Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Δικηγόροι.
Περίληψη:
Προσβαλλόμενο βούλευμα 105/08 Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης - Παραπέμπει (δικηγόρο) για πλημμελήματα στο Τριμελές Εφετείο. Μετά το Ν. 3160/03, δεν υπόκειται σε αναίρεση. Η ασκηθείσα από τον παραπεμπόμενο κατηγορούμενο απαράδεκτη. Απορρίπτει ως τέτοια.
Αριθμός 204/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του με αριθμό 105/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 653/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 289/29.5.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 513 § ια' Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 7/28-3-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ' αριθμ. 105/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 Κ.Π.Δ. το ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, κατά δε το άρθρο 476 § 1 του ιδίου Κώδικα, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, όταν ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται. Εξ' άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 § 2 του αυτού Κώδικα, που πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 38 του Ν.3160/2003 όριζε ότι "κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση" και μετά την εν λόγω τροποποίησή του απαλείφθηκε η φράση "ή του βουλεύματος", προκύπτει ότι δεν προβλέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο (ΑΠ 641/2007). Περαιτέρω ο περιορισμός του άρθρου 478 § 1 Κ.Π.Δ. στην άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης, που υπαγορεύθηκε από την ανάγκη της μη παρέλκυσης της εκδίκασης των πλημμελημάτων, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 20 του Συντάγματος, ούτε στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974. Ειδικότερα, με τον ανωτέρω περιορισμό της προαναφερομένης δικονομικής διάταξης, δεν παραβιάζεται η περί ισότητας αρχή του άρθρου 4 του Συντάγματος, εφόσον η ισότητα δεν θεμελιώνεται στη φύση της αξιόποινης πράξης, αν δηλαδή πρόκειται για πλημμέλημα κ.λ.π., αλλά στη διαφορετική τυχόν (άνιση) μεταχείριση των πολιτών που διαπράττουν την ίδια αξιόποινη πράξη. Υπό την έννοια αυτή, δεν είναι νοητή δήθεν ανισότητα "για ρυθμίσεις διαφορετικές, αλλά με ίση μεταχείριση" μέσα στο χώρο των πλημμελημάτων, των κακουργημάτων κ.λ.π. Με άλλες λέξεις και για το συγκεκριμένο θέμα που τίθεται δεν είναι αντισυνταγματική η χορήγηση στον κατηγορούμενο δικαιώματος εφέσεως μόνο επί κακουργημάτων στα βουλεύματα, γιατί κανείς πολίτης που είναι κατηγορούμενος και η πράξη του περιέχεται στα όρια αυτά, δεν αποκλείεται από την άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου της εφέσεως. Επίσης ο αυτός, ως άνω περιορισμός δεν προσκρούει ούτε στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του άρθρου 20 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που θεσπίζει το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου για μία δίκαιη δίκη. Τούτο διότι, ο κατηγορούμενος δεν στερείται του δικαιώματός του προς παροχή έννομης προστασίας, εφόσον διατηρεί αυτός (κατηγορούμενος) την άμεση δυνατότητα να προτείνει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του, ενώπιον του δικαστηρίου στην κύρια διαδικασία ή κατά την άσκηση των ενδίκων μέσων κατά της απόφασης που θα εκδοθεί (ΑΠ 209/2005 Π.Χρ. ΝΕ/927, ΑΠ 1269/2000 Π.Χρ. ΝΑ/498). Η καθιερωμένη δε κατ'άρθρο 2 Π.Κ. αρχή της αναδρομικότητας του ηπιοτέρου νόμου αφορά στις ουσιαστικές και όχι στις δικονομικές διατάξεις (ΑΠ 410/05 Ποιν.Λογ. 2005/412, ΑΠ 362/1995 Π.Χρ. ΜΕ/736). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, κήρυξε ως απαράδεκτη την υπ'αριθ. 100/6-12-2007 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 1191/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το οποίο αυτός παραπέμφθηκε να δικασθεί στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, λόγω της ιδιότητάς του τού δικηγόρου, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρα 94 § 1, 224 § § 2 και 1, 362 και 363 Π.Κ.) τιμωρούμενες σε βαθμό πλημμελήματος, γιατί όπως δέχθηκε κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος δεν επιτρέπονταν στον αναιρεσείοντα να ασκήσει το ένδικο μέσο της εφέσεως. Επομένως εφόσον ο προεκτεθείς περιορισμός, κατά το άρθρο 478 § 1 Κ.Π.Δ. στην περίπτωση των παραπεμπτικών βουλευμάτων, δεν αντιτίθεται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ το Συμβούλιο Εφετών, με το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμά του, δεν κήρυξε παρά το νόμον ως απαράδεκτη την έφεση του αναιρεσείοντος, αλλά σύννομα και πρέπει τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους προβαλλόμενους λόγους της αναίρεσης να απορριφθούν και περαιτέρω να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 7/2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χκατά του υπ'αριθμ. 105/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του.
Αθήνα 16 Μαΐου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Μαύρος".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο, εκτός άλλων, ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 482 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αυτό αντικαστάθηκε με το άρθρ. 41 παρ. 1 του Ν.3160/2003, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν: α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Κατά συνέπεια, στον κατηγορούμενο αναγνωρίζεται δικαίωμα αναιρέσεως, μόνο όταν παραπέμπεται για κακούργημα, χωρίς ο περιορισμός αυτός να αντίκειται στο Σύνταγμα (άρθρ. 4, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1), στο άρθρ. 6 παρ. 1 του ΕΣΔΑ ή το άρθρ. 14 παρ. 5 Διεθνούς Συμφώνου και άρθρ. 2 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τέλος κατά την ΚΠΔ 476 παρ. 1 εδ. β' ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητο του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν την εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της Εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, κήρυξε ως απαράδεκτη την υπ' αριθ. 100/6-12-2007 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 1.191/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο αυτός παραπέμφθηκε να δικασθεί στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, λόγω της ιδιότητάς του ως δικηγόρου, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρα 94 § 1, 224 § § 2 και 1, 362 και 363 Π.Κ.) τιμωρούμενες σε βαθμό πλημμελήματος, γιατί, όπως δέχθηκε, κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος δεν επιτρέπονταν στον αναιρεσείοντα να ασκήσει το ένδικο μέσο της εφέσεως. Η κρινόμενη αναίρεση ασκήθηκε στις 28.3.2008, δηλαδή, μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.3160/2003 και συνεπώς, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση από τον κατηγορούμενο, η οποία και γι' αυτό το λόγο είναι απαράδεκτη. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση πρέπει, μετά την ειδοποίηση, σύμφωνα με την επί του φακέλλου επισημείωση του Γραμματέα, του αντικλήτου δικηγόρου του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 476 παρ. 1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28 Μαρτίου 2008 ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης αίτηση αναιρέσεως του Χ για αναίρεση του 105/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ