Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1657 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναίρεση μερική, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ανεπάρκεια αιτιολογίας ως προς τη γνώση. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.




Αριθμός 1657/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Δαλιάνη, περί αναιρέσεως της 6388/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ......, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Σιώρο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30.10.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1917/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός άλλων, εναντίον απόφασης για την οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που θα εμφανιστούν, το κηρύσσει απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον της υπ' αριθμό 6388/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία έπαυσε υφ' όρο κατά το άρθρο 31 του Ν. 3346/2005, η ποινική δίωξη, για την πράξη της εξύβρισης, είναι απαράδεκτη, γιατί η απόφαση αυτή, δεν μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναίρεσης(άρθρο 504 παρ. 1 του Κ.Π.Δ). Επειδή, κατά το άρθρο 362 ΠΚ, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να εγνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Έτσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή.
Εξ άλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά όμως για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 6388/21-9-2007 απόφαση, το κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όσον αφορά την πράξη της αντίστασης, δέχτηκε, κατά, την ανέλεγκτη, αναιρετική, περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία της κατηγορουμένης και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με αφορμή την από 12 Μαρτίου 2001 και με αριθ. πρωτ. ...... αναφορά του εγκαλούντος Ψ, εργολάβου κηδειών, ο οποίος διατηρεί γραφείο τελετών από πολλών ετών επί της οδού ...... αριθ. ..., έμπροσθεν του Α' Νεκροταφείου, η οποία (αναφορά) απευθυνόταν προς τον τότε Δήμαρχο Αθηναίων Α, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της κατηγορουμένης Χ, τότε Διευθύντριας του Α' και Β' Νεκροταφείου Αθηνών, για τις πράξεις της απιστίας σχετικά με την υπηρεσία και παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση, πράξεις για τις οποίες αθωώθηκε με την με αριθ. 8968/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, και η οποία εξαφάνισε την αντιθέτως αποφανθείσα με αριθ. 45732/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως προς την πράξη της παθητικής δωροδοκίας (για την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία η κατηγορουμένη είχε αθωωθεί με την πρωτόδικη απόφαση). Με βάση την ως άνω αναφορά, διενεργήθηκε σε βάρος της κατηγορουμένης ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ), με το πόρισμα της οποίας κρίθηκε ότι υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τον χρηματισμό της κατηγορουμένης, που κατήγγειλε ο εγκαλών, και συνακόλουθα δεν προέκυπτε θέμα επιβολής διοικητικής ποινής. Στα πλαίσια της διενεργηθείσα ΕΔΕ κλήθηκε η κατηγορουμένη να απαντήσει στα καταγγελλόμενα σε βάρος της και κατόπιν τούτου υπέβαλε προς τον Δήμαρχο Αθηναίων δια της διευθύνσεως προσωπικού το από 2 Απριλίου 2001 έγγραφό της, που έλαβε αριθμό πρωτ. ......, με το αναγραφόμενο στο διατακτικό της παρούσας (μεταξύ άλλων) περιεχόμενο, με το οποίο (έγγραφό της), χωρίς να απαντά επί της ουσίας των καταγγελλομένων, ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα ψευδή πραγματικά γεγονότα, τα οποία ήσαν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος, την οποία και πράγματι έβλαψαν. Ειδικότερα η κατηγορουμένη, θέτοντας στο ως άνω έγγραφο ρητορικές ερωτήσεις και χρησιμοποιώντας τις αναγραφόμενες στο διατακτικό οξύτατες φράσεις, προκειμένου να επιτείνει την βαρύτητα των αναφερομένων για τον εγκαλούντα περιστατικών, χαρακτηρίζει τον τελευταίο "ψυχικά ασθενή, που για να αποκτήσει υπόσταση βυσσοδομεί κατά πάντων καθ' έξιν και κατ' επάγγελμα", ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει "ότι περιφέρεται όλες τις ώρες στους χώρους του κοιμητηρίου, ως ...... που διαθέτει, ανυποληψία, δολιότητα, διανοητική διαστροφή, αναξιοπιστία και τις άλλες αρετές του ...". Τα περιστατικά αυτά, που μπορούσαν να βλάψουν την ηθική και κοινωνική αξία του εγκαλούντος, ως προσώπου και επιχειρηματία, ήταν ψευδή, αφού αυτός είναι επί πολλά έτη (άνω των 40) εργολάβος κηδειών, διατηρεί μεγάλο γραφείο τελετών με σημαντική πελατεία πλησίον του χώρου του νεκροταφείου, δεν σκευωρεί κατά πάντων προκειμένου να αποκτήσει υπόσταση, αφού είναι καταξιωμένος επιχειρηματίας, ούτε περιφέρεται χωρίς λόγο στους χώρους του κοιμητηρίου όλες τις ώρες, ούτε είναι ψυχικά ασθενής. Των ως άνω ισχυρισμών της κατηγορουμένης περί του εγκαλούντος έλαβαν γνώση τρίτοι και ειδικότερα ο Δήμαρχος Αθηναίων, στον οποίο απευθύνεται το πιο πάνω έγγραφο, ο διευθυντής προσωπικού Β, η προϊσταμένη προσωπικού Γ και άλλοι υπάλληλοι της Δ/νσεως προσωπικού του Δήμου Αθηναίων, ως και τα διενεργήσαντα την ΕΔΕ πρόσωπα. Η κατηγορουμένη γνώριζε ότι τα ως άνω περιστατικά ήταν ψευδή, ως εκ της ιδιότητας της διευθύντριας του Α και Β Κοιμητηρίου Αθηνών και της καθημερινής επαφής της με εργολάβους κηδειών, του εγκαλούντος περιλαμβανομένου. Μάλιστα η ίδια στο ως άνω έγγραφό της, αν και αναφέρει ότι δεν γνωρίζει τον εγκαλούντα ούτε έχει ανταλλάξει μαζί του έστω και μία τυπική καλημέρα, παρά ταύτα τον χαρακτηρίζει γυρολόγο, που τριγυρνά όλες τις ώρες χωρίς λόγο στους χώρους του κοιμητηρίου. Επί πλέον, η γνώση προκύπτει και εκ του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος διατηρεί επί πολλά έτη γραφείο τελετών στην περιοχή του Α' Νεκροταφείου, η δε κατηγορουμένη διαμένει πλησίον της ως άνω περιοχής. Επίσης η ίδια γνώριζε, ενόψει των προεκτεθέντων, ότι ο εγκαλών δεν τριγυρνούσε χωρίς λόγο στον χώρο του κοιμητηρίου και ότι, παρά την μεταξύ τους διαμάχη, δεν ήταν ψυχικά ασθενής ούτε βυσσοδομούσε έναντι όλων, προκειμένου να αποκτήσει υπόσταση. Επί πλέον η κατηγορουμένη, λόγω και της ιδιότητάς της ως διευθύντριας, ήτοι ατόμου με μόρφωση και κοινωνική θέση, γνώριζε ότι οι περιεχόμενοι στο πιο πάνω έγγραφο προαναφερθέντες ισχυρισμοί της ήταν ικανοί να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του παθόντος. Ο εγκαλών έλαβε γνώση του ανωτέρω εγγράφου στις 25 Φεβρουαρίου 2004, όταν κλήθηκε ως κατηγορούμενος ενεργητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση, στα πλαίσια διενεργηθείσας προανακρίσεως, με βάση τις καταγγελίες του, ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, οπότε ζήτησε και έλαβε τα έγγραφα της δικογραφίας, στα οποία περιελαμβάνετο και το ανωτέρω από 2.4.2001 έγγραφο. Εξ άλλου ο προταθείς από την κατηγορουμένη ισχυρισμός ότι ενήργησε για την διαφύλαξη δικαιώματος για να αμυνθεί κατά των καταγγελιών του εγκαλούντος αναφορικά με την πράξη της παθητικής δωροδοκίας, πρέπει να απορριφθεί, αφού η διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ, κατά την οποία αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως, δεν εφαρμόζεται εάν οι κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν, όπως στην προκειμένη περίπτωση τα στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμισης (άρθρο 367 παρ. 2α ΠΚ). Στη συνέχεια το Δικαστήριο, με την απόφαση που εξέδωσε, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και της επέβαλε ποινή φυλάκισης 4 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε η απόφαση, δεν διέλαβε στην απόφασή του, την κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, για το ότι η αναιρεσείουσα- κατηγορούμενη, είχε γνώση της αναλήθειας όσων γεγονότων, αυτή διέλαβε, στην, κατά του πολιτικώς ενάγοντος, αναφορά της, που υπέβαλε στο Δήμαρχο Αθηναίων, και όσων ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα, καίτοι, από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό, δεν είναι καθόλου αυτονόητη η γνώση σης της αυτή. Σε σχέση δε, με το στοιχείο αυτό του άμεσου δόλου (γνώσης), η προσβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό της, τις φράσεις α) "ότι η κατηγορούμενη γνώριζε, ότι τα ως άνω περιστατικά ήταν ψευδή, ως εκ της ιδιότητάς της, ως διευθύντριας του Α και Β Κοιμητηρίου Αθηνών και της καθημερινής της επαφής με εργολάβους οικοδομών, συμπεριλαμβανομένου του εγκαλούντος", γνώση, την οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ενίσχυε το γεγονός ότι η ίδια η αναιρεσείουσα, στο επίμαχο έγγραφο, δηλοί ότι δεν γνωρίζει τον εγκαλούντα, β) ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών της, από το γεγονός, ότι ο πολιτικώς ενάγων διατηρεί, επί πολλά έτη γραφείο τελετών, στην περιοχή του Α Νεκροταφείου Αθηνών, η δε αναιρεσείουσα διαμένει πλησίον της άνω περιοχής και γ) ότι γνώριζε ότι δεν τριγυρνούσε ο πολιτικώς ενάγων, χωρίς λόγο στο χώρο του κοιμητηρίου και ότι δεν ήταν ψυχικά ασθενής", χωρίς όμως, να αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, συνάγεται η γνώση της αυτή, σε σχέση με την αναλήθεια των περιστατικών, τα οποία η κατηγορούμενη- αναιρεσείουσα, περιέλαβε στην αναφορά της κατά του εγκαλούντος. Τούτο, γιατί, μόνο η παραδοχή ότι η κατηγορούμενη, λόγω της ιδιότητάς της, ως διευθύντριας του Α' Κοιμητηρίου Αθηνών, είχε καθημερινή επαφή με τους εργολάβους κηδειών, συμπεριλαβανομένου του εγκαλούντος, χωρίς να εξειδικεύονται άλλα περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται, ότι αυτή είχε οποιαδήποτε σχέση με τον πολιτικώς ενάγοντα, για τον οποίο άλλωστε, είχε δηλώσει την άγνοιά της, για το συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν είναι ικανά να οδηγήσουν στην παραδοχή, της άμεσης γνώσης της. Δεύτερο, γιατί μόνο το γεγονός ότι ο πολιτικώς ενάγων διατηρούσε, εγγύς του χώρου εργασίας της, γραφείο τελετών, και ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα ήταν γνώστης του προσώπου του εγκαλούντος, προσέτι δε γιατί η ίδια διέμενε εγγύς της περιοχής, χωρίς να εξειδικεύονται ειδικότερα τα αντίστοιχα αυτά περιστατικά, δεν είναι ικανά να προδώσουν σ' αυτήν το στοιχείο της άμεσης γνώσης. Είναι, συνεπώς, βάσιμος ο σχετικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, με τον οποίο αποδίδεται η παραπάνω πλημμέλεια στην απόφαση και πρέπει κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε μετά από αυτά, η έρευνα του ετέρου λόγου αναιρέσεως. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο όμως, από δικαστές άλλους από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την με αριθμό 9711 από 31-10-2007 αίτηση της Χ, κατοίκου ......, για αναίρεση της υπ' αριθμό 6388/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που έπαυσε υφ' όρον κατά το άρθρο 31 του ν.3346/2005, την ποινική δίωξη, για την πράξη της εξύβρισης.

Αναιρεί κατά ένα μέρος την υπ' αριθμό 6388/21-9-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και,

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή