Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 4 / 2006    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Ανώνυμη εταιρία.




Περίληψη:
Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18 παρ. 2 (ή 22 παρ. 3) του ν. 2190/1920 για την εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας από τρίτο, αυτός είναι απλός πληρεξούσιος της εταιρίας και το πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας που του παρέχει την πληρεξουσιότητα, προς υποβολή εγκλήσεως για λογαριασμό της ή της δηλώσεως του άρθρου 22 παρ. 2 του ν. 2721/1999, ότι είναι επιθυμητή η δίωξη εκείνου που είχε αυτεπάγγελτα διωχθεί για έκδοση ακάλυπτης επιταγής (που εξομοιώνεται με έγκληση) και προσαρτάται στην έγκληση, πρέπει κατ’ αρχή να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα, η επικύρωση όμως από δικηγόρο του αντιγράφου του πρακτικού του Δ.Σ. της εταιρίας που φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του και προσαρτήθηκε στη δήλωση ότι η δίωξη είναι επιθυμητή (που ισοδυναμεί με έγκληση), ενέχει και βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών όλων των μελών του Δ.Σ. της εταιρίας. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, εκ της φερόμενης ως μη νομότυπης υποβολής της δήλωσης (έγκλησης) για το επιθυμητό της διώξεως (Ποιν. Χρ. ΝΣΤ/402).(Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)




ΑΡΙΘΜΟΣ 4/2006

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ)Β' ΣΥΝΘΕΣΗ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Στέφανο Γαβρά, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ελισάβετ Μουγάκου – Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Ρένα Ασημακοπούλου, Πλαστήρα Αναστασάκη, Σταύρο Γαβαλά, Ελένη Παναγιωτάκη – Εισηγήτρια και Αιμιλία Λίτινα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Χαρίτο, περί αναιρέσεως της 2591/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή. Ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2003 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 825/2003.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1314/2005 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. -Στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε με την 1314/2005 απόφαση του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 113 παρ. 1β΄ του ν. 1756/1988, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, διότι δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη έγκληση, μετά την παραδοχή του λόγου αυτού ως βασίμου με διαφορά μιας ψήφου. 2.- Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 περί επιταγής (όπως αντικαταστάθηκε με το ν.δ. 1325/72), «ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών». Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2408/1996, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 4-6-1996, προστέθηκε στο άρθρο 79 του ν. 5960/1933, όπως αυτό ισχύει μετά την παραπάνω αντικατάστασή του, παράγραφος 5, κατά την οποία η ποινική δίωξη (του εκδότη ακάλυπτης επιταγής) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε, ενώ, κατά το εδάφιο γ΄ αυτής, ορίστηκε ότι, για τις πράξεις έκδοσης ακάλυπτης επιταγής για τις οποίες, κατά τη δημοσίευση του νόμου (4-6-1996), έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά και η ποινική δίωξη παύει οριστικά, αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δεν δηλώσει ότι επιθυμεί τη συνέχισή της. Η δήλωση γίνεται στις αρχές της παραγράφου 2 του άρθρου 42 ΚΠΔ. Τέλος, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 2721/1999, το τελευταίο αυτό εδάφιο γ΄ του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996 αντικαταστάθηκε και ορίστηκε ότι η διαδικασία για τις παραπάνω πράξεις συνεχίζεται, «αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου», ενώ, με εκείνη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, προστέθηκε διάταξη κατά την οποία, αν η πιο πάνω δήλωση δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του νόμου (3-6-1999), δηλαδή μέχρι τις 3-12-1999, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά. Η παραπάνω δήλωση και η ανάκληση της έγκλησης γίνονται στις αρχές της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του ΚΠΔ. (Ας σημειωθεί ότι η προαναφερόμενη εξάμηνη προθεσμία παρατάθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 2743/1999, μέχρι τις 26-12-1999, λόγω των σεισμών της 7-9-1999). Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης επί της επιταγής, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιριών», όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. 174/1963, ορίζεται ότι «η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς», κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρίαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις». Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι «Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας», στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/95, «το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους». Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια, και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται [18 παρ. 1] το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο [22 παρ. 1] είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα όμως προς το άρθρο 18 παρ. 2 το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας, Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας [ΟλΑΠ 1096/76]. Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το διοικητικό συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/20, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του «εντολέα» και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ. Τα ίδια ισχύουν και για την κατά το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 2721/1999, δήλωση του δικαιούμενου σε έγκληση, ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατά του οποίου, αρχικά, η δίωξη αυτή είχε ασκηθεί αυτεπαγγέλτως, αφού η εν λόγω δήλωση ισοδυναμεί (προσομοιάζει ουσιαστικά) με την υποβολή έγκλησης.
3. -Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του βασίμου του προβαλλόμενου αναιρετικού λόγου, η ποινική δίωξη για την έκδοση των επίμαχων ακάλυπτων επιταγών ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσείοντος αυτεπάγγελτα, συνεπεία της από 22.9.95 αναφοράς της Τράπεζας Πίστεως. Ενόψει όμως των μεταγενέστερων διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2408/1996 και 22 παρ. 1 του ν. 2721/1999 την απαιτούμενη, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, δήλωση συνεχίσεως της διαδικασίας εναντίον του αναιρεσείοντος, υπέβαλε η κομίστρια των επιταγών Α.Ε. με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ Α.Ε.Ε.», με το από 26 Νοεμβρίου 1999 έγγραφο, το οποίο υπέγραψε και εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου, ο δικηγόρος Ρόδου Ζ1 , «υποβαλών συνημμένως το υπ' αριθμ. 56/15-11-1999 πρακτικό του Δ.Σ. της Α.Ε., και τα αναφερόμενα ΦΕΚ, ήτοι τα με αριθ. 1484/5.5.1993, 9206/2.12.1998 και 9210/2.12.1998, [τεύχη ΑΕ και ΕΠΕ)». Από το προαναφερόμενο πρακτικό, που προσκομίζεται σε ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου, προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω ΑΕ κατά τη συνεδρίασή του της 15-11-1999, στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος και τα λοιπά τέσσερα μέλη, «αφού έλαβε υπόψη του την εισήγηση του Προέδρου (που εξέθεσε ότι ο Χ1 είχε εκδώσει σε διαταγή της εταιρείας των, τις απαριθμούμενες ακάλυπτες επιταγές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δύο επίμαχες επί της Τραπέζης Πίστεως), μετά από συζήτηση, ομοφώνως αποφασίζει και δηλώνει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του Χ1 και για τον σκοπό αυτό παρέχει στον Ζ1 δικηγόρο, κάτοικο Ρόδου, την ειδική εντολή και το δικαίωμα, όπως εμφανιστεί ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου και δηλώσει για λογαριασμό της εταιρείας, ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του ως άνω Χ1, για την έκδοση των προαναφερόμενων ακάλυπτων επιταγών».
Εξάλλου, από τα επισυναφθέντα στην άνω δήλωση τρία ΦΕΚ [τεύχη ΑΕ και ΕΠΕ], με αριθ. 1484/5.5.1993, 9206/2.12.1998 και 9210/2.12.1998, στα οποία διαλαμβάνονται, αντιστοίχως, 1. ανακοινώσεις καταχώρησης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της σύστασής της ΑΕ με περίληψη του καταστατικού της, 2. τροποποιήσεις του καταστατικού αυτού, και 3. του από 26.5.1998 πρακτικού της Γ.Σ. περί εκλογής Δ.Σ., δεν προκύπτει ότι υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό που επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο την κατά το άρθρο 22 παρ. 3 μεταβίβαση εξουσιών του. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πρακτικό της Γ. Σ. της 26.5.98 [ΦΕΚ 9210/2.12.1998] ορίζονται συγκεκριμένα μέλη του Δ.Σ., τα οποία ανά δύο ή ένα από αυτά αλλά με τη σύμπραξη ενός εκ των δύο κατονομαζόμενων τρίτων, στα οποία δεν περιλαμβάνεται ο προαναφερόμενος δικηγόρος, «…δεσμεύουν και εκπροσωπούν την εταιρεία στις πάσης φύσεως συναλλαγές της με τρίτους…… και την εκπροσωπούν ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου…..υπό οποιαδήποτε ιδιότητα….». Περαιτέρω όμως δεν αναφέρει ότι επιτρέπεται στο Δ.Σ. να μεταβιβάζει τις εξουσίες του εν όλω ή εν μέρει [μεταξύ των οποίων και την εκπροσώπηση της εταιρείας] σε άλλα μέλη του ή σε τρίτους. 4.- Με τα δεδομένα αυτά, είναι φανερό, σύμφωνα και με όσα έχουν αναπτυχθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη, ότι ο προαναφερόμενος δικηγόρος ενήργησε ως απλός εντολοδόχος του Δ.Σ. της Α.Ε. για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης που του ανατέθηκε, και όχι ως υποκατάστατος του Δ.Σ. αυτής (ως όργανο εκπροσώπησης της Α.Ε), και επομένως ήταν αναγκαίο το εξουσιοδοτικό του έγγραφο, που υποβλήθηκε μαζί με τη δήλωση συνέχισης της δίκης, να φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής τους από Αρχή ή δικηγόρο. Η επικύρωση όμως από το δικηγόρο, του αναφερόμενου αντιγράφου του πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, το οποίο φέρει (κατά τη βεβαίωσή της) τις υπογραφές όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της και το οποίο ως εξουσιοδοτικό έγγραφο, προσαρτήθηκε στη δήλωση συνέχισης της δίκης, που ισοδυναμεί με έγκληση, ενέχει και βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών, όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας.
Συνεπώς, η κατά το άρθρο 22 του ν. 2721/99 δήλωση [έγκληση] εγκύρως υποβλήθηκε από τον εξουσιοδοτηθέντα με το άνω πρακτικό του Δ.Σ. δικηγόρο, Ζ1 και είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η ΄ του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας, λόγος της αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, και ειδικότερα προβάλλεται η ανυπαρξία στο άνω αντίγραφο του πρακτικού βεβαίωσης της γνησιότητας της υπογραφής των μελών του ΔΣ της παραπάνω εταιρείας. Κατά τη γνώμη όμως έξι μελών του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι των Αρεοπαγιτών Γεωργίου Ναυπλιώτη, Γεωργίου Φώσκολου, Ελένης Μαραμαθά, Δημητρίου Κιτρίδη, Γεωργίου Καλαμίδα, και Ελένης Παναγιωτάκη, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση η προς τον αναφερόμενο τρίτο εξουσιοδότηση χαρακτηρίζεται ως απλή εντολή, έπρεπε στο αντίγραφο του πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου που προσαρτήθηκε στην άνω δήλωση [έγκληση] να βεβαιώνεται και η γνησιότητα της υπογραφής των εντολέων - μελών του Δ.Σ., από δικηγόρο ή δημόσια κλπ. αρχή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 παρ. 2 του ΚΠΔ. Τέτοια βεβαίωση δεν υπάρχει. Ούτε καλύπτει την έλλειψη αυτή, η διαφορετική βεβαίωση ότι το προσαρτηθέν πρακτικό, αποτελεί «ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο το οποίο παρέβαλε και επικυρώνει» ο δικηγόρος Νικ. Κωστόπουλος. Επομένως, ο από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 Η΄ του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης έπρεπε κατά την ίδια γνώμη να κριθεί βάσιμος. 4.- Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, και αφού οι υπόλοιποι λόγοι της κρινόμενης από 30.1.2003 αίτησης αναίρεσης έχουν απορριφθεί από το Τμήμα και δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσίων στα δικαστικά έξοδα [άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ].

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30.1.2003 αίτηση του ..., για αναίρεση της 2591/31.10.2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2006.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2006.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή