Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2387 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και το Δικαστήριο της ουσίας δεν στέρησε την εν λόγω απόφασή του από νόμιμη βάση. Απορρίπτεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος αναιρέσεως. Επίσης το ίδιο Δικαστήριο προέβη στην ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 363-363 Π.Κ., ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα στηριζόμενος στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ Κ.Π.Δ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος κατ’ ουσία ως αβάσιμος.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2387/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Γκουτίδη περί αναιρέσεως της 500/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 623/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιου άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. "Τιμή" είναι το αγαθό, όνομα ή (η) εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ' αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό, όνομα η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο, στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 500/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 20-8-2005 ο Χ Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου (1ος κατ/νος) της εταιρείας με την επωνυμία "ΜΑΝΚΑΝ ΑΕ", η οποία εκδίδει στην Αθήνα το πανελλαδικής κυκλοφορίας περιοδικό με τον τίτλο "......" δημοσίευσε στο τεύχος ..... μηνός Αυγούστου 2005 του πιο πάνω περιοδικού και δη στο εξώφυλλο αυτού (περιοδικού) την φωτογραφία μιας γυναίκας με μόνη ένδυση τα εσώρουχά της και στο δεξιό μέρος του εξωφύλλου σ' ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο "κλισέ" διαστάσεων 4 χ 6 εκατοστά τύπωσε την φωτογραφία του προσώπου του εγκαλούντος - Α, σε οριζόντια δε κάτω από την φωτογραφία του προσώπου του άνω επιγραφή, κόκκινου χρώματος με λευκή γραφή που έγραφε "Ο ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΟΥ" και στο πάνω μέρος του κλισέ με μεγάλα γράμματα έγραψε "ΔΩΡΟ D.V.D." και από κάτω "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ" και απεικόνιζε και κάποια άλλα πρόσωπα καθώς και μια ημίγυμνη φωτογραφία της ηθοποιού Β, στο κάτω δε μέρος του κλισέ έγραψε με μπλε γράμματα το όνομα σελίδα 5 (εξώφυλλο) του άνω περιοδικού που ανέφερε στο κλισέ "Ελληνικός ερωτικός κινηματογράφος" με ημίγυμνη την φωτογραφία της Β, ενώ αυτή δεν ήταν η πρωταγωνίστρια του έργου αλλά η Γ, και μια γυναίκα ημίγυμνη με το ένα της χέρι να ακουμπά στα γεννητικά της όργανα, σαφώς παραπέμπει σε πορνό περιοδικό και άρα και σε πορνό ταινία, αφού διαφημίζεται μέσω αυτού του περιοδικού. Η ταινία όμως που είχε γυριστεί πριν αρκετά χρόνια με πρωταγωνιστή τον Α δεν ήταν πορνό, αλλά περιπετείας με σκηνές ερωτικές διαρκείας 2,5 λεπτών ενώ η συνολική της διάρκεια ήταν 90 λεπτών. Βλέποντας όμως το περιοδικό αυτό αναρτημένο στα περίπτερα ο καθένας πιστεύει ότι είναι πορνό ταινία και ο Α πρωταγωνιστής της. Το γεγονός αυτό που πληροφορήθηκε από γνωστούς και φίλους ο εγκαλών ενώ βρισκόταν στη ..... λόγω επαγγελματικών του υποχρεώσεων τον Νοέμβριο περίπου του έτους 2005 τον στενοχώρησε καθόσον είχε θιγεί η τιμή και η υπόλειψή του και ήταν άκρως δυσφημιστικό γι' αυτόν. Ο δε κατ/νος εγνώριζε ότι ο ..... δεν ήταν πρωταγωνιστής πορνό ταινιών και ότι βάζοντας την διαφήμιση του πωλουμένου, με το περιοδικό του DVD και το κλισέ αυτό στο εξώφυλλο θα δυσφημιζόταν, γιατί ήταν ψευδές γεγονός". Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (Πλημ/των), με βάση όσα αναφέρθηκαν, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, Χ για την πιο πάνω πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως δια του τύπου και του επέβαλε, κατ' εφαρμογή των διατάξεων 363, 362 ΠΚ σε συνδ. με άρθρο μόνο του Ν. 2243/1994 και άρθρ. 47 ΑΝ 1092/1938, ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα, ενώ τον υποχρέωσε να καταβάλει στην πολιτικώς ενάγουσα, Ψ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη 44 ΕΥΡΩ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α', 27, 363-362 ΠΚ σε συνδ. με το άρθρο μόνο του Ν. 2243/1994 και 47 ΑΝ 1092/1938, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από τη νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του άλλου κατηγορουμένου) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Δ, Ε, ΣΤ και Ζ, οι οποίοι όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εξετάσθηκαν ενόρκως στο άνω Δικαστήριο, τις αυτές καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, Η, Θ, καθώς και την απολογία του παρόντος δευτέρου κατηγορουμένου. Εντεύθεν δε η περί του αντιθέτου αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη. Επίσης, διέλαβε στην απόφασή του, το απαιτούμενο για την πληρότητα της υποκειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος στοιχείο της γνώσεως της αναλήθειας των όλων μειωτικών της τιμής και υπολήψεως του εγκαλούντος με το περιοδικό του διέδωσε, με την παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας που εξέδιδε το άνω έντυπο, γεγονός από το οποίο συνάγεται, όπως βεβαίωσαν και οι μάρτυρες κατηγορίας σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, η γνώση της αναλήθειας του ισχυρισμού του. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος αντίστοιχα λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 6 Μαρτίου 2008 (αρ. πρωτ. 2170/7-3-08) αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμό 500/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Νοεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή