επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του, εν τούτοις, ο συμφωνηθείς, για τα έτη 2000 έως 2004, τόκος, ανερχόμενος, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, σε ποσοστό 15% επί του κεφαλαίου, ήταν και πάλι τοκογλυφικός, ενόψει της προηγηθείσας παράθεσης των ποσοστών του νόμιμου τόκου, που ίσχυαν για τα προαναφερόμενα έτη, με συνέπεια να συντρέχουν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της άδικης πράξης του άρθρου 404 παράγραφος 2α ΠΚ, για την οποία, σε συνδ. με την παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου, κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων. Με τα δεδομένα αυτά, η επικαλούμενη αντίφαση δεν υφίσταται και ως εκ τούτου, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν στερείται νόμιμης βάσης.
Κατά συνέπεια, οι εκ του άρθρου 484 παράγραφος 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι και κατ' επέκταση και η ένδικη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της, ο δε αναιρεσείων θα καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παράγραφος 1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Ιανουαρίου 2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθ. 2627/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ