Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρα. Ηθική αυτουργία. Απορρίπτει ως αβάσιμους λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ. Ο πολιτικώς ενάγων αποτελεί το βασικό μάρτυρα κατηγορίας και από την επισκόπηση προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος. Προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα των εγγράφων που αναγνώστηκαν. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 600/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεοδώρα Αντωνίου, περί αναιρέσεως της 1131/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 12 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1691/2007.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, οι υπό κρίση από 12 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις αναιρέσεως των? 1)Χ1 και 2)Χ2, αντιστοίχως, κατά της υπ' αριθμ. 1131/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, είναι παραδεκτές και εν πολλοίς ταυτόσημοι, πρέπει, λόγω τη πρόδηλης συνάφειάς τους, να συνεκδικαστούν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ. "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τον απαρτισμό της εννοίας του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης, απαιτείται, αντικειμενικώς, η καταμηνυόμενη ή αναφερόμενη στην αρχή πράξη να συνιστά έγκλημα ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης - επίγνωσης) ότι η ανωτέρω πράξη είναι ψευδής και τη θέληση αυτού να καταμηνύσει τον παθόντα ή να τον αναφέρει στην αρχή, με σκοπό να προκαλέσει την άσκηση εναντίον του ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως, ανεξαρτήτως της επιτεύξεως του σκοπού αυτού.
Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της εννοίας του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται, αντικειμενικώς, α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση και β) τα κατατιθέμενα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρους - εντελούς γνώσης - επίγνωσης), ότι τα κατατιθέμενα είναι ψευδή ή τη γνώση με την ανωτέρω έννοια, των αληθινών, τα οποία σκοπίμως αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει και αφετέρου, τη θέληση καταθέσεως ψευδών πραγματικών περιστατικών ή αποκρύψεως των αληθινών ή αρνήσεως καταθέσεως των αληθινών.
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί τον φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση της πράξεως του αυτουργού απαιτείται, άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός θα πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικά, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται η εν γνώσει τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος), όπως στην ψευδή καταμήνυση, στη συκοφαντική δυσφήμηση και στην ψευδορκία μάρτυρα ή υπερχειλής δόλος, όπως στην ψευδή καταμήνυση, απαιτείται για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με τις ανωτέρω μορφές δόλου, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή καταμήνυσε ή κατέθεσε στην Αρχή, και επί πλέον, όταν απαιτείται υπερχειλής δόλος (εγκληματικός σκοπός), να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο δράστης επιδίωκε την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, για να αποκλειστεί και στις δύο περιπτώσεις, ότι ο δράστης ενήργησε από ενδεχόμενο δόλο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα θεμελιωνόταν η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός εάν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο προσδιορισμός τους γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, για την ενοχή του κατηγορουμένου ή την επιβολή ποινής ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που ανεγνώσθη, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόμισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, με τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι ανεγνώσθη όλο το περιεχόμενό του, ή, προκειμένου περί φωτογραφιών, ότι επεδείχθησαν από το διευθύνοντα τη συζήτηση στους παράγοντες της δίκης και επισκοπήθηκαν από αυτούς, οπότε ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά τους, έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών ή η επισκόπηση των φωτογραφιών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που ανεγνώσθη δημιουργείται ασάφεια στο αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που ανεγνώσθη και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 1131/2007 απόφασης, το Εφετείο, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής των αναιρεσειουσών κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις, και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία όλα ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και " ...5)Προτάσεις Χ2 στο Μονομελές Πρωτ, Αθηνών...7)Φωτ/φο του γνησίου τοπογραφικού διαγράματος, 8)Φωτ/φο του νοθευμένου τοπογραφικού διαγράμματος, 9)Φωτογραφίες...". Η κατά τον τρόπο αυτό καταχώριση στα πρακτικά των εν λόγω εγγράφων δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ταυτότητά τους, ενόψει του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν ανεγνώσθησαν, με την ανάγνωση δε του κειμένου αυτών και την επίδειξη των φωτογραφιών στους παράγοντες της δίκης και την επισκόπησή τους, κατέστησαν αυτά γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στις αναιρεσείουσες, οπότε αυτές είχαν την πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ειδικότερα, με την πιο πάνω αναφορά των φωτογραφιών αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, (τι απεικονίζεται με αυτές κλπ), αφού, με την επίδειξή τους στους παράγοντες της δίκης, και την επισκόπησή τους, κατέστησαν γνωστές κατά το περιεχόμενό τους στις αναιρεσείουσες, οι οποίες δεν αντέλεξαν σχετικά. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω με αριθμούς5,7,8 και 9 αριθμούμενα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγοι αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής των αναιρεσειουσών κρίση του έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα και φωτογραφίες, που ανεγνώσθησαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, δέχτηκε, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση διατακτικού και αιτιολογικού, ότι, από τα κατά το είδος τους αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχτηκαν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά? " "Η πρώτη κατηγορουμένη Χ2 είναι ιδιοκτήτρια του ημιυπογείου ορόφου και η εγκαλούσα μηνύτρια και πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 είναι ιδιοκτήτρια του υπερυψωμένου ισογείου ορόφου, του πρώτου ορόφου και του δικαιώματος του υψούν του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας που βρίσκεται στο ....Αττικής και επί της οδού ...., στον αριθμό .... Κατόπιν αγωγής της πρώτης κατηγορούμενης με την υπ' αριθμ. 4746/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υποχρεώθηκαν η εγκαλούσα μηνύτρια Ψ1 και ο σύζυγός της ...... να απομακρύνουν από τους κοινόχρηστους χώρους της πυλωτής και του κήπου της ως άνω πολυκατοικίας τα παλαιά αντικείμενα της ιδιοκτησίας τους, να ανοίξουν τους κοινόχρηστους χώρους της πυλωτής και του κλιμακοστασίου, που είχαν κλειστεί με κατασκευές από τούβλα, να κλείσουν την τρύπα στον κοινόχρηστο τοίχο της όμορης ιδιοκτησίας της ενάγουσας και να παραλείπουν στο μέλλον το κλείσιμο των κοινόχρηστων τμημάτων της πυλωτής και του κλιμακοστασίου της ως άνω πολυκατοικίας. Η εγκαλούσα μηνύτρια Ψ1 και ο σύζυγός της συμμορφώθηκαν με την ως άνω απόφαση και απομάκρυναν τα παλαιά αντικείμενα της ιδιοκτησίας τους από τους κοινόχρηστους χώρους της πυλωτής και του κήπου της πολυκατοικίας και έκλεισαν και την τρύπα στον κοινόχρηστο τοίχο της όμορης ιδιοκτησίας της πρώτης κατηγορουμένης, όπως διαπιστώθηκε και από το δικαστικό επιμελητή που εκτέλεσε κατά τα λοιπά την ως άνω δικαστική απόφαση και γκρέμισε τις κατασκευές από τούβλα που είχαν γίνει στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, (βλ. την αναγνωσθείσα υπ' αριθμ. ... έκθεση αναγκαστικής εκτέλεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ....). Ενώ είχαν συμμορφωθεί με την ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η εγκαλούσα μηνύτρια Ψ1 και ο σύζυγός της, και απομάκρυναν τα αντικείμενα της ιδιοκτησίας τους από τους κοινόχρηστους χώρους της πυλωτής και του κήπου της πολυκατοικίας, η πρώτη κατηγορουμένη, στην Αθήνα, στις 4-4-2000, κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 21-3-200Ο μηνυτήρια αναφορά της κατά της εγκαλούσας Ψ1, κατά του γιου της Ψα και κατά της θυγατέρας της Ψβ με την οποία, μεταξύ των άλλων, τους καταμήνυσε εν γνώσει της ψευδώς ότι δεν συμμορφώθηκαν με την ως άνω υπ' αριθμ. 4746/1 998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι διατηρούν διάφορα άχρηστα παλιά πράγματα στους κοινόχρηστους χώρους, επειδή λένε ότι έχουν το 90% των κοινοχρήστων και μπορούν να κάνουν ότι θέλουν, ότι τα δύο σκυλιά τους κατεβαίνουν και ουρούν και αφοδεύουν στην πυλωτή, κατεβαίνουν κόρη και μητέρα και την υβρίζουν για να φύγει, ότι η ψυχοκόρη της εγκαλούσας μηνύτριας παίρνει το λάστιχο ότι θα ποτίσει τις γλάστρες και βρέχει επίτηδες τα τζάμια της και την πόρτα της, ότι ενώ υποχρεώθηκαν με δικαστική απόφαση κατόπιν αγωγής της να παραλείπουν το κλείσιμο των κοινοχρήστων τμημάτων της πυλωτής και του κλιμακοστασίου, καθώς και κάθε ενέργεια μεταβολής του χώρου του λεβητοστασίου, από όλα αυτά τίποτα δεν τηρήθηκε και γι' αυτό παρακαλεί όπως αναγκασθούν να συμμορφωθούν και να αναγνωρίσουν την απόφαση του Δικαστηρίου. Εξαιτίας της ως άνω μηνυτήριας αναφοράς της ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της εγκαλούσας , του γιου της και της θυγατέρας της για από κοινού παράβαση του άρθρου 232Α παρ, 1 του Π.Κ. και παράβαση του άρθρου 17 παρ. 1 της 2000/1995 Υγειονομικής Διατάξεως, πλην όμως αυτοί αθωώθηκαν αμετακλήτως με την υπ' αριθμ. 3858/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η πρώτη κατηγορουμένη προέβη στην κατά τα ανωτέρω ψευδή καταμήνυση με την ως άνω μηνυτήρια αναφορά της προς τον Εισαγγελέα, ενώ γνώριζε την αναλήθεια των ως άνω καταγγελλομένων με τη μηνυτήρια αναφορά της, αφού η συμμόρφωση των μηνυομένων με την αναφορά της προς το διατακτικό της προαναφερθείσας υπ' αριθμ. 4746/1998 δικαστικής αποφάσεως προηγήθηκε χρονικά της μηνυτήριας αναφοράς της και είχε διαπιστωθεί και από το δικαστικό επιμελητή ....., που είχε στείλει για να εκτελέσει την ως άνω απόφαση και είχε καταχωρηθεί και στην υπ' αριθμ. .......έκθεση αναγκαστικής εκτέλεσης που συνέταξε. Άλλωστε, ως ιδιοκτήτρια διαμερίσματος και ένοικος της πολυκατοικίας, είχε άμεση αντίληψη για το ότι οι μηνυόμενοι με την αναφορά της είχαν συμμορφωθεί με το διατακτικό της ως άνω αποφάσεως και ότι τα σκυλιά τους δεν αφόδευαν και δεν ουρούσαν στους κοινόχρηστους χώρους και ότι δεν την έβριζαν για να φύγει από την πολυκατοικία και ότι η ψυχοκόρη τους δεν της έβρεχε επίτηδες τα τζάμια και την πόρτα του διαμερίσματός της, και προέβη στην κατάθεση της ως άνω μηνυτήριας αναφοράς της με αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη των εγκαλούντων για τις πράξεις που αναφέρονται σ' αυτήν. Περαιτέρω, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι η πρώτη κατηγορουμένη, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα, και συγκεκριμένα, στην Αθήνα, στις 4-4-2000, κατέθεσε ως μάρτυρας ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ότι η ως άνω μηνυτήρια αναφορά της είναι αληθής, ενώ γνώριζε ότι τα όσα ανέφερε σ' αυτήν και προαναφέρθηκαν ανωτέρω ήταν ψέματα, και στη συνέχεια στην Αθήνα, στις 24-5-2000, κατέθεσε ως μάρτυρας ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη του 15ου Τμήματος Αθηνών ότι μέχρι τότε, και παρά την απόφαση του Δικαστηρίου, οι μηνυόμεγοι δεν είχαν συμμορφωθεί και ότι τα ίδια προβλήματα που αναφέρει στη μήνυσή της εξακολουθούν να υφίστανται, ενώ γνώριζε ότι αυτά ήταν ψέματα. Εξάλλου, όπως αποδείχτηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, η δεύτερη κατηγορουμένη Χ1, στην Αθήνα, στις 24-5-2000, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα, και ειδικότερα, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Πταισματοδίκη του 15ου Τμήματος Αθηνών, επί της μηνυτήριας αναφοράς της πρώτης κατηγορουμένης, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι οι μηνυόμενοι έχουν δύο σκυλιά, τα οποία λερώνουν το χώρο της πυλωτής, ότι οι χώροι γύρω από το σπίτι είναι σαν παλιατζίδικο, επειδή υπάρχουν αρκετά πράγματα στοιβαγμένα, ότι η ψυχοκόρη των μηνυομένων όταν ποτίζει λερώνει τα παράθυρα και την πόρτα της μηνύτριας, ότι η πρώτη μηνυομένη το καλοκαίρι του 1999 απευθύνθηκε στη μηνύτρια και της είπε θα δεις τι θα σου κάνω εσένα και της φίλης σου, τις "παστρικές" και ότι οι μηνυόμενοι δεν έχουν συμμορφωθεί στην απόφαση μέχρι σήμερα και η ζωή της μηνύτριας σ' αυτό το σπίτι έχει γίνει αφόρητη, από τις παράλογες ενοχλήσεις, από τη βρώμα των σκυλιών και ότι η μηνύτρια φοβάται για τη σωματική της ακεραιότητα, ενώ γνώριζε ότι αυτά που κατέθεσε ήταν ψέματα, διότι επισκεπτόταν τακτικά τη μηνύτρια και φίλη της στο διαμέρισμά της και έβλεπε ότι οι τότε μηνυόμενοι και ήδη εγκαλούντες είχαν συμμορφωθεί με την προαναφερθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και είχαν απομακρύνει τα παλαιά αντικείμενα της ιδιοκτησίας τους από τους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, και δεν υπήρχαν παλιά αντικείμενα στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, και αυτοί ήταν καθαροί, ότι τα σκυλιά δεν λέρωναν το χώρο της πυλωτής, ότι η ψυχοκόρη των μηνυομένων όταν ποτίζει δεν λερώνει τα παράθυρα και την πόρτα της μηνύτριας, ότι ποτέ η πρώτη μηνυομένη δεν απευθύνθηκε στη μηνύτρια και δεν της είπε θα δεις τι θα σου κάνω εσένα και της φίλης σου, τις "παστρικές", ότι η ζωή της μηνύτριας σ' αυτό το σπίτι δεν είχε γίνει αφόρητη από τις παράλογες ενοχλήσεις, από τη βρώμα των σκυλιών και ότι η μηνύτρια δεν είχε λόγους και δεν φοβόταν για τη σωματική της ακεραιότητα. Τέλος, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι η πρώτη κατηγορουμένη Χ2, με συνεχείς προτροπές, πειθώ και φορτικότητα προκάλεσε στη δεύτερη κατηγορούμενη και φίλη της Χ1 την απόφαση να τελέσει την ως άνω πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, και να καταθέσει ως μάρτυρας, εν γνώσει της ψευδώς τα όσα κατά τα ανωτέρω κατέθεσε ενώπιον του Πταισματοδίκη του 15ου Τμήματος Αθηνών, για να υποστηρίξει την ψευδή μηνυτήρια αναφορά της και να καταδιώξει μ' αυτήν τους τότε μηνυόμενους και ήδη εγκαλούντες μηνυτές. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει η πρώτη κατηγορουμένη Χ2 να κηρυχθεί ένοχη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως, της κατ' εξακολούθηση ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, μάλιστα και της ψευδούς καταμηνύσεως κατ' εξακολούθηση, όπως και πρωτοδίκως, αφού δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη η θέση της από την άσκηση της εφέσεώς της και να κριθεί ένοχη ψευδούς καταμηνύσεως κατά συρροή (βλ. άρθρ. 470 ΚΠΔ) και η δεύτερη κατηγορούμενη Χ1 ένοχη ψευδορκίας μάρτυρα, σύμφωνα με το διατακτικό". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 2, 46 παρ. 1 εδ. α', 94, 98 παρ. 1, 224 παρ. 2-1 και 229 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες, ούτε ευθέως, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Η αιτιολογία δε αυτή δεν είναι τυπική, αν και αποτελεί, ως επί το πλείστον, επανάληψη του διατακτικού, αφού περιέχει το τελευταίο, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά, τόσον αναλυτικά, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αιτιολογία ότι ελήφθησαν υπόψη οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και όχι μόνο των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως. Έτσι ουδεμία αμφιβολία δημιουργείται και προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία αποτελεί το βασικό μάρτυρα κατηγορίας, είναι δε αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα. Περαιτέρω, αιτιολογείται ειδικώς ο άμεσος δόλος των ανωτέρω αναιρεσειουσών, αναφορικώς προς τα εγκλήματα: α) της ψευδορκίας μάρτυρα,και β) της ψευδούς καταμηνύσεως, καθώς και ο εγκληματικός σκοπός (υπερχειλής δόλος) της Χ2, ως προς το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, αφού παρατίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης - εντελούς γνώσης), της εν λόγω αναιρεσείουσας του ψευδούς γεγονότος που αναφέρει αυτή στη μήνυσή της, ισχυρίστηκε δε και κατέθεσε ενόρκως με τη μήνυσή της και την ένορκη κατάθεσή της, προς επιβεβαίωση του περιεχομένου της, στις 4-4-2000, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών ότι η ως άνω από21-3-2000 μηνυτήρια αναφορά της είναι αληθής, ενώ γνώριζε ότι τα όσα ανέφερε σ' αυτήν και προαναφέρθηκαν ανωτέρω ήταν ψέματα. Στη συνέχεια, στην Αθήνα και στις 24-5-2000 κατέθεσε ως μάρτυρας ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη του 15ου Τμήματος Αθηνών ότι μέχρι τότε και παρά την απόφαση του δικαστηρίου οι μηνυόμενοι δεν είχαν συμμορφωθεί, και ότι τα ίδια προβλήματα εξακολουθούν να υφίστανται , ενώ γνώριζε ότι αυτά ήταν ψέματα, ενόψει των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τις οποίες η εν λόγω αναιρεσείουσα κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών την υπ' αριθμ. ΑΒΜ Α 2000/21-3-2000 μηνυτήρια αναφορά της, με την οποία εν γνώσει ψευδώς καταμήνυσε την εγκαλούσα Ψ1, καθώς και τους Ψα και Ψβ ότι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως του άρθρου 232 Α' παρ. 1 του ΠΚ και του άρθρου 17 παρ. 1 της υπ' αριθμ. 2000/1995 Υγειονομικής Διατάξεως, για τις οποίες ασκήθηκε αρμοδίως ποινική δίωξη κατά των ανωτέρω τριών καταμηνυθέντων και τελικώς αθωώθηκαν αυτοί με την ήδη αμετάκλητη υπ' αριθμ. 3858/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Η ως άνω αναιρεσείουσα γνώριζε ότι ο Ψα και η Ψβ δεν ήσαν διάδικοι στην αστική δίκη, και παρά ταύτα τους καταμήνυσε, με σκοπό να επιτύχει την ποινική τους δίωξη, πράγμα το οποίο και πέτυχε. Η αναιρεσείουσα Χ2 αβάσιμα υποστηρίζει ότι δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα αυτό για το λόγο ότι δεν διευκρινίζεται αν ο Ψα και η Ψβ ήταν διάδικοι στη δίκη επί της οποίας είχε εκδοθεί η υπ' αριθμ. 4746/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γιατί τούτο δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής του υποστάσεως. Η ίδια αναιρεσείουσα προφανώς για να επιβαρύνει τη θέση της Ψ1 και Ψβ για τις άλλες πράξεις εν γνώσει ανακοίνωσε ψευδώς στην αρχή αόριστα ότι την υβρίζουν, προφανώς για να επιβαρύνει τη θέση τους, και έτσι αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, στα πλαίσια της αιτιολογημένης απάντησης επί της σχετικής αιτιάσεως αυτής. Περαιτέρω, αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα ο τρόπος, με τον οποίο η ανωτέρω αναιρεσείουσα, προκάλεσε στη δεύτερη συγκατηγορουμένη και φίλη της, Χ1 την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, την οποία και διέπραξε αυτή, με την αναφορά στο σκεπτικό αυτής, ότι την έπεισε με συνεχείς προτροπές, πειθώ και φορτικότητα να τελέσει την ως άνω πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και να καταθέσει ως μάρτυρας, εν γνώσει της ψευδώς, τα όσα η μάρτυρας κατέθεσε για να υποστηρίξει την ψευδή μηνυτήρια αναφορά της μηνύτριας φίλης της, των οποίων την αναλήθεια γνώριζε με βάση τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά στο σκεπτικό της αποφάσεως. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της Χ2, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 27 παρ. 2, 46 παρ. 2 εδ. α',94, 98 παρ.1, 224 παρ. 2-1 και 229 παρ.1 του ΠΚ είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν, ενώ, οι λοιπές αιτιάσεις αυτών, με τις οποίες πλήττεται με την επίκληση, κατ' επίφαση ελλείψεως της επιβαλλόμενης ως άνω αιτιολογίας, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν. Συνακολούθως, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις από 12-9-2007 αιτήσεις των? 1)Χ1 και 2) Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1131/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει αυτές. Και
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για την κάθε μια.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ