Θέμα
Ερημοδικία αναιρεσείοντος, Πλαστού εγγράφου χρήση, Πλαστογραφία πιστοποιητικού και χρήση.
Περίληψη:
Χρήση πλαστού εγγράφου (τι-τλου σπουδών). Εφαρμογή άρθρου 216 παρ. 1, 2 του Π.Κ. και όχι του άρθρου 217 Π.Κ., γιατί η χρήση του πλαστού εγγράφου έγινε για σκοπό διαφορετικό από τον διαλαμβανόμενο στο άρθρο 217 ΠΚ. Απορρίπτεται λόγος αναιρέσεως απ’ το άρθρο 510 παρ. 1 Δ και Ε του ΚΠΔ
Αριθμός 1992/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Κωνσταντινίδη, περί αναιρέσεως της 91/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 713/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλου, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, για τον παραπάνω σκοπό, εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τις στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της χρήσεως πλαστού εγγράφου από τρίτον απαιτείται αντικειμενικώς μεν, η ύπαρξη πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου και η χρήση αυτού από τον τρίτο, υποκειμενικώς δε δόλος που ενέχει τη γνώση του δράστη για την πλαστότητα του εγγράφου και το σκοπό να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι, εάν η πλαστογραφία γίνεται για άλλον σκοπό, εκτός του υπό του άρθρου 217 ΠΚ διαγραφομένου, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα υπό του άρθρου τούτου (μαρτυρικά και πιστοποιητικά), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217 ΠΚ. Το βασικό διακριτικό γνώρισμα μεταξύ πλαστογραφίας της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ και της εξαιρετικής διατάξεως του άρθρου 217 ΠΚ συνίσταται εις το ότι, αφενός μεν στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα, κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. γ ΠΚ έγγραφα, αλλά εξ αυτών μόνο πιστοποιητικά, τα μαρτυρικά ή και κάθε άλλο έγγραφο, το οποίο δύναται συνήθως να χρησιμεύσει, ως τοιούτον και αφετέρου, ως προς τον σκοπό για τον οποίο τελείται τούτο. Δηλαδή ο σκοπός για τον οποίον τελείται η ως άνω αξιόποινη πράξη, πρέπει να αποβλέπει μόνο για την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή τέλος την κοινωνική πρόοδο του δράστη ή κάποιου άλλου, χωρίς η ωφέλεια ή η ζημία η προερχομένη από την πράξη αυτή να έχουν την σημασία, την οποία έχουν για την θεμελίωση της παραβάσεως της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ και τούτο γιατί η ζημία και η ωφέλεια από την πράξη του άρθρου 217 ΠΚ έχουν δευτερεύουσα στην περίπτωση αυτή σημασία και γι' αυτό δεν ανήχθησαν αυτά από το νόμο σε συστατικά στοιχεία της πράξεως αυτής.
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στ Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, περιέχονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στ Ε' του ΚΠΔ υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου γιατί στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, ....., στις 25-1-2000 υπέβαλε προς το Διαπανεπιστημιακό Κέντρο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Αλλοδαπής (ΔΙΚΑΤΣΑ) την αριθ. πρωτ. ..... αίτηση προς αναγνώριση της ισοτιμίας του .... πτυχίου του Τεχνικού Πανεπιστημίου Σόφιας Τμήμα Μηχανολογίας, ειδικότητος Μηχανολόγου Μηχανικού, φερόμενο ως εκδοθέν στο όνομα του, με συνημμένα στην εν λόγω αίτηση: α) το υπ' αριθμ. .... πτυχίο του Τεχνικού Πανεπιστημίου Σόφιας, β) επίσημες μεταφράσεις του πτυχίου, γ) πιστοποιητικό βαθμολογίας μαθημάτων, δ) επίσημες μεταφράσεις του πιστοποιητικού βαθμολογίας μαθημάτων, ε) φωτοτυπία του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας, στ) υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (περί μη υποβολής αίτησης για αναγνώριση του πτυχίου Μηχανολόγου Μηχανικού στο ΔΙΚΑΤΣΑ ή σε άλλη δημόσια αρχή, πραγματοποίησης των σπουδών στη Σόφια και γνησιότητας των υποβαλλομένων πιστοποιητικών), ζ) αποδεικτικό ισοτίμου εξαταξίου Γυμνασίου, ήτοι το υπ' αριθμ. ... πτυχίο της Μέσης Δημόσιας Τεχνικής Σχολής Τεχνικών Βοηθών-Εργοδηγών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και η) παράβολο της Τράπεζας της Ελλάδος (αναγνωστέα έγγραφα υπ' αριθμ. .., .., ...). Επειδή το ΔΙΚΑΤΣΑ, στο οποίο τηρείται αρχείο των Πανεπιστημίων και των προγραμμάτων σπουδών τους, διαπίστωσε ότι στο Πανεπιστήμιο Σόφιας δεν υπάρχει Σχολή Μηχανολογίας, με το υπ' αριθμ. ..... έγγραφο του προς το Πανεπιστήμιο Σόφιας ζήτησε την επιβεβαίωση της γνησιότητας του άνω τίτλου σπουδών. Μέχρι τον Μάιο του 2001 δεν είχε αναγνωριστεί η ισοτιμία του άνω πτυχίου για το λόγο αυτό ο κατηγορούμενος με επιστολή του προς το ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. (η οποία έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ....) ζήτησε τη διαμεσολάβηση προς τον Πρόεδρο του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. προς αναγνώριση του πτυχίου, επιστολή η οποία διαβιβάσθηκε προς το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. με το υπ' αριθμ. ..... έγγραφο του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. λόγω δικής του αρμοδιότητος (αναγνωστέο υπ' αριθμ. 8). Το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. με το υπ' αριθμ. ..... έγγραφο του προς τον κατηγορούμενο γνωστοποίησε ότι δεν είναι δυνατή η διεκπεραίωση της .... αιτήσεώς του εάν προηγουμένως δεν επιβεβαιωθεί η αυθεντικότητα του τίτλου σπουδών (αναγνωστέο υπ' αριθμ. 7). Στις 5-4-2004 εστάλη προς το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών (λαβούσα αριθμό πρωτοκόλλου .....), κοινοποιηθείσα ταυτοχρόνως στο Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (λαβούσα αριθμό πρωτοκόλλου 470/8-4-2004), επιστολή - καταγγελία, φερόμενη ως υπογεγραμμένη από τον ..... (άτομο άγνωστο στην περιοχή του νομού Ροδόπης), περί χρήσης πλαστού πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών από τον κατηγορούμενο στο ΔΙ.Κ.Α.Τ.ΣΑ, με συνημμένα φωτοτυπίες του πτυχίου και των σχετικών μεταφράσεων (αναγνωστέο 2). Κατόπιν τούτου, με το υπ' αριθμ. ..... έγγραφό του το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών προς το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στη Σόφια ζήτησε τη διακρίβωση της γνησιότητας του εν λόγω πτυχίου από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Σόφιας, σε απάντηση δε αυτού απεστάλη το υπ' αριθμ. ..... έγγραφο του Πανεπιστημίου, σύμφωνα με το οποίο "το υπ' αριθμ. ..... πτυχίο στο όνομα του ..... δεν έχει εκδοθεί από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Σόφιας και το αναφερόμενο άτομο δεν υπάρχει στους καταλόγους μας". Στο αυτό έγγραφο σημειώνεται ότι το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Σόφιας ήδη στις 14-6-2000 είχε απαντήσει στο αυτό ερώτημα που είχε υποβληθεί από το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α., καθώς επίσης ότι δεν υπάρχει στο Πανεπιστήμιο Σχολή Μηχανοτεχνικής, η δε καθημερινή παρουσία των φοιτητών είναι υποχρεωτική (βλ. αναγνωστέο 1). Μετά την επιβεβαίωση της πλαστότητας του άνω τίτλου το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών διαβίβασε την καταγγελία και τη σχετική αλληλογραφία στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ροδόπης (βλ. το υπ' αριθμ. .... έγγραφο). Ο κατηγορούμενος με την από 2-8-2004 αίτησή του προς το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α., βεβαιουμένου του γνησίου της υπογραφής του από το Δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης....., παραιτήθηκε της υπ' αριθμ. .... αιτήσεως προς αναγνώριση της ισοτιμίας του άνω πτυχίου, επικαλούμενος ότι προτίθεται να μετεγκατασταθεί σε χώρα του εξωτερικού και ζήτησε την επιστροφή των υποβληθέντων δικαιολογητικών (αναγνωστέο 9), αίτημα το οποίο έγινε δεκτό στις 10-11-2004 (αναγνωστέο 10). Ο κατηγορούμενος προσεκόμισε το άνω πλαστό πτυχίο προς το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. επιδιώκοντας να παραπλανήσει το αρμόδιο όργανο αναγνωρίσεως τίτλων σπουδών της αλλοδαπής περί της γνησιότητας του, ώστε να επιτύχει την αναγνώριση της ισοτιμίας του και εντεύθεν να πείσει για την κατοχή πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών ειδικότητας Μηχανολόγου Μηχανικού, σκοπεύοντας επιπλέον με τη χρήση του ανωτέρω εγγράφου, ενόψει ότι υπηρετούσε ως υψηλόβαθμος υπάλληλος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ν. Ροδόπης, ασκών καθήκοντα αναπληρωτή Προϊσταμένου του Τμήματος Μεταφορών Ν. Ροδόπης, εξουσιοδοτηθείς δυνάμει της υπ' αριθμ. .... απόφασης του Νομάρχη Ροδόπης προς υπογραφή σημαντικών υπηρεσιακών εγγράφων (άδειες κυκλοφορίας οχημάτων, άδειες οδήγησης, ειδικές άδειες ταξί κλπ, βλ. αναγνωστέο 6), να επιτύχει την προώθηση σε υπηρεσιακή θέση που απαιτούσε προσόντα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, επιφέροντας έτσι βλάβη των υποψηφίων που κατείχαν πραγματικό τα αντίστοιχα προσόντα και επιπλέον επεδίωκε τη λήψη των υλικών αποδοχών της ανώτερης θέσης και του επιδόματος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με αντίστοιχη βλάβη του δημοσίου. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από τα άνω αναφερόμενα έγγραφα, χωρίς να αναιρούνται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και ειδικώς από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, οι οποίοι όλως αορίστως απέδωσαν την υποβολή της αιτήσεως και την προσκομιδή του πλαστού τίτλου σπουδών και των λοιπών εγγράφων προς το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. σε άγνωστο άτομο, το οποίο δήθεν ενήργησε προς βλάβη του κατηγορουμένου, εκδοχή απλοϊκή και προδήλως αβάσιμη, προφανώς επινοηθείσα από τον κατηγορούμενο ως υπερασπιστικός ισχυρισμός, πλην όμως αποκρουόμενος, αφενός διότι μόνον αυτός είχε πρόδηλο έννομο συμφέρον προς αναγνώριση της ισοτιμίας του πτυχίου ώστε να φέρεται ως κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, αφετέρου από τα άνω έγγραφα στοιχεία και ιδίως α) από την προσκομιδή στο ΔΙ.Κ.Α.Τ.ΣΑ του υπ' αριθμ...... πτυχίου της Μέσης Δημόσιας Τεχνικής Σχολής Τεχνικών Βοηθών-Εργοδηγών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ισοτίμου εξαταξίου Γυμνασίου), το οποίο μόνον ο κατηγορούμενος κατείχε, β) από την προσκομιδή φωτοτυπίας του υπ' αριθμ. .... εκδοθέντος από την Υ.Χ. Κομοτηνής δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, γ) από την επιστολή του προς το ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. (αριθμ. πρωτοκ. εισερχομένου .....) με την οποία ζήτησε τη διαμεσολάβηση προς τον Πρόεδρο του ΔΙ.Κ.Α, Τ.Σ.Α. για την αναγνώριση της ισοτιμίας του πτυχίου, έχοντας λάβει γνώση, όπως στην επιστολή αναφέρει, ότι με έγγραφο προς το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Σόφιας είχε ζητηθεί η επιβεβαίωση της αυθεντικότητας του τίτλου σπουδών χωρίς θετική απάντηση, δ) από την παραλαβή χωρίς διαμαρτυρία ή αντίδραση του υπ' αριθμ. ..... εγγράφου, το οποίο του απέστειλε το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. στη διεύθυνση της κατοικίας του (οδός ....), δηλωθείσα από τον ίδιο (στην αίτηση που υπέβαλε προς το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. και στη συνημμένη σ' αυτήν υπεύθυνη δήλωση), γνωστοποιώντας του ότι δεν είναι δυνατή η διεκπεραίωση της ..... αιτήσεώς του εάν προηγουμένως δεν επιβεβαιωθεί η αυθεντικότητα του τίτλου σπουδών, την αναγνώριση της ισοτιμίας του οποίου είχε ζητήσει και ε) από την από 2-8-2004 ρητή δήλωση παραίτησης της ..... αιτήσεώς του προς αναγνώριση της ισοτιμίας του προσκομισθέντος πλαστού τίτλου σπουδών και ταυτόχρονη αίτηση επιστροφής των υποβληθέντων δικαιολογητικών, φέρουσα βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του από δικηγόρο, ώστε να είναι αδύνατη η αναζήτηση από τις εισαγγελικές αρχές των συνημμένων στην εν λόγω αίτηση εγγράφων, στοιχείων επιβαρυντικών της διαπραχθείσης αξιόποινης πράξης. Με τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε, κατά πλειοψηφία, ένοχο τον αναιρεσείοντα για χρήση πλαστού εγγράφου. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει εις αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί ενοχής κρίσης του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1, 2 ΠΚ. Ειδικότερα, δεν είναι ελλιπής η αιτιολογία εκ του ότι στο σκεπτικό δεν αναφέρεται: α) ποία ήταν η υπηρεσιακή θέση, στην οποία αποσκοπούσε ο αναιρεσείων και που απαιτούσε προσόντα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, β) ποίοι ήταν οι παθόντες από την αξιόποινη πράξη του και γ) ποίες είναι οι διατάξεις νόμου ή διατάγματος ή υπουργικής ή νομαρχιακής αποφάσεως από τις οποίες (διατάξεις) αντλεί προσωπικό ή κοινωνικό όφελος με τη χρήση του πλαστού εγγράφου, αφού, για την ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου του προκειμένου εγκλήματος αρκεί η πρόθεση του δράστη όπως με τη χρήση του εγγράφου παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και δεν ενδιαφέρει το κινήσαν την πράξη αίτιον ή ο σκοπός, στον οποίο, με την κατάρτιση του πλαστού ή τη νόθευση του έγγραφου, απέβλεπε περαιτέρω ο δράστης, στοιχεία που περιέχονται στην προσβαλλομένη απόφαση. Εντεύθεν, η μη αναφορά στην απόφαση: α) της υπηρεσιακής θέσης, στην οποία αποσκοπούσε ο αναιρεσείων με τη χρήση του πλαστού εγγράφου, β) των παθόντων από την αξιόποινη αυτή πράξη και γ) διατάξεων νόμου ή διατάγματος ή υπουργικής ή νομαρχιακής αποφάσεως, από τις οποίες ο αναιρεσείων αντλεί προσωπικό ή κοινωνικό όφελος, δεν καθιστά ελλιπή την απόφαση ως προς την αιτιολογία της. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση που η χρήση του πλαστού εγγράφου έγινε για τον σκοπό που στην πληττομένη απόφαση αναφέρεται, ορθώς το Εφετείο εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1, 2 του ΠΚ και όχι εκείνη του άρθρου 217 ΠΚ (πλαστογραφία πιστοποιητικού), αφού από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, αν η πλαστογραφία πιστοποιητικού γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του εις το άρθρο 217 ΠΚ διαλαμβανομένου, τότε και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό (πιστοποιητικά κλπ), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217 ΠΚ. Επομένως, οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. ΙΔ' και Ε' ΚΠΔ δύο λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και η αίτηση (πρέπει να απορριφθεί) στο σύνολό της, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28.3.2007 αίτηση του ..... , για αναίρεση της υπ' αριθ. 91/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Νοεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ