Θέμα
Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Δεδικασμένο. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως που απέρριψε σχετική ένσταση του κατηγορουμένου και κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής δίωξης εκ του δεδικασμένου (δεδικασμένο).
Αριθμός 1849/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο (ο οποίος ορίσθηκε, προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με τη με αριθμό 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σούρλα, για αναίρεση της με αριθμό 358/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντα το Συνεταιρισμό με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ ...", που εδρεύει στο ..... και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1258/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, αν, κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Στ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προσκλήθηκε από αυτή. Εξάλλου η από το Σύνταγμα και το νόμο επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς είναι απαράδεκτοι οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί υπάρξεως δεδικασμένου που προβλέπεται από το άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ο κατηγορούμενος πρόβαλε την ένσταση του δεδικασμένου επικαλούμενος ότι για την ίδια πράξη της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας για την οποία καταδικάσθηκε πρωτοδίκως, σε προγενέστερο χρόνο με την υπ' αριθμ. 76.865/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η οποία κατέστη αμετάκλητη αθωώθηκε, ζήτησε δε να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατ' αυτού ποινική δίωξη. Το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως και απέρριψε τον παραδεκτώς προβληθέντα σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Ήδη, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.ΣΤ, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των διατάξεων περί δεδικασμένου.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τον έλεγχο της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου, προκύπτουν τα επόμενα. Με την υπ' αριθμ. 76.865/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η οποία, κατά την επ' αυτής υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα έχει καταστεί αμετάκλητη, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της απάτης. Συνίστατο δε η απάτη του αυτή στο ότι στην Αθήνα, περί τα μέσα του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2001, εμφανίσθηκε στον Ψ1, νόμιμο εκπρόσωπο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών ......, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...... Ε.Π.Ε." ως ενδιαφερόμενος να αγοράσει για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας ποσότητας τυροκομικών προϊόντων από τον Συνεταιρισμό. Έναντι δε του τιμήματος παρέδωσε σ' αυτόν την υπ'αριθμ. .......επιταγή ποσού 14.673,51 € της ALPHA BANK επί του υπ' αριθμ. ..... λογαριασμού καταθέσεων και παρέστησε προς αυτόν ψευδώς ότι η εταιρεία του έχει ανεπτυγμένο δίκτυο διανομής σε όλη την Ελλάδα τροφοδοτώντας με τυροκομικά προϊόντα εμπόρους, ότι είναι αφερέγγυα και αξιόπιστη διαθέτουσα καταστήματα, ακίνητα και ότι υπάρχουν διαθέσιμα στον προαναφερθέντα τραπεζικό λογαριασμό τα απαιτούμενα κεφάλαια για την πληρωμή της επιταγής και έτσι έπεισαν τον ως άνω αναφερόμενο νόμιμο εκπρόσωπο του Συνεταιρισμού να δεχθεί να λάβει στην κατοχή του την ανωτέρω επιταγή έναντι του τιμήματος των εμπορευμάτων που πώλησε στον κατηγορούμενο. Πλην όμως, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, τα ανωτέρω ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος από την αρχή γνώριζε ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα εκπλήρωσης της υποχρέωσης για την πληρωμή της επιταγής καθόσον η εταιρεία "..... Ε.Π.Ε." ως και ο ίδιος βρίσκονταν σε μεγάλη οικονομική αδυναμία και ήταν αφερέγγυοι στερούμενοι οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, με αποτέλεσμα να αποκομίσει ο κατηγορούμενος καθώς και η εταιρεία ".... Ε.Π.Ε." παράνομη περιουσιακή ωφέλεια ύψους 14.673,51€ με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του εγκαλούντος Συνεταιρισμού. Η δε βλάβη που προξενήθηκε στην Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών ...... ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Εξάλλου με την προσβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων για το αυτό έγκλημα της απάτης συνιστάμενος στο ότι "1ον) Στον Πειραιά περί τα μέσα Νοεμβρίου του 2001 με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος και με την ιδιότητά τουνομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία "..... Ε.Π.Ε" έδρα τον Πειραιά έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον άλλο με γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών σε πράξη. Ειδικότερα, με τον ανωτέρω σκοπό προσέγγισε τον Πρόεδρο του Δ.Σ. της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών ..... Ψ1 και νυν εγκαλούντα υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα και παρέστησε σ'αυτόν ψευδώς ότι η εταιρεία του έχει ανεπτυγμένο δίκτυο διανομής σε. όλη την Ελληνική Επικράτεια τροφοδοτώντας με τυροκομικά προϊόντα εμπόρους, ότι είναι απολύτως φερέγγυα, αξιόπιστη, διαθέτει καταστήματα και ακίνητα καθώς και διαθέσιμα κεφάλαια στην Τράπεζα ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ και ότι τυγχάνει ικανός να καλύψει τα ποσά των εκδιδομένων υπ' αυτού επιταγών, με συνέπεια να πείσει αυτόν να συναλλαγεί μαζί του και να του πωλήσει επί πιστώσει ποσότητες τυροκομικών προϊόντων (κεφαλοτύρια, γραβιέρες κλπ) αξίας 14.633.741 δραχμών (42.945,70 Ευρώ)| και εξ αυτών των δραστηριοτήτων να δεχθεί ο εγκαλών να λάβει τις κατωτέρω επιταγές, εκδόσεως του κατηγορουμένου της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ειςδιαταγήν της εγκαλούσας Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών ...... από τον αριθμ. .... λογαριασμό, ήτοι : 1) αρ.... επιταγή, ποσού 7000 ευρώ, έκδοσης στα Καμίνια την 15.2.2002, 2) αρ. ..... επιταγή, ποσού 7.673, 51 ευρώ, έκδοσης στα Καμίνια την 28.2.2002, 3) αρ. ......επιταγή, ποσού. 14.673, 51 ευρώ, έκδοσης στην Αθήνα την 15.3.2002, πλην όμως άπασες οι ανωτέρω επιταγές όταν ενεφανίσθησαν από τον εγκαλούντα νομίμως και εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα στις 19.2.2.02, 28.2.2002 και 15.3.2002 αντιστοίχως όπου και σφραγίστηκαν ελλείψει διαθεσίμου υπολοίπου με συνέπεια η εγκαλούσα Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών ...... να υποστεί περιουσιακή ζημία ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 42, 945, 70 ευρώ το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλο".
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι από την πρώτη πράξη για την οποία αθωώθηκε ο κατηγορούμενος παρήχθη αρνητικό δεδικασμένο που κωλύει τη δίωξη του και για την πράξη για την οποία μεταγενεστέρως διώχθηκε και τελεσιδίκως δικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται α) ταυτότητα στο πρόσωπο του δράστη και του παθόντος από την αξιόποινη πράξη και β) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προσκλήθηκε από αυτή. Κατά τα διαλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση με ψευδείς παραστάσεις ο κατηγορούμενος έπεισε τον νόμιμο εκπρόσωπο του συνεταιρισμού να δεχθεί να του πωλήσει ποσότητα τυροκομικών προϊόντων συνολικής αξίας 42.945.70, εξέδωσε δε τρείς μεταχρονολογημένες επιταγές με ημερομηνία εκδόσεως 15-2-2002, 28-2-2002 και 15-3-2002 και αντίστοιχα προς αυτές ποσά 7.000 ευρώ, 7.673, 51 ευρώ και 14.673, 51 ευρώ. Δηλαδή για συναλλαγή κατά τα άνω 42.945, 70 ευρώ, οι επιταγές τις οποίες εξέδωσε ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 29.347, 21 ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό μέχρι του άνω ύψους της συναλλαγής καλύπτει η υπ' αριθμ. ...... επιταγή που ο ίδιος κατηγορούμενος εξέδωσε την 31-3-2000 επί της ιδίας πληρώτριας Τράπεζας και για ποσό επίσης 14.673, 51 ευρώ. Πρόδηλο είναι ότι τον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος φέρεται ότι παραπλάνησε τον εκπρόσωπο του συνεταιρισμού, παρέδωσε σ' αυτόν τέσσερες επιταγές οι οποίες εσύροντο από τον ίδιο λογαριασμό του κατηγορουμένου, με πληρώτρια την ίδια Τράπεζα, με ημεροχρονολογία πληρωμής ανά δεκαπενθήμερο, οι οποίες υπερκάλυπταν το ποσό της συναλλαγής, ο δε παθών συνεταιρισμός επέλεξε να εγκαλέσει τον κατηγορούμενο αρχικώς μεν για την τελευταία των άνω επιταγών και στις συνέχεια για τις τρεις υπόλοιπες. Με τα δεδομένα αυτά το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο με το να απορρίψει την ένσταση περί δεδικασμένου την οποία προέβαλε ο κατηγορούμενος αν και συνέτρεχαν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις, παρεβίασε την διάταξη του άρθρου 57 του ΚΠΔ και αναιρετέα κατέστησε την απόφαση του.
Συνεπώς, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ' του ΚΠΔ προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη (άρθρο 57 παρ.3 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ.358/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και.
Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του Χ1 για την πράξη της απάτης, ως αυτή προσδιορίζεται στο διατακτικό της αναιρούμενης αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ