Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1977 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παράβαση καθήκοντος.




Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος - Στοιχεία. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για παράβαση καθήκοντος του κατηγορουμένου, ο οποίος παρέβη το καθήκον που είχε από τη φύση της υπηρεσίας του και δεν απέστειλε στην επιτροπή του άρθρου 18 Ν. 2218/1994 τους φακέλους με τα δικαιολογητικά των μη επιλεγέντων απ’ αυτόν υποψηφίων για πρόσληψη στα ΚΕΠ του Δήμου, όπως του ζητήθηκε, προκειμένου να εκδικασθούν οι ενώπιον της Επιτροπής αυτής προσφυγές, με σκοπό να μην ελεγχθεί, κατά την εκδίκαση των προσφυγών, η νομιμότητα της αποφάσεώς του ως προς τους επιλεγέντες υποψηφίους, προς όφελος των τελευταίων και με ζημία των προσφευγόντων. Απόλυτη ακυρότητα από τη συνεκτίμηση εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν: δεν επήλθε διότι από τα πρακτικά προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά, ορισμένα αναγνώσθηκαν, για ένα εξ αυτών προκύπτει το περιεχόμενό του από άλλο έγγραφο που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο.




Αριθμός 1977/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου, για αναίρεση της 1163/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στα από 12 Απριλίου 2007 και 19 Ιουλίου 2007, δύο χωριστά δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1900/2006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της δημόσιας υπηρεσίας για το γενικότερο συμφέρον, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, δράστης του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263α' του ίδιου κώδικα, και τέτοιος θεωρείται και ο δήμαρχος, απαιτούνται α) παράβαση από τον υπάλληλο του υπηρεσιακού του καθήκοντος, όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο ή διοικητική πράξη ή από ιδιαίτερες κατά νόμον οδηγίες της Προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του, β)δόλος του δράστη που περιέχεται στη βούλησή του να παραβεί το καθήκον του και γ)σκοπός του δράστη, επιπλέον, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς όμως να απαιτείται για την πραγμάτωση του εγκλήματος και η επίτευξη του σκοπού αυτού.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν .-αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση καθήκοντος αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού · της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1163/2006 απόφαση του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για παράβαση καθήκοντος και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική και ειδικότερα διότι "Στον ... Ηλείας στις 19 Μαρτίου 2003, όντας υπάλληλος υπό την έννοια του άρθρου 263Α Π.Κ., με πρόθεση παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος και συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο και χρόνο, όντας Δήμαρχος του Δήμου ..., αρνήθηκε και δεν χορήγησε προς την Επιτροπή του άρθρου 18 του Ν. 2218/1994 τα ζητούμενα από αυτήν έγγραφα -με το υπ' αριθμ.πρωτ. 44/18-3-2003 σχετικό έγγραφο της προς τον Δήμο ..., και δη δεν χορήγησε τους φακέλους που είχαν σχηματισθεί αναφορικά με τους υποψηφίους για πρόσληψη με μίσθωση έργου στα ΚΕΠ του Δήμου, Α, Β, Γ και Δ, προκειμένου να εξετασθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2218/94 οι προσφυγές τους ενώπιον της Επιτροπής αυτής κατά της υπ' αριθμόν 38/2003 απόφασης του Δημάρχου ..., με την οποία επιλέγησαν για τις προκηρυχθείσες θέσεις εργασίας στο ΚΕΠ άλλοι υποψήφιοι, πλην των ως άνω προσφευγόντων, με αποτέλεσμα να αναβληθεί επ' αόριστον η εξέταση των προσφυγών. Στην πράξη του δε αυτή προέβη προκειμένου να μην καταστεί δυνατός ο έλεγχος νομιμότητας από την αρμόδια Επιτροπή της προσβαλλομένης με τις προσφυγές αποφάσεως, βλάπτοντας έτσι το σχετικό δικαίωμα των προσφευγόντων". Στην αυτοτελή αιτιολογία της αποφάσεως το Εφετείο, μετά από ανέλεγκτη εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται σ' αυτήν, ήτοι των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας, των αναγνωσθέντων εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά και των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και της απολογίας του κατηγορουμένου, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν Δήμαρχος ... Ηλείας. Με την 428/23-1-2003 προκήρυξη ανακοίνωσε ότι θα προέβαινε στην πρόσληψη τεσσάρων (4) ατόμων για τις ανάγκες του ΚΕΠ του Δήμου ... με συμβάσεις μισθώσεως έργου συγκεκριμένης διάρκειας σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθρ. 6 του Ν. 2527/97 και καλούσε τους ενδιαφερομένους που είχαν τα απαιτούμενα και αναγραφόμενα στην προκήρυξη προσόντα να υποβάλουν αιτήσεις. Μεταξύ άλλων υπέβαλαν αιτήσεις και οι εξετασθέντες ως μάρτυρες Δ, Α, Β και Γ. Με την 38/7-3-2003 απόφαση του κατηγορουμένου επελέγησαν τέσσερα (4) άτομα για την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων. Οι προαναφερθέντες μάρτυρες, που δεν περιλαμβάνονταν στα άτομα που επελέγησαν, άσκησαν προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής του άρθρ. 18 του Ν. 2218/94 ισχυριζόμενοι ότι οι τρείς από τους επελεγέντες ήταν κάτοχοι τίτλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ οι προσφεύγοντες ήταν πτυχιούχοι ΑΕΙ ή ΤΕΙ .Οι προσφυγές κατατέθηκαν στην Επιτροπή μεταξύ 13 και 19/3/2003 (βλ. το 7/2-4-2003 πρακτικό αυτής). Προκειμένου να αποφασίσει επί των προσφυγών η Επιτροπή με το 44/18-3-2003 έγγραφο της προς τον κατηγορούμενο ζήτησε την προσκομιδή των αντίστοιχων φακέλων των προσφευγόντων .Ο κατηγορούμενος όμως με το 1649/19-3-2003 έγγραφο του απάντησε στην Επιτροπή ότι "μεταξύ των αιτούντων επελέγησαν τα πλέον κατάλληλα άτομα. Για την τελική επιλογή μας λάβαμε υπόψη μας κυρίως το κριτήριο της γνώσης Η/Υ και με γνώμονα την εύρυθμη λειτουργία του ΚΕΠ, πιστεύοντας ότι όποια άλλη επιλογή δεν θα ήταν η καλύτερη λύση" και δεν απέστειλε τους φακέλους των προσφευγόντων" .Η Επιτροπή ζήτησε εκ νέου τηλεφωνικά αλλά και με το 54/28-3-2003 έγγραφό της τη διαβίβαση των φακέλων αλλά χωρίς αποτέλεσμα, με συνέπεια κατά τη συνεδρίαση της 2-4-2003, που είχε προσδιορισθεί η εξέταση των προσφυγών, να αναβληθεί η συζήτηση μέχρι την προσκόμιση των φακέλων και να διαβιβαστεί η σχετική απόφαση (περί αναβολής) στην Εισαγγελία και στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Δυτ. Ελλάδας "για τις δικές τους ενέργειες". Η μη αποστολή των φακέλων από τον κατηγορούμενο αποσκοπούσε στο να μην καταστεί εφικτός ο έλεγχος από την ως άνω Επιτροπή της σχετικής αποφάσεως με την οποία επελέγησαν οι μεν και αποκλείστηκαν οι προσφεύγοντες προκειμένου να προσπορίσει παράνομο όφελος στους επιλεγέντες με αντίστοιχη βλάβη των προσφευγόντων .Ο ισχυρισμός του ότι με το 1725/24-3-2003 έγγραφό του είχε διαβιβάσει τους φακέλους στην Περιφέρεια Δυτ. Ελλάδας (βλ. και το 3840/23-6-2006 έγγραφο αυτής) δεν κρίνεται βάσιμος, διότι σε τέτοια περίπτωση, κατόπιν των επανειλημμένων αιτημάτων της, θα το είχε γνωστοποιήσει στην Επιτροπή είτε προφορικώς είτε εγγράφως (βλ. και το 21505/31-10-2003 έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών - Δ/νσης πρόσληψης Προσωπικού, που απευθύνεται στον κατηγορούμενο και με το οποίο ζητείται η άμεση αποστολή των σχετικών φακέλων στην Επιτροπή, ώστε να καταστεί δυνατή η εκδίκαση των προσφυγών των ενδιαφερομένων. Στο έγγραφο εκτός άλλων αναφέρεται ότι "από την ενημέρωση που είχαμε από την αρμόδια Υπηρεσία της Περιφέρειας Δυτ. Ελλάδας προκύπτει ότι, παρότι σας έχει ζητηθεί, δεν έχετε διαβιβάσει στην Επιτροπή του αρθρ. 18 του Ν. 2218/1994 τον σχετικό φάκελο με αποτέλεσμα να έχει αναβληθεί δύο φορές η εκδίκαση των ανωτέρω προσφυγών και το θέμα έχει παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ηλείας"). Η πράξη του δε αυτή, με την οποία παρέβη τα καθήκοντά του, ήταν πρόσφορος τρόπος περιποίησης του οφέλους που επιδίωκε στους προσληφθέντες με την αντίστοιχη βλάβη των προσφευγόντων, δοθέντος ότι η Επιτροπή με μεταγενέστερη απόφασή της, την 6/16-1-2004, ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη 38/2003 απόφαση του Δημάρχου ..., διότι οι αναφερόμενοι συμβασιούχοι που προσλήφθηκαν ήταν κάτοχοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και όχι πανεπιστημιακής ή τεχνολογικής εκπαίδευσης (βλ. και την 27/2004 απόφαση του Τριμελούς Διοικ. Εφετείου Πατρών (σε Συμβούλιο) με την οποία απορρίφθηκε αίτηση αναστολής εκτέλεσης της παραπάνω απόφασης της Επιτροπής που είχαν ζητήσει ο Δήμος ... και ο κατηγορούμενος μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ασκηθείσας από αυτούς αιτήσεως ακυρώσεως). Κατ' ακολουθίαν .........πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος". Με τις αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές αυτές σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην εν λόγω απόφαση την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που ανωτέρω αναπτύχθηκε, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε για τη συνδρομή τους και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 Π.Κ., την οποία ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στην απόφαση, δια του συνόλου των παραδοχών της, το καθήκον που είχε ο αναιρεσείων και ανάγεται στη φύση της υπηρεσίας του, ως εντεταγμένου στη δημόσια διοίκηση, να αποστείλει στην Επιτροπή του άρθρου 18 του Ν. 2218/1994, όπως του ζητήθηκε απ' αυτήν εγγράφως, τους φακέλους των μνημονευομένων τεσσάρων υποψηφίων, που είχαν υποβάλει αιτήσεις για να διεκδικήσουν την πρόσληψή τους στα ΚΕΠ του Δήμου ... αλλά κατά τη διαδικασία επιλογής από τον αναιρεσείοντα Χ δεν επελέγησαν, προκειμένου να εκδικασθούν οι ενώπιον της Επιτροπής αυτής, αρμοδίας προς τούτο, εκκρεμείς προσφυγές, που είχαν ασκήσει οι μη επιλεγέντες συγκεκριμένοι τρίτοι κατά της αποφάσεως του αναιρεσείοντος, με την οποία επελέγησαν άλλοι συνυποψήφιοι των προσφευγόντων, καθώς επίσης προσδιορίζεται και η αποτελούσα παράβαση του καθήκοντος αυτού εξακολουθητική άρνηση του αναιρεσείοντος να αποστείλει στην εν λόγω Επιτροπή τους ανωτέρω φακέλους. Ακόμη, αιτιολογείται πλήρως ότι ο αναιρεσείων ενήργησε με θέληση παραβάσεως του ως άνω καθήκοντος της υπηρεσίας του και ότι αυτό το έπραξε επειδή σκοπούσε να βλάψει τους προσφεύγοντες, αφού εκτίθεται στην απόφαση ότι, με τις αρνήσεις του να αποστείλει τους φακέλους στην Επιτροπή, απέβλεπε στο να μην καταστεί δυνατός ο έλεγχος στα πλαίσια εκδικάσεως των προσφυγών, της αποφάσεώς του, με την οποία αποκλείσθηκαν οι προσφεύγοντες και επελέγησαν άλλοι, με αντίστοιχη ωφέλεια των τελευταίων, ενώ, περαιτέρω, αιτιολογείται με πληρότητα ότι η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, όπως επιχειρήθηκε, ήταν πρόσφορη να οδηγήσει στην πρόκληση της ως άνω βλάβης των προσφευγόντων και την αντίστοιχη απόκτηση παρανόμου οφέλους από τους προσληφθέντες υποψηφίους. Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος λεκτέα τα εξής: α)το υπηρεσιακό καθήκον του αναιρεσείοντος που παραβιάσθηκε επί του προκειμένου ενυπήρχε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, στη φύση της υπηρεσίας του, έτσι ώστε αλυσιτελώς επικαλείται ο αναιρεσείων την ανυπαρξία διατάξεως νόμου που να του επέβαλε την αποστολή των φακέλων στην Επιτροπή, β)το άρθρο 18 του Ν. 2218/1994 αναφέρεται στην απόφαση για να προσδιορισθεί η ταυτότητα της Επιτροπής, στην οποία αρνήθηκε την αποστολή των φακέλων ο αναιρεσείων, ήτοι ως εκείνη η Επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό και δεν αναφέρεται ούτε με την έννοια ότι εξ αυτού προκύπτει το υπηρεσιακό καθήκον που παρέβη ο αναιρεσείων, ούτε με την έννοια ότι σ' αυτό καθορίζεται ή καθ' ύλην αρμοδιότητα της Επιτροπής προς εκδίκαση των προσφυγών και, επομένως, τα προβαλλόμενα απ' τον αναιρεσείοντα κατά της απόψεως περί τέτοιου περιεχομένου του άρθρου 18 του Ν. 2218/1994 είναι χωρίς έννομη επιρροή, γ)η Επιτροπή του άρθρου 18 του Ν. 2218/1994 ήταν αρμόδια να εκδικάσει τις προσφυγές σύμφωνα με το άρθρο 47 του ίδιου Νόμου, το οποίο ορίζει ότι στην Επιτροπή του άρθρου 18 προσβάλλονται και οι πράξεις των Δημάρχων και Προέδρων Κοινοτήτων, αλλά και το άρθρο 177 του ΠΔ 410/1995, στο οποίο κωδικοποιήθηκαν τα άρθρα 18 και 47 του Ν. 2218/1994 και κατά το οποίο έργο της Επιτροπής (του άρθρου 18) είναι και η εκδίκαση προσφυγών κατά πράξεων των οργάνων των Ο.Τ.Α πρώτου βαθμού και δ)όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι ισχυρισμοί που προέβαλε εγγράφως ο συνήγορος του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος δεν αναπτύχθηκαν και προφορικώς και επομένως το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτούς και ειδικότερα στον περί νομικής πλάνης, ο οποίος, άλλωστε, όπως έχει καταχωρηθεί στα εν λόγω πρακτικά, δεν προκύπτει ότι προβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με έκθεση πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του και με ειδική αναφορά ότι η πλάνη αυτή ήταν συγγνωστή. Οι αντίθετοι επί της ουσίας ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του Δικαστηρίου. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και του από 13-4-2007 δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων πρόσθετων λόγων.
Από τη διάταξη του άρθρου 364 § 1 Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 329, 331 και 333 Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του έγγραφο, προς στήριξη της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουμένου, το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, διότι, άλλως, παραβιάζεται η άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο και δημιουργείται έτσι λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως, για απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, κατά τα άρθρα 171 § 1δ' και 510 § 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. Η ακυρότητα, όμως, αυτή δεν επέρχεται αν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε προκύπτει από άλλο έγγραφο που αναγνώσθηκε ή από άλλο αποδεικτικό μέσο, το οποίο λήφθηκε νομίμως υπόψη από το Δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεώς του, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων, και τα εξής έγγραφα: α)την 38/7-3-2003 απόφαση του Δημάρχου Ζαχάρως, β)το 7/2-4-2003 πρακτικό της Επιτροπής του άρθρου 18 του Ν. 2218/1994 και γ)το 21505/31-10-2003 έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών-Διευθύνσεως Προσλήψεως Προσωπικού. Από τα πρακτικά της ίδιας αποφάσεως και την παραδεκτή επισκόπηση, για την έρευνα της βασιμότητας του κατωτέρω αναιρετικού λόγου, των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι τα δύο τελευταία από τα ως άνω έγγραφα περιλαμβάνονται στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και είναι αυτά με τους αύξοντες αριθμούς 1 και 9, φερόμενα στα πρακτικά ως "αντίγραφο της αποφάσεως της από 2-4-2003 συνεδρίασης της Επιτροπής του άρθρου 18 Ν. 2218/1994" και "από 31-10-2003 έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Δήμαρχο Ζαχάρως", αντιστοίχως. Το πρώτο έγγραφο, αντιθέτως, δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο πλην, όμως, η ύπαρξη και το περιεχόμενό του προκύπτουν από άλλο έγγραφο που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, σύμφωνα με τα ως άνω πρακτικά και συγκεκριμένα από την 27/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, όπου μνημονεύεται η ως άνω 38/7-3-2003 απόφαση του Δημάρχου Ζαχάρως και το περιεχόμενο αυτής. Επομένως ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ λόγος (μοναδικός) του παραδεκτώς επίσης ασκηθέντος από 19-7-2007 δικογράφου πρόσθετων λόγων αναιρέσεως που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω μη αναγνώσεως των ληφθέντων υπόψη ως άνω τριών εγγράφων είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Ποιν.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 17 Νοεμβρίου 2006 αίτηση του Χ, καθώς και τους από 13-4-2007 και 19-7-2007 πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της 1163/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Πατρών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή