Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1553 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ και η αίτηση αναιρέσεως.





Αριθμός 1553/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Καλογερά, περί αναιρέσεως της 26/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σπυρίδη.
Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαΐου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1022/2006.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Εξ άλλου, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε στην περίπτωση αυτή απαιτείται ο δόλος αυτός να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από έφεση που άσκησε ο ήδη αναιρεσείων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, δέχτηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και την απολογία του κατηγορουμένου), όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά πλειοψηφία, ότι ο κατηγορούμενος, στην ..... της Λάρισας, στις 20-10-2000, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον και δη στο λογιστή του, με προτροπές που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας, ήτοι να καταρτίσει πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και κατόπιν το χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, με πρόθεση προκάλεσε στο Γ1, με προτροπές που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα, την απόφαση, να καταρτίσει καταγγελία συμβάσεως εργασίας σε βάρος του εγκαλούντος Ψ1, κατοίκου ......, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας κατήγγειλε τη σύμβαση που υπήρχε μεταξύ του ανωτέρω και του κατηγορουμένου, για εργασία αορίστου χρόνου, με χρονολογία πρόσληψης την 23-7-1999 και με καταβολή αποζημίωσης το ποσό των 155.969 δραχμών, πείθοντας τον ανωτέρω να θέσει στη θέση του απολυομένου κατ' απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντα, χωρίς τη γνώση ή την εντολή του τελευταίου. Στην κατάρτιση του πλαστού αυτού εγγράφου προέβη ο λογιστής του κατηγορουμένου κατόπιν προτροπών και παραινέσεων αυτού, με, τις οποίες, ενόψει και της υπαλληλικής σχέσεως που τους συνέδεε, του προκάλεσε, όπως και ήθελε, την προς τούτο απόφαση, όπως ο τελευταίος καταθέτει. Η κατάρτιση της πλαστής αυτής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του πολιτικώς ενάγοντος είχε τις συνέπειες που αναφέρονται παρακάτω. Ειδικότερα, προέκυψε ότι την πράξη αυτή της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία έκανε με την επιδίωξη να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΟΑΕΔ Ελασσόνας σχετικά με το αναληθές και έχον έννομες συνέπειες γεγονός, ότι η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας με τον εγκαλούντα ήταν γνήσια, ότι κατά την παραπάνω ημερομηνία αυτός κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας με τον εγκαλούντα και ότι η καταγγελία αυτή απεικόνιζε την πραγματικότητα τόσο αναφορικά με το χρονικό διάστημα για το οποίο εργάστηκε ο εγκαλών στην επιχείρησή του, ενώ το αληθές ήταν ότι ο εγκαλών εργάστηκε στην επιχείρηση του κατηγορουμένου για το χρονικό διάστημα από 1-7-1998 έως 31-7-2001, όσο και για το ότι το καταβληθέν στον εγκαλούντα ποσό της αποζημίωσης για την απόλυσή του ήταν το νόμιμο, ενώ ο εγκαλών λάμβανε από τον εργοδότη του ως ημερομίσθιο το ποσό των 10.000 δραχμών και όχι ως μισθό το ποσό των 155,969 δραχμών.
Συνεπώς, η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, φέρει το χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία. Στη συνέχεια, δε κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία (άρθρα 46 παρ.1 εδ. α' και 216 παρ.1 ΠΚ) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την επιβαλλόμενη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αυτή περιέχει την αναφορά, ότι ο κατηγορούμενος, όντας εργοδότης, με πρόθεση προκάλεσε στο Γ1, λογιστή του, την απόφαση, να τελέσει την ανωτέρω άδικη πράξη, την οποία και διέπραξε. Από την έκθεση των περιστατικών αυτών, αυτονοήτως συνάγεται ότι η σύνταξη της ως άνω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του εγκαλούντος ήταν αποτέλεσμα της εκμεταλλεύσεως από τον κατηγορούμενο της επιβολής και επιρροής που αυτός ασκούσε, λόγω της ανωτέρω ιδιότητάς του, επί του παραπάνω λογιστή του. Ειδικώς, ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας στην ως άνω άδικη πράξη, ο οποίος περιλαμβάνει και τον ενδεχόμενο, δεν είναι αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής στο φυσικό αυτουργό της απόφασης, λόγω της επιβολής και επιρροής του ηθικού αυτουργού στο φυσικό αυτουργό, προς τέλεση από τον τελευταίο της διαπραχθείσας άδικης πράξης, ενώ αιτιολογείται ιδιαιτέρως και ο εγκληματικός σκοπός του ηθικού αυτουργού με την παράθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης των εξής περιστατικών "ειδικότερα, προέκυψε ότι την πράξη αυτή της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία έκανε με την επιδίωξη να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΑΕΔ Ελλασόνας σχετικά με το αναληθές και το έχον έννομες συνέπειες γεγονός, ότι, η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας με τον εγκαλούντα ήταν γνήσια, ότι κατά την παραπάνω ημερομηνία αυτός κατήγειλε τη σύμβαση εργασίας με τον εγκαλούντα και ότι η καταγγελία αυτή απεικόνιζε την πραγματικότητα, τόσο αναφορικά με το χρονικό διάστημα για το οποίο εργάστηκε ο εγκαλών στην επιχείρηση του κατηγορουμένου για το χρονικό διάστημα από 1-7-1998 έως 31-7-2001, όσο και για το ότι το καταβληθέν στον εγκαλούντα ποσό της αποζημίωσης για την απόλυσή του ήταν νόμιμο, ενώ ο εγκαλών λάμβανε από τον εργοδότη του ως ημερομίσθιο το ποσό των 10.000 δραχμών και όχι ως μισθό το ποσό των 155.969 δραχμών".
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως επικαλούμενος το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ. Η απλή όμως επίκληση της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που τον θεμελιώνουν δεν αρκεί και γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος. Ακολούθως, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί και η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 183 του ΚΠολΔ).

Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 26 Μαΐου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθ.26/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στα έξοδα του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, που ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή