Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αποπλάνηση ανηλίκου.
Περίληψη:
Αποπλάνηση προσώπου νεωτέρου των 15 ετών που είχε συμπληρώσει το 13ο έτος. Λόγοι αναίρεσης: 1) Έλλειψη ακρόασης από μη ανάγνωση - επισκόπηση φωτογραφιών. Δεν υποβλήθη αίτημα. 2) Απόλυτη ακυρότητα από παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής. Στον πρώτο βαθμό παρέστη η πολιτικώς ενάγουσα, πλην όμως προφανώς από παραδρομή δεν επιδικάστηκε η αιτηθείσα χρηματική ικανοποίηση. Στο δεύτερο βαθμό παρέστη και ζήτησε το ίδιο ποσό που της επιδικάσθηκε, όμως με τον νόμιμο τόκο από της εκδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως. Διατάσσεται η απάλειψη. 3) Έλλειψη αιτιολογίας (υφίσταται). 4) Δεκτός ο λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 339 παρ. 1γ΄ ΠΚ. Η παθούσα σε μερικότερη ασελγή πράξη είχε συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας της.
Αριθμός 1819/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντος με την υπ' αριθμ. 57/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σκλαβουνάκο, για αναίρεση της 31/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γλύκα. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 30 Απριλίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1004/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ λόγος αναίρεσης της απόφασης είναι και η κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ιδίου κώδικα έλλειψη ακροάσεως, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα επέρχεται στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο Εισαγγελέας ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα το οποίο ρητώς του παρέχει ο νόμος και το δικαστήριο αρνήθηκε σε οποιονδήποτε από αυτούς να το ασκήσει ή παρέλειψε ν' αποφανθεί σε σχετική αίτησή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αρ. 31/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (ανηλίκων) Πειραιώς, δεν προκύπτει ότι τέθηκε θέμα "επισκόπησης φωτογραφιών", καθόσον δεν αναφέρεται σ' αυτά ότι προσκομίσθηκαν από τον συνήγορο του αναιρεσείοντος κάποιες φωτογραφίες και ζητήθηκε από το Δικαστήριο να τις επισκοπήσει.
Συνεπώς, ο εκ του άνω άρθρου τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, για την πράξη της αποπλάνησης προσώπου νεωτέρου των 15 ετών, που είχε συμπληρώσει το 13ο έτος, το δε Δικαστήριο αποφάσισε την επί 3ετίαν αναστολή της επιβληθείσας ποινής.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του (άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η' Κ.Π.Δ) με το να μη μετατρέψει την επιβληθείσα ποινή, σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., είναι απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος, ενόψει του ότι η αποφασισθείσα επί 3ετίαν αναστολή της ποινής είναι μέτρο επιεικέστερο για τον αναιρεσείοντα της μετατροπής της ποινής.
ΙΙ.- Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 171 Κ.Π.Δ απόλυτη ακυρότητα η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, προκαλείται αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Περαιτέρω, κατά το άρ. 510 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., εκτός από τους αναφερόμενους στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου λόγους, μπορούν να προταθούν σε ό,τι αφορά το πολιτικό μέρος της απόφασης και οι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία, μεταξύ των οποίων είναι και ο από το άρθ. 559 αρ. 9 του Κ.Π.Δ., λόγος, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το Δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο και τρίτο λόγο των προσθέτων λόγων αναίρεσης, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι η πολιτική αγωγή ασκήθηκε το πρώτον στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με συνέπεια να επέλθη απόλυτη ακυρότητα από την παράσταση αυτή, επιπρόσθετα δε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, διότι, χωρίς να ζητηθεί από την παραστάσα πολιτικώς ενάγουσα, επιδίκασε το αιτηθέν ποσό των 44 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης (υπ' αρ. 536/2005 απόφαση του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Πειραιώς). Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της, δικογραφίας, η πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, παρέστη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζήτησε, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εκ του αδικήματος, το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όμως παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού της πολιτικής αγωγής, μετά την θετική περί αυτού πρόταση του Εισαγγελέως. Η ως άνω πολιτικώς ενάγουσα παρέστη εκ νέου στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και ζήτησε την επιδίκαση του ίδιου ως άνω ποσού των 44 ευρώ με επιφύλαξη, για τον ίδιο λόγο, το δε Δικαστήριο της επιδίκασε, το ως άνω ποσό και επί πλέον, χωρίς να ζητηθεί, της επιδίκασε το ποσό αυτό με το νόμιμο τόκο από την έκδοση της πρωτόδικης υπ' αρ. 536/2005 απόφασης του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων.
Αναφορικά με την αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας, επελθούσης συνεπεία της παράστασης, για πρώτη φορά, ενώπιον του κατ' έφεση δικάσαντος Δικαστηρίου, πολιτικής αγωγής, αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προαναφέρθηκε, η πολιτικώς ενάγουσα παρέστη νομίμως και στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζήτησε την επιδίκαση της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ενόψει όμως του ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρέλειψε να επιδικάσει την αιτηθείσα χρηματική ικανοποίηση και εφόσον, ως προς το σημείο αυτό, η πολιτικώς ενάγουσα δεν προσέβαλε την απόφαση με το ένδικο μέσο της έφεσης, η παράστασή της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο περιορίζεται στην υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας. Η επιδίκαση δε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο του ποσού των 44 ευρώ και μάλιστα, χωρίς να ζητηθεί με το νόμιμο τόκο από την έκδοση της υπ' αρ. 536/2005 απόφασης του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Πειραιώς (προφανώς για να καλυφθεί η παράλειψη του Δικαστηρίου αυτού) δεν ήταν σύννομη. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης του προσθέτου δικογράφου, από τα άρθρα 510 παρ. 2 του Κ.Π.Δ και 559 αρ. 9 του Κ.Πολ.Δικ. είναι ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απαλειφθούν οι σχετικές διατάξεις της με την παρούσα απόφαση, αφού δεν συντρέχει λόγος να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τούτο για νέα συζήτηση.
ΙΙ.- Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια. Πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στο οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α)είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β)αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό, κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 31/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (ανηλίκων) Πειραιώς και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται και με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και διατακτικού, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετία, για αποπλάνηση προσώπου νεωτέρου των δεκαπέντε (15) ετών, που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο (13) έτος, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: ¨Ο κατηγορούμενος, ενώ ήταν ανήλικος, με έχοντας συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος ενήργησε ασελγή πράξη με πρόσωπο νεώτερο των δεκαπέντε (15) ετών και ενώ είχε συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας της. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος είχε γνωρισθεί με την ανήλικη κόρη των εγκαλούντων .... και ...., Ψ1, η οποία γεννήθηκε στις 3-7-1986 και διατηρούσε μ' αυτή φιλική σχέση, μέσω κοινού γνωστού τους. Η πρώτη συνάντηση του κατηγορουμένου με τη Ψ1 έγινε στις 3-12-2000. Ο κατηγορούμενος από τις φιλικές αυτές σχέσεις που είχε αναπτύξει με τη Ψ1 γνώριζε ότι αυτή τότε ήταν 14 ετών. Εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία τους, οδήγησε αυτή στη οικία του στον Πειραιά και εντός το δωματίου του, ενήργησε αρχικά ασελγείς πράξεις σ' αυτή, προβαίνοντας σε θωπείες και φιλώντας την στο πρόσωπο και στη συνέχεια στις 20-5-2001 και 29-7-2001, οδήγησε και πάλι αυτή στην οικία του και εντός του δωματίου του έπεισε αυτή να έχουν ολοκληρωμένη κατά φύση σεξουαλική επαφή, στις ανωτέρω δε πράξεις προέβη με σκοπό να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή του. Αφότου ο κατηγορούμενος ήλθε σε πλήρη σεξουαλική επαφή με τη Ψ1, άρχισε να γνωστοποιεί τούτο σε φίλους και γνωστούς του. Τελικά, η ενέργεια των παραπάνω ασελγών πράξεων περιήλθαν και σε γνώση των εγκαλούντων γονέων της ανήλικης στις 8-9-2001 από πληροφορίες του γυιού τους και αδελφού της κόρης τους Ψ1. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται. Ο κατηγορούμενος όμως έχοντας συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του κατά την τέλεση της ως άνω πράξεως και εισαγόμενος σε δίκη μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας του, πρέπει να αντιμετωπισθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 130 παρ. 1 ΠΚ και να επιβληθεί σ' αυτόν η ποινή που προβλέπεται για την πράξη που τελέστηκε, ελαττωμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 ΠΚ".
Με τις παραδοχές του αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την επί μέρους πράξη της κατ' εξακολούθηση αποπλάνησης, που φέρεται να τελέσθηκε στις 20-5-2001, διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται με τρόπο σαφή, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποπλάνησης προσώπου νεώτερου των δέκα πέντε ετών, που είχε συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά τα περιστατικά, χωρίς το Δικαστήριο να έχει την υποχρέωση να προσδιορίσει τι συγκεκριμένα έχει προκύψει από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, προσδιορίζεται η ηλικία της παθούσας, περιγράφονται οι ασελγείς πράξεις, η γνώση της ηλικίας της παθούσας από τον κατηγορούμενο, καθώς και ο σκοπός της ικανοποίησης της γενετήσιας επιθυμίας του, Συνεπώς, η ως άνω συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, όσον αφορά την πράξη της 20-5-2001, ορθώς υπήχθη στη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1γ' του Π.Κ., η οποία σωστά εφαρμόσθηκε και δεν παραβιάστηκε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Επομένως, ο πρώτο λόγος αναίρεσης του κυρίου δικογράφου και ο πρώτος λόγος αναίρεσης των προσθέτων λόγων αναίρεσης με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ πλημμέλεια, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Περαιτέρω, ως προς την επί μέρους πράξη της 29-7-2001, με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται πρόδηλον ότι εσφαλμένα εφαρμόσθηκε η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 γ' του ΠΚ και τούτο διότι, αν και σαφώς η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι η ανήλικη είχε γεννηθεί στις 3-7-1986 και ως εκ τούτου, στις 29-7-2001, αυτή ήταν πρόσωπο μεγαλύτερο των δεκαπέντε ετών, εν τούτοις το Δικαστήριο υπήγαγε την προαναφερθείσα συμπεριφορά του κατηγορουμένου στην ως άνω διάταξη και το κήρυξε συνακόλουθα ένοχο και για τη μερικότερη αυτή πράξη.
Συνεπώς, ο εκ άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., δεύτερος λόγος αναίρεσης του πρόσθετου αυτής δικογράφου, με τον οποίο προβάλλονται οι σχετικές αιτιάσεις, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την προαναφερθείσα επί μέρους πράξη και την ποινή που του επιβλήθηκε και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρ. 519 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αρ. 31/3007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (ανηλίκων) Πειραιώς, κατά το μέρος που δι' αυτής κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων Χ1 για τη μερικότερη πράξη της αποπλάνησης προσώπων νεωτέρου των δεκαπέντε ετών και ανάγεται στην 29-072001, καθώς και ως προς την ποινή που επιβλήθηκε.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απαλείφει από την ως άνω απόφαση τη διάταξη περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης στην πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, ύψους 44 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης 536/2005 του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Πειραιώς.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά των υπ' αρ. 302/2007 αίτηση αναίρεσης και τους από 30-4-2008 πρόσθετους λόγους του Χ1, κατά της ως άνω αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (ανηλίκων) Πειραιώς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ