Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 132 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Άμυνα, Σωματική βλάβη βαριά.




Περίληψη:
Βαριά σωματική βλάβη. Στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Καταδικαστική απόφαση για βαριά σωματική βλάβη. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ως και για έλλειψη αιτιολογίας για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων και άμυνας.




Αριθμός 132/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης ....., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Άννα Τσιράκη, περί αναιρέσεως της 312, 313, 314, 315/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Τέρτιο Πετροβατζή.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Σεπτεμβρίου 2008 και 22 Σεπτεμβρίου 2008 αιτήσεις του, αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1590/2008.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 2 και 474 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει ότι το ένδικο μέσο της αναίρεσης ασκείται με δήλωση του δικαιουμένου διαδίκου, για την οποία συντάσσεται έκθεση ως συστατικός τύπος, ενώπιον των οριζομένων από τις παραπάνω διατάξεις οργάνων. Στα όργανα αυτά περιλαμβάνεται και ο διευθυντής της φυλακής στον οποίο κρατείται ο δικαιούμενος. Περαιτέρω, συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 474 παρ. 2 του ΚΠΔ, που ορίζει ότι στην έκθεση άσκησης του ένδικου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται, και συνεπώς είναι παραδεκτή η αναίρεση, όταν στο κύριο σώμα της έκθεσης αυτής που φέρει την υπογραφή του αρμόδιου γραμματέα, μνημονεύεται μόνο η προσβαλλόμενη απόφαση (ή βούλευμα), χωρίς να αναφέρεται κανένας λόγος, επισυνάπτεται όμως στην έκθεση, ώστε να αποτελεί με αυτή ενιαίο όλο, κείμενο αναιρετικών λόγων, το οποίο επίσης φέρει την υπογραφή του αρμόδιου γραμματέα. Και τούτο διότι αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πιο πάνω εκθέσεως, που περιέχεται στη δήλωση του αναιρεσείοντα για άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης (ή βουλεύματος). Τέλος κατά το άρθρο 514 εδ. γ' ΚΠΔ, δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, η οποία εφαρμόζεται αναλόγως, για την ταυτότητα του νομικού λόγου θεσπίσεώς της και προκειμένου περί δεύτερης αναίρεσης κατά βουλεύματος, η απαγόρευση της άσκησης δεύτερης αναίρεσης κατά της ιδίας απόφασης ή του ιδίου βουλεύματος προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτώς ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναίρεσης, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτήν. Στην προκειμένη περίπτωση κατά της αναιρεσιβαλλομένης 312, 314, 315/2008 απόφασης του Β' Μ.Ο.Ε. Αθηνών ο κατηγορούμενος Χ άσκησε την με αριθμ. 55/9.9.2008 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης των κρατουμένων στην Κλειστή Φυλακή ..... στην οποία αναφέρεται ότι αναιρεσειβάλει την ως άνω απόφαση για τους λόγους που αναφέρονται στο συνημμένο υπόμνημά του. Συνημμένο δε στην έκθεση της αναίρεσης ώστε ν'αποτελεί ενιαίο με αυτή κείμενο υπάρχει έγγραφο που φέρει τον τίτλο "αίτησις αναιρέσεως" από έξ (6) φύλλα, που περιέχει τους αναιρετικούς λόγους. Το κύριο σώμα της έκθεσης και το συνημμένο έγγραφο με τίτλο "αίτησις αναιρέσεως" φέρει τις υπογραφές του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντα και του Διευθυντή του Καταστήματος της ανωτέρω Φυλακής. Η παραπάνω αίτηση αναίρεσης είναι σύμφωνα με τ' ανωτέρω τυπικά δεκτή και πρέπει να συνεξετασθεί με την από 22-9-2008 επίσης εμπρόθεσμη ασκηθείσα δια δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αίτηση του ως άνω κατηγορουμένου.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 310 παρ. 1, 2 και 3 του ΠΚ, "Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση υπάρχει, ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε το αποτέλεσμα που προξένησε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης αποτελεί βαρύτερη περίπτωση της απλής σωματικής βλάβης (αρθρ. 308 ΠΚ) και το βαρύτερο αυτό αποτέλεσμα μπορεί να επέλθει είτε από αμέλεια (άρθ. 29 παρ. 1 ΠΚ) είτε με σκοπό επελεύσεως αυτού (αρθρ. 310 παρ. 3 ΠΚ). Για την εφαρμογή της τελευταίας αυτής διατάξεως απαιτείται, αντικειμενικά μεν συνδρομή οποιασδήποτε των πιο πάνω ενδεικτικά μνημονευόμενων περιπτώσεων της βαριάς σωματικής βλάβης, υποκειμενικά δε σκοπός επελεύσεως αυτού, δηλαδή άμεσος δόλος σκοπού, ο οποίος, αφού ενυπάρχει στα στοιχεία πραγματώσεως του εγκλήματος αυτού, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας. Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση επιβάλλεται επίσης, για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι και ο ισχυρισμός εκ του άρθρου 308 παρ. 3 του Π.Κ. (δικαιολογημένη αγανάκτηση) ή για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β' του Κ.Π.Δ. Όμως, ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να είναι ορισμένος, δηλαδή να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που τον προβλέπει. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ ιδρύεται και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, περίπτωση της οποίας είναι και η εκ πλαγίου παραβίαση αυτής που συντρέχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Μ.Ο.Ε. Αθηνών με την προσβαλλόμενη 312, 314, 315/2008 απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ' είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 5-12-2001 ο κατηγορούμενος Χ πήγε μαζί με τους γνωστούς του Α και Β στο κατάστημα ("μπαρ") ιδιοκτησίας της Γ με το διακριτικό τίτλο "Δ" που βρισκόταν στο 18ο χιλιόμετρο της Νέας Εθνικής Οδού .....-....., στον ...... Μόλις μπήκαν στο κατάστημα, ο Α ρώτησε τον εργαζόμενο εκεί Δ, γιο του υπευθύνου του καταστήματος Ελευθερίου Καραχάλιου, αν μπορεί να τους προσφέρει μία φιάλη ουίσκι, της οποίας η τιμή ήταν 30.000 δραχμές, αντί του ποσού των 25.000 δραχμών. Εκείνος δέχθηκε και τους προσέφερε το ποτό. Αφού κάθισαν σε ένα τραπέζι για ένα διάστημα, ο κατηγορούμενος και ο Α σηκώθηκαν για να φύγουν, ενώ προηγουμένως είχε φύγει ο Β. Περνώντας από το ταμείο ο κατηγορούμενος άφησε το ποσό των 20.000 δραχμών και προχώρησε προς την έξοδο. Τότε η ταμίας είπε στον Ψ και τον Ε ότι ο κατηγορούμενος της κατέβαλε ποσό κατώτερο από το συμφωνημένο και ο Ε ακολούθησε τον κατηγορούμενο έξω από το κατάστημα ζητώντας του εξηγήσεις. Αφού διαπληκτίσθηκαν για λίγο και αφού το επεισόδιο έληξε με την παρέμβαση του Ψ που βγήκε και αυτός από το κατάστημα, ο κατηγορούμενος επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του και αποχώρησε, αφήνοντας εκεί τον Α με τον οποίο είχαν έλθει μαζί. Εν τω μεταξύ, λόγω παρόδου της ώρας, είχαν αρχίσει οι ετοιμασίες για το κλείσιμο του καταστήματος και οι εργαζόμενες σ' αυτό είχαν καλέσει ταξί για να τις μεταφέρει στις οικίες τους. Ο Ε, ο οποίος γνώριζε τον αποβιώσαντα πατέρα του Α, του είπε να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο του για να τον μεταφέρει στην οικία του, εκείνος δε πράγματι επιβιβάστηκε σ' αυτό και έφυγαν. Εν τω μεταξύ ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε χολωθεί για το επεισόδιο που είχε προηγηθεί, αφού έφυγε από το κατάστημα όπως προαναφέρθηκε, επανήλθε μετά από λίγη ώρα (περί τις 03.30' έως 04.00' της ίδιας ημέρας) με το αυτοκίνητό του και αποβιβάστηκε από αυτό κρατώντας δύο πυροβόλα όπλα, τα οποία έφερε παράνομα, δηλαδή χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής του. Έξω από το κατάστημα βρισκόταν ο Δ, που περίμενε το ταξί το οποίο θα παραλάμβανε τις εργαζόμενες. Τότε ο κατηγορούμενος, θέλοντας και επιδιώκοντας να του επιφέρει βαριά σωματική βλάβη, με το ένα από τα δύο πυροβόλα όπλα που κρατούσε στα χέρια του, τον πυροβόλησε και του προξένησε κάταγμα δεξιάς κνήμης. Στη συνέχεια και ενώ ο παθών κειτόταν αιμόφυρτος στο έδαφος, ο κατηγορούμενος πλησίασε το ένα από τα όπλα του στο κεφάλι του και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Εν τω μεταξύ, έχοντας ακούσει τον πυροβολισμό, βγήκαν έξω από το κατάστημα οι εργαζόμενες και η μία από αυτές (η ΣΤ), βλέποντας τον κατηγορούμενο να σημαδεύει με το όπλο τον παθόντα, τον παρακάλεσε να μην τον σκοτώσει. Μετά από αυτό ο κατηγορούμενος επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε, παράλληλα δε τηλεφώνησε στο κινητό τηλέφωνο του Α, ο οποίος βρισκόταν ακόμα στο αυτοκίνητο του Ε, και του ανακοίνωσε τι είχε κάνει. Ο τελευταίος συμβούλευσε τον κατηγορούμενο "να εξαφανιστεί". Την κλήση αυτή και το περιεχόμενό της αντελήφθη ο Ε, ο οποίος, αφού επέπληξε τον Α, επέστρεψε αμέσως στον τόπο του συμβάντος, όπου βρήκε το γιο του τραυματισμένο, ενώ ήδη είχαν έλθει τα περιπολικά και το ασθενοφόρο που είχαν ειδοποιηθεί. Από τον πιο πάνω τραυματισμό, που επιδίωκε ο κατηγορούμενος, εμποδίστηκε ο παθών σημαντικά και για τουλάχιστον ένα έτος να χρησιμοποιεί το σώμα του και δη το δεξί του πόδι. Για όλα τα πιο πάνω σαφής και κατηγορηματική είναι η κατάθεση του παθόντος Ψ (πολιτικώς ενάγοντος), η οποία ενισχύεται από τις αναγνωσθείσες προανακριτικές καταθέσεις της ΣΤ, η οποία αναγνώρισε ανεπιφύλακτα τον κατηγορούμενο ως δράστη των αξιόποινων πράξεων σε βάρος του παθόντος. Επίσης ενισχύεται από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Ιωάννη Χριστογιάννη, αστυνομικού, ο οποίος βεβαιώνει ότι μετέβη στον τόπο του συμβάντος όπου βρήκε τον παθόντα τραυματισμένο και του αναφέρθηκε ως δράστης ο κατηγορούμενος, καθώς και από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Ε, πατέρα του παθόντος, ο οποίος δεν ήταν μεν παρών κατά τον πυροβολισμό, όμως επιβεβαιώνει όλα όσα προηγήθηκαν, καθώς και το τηλεφώνημα του κατηγορουμένου προς τον Α, επί πλέον δε επιβεβαιώνει την επί μακρό χρόνο ανικανότητα του παθόντος να χρησιμοποιήσει το δεξί του πόδι, η οποία προκύπτει και από την αναγνωσθείσα ιατρική βεβαίωση νοσηλείας του ιατρού του νοσοκομείου Ελευσίνας "ΘΡΙΑΣΙΟ" ..... με αριθμό ..... και την επίσης αναγνωσθείσα γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του Ι.Κ.Α. Ελευσίνας με αριθμό ..... . Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενόψει και του ότι η μεν μάρτυρας υπερασπίσεως Δ, μητέρα του κατηγορουμένου, δεν έχει ιδία αντίληψη του συμβάντος, ο δε κατηγορούμενος με την απολογία του δεν έδωσε εύλογες και πειστικές εξηγήσεις γι' αυτό. Ειδικότερα ομολόγησε μεν ότι έλαβε χώρα το επεισόδιο εξαιτίας της μη πληρωμής του λογαριασμού, κατά το οποίο μάλιστα ισχυρίζεται ότι ο παθών και ο πατέρας του τον ξυλοκόπησαν, όμως αρνείται ότι επέστρεψε και πυροβόλησε τον παθόντα, παρ' όλα τα προαναφερθέντα εις βάρος του αποδεικτικά στοιχεία, αποδίδοντας τον τραυματισμό του παθόντος σε τρίτο άγνωστο πρόσωπο. Εξάλλου σχετικά με τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί ξυλοδαρμού του, πρέπει να σημειωθεί ότι στις μεν 5-12-2001 διαπιστώθηκε ότι αυτός έπασχε από κακώσεις αυχένος, κεφαλής και άνω άκρων και εκδορές άνω άκρων και δεξιάς ωμιαίας χώρας, στις δε 11-12-2001 από κάκωση ρινός και εκχύμωση αριστερού άνω βλεφάρου (βλ. τα αναγνωσθέντα ιατρικά πιστοποιητικά του Νοσοκομείου Νικαίας Αττικής "Άγιος Παντελεήμων" με αριθμό ..... και του Νοσοκομείου Πατρών "Ο Άγιος Ανδρέας" με αριθμούς ..... και .....), από πουθενά όμως δεν αποδεικνύεται ότι ο τραυματισμός του έγινε από τους ανωτέρω και μάλιστα από τον παθόντα. Ενόψει όλων αυτών πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, οι οποίες του αποδίδονται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Ο ισχυρισμός του ότι πρέπει να μετατραπεί η κατηγορία σε βαριά μη σκοπούμενη σωματική βλάβη είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, αφού αυτός επιδίωκε το σοβαρό τραυματισμό του παθόντος, όπως ήδη έχει εκτεθεί και όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι πυροβόλησε κατ' ευθείαν προς το σώμα του με πυροβόλο όπλο. Το αίτημα του κατηγορουμένου να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστο, αφού αυτός δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά που να το θεμελιώνουν, εν πάση δε περιπτώσει ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, αφού από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν αποδείχτηκε ότι αυτός μέχρι το χρόνο τελέσεως των πιο πάνω αξιόποινων πράξεων έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Αντίθετα αποδείχτηκε ότι είχε θεαθεί να οπλοφορεί και σε άλλα νυκτερινά κέντρα (βλ. την κατάθεση του Ε). Τέλος το αίτημα του κατηγορουμένου να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστο για τον ίδιο λόγο που αναφέρθηκε σε σχέση με το προηγούμενο αίτημα, εν πάση δε περιπτώσει ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, αφού από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχτηκε ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πιο πάνω πράξεις του. Αντίθετα έφυγε από τον τόπο του συμβάντος και κρύφτηκε για ένα διάστημα στην ....., προσπαθώντας να συγκαλύψει τα ίχνη των πράξεών του.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μ.Ο.Ε. κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο βαρειάς σκοπουμένης βλάβης, παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας και επέβαλε σ'αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης εξ (6) ετών και δέκα (10) μηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία κατέληξε στην κρίση του για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης, για την οποία κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο (αναιρεσείοντα), τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε γι' αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά στις διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1 και 310 παρ. 2 και 3 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο σκεπτικό της η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει τόσο τον αξιούμενο από την παραπάνω διάταξη για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων χαρακτηρισμόν της βλάβης που προκλήθηκε στον παθόντα ως βαρείας με την παραδοχή ότι από την ως άνω πράξη του κατηγορουμένου προξενήθηκε στον παθόντα επί μακρό χρόνο ανικανότητα του τελευταίου να χρησιμοποιήσει το δεξί του πόδι, όσο και τον απαιτούμενο για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης αυτού άμεσο δόλο σκοπού, για τον οποίο, δεδομένου, ότι αυτός ενυπάρχει στη παραπάνω παραδοχήν πραγματώσεως του ως άνω στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, αρκούσε για την αιτιολόγηση αυτού η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων επεδίωκε τον βαρύ τραυματισμό του παθόντος με την ιδιαίτερη επισήμανση ότι ο σκοπός αυτός προκύπτει από το γεγονός ότι πυροβόλησε κατ' ευθείαν προς το σώμα του τελευταίου με πυροβόλο όπλο. Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποτελεί επανάληψη του διατακτικού αλλά περιέχει ίδιες σκέψεις και συλλογισμούς. Για την καταδικαστική κρίση του το Μ.Ο.Ε. έλαβε υπόψη του όλα τα κατ' είδος στην αρχή του αιτιολογικού μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων είναι και η κατάθεση της μάρτυρας υπερασπίσεως και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά οφείλεται στην αποδιδόμενη από το ως άνω Δικαστήριο βαρύτητα και δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι αντίθετοι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ και Ε' πρώτος και δεύτερος λόγοι της πρώτης αίτησης αναίρεσης και ο μοναδικός από το άρθρο 510 § 1 Ε' λόγος της δεύτερης αναίρεσης. Απορριπτέος επίσης ως αβάσιμος είναι ο συναφής δεύτερος λόγος της αναίρεσης, κατά το τμήμα του με το οποίο, κατ' εκτίμηση του αναιρετηρίου, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ανεπαρκή αιτιολογία της απορριπτικής κρίσεως του Μ.Ο.Ε. όσον αφορά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος για αναγνώριση των ελαφρυντικών α) του προτέρου εντίμου βίου, β) για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα καλής συμπεριφοράς του και γ) ότι στη πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος και παρασύρθηκε από οργή και βίαιη θλίψη που του προκάλεσε η άδικη εναντίον του πράξη ως και το ότι στην πράξη του προέβη ευρισκόμενος σε άμυνα. Και τούτο διότι, όπως από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του υποβλήθηκε μόνο αίτημα αναγνώρισης των ελαφρυντικών του άρθρου 84 § 2α και ε, και αυτό χωρίς την παράθεση πραγματικών περιστατικών που να θεμελιώνουν το αίτημά του αυτό, και συνεπώς το Μ.Ο.Ε. δεν είχε υποχρέωση ν'απαντήσει επί των παραπάνω αυτοτελών ισχυρισμών, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Παρά ταύτα με πλήρη αιτιολογία απέρριψε τους αορίστως υποβληθέντες ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 9/9/2008 και από 22/9/2008 αιτήσεις των Χ για αναίρεση της 312, 314, 315/2008 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή