Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα, Ψευδής βεβαίωση.
Περίληψη:
Ψευδής βεβαίωση, νόθευση εγγράφου, χρήση ψευδούς βεβαιώσεως (άρθρο 242 παρ. 1, 2 και 4 ΠΚ), ψευδορκία και ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση και νόθευση εγγράφου. Έννοια των πράξεων αυτών. Διαπράττει ψευδή βεβαίωση και όχι το αδίκημα του άρθρου 221 (ψευδής ιατρική πιστοποίηση) ο ιατρός ο οποίος ως δημόσιος υπάλληλος υπηρετεί σε νοσοκομείο που έχει τη νομική μορφή του ν.π.δ.δ. όταν σε ιατρική γνωμάτευση που εκδίδει βεβαιώνει εν γνώσει της αναληθείας ψευδές περιστατικό. Συντρέχει τέτοια περίπτωση όταν αναληθώς βεβαιώνει ότι σε συγκεκριμένο χρόνο εξέτασε ασθενή και διέγνωσε ορισμένη πάθηση αυτού. Συνιστά νόθευση εγγράφου, η από τον ιατρό αλλοίωση του περιεχομένου των εγγράφων στα τηρούμενα βιβλία εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου, προς τον σκοπό να εναρμονίσει το περιεχόμενο της ψευδούς ιατρικής γνωματεύσεως του με τις εγγραφές των ιατρικών βιβλίων για τον ίδιο ασθενή που σε προγενέστερο χρόνο νοσηλεύθηκε για άλλη αιτία. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επαρκής αιτιολογία της αποφάσεως. Δεν δημιουργείται ακυρότητα από την ανάγνωση εγγράφων εξ άλλης ποινικής δικογραφίας επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 1415/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στέφανο Παύλου, για αναίρεση της με αριθμό 218/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 24 Μαΐου 2007, δύο (2) τον αριθμό και 29 Μαΐου 2007, μία (1) τον αριθμό, αυτοτελείς αιτήσεις τους, καθώς και στα από 4 Ιανουαρίου 2008 τρία (3) τον αριθμό αυτοτελή δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1034/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι υπ' αριθμ. 10/24-5-2007, 11/24-5-2007 και 12/29-5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, των Χ1, Χ2 και Χ3, αντίστοιχα, κατά της υπ' αριθμ. 218/2007 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως είναι τυπικά παραδεκτές και πρέπει, συνεκδικαζόμενες, να ερευνηθούν κατ' ουσίαν. Νομοτύπως και εμπροθέσμως με τα από 7-1-2000 δικόγραφα έχουν ασκηθεί επίσης και οι σύστοιχοι προς την αναίρεση καθενός αναιρεσείοντος πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά την έννοια της άνω διατάξεως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α' και 263Α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας η οποία του έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά ή προς αναπλήρωση άλλου, είναι δε υπάλληλοι υπό την ανωτέρω έννοια και οι ιατροί που υπηρετούν σε νοσηλευτικά ιδρύματα τα οποία έχουν την νομική μορφή του ν.π.δ.δ. β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ' του ΠΚ, και δη δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 ΚΠολΔ, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, έναντι πάντων, για τα βεβαιούμενα σ' αυτό γεγονότα, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, δηλαδή περιστατικών που δεν έλαβαν χώρα, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν τη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Περαιτέρω, ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΠΚ ότι με την ίδια ποινή (της παραγράφου 1) τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο το οποίο του εμπιστεύθηκαν ή είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, στη δε παράγραφο 4 ότι με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί το έγγραφο που είναι πλαστό ή νοθευμένο. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφου από υπάλληλο, προϋπόθεση είναι η εκ προθέσεως μεταβολή της εννοίας του εγγράφου κατά τρόπο που επηρεάζει ή ματαιώνει το περιεχόμενο της αποδεικτικής ισχύος του, το οποίο στην περίπτωση αυτή, του νόμου μη διακρίνοντος, δύναται να είναι δημόσιο ή ιδιωτικό. Έγγραφα υπό την προεκτεθείσα έννοια είναι και τα τηρούμενα βιβλία στα εξωτερικά ιατρεία των Κρατικών Νοσοκομείων, τα οποία συντάσσονται από τους αρμόδιους υπαλλήλους ιατρούς και είναι προορισμένα και πρόσφορα να αποδείξουν τις καταχωρούμενες σ' αυτά εγγραφές αναφορικά με τα στοιχεία της ταυτότητας των εισερχομένων στο νοσοκομείο ασθενών, την αιτία της εισαγωγής, τη διάγνωση της ασθενείας αυτών και την νοσηλεία στην οποία υποβλήθηκαν. Η μεταβολή αυτή δύναται να συντελεσθεί είτε με την προσθήκη στο κείμενο του εγγράφου ψηφίων, αριθμών, φράσεων και λοιπών εγγραφών που δεν υπήρχαν κατά την αρχική του σύνταξη, είτε και με την απόσβεση ή ξέση τέτοιων στοιχείων καθ' οιονδήποτε τρόπο και με την αναγραφή αντί αυτών άλλων. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 242 ΠΚ, δύναται να είναι και ο εκδότης του, εφόσον η μεταβολή του περιεχομένου του προκλήθηκε από αυτόν χωρίς δικαίωμα σε χρόνο κατά τον οποίο τούτο έλαβε την θέση έναντι εννόμου σχέσεως σύμφωνα με τον προορισμό του ή κάποιος άλλος απέκτησε δικαίωμα στη διατήρηση του αρχικού του περιεχομένου. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 221 παρ.1 και 2 του Π.Κ προκύπτει ότι αναγκαίος όρος της εννοίας του εγκλήματος της ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως είναι η από τους αναφερόμενους στο άρθρο αυτούς ιατρούς και λοιπά πρόσωπα (φαρμακοποιοί, χημικοί, μαίες) έκδοση πιστοποιήσεως εν γνώσει του ψευδώς βεβαιουμένου σ' αυτήν, που προορίζεται να παράσχει πίστη στις αναφερόμενες δημόσιες και λοιπές αρχές. Από τον συσχετισμό της διατάξεως του άρθρου 221 προς εκείνη του άρθρου 242 του Π.Κ σαφώς προκύπτει ότι όταν ενεργητικό υποκείμενο της ψευδούς πιστοποιήσεως είναι ιατρός ο οποίος υπό την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου υπηρετεί σε νοσηλευτικό ίδρυμα το οποίο έχει την μορφή του ν.π.δ.δ. και συντάσσει ψευδές κατά περιεχόμενο δημόσιο έγγραφο, εφαρμογή έχει η περί ψευδούς βεβαιώσεως διάταξη του άρθρου 242 και όχι εκείνη της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης η οποία συντάσσεται από ιδιώτη ιατρό και τα λοιπά αναφερόμενα στο άρθρο 221 Π.Κ πρόσωπα.
ΙΙΙ. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η απαιτούμενη κατά τα άνω αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου για αναβολή της δίκης, λόγω κωλύματος του συνηγόρου του, παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του δικαστηρίου κρίση. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1δ' του Κ.Π.Δ, η παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος, στα οποία περιλαμβάνεται και το δικαίωμά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του με συνήγορο της επιλογής του (άρθρα 6 παρ. 3 γ' της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3δ' του κυρωθέντος με το ν.2462/1997 Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα), επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι κατηγορούμενοι-αναιρεσείοντες είχαν ζητήσει την αναβολή της δίκης λόγω κωλύματος των συνηγόρων τους οι οποίοι την ίδια ημέρα υπεράσπιζαν υποθέσεις σε άλλα δικαστήρια. Η αίτηση αυτή των κατηγορουμένων, απορρίφθηκε από το δικαστήριο ως αβάσιμη, με την ακόλουθη αιτιολογία "... οι δύο πρώτοι εκκαλούντες κατηγορούμενοι, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, παρέστησαν μετά του συνηγόρου τους Θεόφιλου Παπαδόπουλου, δικηγόρου του Πρωτοδικείου Βέροιας ενώ ο τρίτος, παρέστη χωρίς συνήγορο υπερασπίσεως. Κατά τη δικάσιμο της 21.11.2006, που είχε προσδιοριστεί να εκδικαστεί η υπόθεση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου οι δύο πρώτοι εκκαλούντες- κατηγορούμενοι δεν εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο, ενώ ο τρίτος εμφανίσθηκε και διόρισε συνήγορό του για να τον υπερασπιστεί τον δικηγόρο Κοζάνης Ευάγγελο Παππά. Ο τελευταίος ως άγγελος των δύο πρώτων εκκαλούντων - κατηγορουμένων υπέβαλε για λογαριασμό τους αίτημα αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως, λόγω κωλύματος των κατηγορουμένων αυτών, εκ των οποίων ο μεν πρώτος ήταν σε εκπαιδευτική άδεια για την παρακολούθηση χειρουργικού συνεδρίου στην Αθήνα, ο δε δεύτερος ήταν σε μικτή εφημερία και εκ του κωλύματος αυτού αδυνατούσαν να εμφανιστούν στο δικαστήριο. Το δικαστήριο δέχθηκε το αίτημά τους και ανέβαλε τη συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το σκέλος της, που αφορούσε τον τρίτο εκκαλούντα - κατηγορούμενο που δεν κωλυόταν, για να δικαστεί και αυτός από κοινού με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, λόγω συναφείας. Έκτοτε συνεπώς οι κατηγορούμενοι γνώριζαν τη σημερινή δικάσιμο και όφειλαν να έχουν ενημερώσει τους συνηγόρους τους, ώστε να μη δεσμευτούν με την υπεράσπιση άλλων υποθέσεων κατά τη σημερινή δικάσιμο. Πέραν αυτού, ο συνήγορος των δύο πρώτων κατηγορουμένων, που τους υπερασπίσθηκε και κατά την πρωτόδικη δίκη, δηλώνει στη δήλωσή του, που αναγνώσθηκε, ότι αδυνατεί να εμφανιστεί λόγω παραστάσεώς του στο πολιτικό Εφετείο Αθηνών σε δίκη την οποία υπερασπίζεται από κοινού με άλλο δικηγόρο. Η παρουσία του στη δίκη εκείνη, ενόψει του ότι ενώπιον του πολιτικού εφετείου δεν γίνεται προφορική συζήτηση, εκτός της περιπτώσεως του άρθρου 528 ΚΠολΔ, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει εν προκειμένω, αλλά και της παραστάσεως και άλλου δικηγόρου, δεν ήταν απαραίτητη, μπορούσε δε να εξασφαλιστεί η υπεράσπιση της πελάτιδός του ενώπιον του δικαστηρίου εκείνου με τη σύνταξη και υπογραφή των προτάσεων και εν ανάγκη και με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Υπό τα περιστατικά αυτά η για το λόγο αυτό μη εμφάνιση του συνηγόρου των δύο πρώτων κατηγορουμένων δεν αποτελεί σημαντικό αίτιο που να δικαιολογεί την αναβολή της συζητήσεως της παρούσας υποθέσεως. Όσον αφορά το κώλυμα του συνηγόρου του τρίτου κατηγορουμένου θα πρέπει να τονιστούν τα εξής : Ο εν λόγω κατηγορούμενος έχει μεν δικαίωμα να επιλέξει το δικηγόρο που θα τον υπερασπιστεί, το δικαίωμά του όμως αυτό δε μπορεί να το ασκεί καταχρηστικά, όταν μάλιστα ορισμένες από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται έχουν τελεστεί το έτος 2001 και υπάρχει κίνδυνος, αν αναβληθεί η υπόθεση, να εξαλειφθεί το αξιόποινό τους με παραγραφή, επιλέγοντας κάθε φορά άλλο δικηγόρο, χωρίς να αιτιολογεί την επιλογή του αυτή, με μόνο σκοπό να επιτύχει την αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως, ώστε να την οδηγήσει σε παραγραφή. Όπως προαναφέρθηκε, στη δικάσιμο της 21.11.2006, εμφανίσθηκε και διόρισε συνήγορο το δικηγόρο Κοζάνης Ευάγγελο Παππά. Από τότε γνώριζε τη σημερινή δικάσιμο και έπρεπε, εφόσον επιθυμούσε να επιλέξει άλλο δικηγόρο να φροντίσει να διορίσει δικηγόρο που δεν θα κωλυόταν κατά τη σημερινή δικάσιμο, όταν μάλιστα δεν εκθέτει περιστατικά που να δικαιολογούν την αλλαγή του αρχικού συνηγόρου του που και αυτός ήταν της επιλογής του. Εν όψει αυτών και το κώλυμα του συνηγόρου του τρίτου κατηγορουμένου δεν αποτελεί σημαντικό αίτιο κατά την έννοια του άρθρου 349 Κ.Π.Δ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ν' απορριφθούν τα αιτήματα των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης....". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο και αφού έλαβε υπόψη του τα προσκομισθέντα από τους κατηγορούμενους και αναγνωσθέντα έγγραφα τα πιστοποιούντα το κώλυμα των συνηγόρων των δύο πρώτων, καθώς επίσης και τους ισχυρισμούς τους και απέρριψε το αίτημα αυτών για αναβολή της δίκης, διέλαβε στην απόφασή του την από τις άνω διατάξεις αξιούμενη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι απολύτως σαφής, ορισμένη και εμπεριστατωμένη και περαιτέρω, εφόσον με την παραδοχή ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και αναφορικά με τον κατηγορούμενο Χ1, κατά κατάχρηση δικονομικού δικαιώματος, υποβλήθηκε το περί αναβολής αίτημα, με το να χωρήσει στην κατ' ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως χωρίς την παράσταση συνηγόρων, δεν υπερέβη την εξουσία του, ως αβασίμως επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, ούτε παραβίασε τις διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος και ειδικότερα εκείνες που του παρέχουν το δικαίωμα να υπερασπίσει τον εαυτό του με συνήγορο της εκλογής του, εντεύθεν δε ουδεμία προκλήθηκε εκ του λόγου τούτου ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Συνεπώς οι περί του αντιθέτου συναφείς πρώτος, δεύτερος και τρίτος κοινοί λόγοι αναιρέσεως των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Περαιτέρω, εν σχέσει με την ουσία των αποδιδόμενων στους αναιρεσείοντες κατηγοριών, η προσβαλλόμενη απόφαση, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "...Ο εγκαλών με την από 20.8.01 έγκληση του που κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κοζάνης, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι την 27.5.01, ο τρίτος κατηγορούμενος Χ1, του προκάλεσε σωματικές κακώσεις και βλάβη της υγείας του και βάσει της εγκλήσεως αυτής ασκήθηκε κατά του Χ1, ποινική δίωξη για μη σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη και απειλή και παραγγέλθηκε προανάκριση. Την ύπαρξη της έγκλησης αυτής πληροφορήθηκε ο Χ1 περί τον Δεκέμβριο του έτους 2001 και θέλησε και ο ίδιος να εγκαλέσει τον Ψ1 για την πράξη της σε βάρος του πρόκλησης σωματικών βλαβών την 27.5.01. Πλην όμως ήδη είχε εκπνεύσει η τρίμηνη προθεσμία της έγκλησης για την πράξη της απλής σωματικής βλάβης (117, 308, 315 ΠΚ), Η παρέλευση του τριμήνου βεβαίως είναι αδιάφορη στην περίπτωση της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, καθώς η πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως (309 και 315 ΠΚ). Με την από 2.1.02 έγκληση του, που κατέθεσε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Κοζάνης την 11.1.02, ο Χ1 ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων ότι ο Ψ1 με αφορμή οικογενειακή προστριβή, άρπαξε ξύλινο αντικείμενο (κλώστη) από την κουζίνα και τον χτύπησε στο αριστερό πόδι και χέρι και ότι ο Ψ1 τον απώθησε πάνω στον υαλοπίνακα μπαλκονόπορτας ο οποίος θρυμματίστηκε, εκ της πτώσεως δε υπέστη ο τότε εγκαλών Χ1, σωματικές βλάβες στο αριστερό του χέρι. Προς απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας της έγκλησης του, κατέθεσε μαζί με αυτήν και δύο ιατρικές γνωματεύσεις των ιατρών του Μαμάτσειου Νοσοκομείου Κοζάνης, Χ2, χειρουργού και Χ3, ορθοπεδικού, αρμοδίων αμφοτέρων για την έκδοση ιατρικών γνωματεύσεων, μεταξύ άλλων και για εξετασθέντες στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου, οι οποίες γνωματεύσεις είχαν εκδοθεί σε έντυπο της Ελληνικής Δημοκρατίας και ειδικότερα του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου Κοζάνης "Μαμάτσειο" και έφεραν ημερομηνία έκδοσης την ....... με το κάτωθι περιεχόμενο: α. Ιατρική γνωμάτευση. Ο ασθενής Χ1 εξετάστηκε στα Ε.Ι της χειρουργικής κλινικής μετά από αναφερόμενο ξυλοδαρμό και ευρέθησαν τα παρακάτω: κάκωση θώρακος- (ΑΡ) οσφύος- κωλικός - μώλωπες-εκχυμώσεις (ΑΡ) παρειάς, (ΑΡ) βραχιονίου, (ΑΡ) μηρού, ιεροκοκκυγικής χώρας και γεννητικών οργάνων. Εξάρθρημα (ΑΡ) ώμου. Δεν δέχεται εισαγωγή στη Χ/Κ κλινική. ....... Ο γιατρός. Σφραγίδα Χ2 Χειρουργός-Επιμελητής Α' και υπογραφή, β. Ιατρική γνωμάτευση. Ο Χ1 μετά από αναφερόμενο ξυλοδαρμό που υπέστη την 27.5.01 εξετάστηκε στα Ε.Ι. της ορθοπεδικής και έπειτα από κλινικό και ακτινολογικό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι πάσχει από: α/ πρόσθιο εξάρθρημα (ΑΡ) ώμου, όπου έγινε ανάταξη αυτού και επίδεση για τρείς (3) εβδομάδες, β/ κάκωση θώρακος, (ΑΡ) οσφυϊκής χώρας καθώς και ιεροκοκκυγικής περιοχής, γ/ εξάρθρημα της μετακαρπιοφαλλαγγικής (ΔΕ) αντίχειρα, όπου έγινε ανάταξη και επίδεση αυτού και δ/μώλωπες, εκχυμώσεις (ΑΡ) μηρού και (ΑΡ) βραχίονα........ Ο γιατρός, Χ3, Χειρ. Ορθοπεδικός Επιμελητής Β' και υπογραφή. Από το περιεχόμενο των παραπάνω βεβαιώσεων αποδεικνυόταν ότι ο Χ1 είχε εξεταστεί την ..... από τους δύο ιατρούς στα εξωτερικά ιατρεία του χειρουργικού τομέα του "Μαμάτσειου" Νοσοκομείου Κοζάνης και ότι οι ιατροί αυτοί είχαν διαπιστώσει ότι ο Χ1 είχε υποστεί τις σωματικές βλάβες που διαλαμβανόταν στις γνωματεύσεις τους και ότι οι γνωματεύσεις αυτές είχαν εκδοθεί την ίδια ημέρα της εξέτασης. Συνακόλουθα τα παραπάνω βεβαιωθέντα από τους ιατρούς είχαν την έννομη συνέπεια ότι αποδείκνυαν ως αληθή κατά περιεχόμενο την έγκληση του Χ1 επειδή ο εγκαλών εμφανιζόταν να έχει υποστεί σωματικές βλάβες οι οποίες εκ του είδους τους υποδήλωναν αφενός ότι έπεσε θύμα ξυλοδαρμού αφετέρου ότι προκλήθηκαν από χτύπημα με αμβλύ όργανο. Επίσης αποδείκνυαν ως αληθή τον ισχυρισμό του Χ1 ότι χτύπησε στο χέρι - ώμο, χτύπημα που στην έγκληση του συνέδεε με την απώθηση του από τον Ψ1 πάνω στον υαλοπίνακα. Συνδεόμενη με τα παραπάνω δε έννομη συνέπεια είχαν να ασκηθεί κατά του Ψ1 ποινική δίωξη για επικίνδυνη σωματική βλάβη, τελεσθείσα την 27.5.01, όπως πράγματι και ασκήθηκε. Τις γνωματεύσεις αυτές ο Χ1 επικαλέστηκε και προσκόμισε εκ νέου ενώπιον της Πταισματοδίκου Κοζάνης την 20.6.02 απολογούμενος για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης και ψευδούς καταμήνυσης μετά από έγκληση που κατέθεσε σε βάρος του ο Ψ1. Με τις ανωτέρω γνωματεύσεις όμως, βεβαιωνόταν ψευδώς ότι ο Χ1 είχε εξετασθεί την .... από ανωτέρω ιατρούς και ότι εκείνοι είχαν διαπιστώσει ότι έφερε τις σωματικές βλάβες που διαλάμβαναν στις γνωματεύσεις τους, όπως επίσης ψευδώς αναγραφόταν ότι οι γνωματεύσεις εκδόθηκαν την ..... Το αληθές είναι ότι αφού ο Χ1 πληροφορήθηκε τον Δεκέμβριο του 2001, ότι ο Ψ1 είχε καταθέσει σε βάρος του έγκληση, με προτροπές, παρακλήσεις 8111 και πειθώ, σε χρόνο που ακριβώς δεν εξακριβώθηκε πάντως μεταξύ του Δεκεμβρίου του 2001 και της 11.1.02 οπότε κατέθεσε τις βεβαιώσεις των ιατρών μαζί με την έγκληση του στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Κοζάνης, ζήτησε από τους ιατρούς του ν.π.δ.δ. "Μαμάτσειο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Κοζάνης", Χ2, χειρουργό και Χ3, ορθοπεδικό, να βεβαιώσουν ψευδώς τα παραπάνω και γνωρίζοντας ότι ως ιατροί δημοσίου ιδρύματος δε θα μπορούσαν να εκδώσουν ιατρικές γνωματεύσεις χωρίς να καταγραφεί σε δημόσια βιβλία η εξέταση του και η διαπίστωση των ευρημάτων που ήθελε να διαλάβουν στις βεβαιώσεις τους, τους ενημέρωσε πως την 30.5.01 είχε εξεταστεί στα εξωτερικά ιατρεία της χειρουργικής κλινικής για κολικό του νεφρού και τους έπεισε να εκμεταλλευτούν την εγγραφή αυτή στο βιβλίο των Εξωτερικών Ιατρείων του Χειρουργικού Τομέα, αφενός συμπληρώνοντας την υπάρχουσα εγγραφή στο βιβλίο αυτό με τη διάγνωση των ευρημάτων που επιθυμούσε και αφετέρου προσθέτοντας μια συμφώνου περιεχομένου με την προσθήκη στα βιβλία των Ε.Ι του χειρουργικού τομέα, εγγραφή στα βιβλία της ορθοπεδικής κλινικής. Οι δύο ιατροί πείστηκαν από τον Χ1 και για να τον εξυπηρετήσουν, σε χρόνο που ακριβώς δεν εξακριβώθηκε, πάντως μεταξύ του Δεκεμβρίου του 2001 και της 11.1.02, οπότε ο Χ1 κατέθεσε τις βεβαιώσεις των ιατρών μαζί με την έγκληση του στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Κοζάνης, προέβησαν αφενός στην έκδοση των ιατρικών βεβαιώσεων που αναφέρονται ανωτέρω και αφετέρου στις παρακάτω πράξεις: Α. ο Χ2 νόθευσε το βιβλίο των εξωτερικών ιατρείων του χειρουργικού τομέα, το οποίο του ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ως χειρουργού, με τον παρακάτω τρόπο: στην υπάρχουσα με ....... Χ1/ ...... / Κοζάνη/ -κωλικός ΑΡ νεφρού ΝΟΚ (άλλη σειρά) Έγινε Ι.Μ Voltaren, Βuscopan, Ζantac/ΤΣΜΕΔΕ/, εγγραφή, συμπλήρωσε πάνω από την εγγραφή κωλικός ΑΡ νεφρού ΝΟΚ, τα κάτωθι "Αναφ.Ξυλοδαρμός προ τριημέρου - Κάκωση θώρακος- (αρ) οσφύος". Επίσης συμπλήρωσε δίπλα στη λέξη Ζantac τη λέξη "Μώλωπες" και κάτω από τη φράση Εγινε Ι.Μ Voltaren, Buscopan, Zantac, τα εξής: "Εκχυμώσεις (αρ) βραχιονίου, (αρ) παρειάς, μηρού, ιεροκοκκυγικής χώρας, γεννητικών οργάνων, εξάρθρημα (αρ) ώμου-Ανάταξη και στην κάτω σειρά ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ" και Β. ο Χ3 νόθευσε το βιβλίο του τακτικού ορθοπεδικού ιατρείου το οποίο του ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ως ορθοπεδικού, με τον παρακάτω τρόπο: προσέθεσε ανάμεσα στην εγγραφή ... και ..., εγγραφή με αύξοντα αριθμό ...... Χ1 / ..... Κοζάνη/ πρόσθιο εξάρθρημα (ΑΡ) ώμου - εξάρθρημα μετακαρπιοφαλαγγικής (ΔΕ), κάκωση (ΔΕ) - κάκωση ιεροκοκκυγικής χώρας/ και προσέθεσε τον χαρακτήρα α στην εγγραφή με αριθμό ....., Το γεγονός ότι την ... οι ιατροί Χ2 και Χ3 δεν εξέτασαν τον Χ1, δε διαπίστωσαν τα όσα διέλαβαν ως ευρήματα στις βεβαιώσεις τους, δεν εξέδωσαν τις βεβαιώσεις και δεν κατέγραψαν την εξέταση στα βιβλία του νοσοκομείου, αλλά ότι την έκδοση των βεβαιώσεων και τη νόθευση των βιβλίων πραγματοποίησαν σε μεταγενέστερο χρόνο (μεταξύ του Δεκεμβρίου 2001 και της 11.1.02) αποδεικνύεται από τα παρακάτω προκύπτοντα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων κι όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα και κυρίως από τα πορίσματα των διοικητικών εξετάσεων: 1 .ο Χ1, προσήλθε την 30.5.01 στα εξωτερικά ιατρεία του χειρουργικού τομέα περί τις 19.00 -20.00. Αυτό δεν το αρνείται ο ίδιος αποδεικνύεται όμως και από το ότι η ακτινογραφία ΝΟΚ που του έγινε δεν έχει διάγνωση, διότι τις μη εργάσιμες ώρες δεν γίνεται διάγνωση, λόγω απουσίας ειδικευόμενου ιατρού στο τμήμα αυτό (βλ. και το από .... πόρισμα ΕΔΕ, παρ. 1δ). Αν πράγματι είχε εξεταστεί το βράδυ της 30.5.01 από τους κατηγορούμενους ιατρούς δε θα είχε γίνει εγγραφή στα βιβλία της ορθοπεδικής κλινικής διότι αυτά συμπληρώνονται μόνο όταν γίνεται εξέταση σε εργάσιμες ώρες και ημέρες. Οι ιατροί αν τον είχαν πράγματι εξετάσει την ημέρα εκείνη θα κατέγραφαν το περιστατικό μόνο στα βιβλία του χειρουργικού τομέα, καταγραφή που ήταν αρκετή για τη νόμιμη έκδοση των βεβαιώσεων και δε θα προέβαινε ο Χ3 σε σημείωση στο βιβλίο της ορθοπεδικής, το οποίο άλλωστε τις μη εργάσιμες ώρες φυλάσσεται στο αρχείο. Η εγγραφή και στο βιβλίο της ορθοπεδικής καταδεικνύει ότι οι ιατροί εκμεταλλεύτηκαν την εξέταση του Χ1 την 30.5.01 για κολικό του νεφρού, σε χρόνο μεταγενέστερο, χωρίς όμως να ενημερωθούν από τον τρίτο κατηγορούμενο περί του ακριβούς χρόνου, όσον αφορά την ώρα της εξέτασης, στον οποίο ο τρίτος κατηγορούμενος δεν ήξερε ότι έπρεπε να αποδώσει σημασία και νομίζοντας ότι η εξέταση είχε λάβει χώρα σε εργάσιμες ώρες θεώρησαν απαραίτητο το περιστατικό να καταγραφεί και στο βιβλίο της ορθοπεδικής. 2. από το γεγονός ότι ο Χ3 αναφέρει στη βεβαίωση του ότι κατέληξε στη διάγνωση του λαμβάνοντας υπ' όψη ακτινολογικό έλεγχο. Με δεδομένο ότι η διάγνωση του δεν αναφερόταν ουδόλως στον κολικό του νεφρού, για τον οποίο πράγματι είχε γίνει ακτινογραφία ΝΟΚ, ο αναφερόμενος στη διάγνωση του ακτινολογικός έλεγχος δεν μπορούσε παρά να αφορά τα ευρήματα που ο ίδιος διαπίστωσε ως ορθοπεδικός. Όμως στα βιβλία του Ακτινολογικού Εργαστηρίου του Μαμάτσειου Νοσοκομείου δεν κατεγράφη κανένας άλλος -εκτός της ΝΟΚ- ακτινολογικός έλεγχος την 30.5.01, που να αφορά τον τρίτο κατηγορούμενο. Βεβαίως ο ιατρός Χ3 ισχυρίστηκε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος κατά την εξέταση του είχε προσκομίσει ακτινογραφίες από ιδιωτικό εργαστήριο, οι οποίες όμως δεν αποδείχθηκε ότι έγιναν. Συγκεκριμένα ο τρίτος κατηγορούμενος παρότι προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι σε μεταγενέστερο χρόνο (Ιούνιο και Ιούλιο 2002) επισκέφτηκε ορθοπεδικό ιδιώτη και του έγινε μαγνητική τομογραφία, δεν προσκόμισε αποδεικτικό για ακτινολογικό έλεγχο που να έλαβε χώρα μεταξύ της 27.5.01 και της 30.5.01. 3. από τον τρόπο καταγραφής των ευρημάτων στο βιβλίο των Ε.Ι του χειρουργικού τομέα. Ειδικότερα, ο Χ2 ισχυρίστηκε ότι προκειμένου να καταγραφούν τα ευρήματα κατόπιν της εξέτασης που ο ίδιος διενήργησε, υπαγόρευσε στον ειδικευόμενο ιατρό ή σε νοσηλεύτρια αρχικώς τα ευρήματα για τον κωλικό και στη συνέχεια τα ευρήματα "μώλωπες, εκδορές στο θώρακα, αριστερής παρειάς, αριστερού βραχιονίου, αριστερού μηρού, αριστερής οσφυϊκής χώρας, ιεροκοκκυγικής χώρας και γεννητικών οργάνων". Την σε τρία στάδια καταγραφή των ευρημάτων (α' τα ευρήματα τα σχετικά με τον κωλικό του νεφρού- β' τα λοιπά ευρήματα εκτός του εξαρθρήματος και της πράξης της ανάταξης και γ' τα τελευταία αυτά στοιχεία), επανέλαβε και απολογούμενος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Ο τρόπος όμως που γράφτηκαν αυτά στο βιβλίο δείχνουν ότι δεν καταγράφτηκαν έτσι όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Αν δηλαδή υπαγόρευε όλα τα ανωτέρω ευρήματα του β' σταδίου, ήτοι "μώλωπες, εκδορές στο θώρακα, αριστερής παρειάς, αριστερού βραχιονίου, αριστερού μηρού, αριστερής οσφυϊκής χώρας, ιεροκοκκυγικής χώρας και γεννητικών οργάνων", συνεχώς, δε θα χρειαζόταν ο γράφων να αφήσει κενό χώρο πλησίον της λέξης (αρ. οσφύος), αλλά θα συνέχιζε την καταγραφή δίπλα σε αυτή γράφοντας τη λέξη μώλωπες. 4. από το γεγονός ότι την εξέταση για κολικό του νεφρού την 30.5.01 έκανε ο ειδικευόμενος ιατρός Ζ1, όπως στο πόρισμα των ελεγκτών υγείας αναφέρεται και οι οποίοι ελεγκτές για να φτάσουν στο συμπέρασμα αυτό έλαβαν ένορκη κατάθεση από τον ιατρό αυτό. Επίσης ο ίδιος ιατρός δήλωσε κατά την εξέταση του στους ελεγκτές ότι ο ίδιος κατέγραψε τη διάγνωση του κολικού του νεφρού, την ακτινογραφία ΝΟΚ και την φαρμακευτική αγωγή που δόθηκε στον τρίτο κατηγορούμενο την ημέρα εκείνη. Ας σημειωθεί ότι πράγματι ο ιατρός Ζ1 φαίνεται από το πρόγραμμα εφημερίων του μηνός Μαΐου 2001 να βρίσκεται σε εφημερία. Επομένως αναιρείται ο ισχυρισμός του Χ2 ότι ο ίδιος εξέτασε τον Χ1 για κολικό του νεφρού και υπαγόρευσε στον ειδικευόμενο ιατρό ή στη νοσηλεύτρια τη διάγνωση, διότι σύμφωνα με την κατάθεση του ιατρού Ζ1, ο ίδιος ο Ζ1 εξέτασε τον τρίτο κατηγορούμενο και κατέγραψε ιδιοχείρως το περιστατικό, χωρίς να αναφέρει ότι ο Χ2 του υπαγόρευσε τη διάγνωση. Επίσης από τη διαφορά του γραφικού χαρακτήρα μεταξύ της αρχικής διάγνωσης του κολικού του νεφρού και της προσθήκης αποδεικνύεται ότι τα ευρήματα που σχετίζονται μρ τις σωματικές βλάβες του Χ1 γράφτηκαν από άλλο πρόσωπο και όχι από τον εφημερεύοντα ιατρό Ζ1, ο οποίος άλλωστε αναγνώρισε τον γραφικό του χαρακτήρα μόνο στη διάγνωση του κολικού. Εξάλλου από το γεγονός ότι ο Ζ1 και εξέταζε και κατέγραφε στο βιβλίο αποδεικνύεται ότι κατά την αντιμετώπιση του περιστατικού του τρίτου κατηγορούμενου δεν βοηθούνταν από καμία νοσηλεύτρια. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δεν κατονόμασε τη νοσηλεύτρια στην οποία υπαγόρευσε τη διάγνωση (αφού κατά τα ανωτέρω αποκλείστηκε να υπαγόρευσε στον ειδικευόμενο ιατρό) παρότι ήταν εύκολο να την εντοπίσει από το πρόγραμμα εφημερίων, ούτε πρότεινε ποτέ την εξέταση της. Ούτε κατά την ένορκη διοικητική εξέταση που διενήργησε η ιατρός Ε1, αλλά ούτε και κατά τον έλεγχο των ελεγκτών δημόσιας υγείας κατέθεσε κάποια νοσηλεύτρια ότι το κείμενο αυτό της υπαγορεύτηκε την 30.5.01 από τον ιατρό Χ2 κατά την εξέταση του Χ1. Επομένως δεν υπήρξε κανένα πρόσωπο στο οποίο ο Χ2 να υπαγόρευσε τα ευρήματα που καταγράφτηκαν στο βιβλίο Ε.Ι. του χειρουργικού τομέα για την εξέταση που ισχυρίστηκε ότι έκανε στον Χ1, ενώ την εξέταση του για κολικό του νεφρού την μόνη εξέταση στην οποία υποβλήθηκε ο Χ1 την 30.5.01 δεν πραγματοποίησε ο Χ2, ο οποίος δεν εφημέρευε και δεν παρευρισκόταν στο χώρο των εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου, αλλά ο ειδικευόμενος ιατρός Ζ1. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι την 23.5.02 οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκου Κοζάνης Αικ.Παληά. η οποία ήταν αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών να ενεργήσει αυτή την πράξη στα πλαίσια προανάκρισης για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης και της ψευδούς καταμήνυσης που αποδιδόταν στον Χ1, κατόπιν εγκλήσεως του Ψ1. Κατά την ένορκη εξέταση τους κατέθεσαν τα εξής: α). Ο Χ2: "Στις 30.5.01 εξέτασα τον ασθενή Χ1 στα εξωτερικά ιατρεία της Χειρουργικής κλινικής του Νοσοκομείου Κοζάνης και διαπίστωσα τα παρακάτω: κάκωση θώρακος, αριστεράς οσφύος με κωλικό και έφερε μώλωπες-εκχυμώσεις αριστερής παρειάς, αριστεράς βραχιονίου χώρας, αριστερού μηρού, ιεροκοκκυγικής χώρας και γεννητικών οργάνων. Διαπιστώθηκε επίσης εξάρθρημα αριστερού ώμου. Τα παραπάνω οφείλονταν όπως μου ανέφερε ο ασθενής, σε ξυλοδαρμό. Παρά τις συστάσεις μου για εισαγωγή στη χειρουργική κλινική για παρακολούθηση, ο ασθενής δε δέχθηκε και αφού υπέγραψε, έλαβε φαρμακευτική αγωγή και αποχώρησε". Β. Ο Χ3: "Στις 30.5.01 εξέτασα τον ασθενή Χ1 στα εξωτερικά ιατρεία της ορθοπεδικής κλινικής του Νοσοκομείου Κοζάνης και έπειτα από κλινικό και ακτινολογικό έλεγχο διαπιστώθηκαν τα παρακάτω: πρόσθιο εξάρθρημα αριστερού ώμου, κάκωση θώρακος, αριστερής οσφυϊκής χώρας, ιεροκοκκυγικής περιοχής, εξάρθρημα πρώτης μετακαρπιοφαλαγγικής του δεξιού αντίχειρα καθώς και μώλωπες και εκχυμώσεις στον αριστερό μηρό και στον αριστερό βραχίονα. Όλα τα παραπάνω προήλθαν όπως μου ανέφερε από ξυλοδαρμό που υπέστη την 27.5.01". Όσα όμως κατέθεσαν οι δύο ιατροί ήταν ψευδή, όπως ήδη αναφέρθηκε και οι κατηγορούμενοι τα κατέθεσαν εν γνώσει της αναλήθειάς τους. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε πως ο Χ2 σε μη εξακριβωμένη ημερομηνία πάντως μεταξύ 17.2.04 και 16.3.04 απάλειψε από το βιβλίο των εξωτερικών ιατρείων του χειρουργικού τομέα την αληθινή περί κωλικού του νεφρού εγγραφή, ώστε με την απάλειψη αυτή να φαίνεται ότι μοναδική αιτία προσέλευσης του Χ1 την 30.5.01 στο Νοσοκομείο Κοζάνης ήταν οι σωματικές βλάβες που του προκλήθηκαν από τον ξυλοδαρμό. Η απάλειψη αυτή διευκόλυνε τον πρώτο κατηγορούμενο, διότι η κατάφαση της ευθύνης του για έκδοση ψευδούς βεβαίωσης και για νόθευση του βιβλίου της χειρουργικής με προσθήκη ευρημάτων αποδιδόμενων σε ξυλοδαρμό, εκκινούσε από την παρατήρηση ότι η πραγματική αιτία επίσκεψης του Χ1 ήταν η καταγεγραμμένη εξέταση περί κωλικού του νεφρού. Βεβαίως ο Χ2 ισχυρίστηκε ότι είχε συμπεριλάβει τον κωλικό του νεφρού στη βεβαίωση του. Στη βεβαίωση του αναφέρει ότι ο ασθενής Χ1 εξετάστηκε μετά από αναφερόμενο ξυλοδαρμό και ότι ευρέθησαν μεταξύ άλλων και -κολικός-. Η παρεμπίπτουσα αναφορά όμως του κωλικού δε συνάδει με την εκτενή καταγραφή στο βιβλίο των εξωτερικών ιατρείων (-κωλικός ΑΡ νεφρού ΝΟΚ. (άλλη σειρά) Έγινε Ι.Μ Voltaren, Buscopan, Zantac), ούτε με το γεγονός ότι το αναφερόμενο άλγος από τον ασθενή προς τον ιατρό υποχρέωνε τον τελευταίο σε κατά προτεραιότητα αντιμετώπιση του ως οξέως περιστατικού. Με τον τρόπο που καταγράφτηκε στh βεβαίωσή του, χωρίς δηλαδή ουδεμία αναφορά ότι για την αιτία του κολικού του νεφρού προσήλθε ο ασθενής, ότι του έγινε ακτινολογικός έλεγχος ΝΟΚ, ότι το άλγος αντιμετωπίστηκε φαρμακευτικά και στη συνέχεια ότι εξέτασε τον ασθενή και εντόπισε,· μώλωπες κ.λ.π που αναφέρονται από τον ασθενή ως αιτία ξυλοδαρμού, ισχυρίστηκε ότι συνέβη ο πρώτος κατηγορούμενος, δημιουργείται η εντύπωση ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ήθελε να εστιάσει στα λοιπά ευρήματα και όχι στον κολικό -τα ου νεφρού. Εξάλλου όπως προέκυψε από την ένορκη εξέταση του υπαλλήλου ...... υπευθύνου για το αρχείο, που ελήφθη από τους ελεγκτές της Δημόσιας Υγείας, στα βιβλία του αρχείου δεν είχαν πρόσβαση ιδιώτες και ο δανεισμός των βιβλίων γινόταν από ιατρούς (βλ. πόρισμα ελεγκτών σελ.25). Μάλιστα ο δανεισμός των βιβλίων από τους ιατρούς γινόταν χωρίς να τηρείται βιβλίο χρέωσης-πίστωσης (βλ. το από ...... πόρισμα της ΕΔΕ, σελ. 7). Επομένως ο μόνος ενδιαφερόμενος για την απάλειψη της εγγραφής που ως χειρουργός είχε και πρόσβαση στα βιβλία του χειρουργικού τομέα του νοσοκομείου ήταν ο Χ2 ο οποίος την εξέταση του κωλικού του νεφρού, ως ο διενεργήσας αυτή, όπως ισχυρίζεται, όφειλε να την είχε καταγράψει εκτενέστερα στη βεβαίωση του, επειδή οι ιατροί αναφέρουν στις βεβαιώσεις τους όχι μόνο ότι ενδιαφέρει τους εξετασθέντες, αλλά ότι συμβαίνει πραγματικά (αληθή λόγο προσέλευσης, έλεγχο ακτινολογικό, φαρμακευτική αγωγή κ. ά). Σημειωτέον ότι η διενεργήσασα την ΕΔΕ Ε1 απέδωσε και τη νόθευση αυτή (απάλειψη) στον πρώτο κατηγορούμενο.....".
Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους μεν κατηγορουμένους Χ2 και Χ2 των πράξεων α) της ψευδούς βεβαιώσεως β) της νόθευσης δημοσίων εγγράφων (κατ' εξακολούθηση ο πρώτος) και γ) της ψευδορκίας μάρτυρα και επέβαλε στον μεν πρώτο συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι πέντε (25) μηνών, στον δε δεύτερο είκοσι τριών (23) μηνών, τις οποίες ανέστειλε και ως προς τους δύο, τον δε κατηγορούμενο Χ1 κήρυξε ένοχο για τις πράξεις α) της ηθικής αυτουργίας κατά συρροή στις πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και της νόθευσης εγγράφου από υπάλληλο και β) της κατ' εξακολούθηση χρήσης νοθευμένου εγγράφου και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως τριάντα τεσσάρων (34) μηνών την οποία επίσης ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων για τα οποία τους κήρυξε ενόχους, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή αυτών, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 46, 242 παρ.1, 2 και 4 και 224 του Π.Κ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζονται οι ψευδείς κατά περιεχόμενο γνωματεύσεις τις οποίες οι κατηγορούμενοι, ως ιατροί του αναφερόμενου νοσοκομείου ν.π.δ.δ., εξέδωσαν και αφορούν στον τρίτο κατηγορούμενο, προσδιορίζεται το περιεχόμενο των γνωματεύσεων αυτών και αναφέρονται με σαφήνεια και επάρκεια οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο πείσθηκε ότι το περιεχόμενο των γνωματεύσεων αυτών είναι ψευδές αφού οι ως άνω ιατροί ουδέποτε είχαν εξετάσει τον τρίτο κατηγορούμενο, περαιτέρω δε εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκαν στον τελευταίο οι άνω ψευδείς γνωματεύσεις. Ακόμη με σαφήνεια και επάρκεια προσδιορίζονται οι συνιστώσες αλλοίωση του περιεχομένου δημοσίου εγγράφου εγγραφές στα βιβλία των εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου που αφορούσαν τον τρίτο κατηγορούμενο, ο οποίος είχε μεν πράγματι εισαχθεί στο εν λόγω νοσοκομείο σε προγενέστερο χρόνο αλλά με διάγνωση " κολικός αριστερού νεφρού" τις οποίες εγγραφές οι κατηγορούμενοι αλλοίωσαν με την προσθήκη λέξεων και αριθμών ώστε ο ίδιος κατηγορούμενος να εμφανίζεται ως νοσολευθείς για σωματικές κακώσεις έτσι ώστε το αλλοιωμένο νόημα που προέκυπτε από τις παράνομες προσθήκες-μεταβολές να εναρμονίζεται με το ψευδές περιεχόμενο των ιατρικών γνωματεύσεων τις οποίες εξέδωσαν και χορήγησαν σε αυτόν. Περαιτέρω, αναφορικά με την πράξη της ψευδορκίας που αποδίδεται στους κατηγορούμενους ιατρούς, διαλαμβάνονται στην απόφαση τα ψευδή περιστατικά τα οποία καθένας από αυτούς κατέθεσαν ενόρκως στον πταισματοδίκη Κοζάνης, προσδιορίζεται εις τι συνίσταται το ψευδές του περιεχομένου της καταθέσεώς τους και με τις εκ του πράγματος παραδοχές, για την ουδέποτε λαβούσα χώρα από αυτούς εξέταση του τρίτου κατηγορουμένου Χ1 για σωματικές κακώσεις, το δικαστήριο έκρινε ότι οι κατηγορούμενοι τελούσαν εις γνώση της αναλήθειας των κατατεθέντων. Τέλος για τον τρίτο κατηγορούμενο Χ1 η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επαρκή αιτιολογία για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στις από τους κατηγορούμενους ιατρούς τελεσθείσες πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και νόθευσης δημοσίου εγγράφου, αφού δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι ιατροί τέλεσαν τις παραπάνω πράξεις με την προτροπή, την πειθώ και τις παρακλήσεις αυτού που ενδιαφερόταν να εφοδιασθεί με τις ψευδείς ιατρικές γνωματεύσεις προκειμένου να τις αξιοποιήσει για ουσιαστική απόδειξη της εγκλήσεώς του κατά του Ψ1, για πρόκληση σωματικών βλαβών εναντίον του, τις οποίες και πράγματι χρησιμοποίησε τόσον κατά την υποβολή της ως άνω εγκλήσεως, όσον και κατά την προανακριτική απολογία του, απολογούμενος επί εγκλήσεως του Ψ1 εναντίον του για συκοφαντική δυσφήμηση, παρατίθενται δε στην απόφαση περιστατικά και σκέψεις από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι αυτός τελούσε εν γνώσει του ψευδούς περιεχομένου των ιατρικών γνωματεύσεων.
Συνεπώς, οι λόγοι αναιρέσεως, κοινοί για όλους τους αναιρεσείοντες, από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
IV. Kατά το άρθρο 364 παρ.2 περ.β' του Κ.Π.Δ διαβάζονται, επίσης, στο ακροατήριο τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει, ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Η διάταξη όμως αυτή δεν απαγγέλλει ρητώς την ακυρότητα για την παραβίασή της, ούτε επέρχεται από την παραβίαση αυτής απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με πρόσθετο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α κοινό λόγο αναιρέσεως αιτιώνται ότι το Δικαστήριο μη νομίμως έλαβε υπόψη του τα προσδιοριζόμενα δέκα οκτώ (18) έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν και προέρχονται από δικογραφίες επί υποθέσεων για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί αμετάκλητες αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων και πειθαρχικών συμβουλίων. Από την ανάγνωση όμως των εγγράφων αυτών, την αναγκαιότητα της ανάγνωσης των οποίων το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει, ουδεμία προκλήθηκε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο σχετικός πρόσθετος λόγος καθώς και εκείνος της έλλειψης αιτιολογίας για την ανάγνωση αυτών είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, οι ένδικες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 10/24-5-2007, 11/24-5-2007 και 12/29-5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, των Χ1, Χ2 και Χ3, αντίστοιχα, καθώς και τους από 7-1-2000 προσθέτους λόγους καθενός από αυτούς, για αναίρεση της υπ' αριθμ.218/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ