Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Εισαγγελέας Εφετών, Υπεξαγωγή εγγράφων.
Περίληψη:
Υπεξαγωγή εγγράφου. Έφεση του Εισαγγελέα. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Διαφορετικά το δικαστήριο υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας. Λόγος έφεσης εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Πρέπει να αφορά αποδείξεις που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο. Επίκληση από τον Εισαγγελέα εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν. Δέχεται αναίρεση. Αναιρεί και εφόσον η πρωτόδικη απόφαση είναι αθωωτική, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής
Αριθμός 2378/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης x1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Ζιαμπάρα, για αναίρεση της με αριθμό 154/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 497/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Aπό τις διατάξεις των άρθρων 474,476 και 498 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης πρέπει καταρχήν να περιέχει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά προκειμένου για έφεση του εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.3, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.19β του Ν. 2408/1996, "η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθ. 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολόγηση της έφεσης που ασκείται από τον εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και αξιώνει από τον εισαγγελέα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων της έφεσης, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση . Μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, αφού δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητας του εν λόγω κατηγορουμένου. Αν η έφεση δεν έχει τέτοια αιτιολογία και παρά ταύτα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης καταλήξει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την 427/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ-μελειοδικείου Μυτιλήνης και τα ενσωματωμένα σ'αυτή πρακτικά, ο κατηγορούμενος χ και η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα χ1, κηρύχθηκαν αθώοι του πλημμελήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, και ειδικότερα για το ότι "στη ......, στις 10-10-2002, με σκοπό να βλάψουν άλλον, απέκρυψαν έγγραφο του οποίου δεν ήταν κύριοι και που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου και συγκεκριμένα, υπεξήγαγαν τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία 1 πράξη έγγραφα ήτοι τα 1)εκδοθείσα άδεια γάμου, 2)το διαβατήριο και 3) Την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος συντηρητή, καθώς δεν τα παρέδωσαν στο δικαστικό επιμελητή που προσήλθε στην οικία τους προκειμένου να εκτελέσει το διατακτικό της 111/01 προσωρινής απόφασης".
Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Μυτιλήνης άσκησε εμπροθέσμως την από 22.2.2006 έφεση, για την οποία συντάχθηκε η 50/2002 σχετική έκθεση. Στην έκθεση αυτή εφέσεως, όπως από το περιεχόμενό της προκύπτει, ο ως άνω Εισαγγελέας δήλωσε ότι εφεσιβάλλει την ανωτέρω αθωωτική απόφαση επειδή "δεν εκτιμήθησαν επαρκώς από το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία και έτσι κηρύχθηκαν αθώοι, για το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφων ενώ έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι οι χ και η χ1, κατηγορούμενοι για παράβαση άρθρου 232 Α του Π.Κ, όπως επανήλθε σε ισχύ και υπεξαγωγή εγγράφου. Ειδικότερα προκύπτει ευθέως ότι η χ1 κατείχε αποδεδειγμένα την εκδοθείσα άδεια γάμου του εγκαλούντος ψ1, το διαβατήριό του και την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του συντηρητή. Η ιδία, όπως προκύπτει από το από ....... έγγραφο της Νομαρχίας Λέσβου, ως και την σημείωση με ημερομηνία 29/11/2000 περί παραλαβής της άδειας ηλεκτρολόγου από την νομαρχία Αθηνών, τα είχε παραλάβει από τις διάφορες υπηρεσίες και φύλαγε στην οικία τους, ιδιοκτησίας του επίσης κατηγορουμένου χ. Οι κατηγορούμενοι στις 10/10/2002 και μετά τη διάλυση του αρραβώνα της 1ης κατηγορουμένης και του εγκαλούντος, προκειμένου να βλάψουν τον εγκαλούντα, απέκρυψαν τα ως άνω έγγραφα, αν και ο εγκαλών είχε δικαίωμα ως κύριος αυτών να ζητήσει την παράδοση τους όπως και έπραξε". Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, οι κατηγο-ρούμενοι, δια των συνηγόρων τους, υπέβαλαν ένσταση απαραδέκτου της εφέσεως, διότι αυτή δεν περιείχε την απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.3 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ,και ειδικότερα ότι " τα αναφερόμενα στην έκθεση εφέσεως έγγραφα, τα οποία και αποτελούν την βάση της αιτιολογίας του κ. Εισαγγελέως, ήτοι από το από ....... έγγραφο της Νομαρχίας Λέσβου, ως και τη σημείωση με ημερομηνία 29/11/2000 περί παραλαβής της αδείας ηλεκτρολόγου από τη νομαρχία Αθηνών, δεν περιέχονται στο νόμιμο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και δεν κηρύχθηκαν αναγνωστέα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντιθέτως το πρώτο γίνεται χρήση αυτών από τον άσκησαντα την έφεση Εισαγγελέα. Τούτο όμως αποτελεί υπέρβαση εξουσίας του κ. Εισαγγελέως, καθ' όσον γίνεται χρήση μη νομίμου αποδεικτικού μέσου και το γεγονός αυτό συμπαρασύρει στο σύνολό της την αιτιολογία για την άσκηση της εφέσεως". Η ένσταση αυτή των κατηγορουμένων - εφεσιβλήτων απορρίφθηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με την εξής αιτιολογία: "Η έφεση κατά της με αριθμό 427/2006 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης ασκήθηκε παραδεκτά από τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Μυτιλήνης, καθόσον είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένος ο λόγος της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ.3 ΚΠΔ, δεδομένου ότι σ'αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αθωωτικής απόφασης, που είναι και η μόνη προϋπόθεση που απαιτείται σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη για να είναι τυπικά δεκτή η έφεση που ασκεί ο εισαγγελέας και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή". Ακολούθως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, πρόεβη στην εκδίκαση της υποθέσεως και κήρυξε, αθώο μεν τον κατηγορούμενο χ, ένοχη δε την κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα χ1 και της επέβαλε ποινή 4 μηνών , την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Η πιο πάνω αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο κατηγορούμενη - αναιρεσείουσα κηρύχτηκε αθώα για την πιο πάνω πράξη και, επιπλέον, δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της ως άνω αξιόποινης πράξης. Ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων συνιστά μεν λόγο εφέσεως, πρέπει όμως να προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αποφάσεως ως προς την εκτίμηση αυτών των αποδείξεων. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης και των πρακτικών της δίκης επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, το Δικαστήριο, προκειμένου να οδηγηθεί στην απαλλακτική για τους κατηγορούμενους κρίση του, έλαβε υπόψη του την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και την απολογία της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας χ1, που ήταν παρούσα κατά την διαδικασία. Τα έγγραφα δε τα οποία ανέγνωσε το Δικαστήριο και τα οποία έλαβε υπόψη του ήταν τα εξής . "α) η έκθεση προφορικής μήνυσης, β) η υπ' αριθμ. 111/01 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μυτιλήνης (διαδικ. ασφαλιστικών μέτρων), γ) οι ...... και ......... εκθέσεις επίδοσης του δικ. Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Μυτιλήνης ........ και δ) η υπ' αριθμ. ...... έκθεση αναγκαστικής εκτέλεσης του ίδιου δικ. Επιμελητή, που αναφέρονται κάτω από το κατηγορητήριο, καθώς και η υπ' αριθμ. πρωτ. .......... βεβαίωση της Ι. Μητροπόλεως Μηθύμνης, η οποία προσκομίσθηκε από το συνήγορο υπερασπίσεως".
Συνεπώς, εφόσον ο μοναδικός λόγος της έφεσης αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη η έφεση, πρέπει να μνημονεύονται, έστω και κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και οι συγκεκριμένες πλημμέλειες ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων αυτών, καθώς και τα κατ' ορθή εκτίμηση αυτών πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, στην έφεση του Εισαγγελέα, δεν μνημονεύονται οι αποδείξεις που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, ούτε γίνεται αναφορά ότι, με βάση τις αποδείξεις αυτές, προκύπτουν περιστατικά που θεμελιώνουν την ενοχή των κατηγορουμένων για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων και, επομένως, αυτοί, κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κρίθηκαν αθώοι. Αντίθετα , οι αποδείξεις που οδηγούν, κατά τον εκκαλούντα Εισαγγελέα, στην καταδικαστική για τους κατηγορουμένους κρίση, στηρίζονται στα αναφερόμενα στην έφεση έγγραφα, ήτοι στο από ........ έγγραφο της Νομαρχίας Λέσβου, και στην σημείωση με ημερομηνία 29/11/2000 περί παραλαβής της άδειας ηλεκτρολόγου από την Νομαρχία Αθηνών. Τα έγγραφα όμως αυτά δεν μνημονεύονται μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και, όπως ήταν φυσικό, δεν τα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο.
Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και ειδικότερα εγγράφων, που δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ότι προσκομίσθηκαν και αναγνώσθηκαν, ώστε να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, πρέπει να παρατηρηθεί, ότι στην κρινόμενη έφεση δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν, έστω και από τα αναφερόμενα σε αυτή έγγραφα, ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της αξιόποινης πράξης της υπεξαγωγής εγγράφου. Από πιο πάνω έγγραφα, όπως στην έφεση αναφέρεται, προκύπτει μόνο ότι οι κατηγορούμενοι κατείχαν τα έγγραφα αυτά και όχι, κατ' ανάγκη, ότι τα απέκρυψαν με σκοπό να βλάψουν τον πολιτικώς ενάγοντα. Κατά συνέπεια, η έφεση του Εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης στερείται της πιο πάνω απαιτούμενης αιτιολογίας. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με το να δεχθεί ως παραδεκτή την ανωτέρω έφεση και προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και κηρύξει ένοχη την κατηγορουμένη (αναιρεσείουσα), υπερέβη θετικά την εξουσία του. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο σχετικός πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. Αφού δε η απόφαση αυτή αναιρείται λόγω του απαραδέκτου της εφέσεως του Εισαγγελέα και η επανερχόμενη σε ισχύ πρωτόδικη απόφαση είναι αθωωτική, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, κατ' άρθρο 519 Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 154/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ