Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1844 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Υπεξαίρεση, Τραπεζική επιταγή.




Περίληψη:
Ασφαλιστικός πράκτορας. Σύμβαση εντολής. Αδικήματα: Κακουργηματική υπεξαίρεση και έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Απορρίπτει αναίρεση για: α) υπέρβαση εξουσίας. Η έγκληση υποβλήθηκε εντός της τρίμηνης προθεσμίας από την ημέρα εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα, β) Έλλειψη αιτιολογίας.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1844/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνου Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, που ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαϊου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2301/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1995/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 168/8.4.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 266/26-11-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθμ. 2301/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 300/2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 987/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για υπεξαίρεση εμπιστευμένου στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του σαν εντολοδόχου και με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πληρεξούσιο του κατηγορουμένου που είχε προς τούτο ειδική εντολή η οποία προσαρτάται στην αίτηση αναίρεσης και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της υπέρβασης εξουσίας και της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 εδ στ. και δ ΚΠΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρεται στην αίτηση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα α. εσφαλμένα τον παρέπεμψε για να δικαστεί και για τον συρρέον έγκλημα της έκδοση ακάλυπτης επιταγής αντί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη για την πράξη αυτή καθ' όσον η προς δίωξη έγκληση από τον δικαιούχο υποβλήθηκε μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας και β. δεν περιέχει επιβαλλόμενη αιτιολογία διότι δεν αναφέρεται πουθενά ότι λήφθηκε υπ' όψη και αξιολογήθηκε έγγραφο της εγκαλούσας εταιρείας από το οποίο προέκυπτε μερική καταβολή του ποσού το οποίο φέρεται ότι υπεξαιρέθηκε και το οποίο αφ' ενός μεν αλλάζει το ποσό το οποίο φέρεται ότι υπεξαιρέθηκε αλλά και αλλοιώνει και την μορφή της πράξης γιατί το εναπομένον ποσό είναι σημαντικά μικρότερο από το αρχικά υπολογισθέν μη δυνάμενο αντικειμενικά να χαρακτηρισθεί σαν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με συνέπεια την μετατροπή της πράξης σε απλή πλημμεληματική υπεξαίρεση, όπως επίσης στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρεται σε θεμελιωτικά περιστατικά της υποκειμενικής υπόστασης της υπεξαίρεσης αφού δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ο δόλος του για την διάπραξη της συγκεκριμένης πράξης αλλά αναφέρεται στα περιστατικά τα οποία αναφέρονται στην πρόταση του Εισαγγελέα την οποία επανέλαβε αντί αιτιολογίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 117 του ΠΚ κατά την οποία όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε και η προθεσμία αυτή υπολογίζεται βάση των διατάξεων του Α.Κ., προκύπτει ότι η προθεσμία για την υποβολή της έγκλησης όπου απαιτείται είναι τρίμηνη και αρχίζει από την ημέρας που ο δικαιούχος έλαβε γνώση της εις βάρος του πράξης και τελειώνει την αντίστοιχη ημέρα της τρίμηνης προθεσμίας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 375 & 1 ΠΚ όπως ισχύει ''τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. 'Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ''παράνομη ιδιοποίηση ξένου ολικά ή μερικά κινητού πράγματος που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη καθ' οιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με τον δράστη κυριότητα όπως αυτή διαπλάσσεται από τον Αστικό Κώδικα). Τέτοια περίπτωση είναι και τα χρήματα τα οποία περιέρχονται στον δράστη με την εντολή της είσπραξης τους και της απόδοσης τους στον εντολέα αλλά αυτός τα ιδιοποιείται (ΑΠ 277/2007, ΑΠ 394/2003, ΑΠ 1015/200, μεταξύ δε αυτών τους οποίους συνδέει σχέση εντολής και ενεργούν σαν εντολοδόχοι και διαχειριστές ξένης περιουσίας είναι και οι ασφαλιστικοί πράκτορες (ΑΠ 1426/2004 , ΑΠ 1426/2004 Α Π 492/2003).
Εξ ετέρου κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία , στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου όπως επίσης και οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, όπως και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και εκ πλαγίου παράβαση υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Στην προκειμένη περίπτωση από τα ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι κατά του κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακουργηματική υπεξαίρεση συνισταμένη στο ότι ο αναιρεσείων συνήψε με την εγκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία σύμβαση σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων σαν ασφαλιστικός πράκτορας θα προέβαινε στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων στο όνομα της εταιρείας αντί των αναλυτικά στην σύμβαση αναφερομένων ποσοστών προμήθειας για κάθε κλάδο ασφάλισης με την σύγχρονη υποχρέωση καταβολής στην μηνύτρια εντός 60 ημερών από το τέλος του μήνα κίνησης, του συνόλου των μικτών ασφαλίστρων αφαιρουμένων των παραπάνω προμηθειών του μαζί και τα πρωτότυπα των ασφαλιστικών συμβολαίων. Ο αναιρεσείων για το χρονικό διάστημα από του μηνός Μαΐου 2004 έως τον Ιανουάριο του 2005 δεν κατέβαλλε στην εγκαλούσα εισπραχθέντα ασφάλιστρα ύψους 17.646 αν και τα είχε εισπράξει από τους ασφαλισμένους. Ο αναιρεσείων προς κάλυψη μέρους των οφειλομένων όταν η εγκαλούσα διαπίστωσε την υπαίτια καθυστέρηση των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών τις οποίες είχε εισπράξει και δεν είχε αποδώσει εξέδωσε σε διαταγή της την με αριθμ. ...... επιταγή της τράπεζας Εurοbank η οποία εμφανίστηκε για πληρωμή την 23-12-2004 και παρέμεινε απλήρωτη λόγω ελλείψει κεφαλαίων. Η εγκαλούσα μετά ταύτα του επέδωσε εξώδικη διαμαρτυρία - δήλωση - πρόσκληση και κάλεσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλλει το ποσό των μη αποδοθέντων ασφαλίστρων τα οποία ανερχόταν στο ποσό των 17.646,71 ευρώ ο οποίος όμως ουδέποτε απέδωσε το ποσό αυτό στην εγκαλούσα εκδηλώσας και με τον τρόπο αυτό πλέον της μη εμπρόθεσμης απόδοσης των ασφαλίστρων την πρόθεση ιδιοποίησης τους. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την μη ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην απαλλακτική κρίση του για την παράβαση των άρθρων 375 παρ. 1β, 2, 45 και 372 παρ. 1β Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, απορριπτομένων των περί αντιθέτου αιτιάσεων του αναιρεσείοντα.
Ο αναιρεσείων παραπονείται και προβάλλει ότι η έγκληση που υποβλήθηκε εναντίον του είναι εκπρόθεσμη και ότι η ποινική δίωξη κατά αυτού για την πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής έπρεπε να παύσει οριστικά εκ του λόγου αυτού. Από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου βουλεύματος και την έκθεση αναίρεσης σε συνδυασμό προς το επίδικη επιταγή προκύπτει ότι η επί της επιταγής βεβαίωση της μη πληρωμής λόγω με ύπαρξης των απαιτουμένων κεφαλαίων έχει ημερομηνία την 23-12-2004 και από της ημερομηνίας αυτής αρχίζει να τρέχει η τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή της κατά τον νόμο απαιτούμενης έγκλησης και τελειώνει την αντίστοιχη ημέρα του τριμήνου δηλ την 23-3-2005 η οποία είναι και η ημέρα κατά την οποία υποβλήθηκε η αναφερόμενη έγκληση και κατά ταύτα η προβαλλόμενη αιτίαση για το εκπρόθεσμο της έγκλησης είναι αβάσιμο. Περαιτέρω προβάλλεται η αιτίαση περί του ότι προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έλαβε υπ' όψη και δεν εκτίμησε έγγραφο από το οποίο κατά τον αναιρεσείοντα προκύπτει μερική καταβολή η οποία κατά αυτόν ασκεί επιρροή καθ' όσον μεταβάλλει τον χαρακτήρα της πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα γιατί το εναπομένον ποσό είναι εξ αντικειμένου μικρό και ως εκ τούτου θα εξέλειπε η επιβαρυντική περίπτωση του ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσού.
Από το προσβαλλόμενο βούλευμα και συγκεκριμένα από την ενσωματωμένη πρόταση του Εισαγγελέα προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό αναφέρεται όχι ονομαστικά αλλά κατά περιεχόμενο καθ' όσον γίνεται ρητή αναφορά στην από τον αναιρεσείοντα φερομένη καταβολή την οποία απορρίπτει σαν τέτοια λόγω του ότι το ποσό αυτό δεν αποτελεί αφ' ενός μεν καταβολή ασφαλίστρων γιατί η καταβολή αυτή δεν έγινε για την απόδοση των οφειλομένων ασφαλίστρων αλλά για την αναστολή πλειστηριασμού άλλά και ότι η καταβολή αυτή έγινε μεταγενέστερα της υποβολής της έγκλησης και έτσι δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτήρα της πράξης. Ωσαύτως και οι αναφερόμενες αιτιάσεις περί του ότι το βούλευμα δεν περιέχει αιτιολογία γιατί παραπέμπει στην πρόταση του Εισαγγελέα είναι αβάσιμες καθ' όσον το βούλευμα περιέχει πλήρη και σαφή αιτιολογία με την αναφορά στις σκέψεις της ενσωματωμένης πρότασης του Εισαγγελέα στην οποία εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά καθ' όσον η πρόταση του εισαγγελέα ενσωματώνεται στο βούλευμα και αποτελεί με αυτό ένα ενιαίο σύνολο. Δια ταύταΠροτείνω Α. Να απορριφθεί η με αριθμ. 266/26-11-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθμ. 2301/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ' ουσία η με αριθμ. 300 /2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 987/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα.
Αθήνα την 10-2-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, κατά μεν το άρθρο 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1α του ν. 2408/4-6-1996, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής διώκεται μόνον κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής, κατά δε το άρθρο 117 παρ. 1 Π.Κ., όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται, αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα, που έλαβε γνώση της τελεσθείσας πράξης και του τελέσαντος αυτήν προσώπου ή κάποιου συμμετόχου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, επί του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, η τρίμηνη προθεσμία της έγκλησης για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του υπαιτίου αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία ο κομιστής της εν λόγω επιταγής, γνωρίζοντας τον εκδότη της, που προκύπτει από το κείμενο του τίτλου, έλαβε γνώση της έλλειψης αντικρύσματος προς πληρωμή της και τούτο συμβαίνει όταν, εμφανίσας εμπροθέσμως την επιταγή προς πληρωμή, η τελευταία δεν πληρώνεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι, με το υπ' αρ. 987/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο επικυρώθηκε με το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 2301/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, παραπέμφθηκε για να δικαστεί και για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και συγκεκριμένα της υπ' αρ. .... επιταγής της Τράπεζας EFG Eurobank Ergasias, με χρόνο έκδοσης την 20-12-2004. Ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε εμπροθέσμως, στις 21-12-2004, στην ως άνω Τράπεζα και δεν πληρώθηκε, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, πράγμα που επιβεβαιώθηκε με σχετική βεβαίωση της τελευταίας, επί του σώματος της επιταγής, η δεν εναντίον του υποβληθείσα έγκληση, της εγκαλούσας εταιρείας, υποβλήθηκε στις 23-3-2005, ήτοι μετά την πάροδο της κατά τα άνω προβλεπόμενης τρίμηνης προθεσμίας, με συνέπεια την εξάλειψη του αξιοποίνου της ως άνω πράξεως, το δε Συμβούλιο των Εφετών Αθηνών, με το να μην παύσει οριστικά την κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ Κ.Π.Δ., δηλαδή της υπέρβασης εξουσίας. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, από την επισκόπηση του προσβαλλομένου βουλεύματος, στο οποίο υφίστανται παραδοχές για το χρόνο εμφάνισης της επίδικης επιταγής προς πληρωμή στην ως άνω Πληρώτρια Τράπεζα, όπως και της επίδικης επιταγής, προκύπτει ότι η επ' αυτής (επιταγής) βεβαίωση της μη πληρωμής, λόγω μη ύπαρξης διαθεσίμων κεφαλαίων, έχει ημερομηνία την 23-12-2004 και από της ημερομηνίας αυτής (γνώση της έλλειψης αντικρύσματος), αρχίζει θα τρέχει η τρίμηνη προθεσμία, για την υποβολή της κατά νόμο απαιτούμενης έγκλησης και τελειώνει την αντίστοιχη ημέρα του τριμήνου, δηλαδή την 23-3-2005, η οποία είναι και η ημέρα κατά την οποία υποβλήθηκε και η σχετική έγκληση της δικαιούμενης προς τούτο εταιρείας, με την επωνυμία "ΑΙΓΑΙΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ".

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) το κινητό πράγμα να είναι ξένο ολικά ή εν μέρει, δηλαδή να βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα κατά την έννοια του αστικού δικαίου. Τέτοια περίπτωση είναι και τα χρήματα, τα οποία περιέρχονται στο δράστη με την εντολή της είσπραξής τους και της απόδοσής τους στον εντολέα, αλλά αυτός τα ιδιοποιείται, μεταξύ δε αυτών τους οποίους συνδέει σχέση εντολής και ενεργούν σαν εντολοδόχοι και διαχειριστές ξένης περιουσίας, είναι και οι ασφαλιστικοί πράκτορες, β) να είχε περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στο δράστη και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) να έγινε παράνομη ιδιοποίηση αυτού από τον τελευταίο, δηλαδή η ιδιοποίηση να έγινε χωρίς συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο και δ) να υπάρχει δόλια προαίρεση του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του με την οποία εξωτερικεύεται η θέλησή του να ενσωματώσει στην περιουσία του το ξένο κινητό πράγμα, που βρίσκεται στην κατοχή του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας". Κατά τη διάταξη αυτή το έγκλημα της υπεξαιρέσεως μορφοποιείται σε κακούργημα, όταν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Περαιτέρω, έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., υφίσταται, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αγοραστούν την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την αξιόποινη πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 2301/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 6-8-2002 στην Αθήνα καταρτίστηκε σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορείας μεταξύ της μηνύτριας ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΙΓΑΙΟΝ Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία" εδρεύουσας στη Γλυφάδα Αττικής (οδ. Λ. Βουλιαγμένης αρ. 100) και του κατηγορουμένου. Με αυτή συμφωνήθηκε, όπως ο κατηγορούμενος, ως ασφαλιστικός πράκτορας, διαμεσολαβεί στην κατάρτιση, επ' ονόματι της εταιρείας, συμβάσεων ασφαλιστικών, αντί των συμφωνηθέντων και αναλυτικά αναφερομένων στη σύμβαση ποσοστών προμηθείας για κάθε κλάδο ασφάλισης. Ο κατηγορούμενος, ανέλαβε την υποχρέωση, βάσει ρητής διάταξης της σύμβασης (άρθρο 5 παρ. 5, 4), να καταβάλλει στη μηνύτρια, το αργότερο εντός εξήντα (60) ημερών από το τέλος του μήνα κινήσεως (χρέωσης), το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων του μήνα, αφαιρουμένων των προμηθειών που του αναλογούσαν. Ακόμη είχε συμφωνηθεί (άρθρο 3 παρ. 3.3) ότι ο πράκτορας έχει υποχρέωση να στέλνει στην εταιρεία για ακύρωση μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, τα πρωτότυπα ασφαλιστήρια έγγραφα που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά τα οποία δεν έχουν γίνει αποδεκτά από τους τελευταίους και ως εκ τούτου δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα. Η από τον κατηγορούμενο απόδοση των υπ' αυτού εισπραχθέντων ασφαλίστρων στην μηνύτρια, γινόταν εντός εξήντα ημερών μετά το τέλος κάθε μήνα που έκλεινε ο λογαριασμός παραγωγής των ασφαλίστρων (μήνας κινήσεως), και μετά από την αφαίρεση της αναλογούσας στον κατηγορούμενο προμήθειας (άρθ. 5 παρ. 5.4 της συμβάσεως). Εξάλλου σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω συμβάσεως και ειδικότερα σύμφωνα με το άρθ. 5.1 αυτής, ο κατηγορούμενος ήταν υποχρεωμένος να εισπράττει τα ασφάλιστρα εκ των συναφθεισών από τον ίδιο ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό της εταιρείας, όπως αυτά υπολογίζονταν και αναγράφονταν στα ασφαλιστήρια συμβόλαια ή τις πρόσθετες πράξεις που του παρέδιδε η ίδια η αντισυμβαλλόμενη του εταιρεία. Επίσης ορίστηκε στην ανωτέρω σύμβαση, άρθ. 5.2 αυτής, όπως τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα από τον ίδιο για το χρονικό διάστημα που παραμένουν στα χέρια του να λογίζονται ως παρακαταθήκη και ο ίδιος (ασφαλιστικός πράκτορας) να ευθύνεται απέναντι στην εταιρεία ως θεματοφύλακας. Όπως προέκυψε όμως από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού ο κατηγορούμενος είχε καθήκοντα διαμεσολαβήσεως στην κατάρτιση ασφαλιστηρίων συμβολαίων και εισπράξεως αντιστοίχων ασφαλίστρων έναντι συμφωνημένης κατά κλάδο προμηθείας επί των καθαρών ασφαλίστρων. Είχε μάλιστα, κατά τα συμφωνηθέντα, συγκεκριμένες υποχρεώσεις έναντι της αντισυμβαλλομένης του εταιρείας - μηνύτριας - ενεργούσε δηλ. ως πληρεξούσιος αυτής με εξουσία αντιπροσωπεύσεως και δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλιών εκ μέρους του ενώ ήταν υπεύθυνος τόσο για την είσπραξη των ασφαλίστρων όσο και για την τυχόν καθυστέρηση αποδόσεώς τους στην τελευταία.
Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ουδέποτε ενήργησε ως θεματοφύλακας, ούτε η σύμβαση μεταξύ τους λειτούργησε ως αστική σύμβαση παρακαταθήκης, και ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί. Αντίθετα διαφαίνεται σαφώς ότι καταρτίστηκε σύμβαση εντολής μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Όπως, προκύπτει, τόσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων, όσο και από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ο κατηγορούμενος ήδη από τον Ιανουάριο του 2004 καθυστερούσε να αποδίδει στην εταιρεία, κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, όπως αυτά προέκυπταν από την αφαίρεση του ποσού της προμήθειάς του, και στη συνέχεια σταμάτησε να αποδίδει τα εισπραττόμενα από τον ίδιο ασφάλιστρα. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα πινάκια παραγωγής ασφαλίστρων, για το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 2004 έως τον Ιανουάριο του 2005 το υπόλοιπο ασφαλίστρων προς απόδοση εκ μέρους του κατηγορουμένου ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 17.646,71 ευρώ, ποσό το οποίο, αν και ο ίδιος εισέπραξε, ουδέποτε απέδωσε, ως όφειλε. Ο ίδιος μάλιστα, προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να μην γίνει αντιληπτή η πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί τα χρήματα, ώστε να μην στραφεί εναντίον του η μηνύτρια εταιρεία, όταν η τελευταία διαπίστωσε την μη καταβολή εκ μέρους του των εισπραττομένων από τον ίδιο ασφαλίστρων, εξέδωσε την με αριθμό ..... επιταγή της τράπεζας Eurobank για ποσό 9.893,42 ευρώ με χρέωση του με αριθμό...... τηρουμένου από τον ίδιο τραπεζικού λογαριασμού στην ανωτέρω τράπεζα σε διαταγή της μηνύτριας εταιρείας. Η επιταγή, όμως, αυτή, αν και εμφανίστηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή από την τελευταία, δεν πληρώθηκε λόγω ανεπαρκούς υπολοίπου του λογαριασμού του κατηγορουμένου, όπως αυτό βεβαιώνεται στην από ..... βεβαίωση της πληρώτριας τράπεζας επί του σώματος της επιταγής. Στη συνέχεια η μηνύτρια εταιρεία με την από 4-2-2005 εξώδικη διαμαρτυρία - καταγγελία πρόσκληση της, γνώρισε στον κατηγορούμενο ότι το συνολικό χρεωστικό του υπόλοιπο ανέρχεται στο ποσό των 17.646,71 ευρώ, καλώντας τον ταυτόχρονα να της τα καταβάλει, εντός πέντε ημερών από την επίδοση της διαμαρτυρίας, καταγγέλοντας ταυτόχρονα και την μεταξύ τους σύμβαση πρακτορείας, ως είχε δικαίωμα. Το ποσό αυτό αποτελούσε τα ασφάλιστρα που εισέπραξε ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάϊο 2004 έως τον Ιανουάριο 2005 και έπρεπε κατά τους όρους της σύμβασης να αποδοθούν στην μηνύτρια ασφαλιστική εταιρία. Ο κατηγορούμενος όμως ουδέποτε τα απέδωσε στην εντολέα του ασφαλιστική εταιρεία και έτσι από 9-2-2005 εξεδήλωσε τη βούληση υπεξαιρέσεως του ανωτέρω ποσού των ασφαλίστρων. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι η μη καταβολή του ανωτέρω ποσού στην μηνύτρια οφείλεται στο γεγονός ότι οι "μεγαλύτεροι συνεργάτες του" άρχισαν συστηματικά να καθυστερούν την καταβολή στον ίδιο των ασφαλίστρων από τα συμβόλαια που παρέδιδαν στους πελάτες, με αποτέλεσμα ο ίδιος να περιέλθει σε δεινή οικονομική δυσχέρεια, ενώ ουδέποτε αρνήθηκε την ανωτέρω οφειλή του προς την μηνύτρια εταιρία, δεν είναι βάσιμος και πειστικός. Τούτο δε διότι, ναι μεν ο ίδιος προσδιορίζει τους συνεργάτες του στην υπό κρίση έφεσή του, πότε άρχισαν οι τελευταίοι να μην είναι συνεπείς απέναντί του, αναφέρει δε και συγκεκριμένα ποσά που οι τελευταίοι του όφειλαν και από ποια αιτία, όμως δεν προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, ότι τα ποσά αυτά τα εισέπραξαν οι συνεργάτες του και δεν του τα απέδωσαν. Ούτε προκύπτει εάν στράφηκε εναντίον τους για την είσπραξη των οφειλομένων και πότε. Κανένα σχετικό έγγραφο δεν προσκομίζει για την ενίσχυση του ανωτέρω ισχυρισμού του. Επίσης, παντελώς αόριστα, αναφέρει, ότι εξ αρχής αποδέχθηκε το γεγονός ότι πράγματι οφείλει το ανωτέρω ποσό στην μηνύτρια με επιστολές του προς αυτήν, ότι τελικά συμφώνησαν στην τμηματική καταβολή της οφειλής του, χωρίς να προσκομίζει κανένα έγγραφο και χωρίς κανείς υπάλληλος της εταιρείας να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του. Οι καταβολές που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος ότι προέβη προς την μηνύτρια προσκομίζοντας και τις σχετικές επιταγές προς απόδειξη του ισχυρισμού του, αναφέρονται σε άλλη αιτία, εξάλλου έγιναν πολύ αργότερα την 20 και 25-7-2005 και συγκεκριμένα έγιναν προκειμένου να ανασταλεί ο προσδιορισθείς την 13-6-2005 από την μηνύτρια εταιρεία πλειστηριασμός ακινήτου του. Το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό των ασφαλίστρων, 17.646,71 ευρώ είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ο εκκαλών τα είχε εισπράξει για λογαριασμό της μηνύτριας, στην κυριότητα της οποίας ανήκαν, τα ποσά αυτά δε του τα είχε εμπιστευθεί η τελευταία, στα πλαίσια συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορείας, δηλαδή συμβάσεως που διέπεται από τις περί εντολής διατάξεις, ο ίδιος δε είχε την ιδιότητα του (εμπορικού) εντολοδόχου κα αυτός με την ιδιότητα αυτή εκδήλωσε τη βούληση υπεξαιρέσεως του ανωτέρω ποσού άπαξ και εμπράκτως στις 9-2-2005, δηλ. μετά την επέλευση των αποτελεσμάτων της από 4-2-2005 καταγγελίας της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας". Στη συνέχεια δε κατέληξε ότι ορθά παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με το εκκαλούμενο πρωτόδικο βούλευμα, για τις πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, καθώς και της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ήτοι για παράβαση των άρθρων 375 παρ. 2 εδ. α-1 Π.Κ. και 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού σ' αυτό εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους, τα περιστατικά αυτά, τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, δηλαδή στις διατάξεις των άρθρων 375 παρ. 2 εδ. α-1 Π.Κ. και 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933. Είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι δεν ελήφθη υπόψη η από 25-5-2007 δήλωση της εγκαλούσας εταιρείας, σύμφωνα με την οποία εισέπραξε από τον αναιρεσείοντα ποσό ύψους 9.893 ευρώ, σε εκτέλεση της υπ' αρ. 326/2006 διαταγής πληρωμής, καθόσον, από τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, προκύπτει το αντίθετο, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, η ως άνω καταβολή, δεν αφορά το ποσό που αυτός ιδιοποιήθηκε παράνομα, αλλά έγινε για άλλη αιτία και συγκεκριμένα για να ανασταλεί ο προσδιορισθείς την 13-6-2005 από την εγκαλούσα εταιρεία πλειστηριασμός ακινήτου του. Επίσης, εξειδικεύεται πλήρως η βούληση του αναιρεσείοντος να ενσωματώσει στην περιουσία του το ποσό των 17.646,71 ευρώ, που ανήκε στην εγκαλούσα εταιρεία και η πρόθεσή του αυτή εκδηλώθηκε εμπράκτως την 9-2-2005, ήτοι μετά την επέλευση των αποτελεσμάτων της από 4-2-2005 καταγγελίας της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας. Τέλος, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας, γιατί το Συμβούλιο αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, ενόψει του ότι, η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου του βουλεύματος και σ' αυτή εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση,με την οποία επιτρεπτώς συντάσσεται και το Συμβούλιο. Οι περαιτέρω αιτιάσεις, όπως η άρνηση της κατηγορίας της υπεξαίρεσης, καθώς και οι λοιπές ουσιαστικές εκτιμήσεις, είναι απαράδεκτες, διότι ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία (εκτίμηση) απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχικής κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 266/2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αρ. 2301/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή