Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Πλαστογραφία μετά χρήσεως σε βαθμό κακουργήματος. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Έγγραφο και το άκυρο, αν η κατάρτιση του είναι δυνατόν να έχει κάποιο έννομο αποτέλεσμα. Δυνατή η καθολική αναφορά του βουλεύματος στην εισαγγελική πρόταση.
Αριθμός 2427/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 866/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2034/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 273/20.5.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι) Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 866/2007 βούλευμά του αφού έκανε τυπικά δεκτή την υπ'αριθμ. 101/2007 έφεση του Χ κατά του υπ'αριθμ. 464 (από προφανή παραδρομή αναφέρεται στην αναίρεση 467)/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (όπως τούτο διορθώθηκε, σε σχέση με το όνομα του άνω κατηγορουμένου, με το υπ'αριθμ. 657/2007 βούλευμα του αυτού συμβουλίου) απέρριψε αυτή ως αβάσιμη κατ'ουσίαν εν μέρει και έκανε αυτή δεκτή στην ουσία της εν μέρει για την πράξη της πλαστογραφίας, για την οποία και έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη. Ειδικώτερα: Με το υπ'αριθμ. 464/2007 βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παραπέμφθηκε ο Χ στο Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως πλαστογραφίας (κατάρτισης πλαστού εγγράφου και δη της από 5-7-2001 σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης και της από 21-3-2002 διαθήκης του Α) μετά χρήσεως, από την οποία και δη το πρώτο έγγραφο σκόπευε να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη των κληρονόμων και της ΟΕ με την επωνυμία "ΑΦΟΙ ....." το μηνιαίο ποσό των 15.000 ευρώ και το ετήσιο ποσό των 176.082,17 ευρώ για 12 έτη. Συγκεκριμένα του ότι Α. "στην ..... την 5.7.2001 σκοπεύοντας να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, αλλά και με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του εν συνεχεία αναφερομένου πλαστού εγγράφου άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες κατήρτισε πλαστό έγγραφο και ακολούθως έκανε χρήση αυτού, το συνολικό δε όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 €. Ειδικότερα, κατά τον προαναφερθέντα χρόνο κατήρτισε πλαστή σύμβαση επαγγελματικής μίσθωσης επί της οποίας έθεσε κατ' απομίμηση και άνευ της συναινέσεως την υπογραφή του νυν αποβιώσαντος αδελφού του Α, ως δήθεν συμβαλλομένου σε αυτή υπό την ιδιότητα του ομορρύθμου εταίρου της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΦΟΙ ..... Ο.Ε", κατά το περιεχόμενο της οποίας εφέρετο, ότι η ως άνω εταιρεία εκμίσθωσε σε αυτόν εγκαταλελειμμένο πτηνοτροφείο, κείμενο στη κτηματική περιφέρεια του δήμου ..... σε αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας της συνολικής εκτάσεως περίπου 61 στρεμμάτων με κτιριακές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις και εν γένει εξοπλισμό πτηνοτροφικής μονάδας, έναντι ετήσιου μισθώματος 3.000 €, σύμφωνα δε με τους κύριους διαλαμβανόμενους στο συμφωνητικό όρους, η διάρκεια της μίσθωσης οριζόταν σε 12 έτη με ημεροχρονολογία έναρξης την 01-01-2002 και λήξης την 31-12-2013, με περαιτέρω δικαίωμα μονομερούς από το μισθωτή παρατάσεως της για 12 επιπλέον έτη, στον οποίο παρεχόταν και το δικαίωμα υπεκμίσθωσης σε τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και παραχώρησης με οποιονδήποτε τρόπο της χρήσης του σε οποιονδήποτε τρίτο. Του ανωτέρω πλαστού εγγράφου έκανε και χρήση και συγκεκριμένα το προσεκόμισε ως συνημμένο κατά τη κατάθεση της από 27-02-2004 μηνύσεως του ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, αλλά και την 07-04-2003, χρόνο κατά τον οποίο, ενώπιον του Υ/Α του Α.Τ Θηβών ..... αιτήθηκε τη ποινική δίωξη της μητέρας του Β και της αδελφής του Γ, σκόπευε δε δια της εν γένει χρήσεως του να παραπλανήσει κάθε τρίτο πρόσωπο σχετικά με το γεγονός, ότι ετύγχανε μισθωτής της ανωτέρω εκτάσεως δυνάμει έγκυρης σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης και επιπροσθέτως να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τη περιουσία της ως άνω ομορρύθμου εταιρείας αλλά και των εγκαλούντων ως κληρονόμων του Α, το όφελος δε τούτο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €, αφού η μισθωτική αξία της εκτάσεως ανερχόταν μηνιαίως στο ποσό των 15.000 €, ετησίως δε στο ποσό των 176.082,17 €.
Β. Στην ..... την 21.3.2002 κατήρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, στη συνεχεία δε έκανε χρήση του εγγράφου αυτού. Συγκεκριμένα κατήρτισε την από 21.3.2002 πλαστή διαθήκη ως δήθεν προερχομένη από τον αποβιώσαντα την 26.11.2002 αδελφό του Α, επί της οποίας έθεσε υπογραφή κατ' απομίμηση της υπογραφής του τελευταίου. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ανωτέρω διαθήκης το κείμενο της οποίας ο κατηγορούμενος είχε γράψει με ηλεκτρονικό μέσο και ως εκ τούτου ήταν άκυρη, αφού δεν μπορούσε να ισχύσει ως ιδιόγραφη, δημόσια η μυστική λόγω της μη τήρησης των προϋποθέσεων των διατάξεων 1718, 1724 και 1738 του ΑΚ, ο ως άνω Α φερόταν να εγκαθιστά τον ως άνω κατηγορούμενο κληρονόμο του σε χρηματιστηριακούς τίτλους και καταθέσεις του, στο 1/3 της ψιλής κυριότητας του ποσοστού του επί πολυώροφης οικοδομής και της επικαρπίας ολοκλήρου του ποσοστού του επί της ίδιας οικοδομής που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... και ..., ως επίσης και στο ποσοστό του επί του κείμενου στην περιοχή των ..... πτηνοτροφείου. Ακολούθως ο εν λόγω κατηγορούμενος στις 27.2.2004 έκανε χρήση της πιο πάνω πλαστής διαθήκης, την οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ως συνημμένη στην με ίδια ημεροχρονολογία μήνυση που υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών σε βάρος των εγκαλούντων Δ, Γ και Ε, της συμβολαιογράφου Αθηνών ΣΤ και άλλων προσώπων, με την οποία κατήγγειλε αυτούς ότι την 1.5.2002 η τελευταία με τη συμμετοχή και των υπολοίπων συνέταξε την 17598 δημοσία διαθήκη του Α, αν και γνώριζαν πως ο διαθέτης ήταν ανίκανος προς σύνταξη διαθήκης λόγω σοβαρής ασθενείας του η οποία περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του. Δια της καταρτίσεως της ανωτέρω από 21.3.2002 πλαστής διαθήκης και της χρήσεως αυτής κατά τον προαναφερόμενο τρόπο ο κατηγορούμενος σκόπευε να παραπλανήσει τις εισαγγελικές και τις δικαστικές αρχές και κάθε τρίτο πρόσωπο σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα σχετικά με το γεγονός ότι η διαθήκη αυτή αν και άκυρη, ως μη συνταχθείσα συμφωνά με τους νομίμους τύπους, εξέφραζε την αυθεντική τελευταία βούληση του Α, συμφωνά με την οποία δεν είχε καμία πρόθεση να αποκλείσει τον ίδιο και την οικογένεια του από την κληρονομιά του και ότι ως εκ τούτου η προαναφερομένη 17598/2002 δημοσία διαθήκη του, με την οποία τον απέκλειε από την κληρονομιά του ήταν προϊόν εξαπατήσεως του από τους ως άνω εγκαλούντες" πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 216 παρ. 1, 3α, 51 ΠΚ (ηα) και 216 παρ. 1, 52 ΠΚ (ηβ). 'Ητοι η πρώτη σε βαθμό κακουργήματος, η δεύτερη σε βαθμό πλημμελήματος.
Κατά του άνω βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε την υπ'αριθμ. 101/2007 έφεση και το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 866/2007 βούλευμά του, αφού έκανε αυτή τυπικά δεκτή, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την πράξη της πλαστογραφίας που τελέστηκε σε βαθμό πλημμελήματος στις 21-3-2002 λόγω παραγραφής και απέρριψε την έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη για τις άλλες πράξεις (πλαστογραφία μετά χρήσεως σε βαθμό κακουργήματος και χρήση πλαστού σε βαθμό πλημμελήματος).
Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 27-8-2007 (βλ. το από 27-8-2007 αποδεικτικό του επιμελητή .....)- στην "σύνοικο σύζυγό του" και κατ'αυτού άσκησε δια πληρεξουσίου, δυνάμει της από 1-9-2007 εξουσιοδοτήσεως του στην οποία το γνήσιο της υπογραφής του βεβαιώνεται αυθημερόν από τον δικηγόρο Χρήστο Ρηγόπουλο, - ενώπιον του γραμματέα του τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών στις 10-9-2007 την υπ'αριθμ. 183/2007 έκθεση αναίρεσης προβάλλων ως λόγους αναίρεσης έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας - όπως εκτίθεται πιο κάτω. Η παράλειψη αναγραφής στην έκθεση αναίρεσης της ημέρας δεν παράγει ακυρότητα (153 ΚΠΔ).
Ενόψει τούτων, και των άρθρων 462, 463, 465, 473, 474, 477, 478, 482, 484 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ, η υπό κρίση αναίρεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία.
ΙΙ) Επειδή το συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του - και με καθολική - επιτρεπτή από το νόμο- αναφορά στις σκέψεις της προτάσεως του παρ'αυτώ Εισαγγελέα δέχθηκε ότι: "από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, σε συνδυασμό και με όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία και τα απολογητικά υπομνήματα του εκκαλούντος κατηγορουμένου προέκυψαν τα ακόλουθα, κρίσιμα και ουσιώδη, πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών- κατηγορούμενος Χ τυγχάνει αδελφός της εγκαλούσας Γ και θείος των λοιπών εγκαλούντων Ε και Δ. Κατά το έτος 1971 ο εκκαλών, ο αδελφός του Α και ο πατέρας τους Ζ είχαν συστήσει ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "..... και υιοί Ο.Ε.", με ποσοστό 33% έκαστος, που σκοπό είχε την ωοπαραγωγή, αναπαραγωγή νεοσσών και κάθε άλλη συναφή εργασία. Η εταιρεία αυτή, προς επίτευξη του προαναφερομένου σκοπού της, αγόρασε ένα αγροτεμάχιο στη θέση ..... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ..... . Κατά μήνα Δεκέμβριο του έτους 1994 αποχώρησε από την εταιρεία ο πατέρας και παρέμειναν τα δυο αδέλφια, με ποσοστό 50% έκαστο. Η εταιρεία, με νέα πλέον επωνυμία "Αφοι ..... Ο.Ε", φέρεται να σταμάτησε τη λειτουργία της το έτος 1996. Έκτοτε οι σχέσεις των δύο αδελφών δεν ήσαν καλές. Ο Α, έχοντας προσβληθεί από καρκίνο του προστάτη και της ουροδόχου κύστης, χειρουργηθείς από το έτος 2000 στις ΗΠΑ, με την από 24-6-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του είχε διαθέσει την περιουσία του και ταυτόχρονα είχε αποκλείσει από την κληρονομιά τον εκκαλούντα, τη σύζυγο του Η και τα τέκνα τους. Ο ανωτέρω στις 5-7-2004 προέβη ενώπιον της συμβολαιογράφου Θ σε δήλωση, κωδίκελο, συνισταμένη στο ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος στις 9-6-2001 του ζήτησε την αστυνομική του ταυτότητα, προκειμένου να προβεί σε διακοπή της τηλεφωνικής σύνδεσης της εταιρείας τους στη ....., την οποία, διακοπή, δεν έκανε, δήλωνε δε ότι υποπτευόταν πως ο ανωτέρω χρησιμοποίησε την ταυτότητα του για σύνταξη πράξεως, με την οποία αλλοιωνόταν η περιουσιακή του κατάσταση προς όφελος του, προβαίνοντας σε πλαστογράφηση της υπογραφής του και κατέληγε ότι δεν αναγνωρίζει ως έγκυρη καμία τέτοια πράξη που χρονολογείται μετά την 9-6-2001. Τελικά ο Α, ο οποίος δεν είχε παντρευτεί και ούτε είχε αποκτήσει παιδιά, απεβίωσε στο ..... στις 26-11-2002. Έκτοτε μεταξύ εκκαλούντος και των ως άνω εγκαλούντων υφίσταται σφοδρή δικαστική διαμάχη σχετικά με τη κληρονομιά του αποβιώσαντος. Ο εκκαλών, στην ..... στις 5-7-2001, γνωρίζοντας ότι ο αποβιώσας αδελφός του έπασχε από ανίατη και μάλιστα με μη αναστρέψιμα αποτελέσματα ασθένεια, καθόσον ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση στους λεμφαδένες και σε άλλα σημεία του σώματος του, κατάρτισε μία, υπό ιδίαν ημερομηνία, σύμβαση επαγγελματικής μίσθωσης και έθεσε χωρίς εντολή αλλά ούτε και κάποιο άλλο προς τούτο δικαίωμα κατ' απομίμηση την υπογραφή του ανωτέρω, ως δήθεν συμβαλλομένου σε αυτήν με την ιδιότητα του ως ομόρρυθμου μέλους της εταιρείας "Αφοι ..... Ο.Ε". Σύμφωνα με το περιεχόμενο της σύμβασης αυτής, στην οποία μισθωτής ήταν ο ίδιος ο εκκαλών, η ως άνω εταιρεία, εκμίσθωνε σ' αυτόν ένα ακίνητο κείμενο στην κτηματική περιφέρεια της ....., αποτελούμενο από ένα αγρόκτημα έκτασης εξήντα ενός (61) στρεμμάτων, τρεις (3) πλήρεις πτηνοτροφικούς θαλάμους εκτροφής και αναπαραγωγής πουλερικών μετά του μηχανολογικού εξοπλισμού τους, μία αποθήκη και παρασκευαστήριο πτηνοτροφιών, δύο (2) πλήρεις κατοικίες εργατών, ένα υδατόπυργο, ένα συγκρότημα άντλησης νερού με γεώτρηση και τρία (3) ισόγεια διαμερίσματα, έναντι ετησίου μισθώματος 3.000 ευρώ ή 1.022.250 δραχμών, με διάρκεια της μίσθωσης δώδεκα έτη, χορηγείτο δε σ' αυτόν με τον όρο 2.2 το δικαίωμα μονομερούς παράτασης της μίσθωσης για δώδεκα επιπλέον έτη και με τον όρο 4.2 παρείχετο σ' αυτόν το δικαίωμα να υπεκμισθώνει το μίσθιο σε τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, να παραχωρεί με οποιονδήποτε τρόπο τη χρήση αυτού προς οποιονδήποτε τρίτο και να συστήνει εταιρείες προς εκμετάλλευσή του. Ο εκκαλών, προβαίνοντας στην κατάρτιση της ως άνω πλαστής σύμβασης, σκοπούσε να παραπλανήσει με τη χρήση της άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα τους τρίτους ότι η σύμβαση αυτή είχε υπογραφεί από τον Α ως, δήθεν, συμβαλλόμενο με την ιδιότητα του ομόρρυθμου μέλους της εταιρείας "Αφοι ..... Ο.Ε", ότι ο ίδιος ετύγχανε μισθωτής της ανωτέρω εκτάσεως δυνάμει έγκυρης σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης, και επιπροσθέτως να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την περιουσία της ως άνω ομορρύθμου εταιρείας αλλά και των εγκαλούντων, ως κληρονόμων του Α, το δε συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, αφού η μισθωτική αξία της εκτάσεως ανερχόταν μηνιαίως στο ποσό των 15.000 ευρώ και ετησίως στο ποσό των 176.082, 17 ευρώ. Ακολούθως ο εκκαλών έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου και συγκεκριμένα, στα πλαίσια της δικαστικής διαμάχης του με τους ως άνω εγκαλούντες, επικαλέστηκε και προσκόμισε αυτό αφενός μεν στις 7-4-2003, όταν, καταθέτοντας ενόρκως ενώπιον του Υ/Α του Α.Τ Θηβών ....., ζήτησε την ποινική δίωξη και κατά νόμο τιμωρία της μητέρας του Β και της εγκαλούσας, αδελφής του, Γ για υφαίρεση (κλοπή), αφετέρου δε στις 27-2-2004, όταν υποβάλλοντας ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών την υπό ιδίαν ημερομηνία έγκληση του, ζήτησε την ποινική δίωξη και κατά νόμο τιμωρία, μεταξύ άλλων, της συμβολαιογράφου Αθηνών ΣΤ και των εγκαλούντων, καταγγέλλοντας ότι η εν λόγω συμβολαιογράφος, με τη συμμετοχική δράση των λοιπών εγκαλουμένων, την 1-5-2002 συνέταξε την υπ' αριθ. ..... δημόσια διαθήκη του Α, αν και γνώριζαν ότι ο διαθέτης ήταν ανίκανος, ευρισκόμενος σε ψυχική και διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του. Στην τελευταία περίπτωση ο εκκαλών επικαλέστηκε και προσκόμισε επίσης την από 21-3-2002 διαθήκη, ως δήθεν προερχομένη από τον αποβιώσαντα αδελφό του Α. Η διαθήκη αυτή ήταν πλαστή, αφού ο ίδιος στην ..... στις 21-3-2002 είχε προβεί στη σύνταξη της και είχε θέσει επ' αυτής υπογραφή κατ' απομίμηση της υπογραφής του ως άνω αδελφού του. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω διαθήκης, το κείμενο της οποίας ο εκκαλών είχε γράψει με ηλεκτρονικό μέσο και ως εκ τούτου ήταν άκυρη, αφού δεν μπορούσε να ισχύσει ως ιδιόγραφη, δημοσία η μυστική λόγω της μη τήρησης των προϋποθέσεων των διατάξεων 1718, 1724 και 1738 του ΑΚ, ο Α φερόταν να εγκαθιστά τον εκκαλούντα κληρονόμο του σε χρηματιστηριακούς τίτλους και καταθέσεις του, στο 1/3 της ψιλής κυριότητας του ποσοστού του επί πολυώροφης οικοδομής και της επικαρπίας ολοκλήρου του ποσοστού του επί της ίδιας οικοδομής που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ..... και ....., ως επίσης και στο ποσοστό του επί του κείμενου στην περιοχή των ..... πτηνοτροφείου. Σκοπός του εκκαλούντος, παρά τα όσα περί του αντιθέτου αβασίμως ισχυρίζεται, ήταν με τη χρήση της πλαστής αυτής διαθήκης, όπως άλλωστε σκοπούσε και με την κατάρτιση της, να παραπλανήσει τις εισαγγελικές και τις δικαστικές αρχές και κάθε τρίτο πρόσωπο σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα σχετικά με το γεγονός ότι η διαθήκη αυτή, αν και άκυρη, ως μη συνταχθείσα κατά τους νομίμους τύπους, εξέφραζε την αυθεντική τελευταία βούληση του αδελφού του Α, σύμφωνα με την οποία δεν είχε πρόθεση να αποκλείσει τον ίδιο και την οικογένεια του από την κληρονομιά του και ότι, ως εκ τούτου, η προαναφερομένη, υπ' αριθ. 17598/2002, δημοσία διαθήκη του, με την οποία τον απέκλειε από την κληρονομιά του ήταν προϊόν εξαπατήσεως του από τους ως άνω εγκαλούντες. Ισχυρίζεται ο εκκαλών -κατηγορούμενος ότι το από 5-7-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως υπεγράφη από αυτόν και το παρέδωσε στον αδελφό του με την παράκληση, αφού το υπογράψει ως συνδιαχειριστής της εκμισθώτριας εταιρείας, να το καταθέσει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Περιστερίου, η οποία βρισκόταν πλησίον της οικίας του, καθώς επίσης ότι την από 21-3-2002 διαθήκη την ανακάλυψε μπροστά στα μάτια της μητέρας του πίσω από ένα κρεβάτι στην οικία του αδελφού του και τέλος ότι η γνησιότητα της υπογραφής του τελευταίου είχε θεωρηθεί με αυτοπρόσωπη παρουσία του στο ΚΕΠ Περιστερίου αλλά και την επίδειξη της αρ. ..... ταυτότητας του. Περαιτέρω, ο εκκαλών προβάλλει τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι στην περίπτωση του 5-7-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως συντελέσθηκε το αδίκημα της πλαστογραφίας, το συνολικό όφελος δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, καθόσον η αντικειμενική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 503.000 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις δηλώσεις μεγάλης ακίνητης περιουσίας της εταιρείας κατά τα έτη 2000-2005, τις οποίες μετ' επικλήσεως προσκόμισε, καταλήγει δε ότι το ετήσιο τεκμαρτό μίσθωμα υπολογίζεται σύμφωνα με τις φορολογικές διατάξεις σε ποσοστό 3% ετησίως της αντικειμενικής αξίας, κατά συνέπεια ανέρχεται στο ποσό των 15.090 ευρώ (503.000 ευρώ Χ 3%) ετησίως, πλην όμως με την υπάρχουσα κατάσταση η εμπορική αξία του συγκεκριμένου ακινήτου υπολείπεται της αντικειμενικής του αξίας λόγω παλαιότητας και θέσεως και το μηνιαίο μίσθωμα δεν ξεπερνά το ποσό των 300 ευρώ. Επί των ως άνω ισχυρισμών του εκκαλούντος λεκτέα τα ακόλουθα: Ο εκκαλών, όπως προαναφέραμε, δεν είχε καλές σχέσεις με τον αδελφό του Α. Μάλιστα από τον τελευταίο είχαν εκφρασθεί υπόνοιες στο προαναφερόμενο κωδίκελο ότι πιθανόν ο εκκαλών, προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, να προέβη σε πλαστογράφηση της υπογραφής του. Περαιτέρω ο εκκαλών ήταν ο μόνος που είχε συμφέρον για την κατάρτιση τόσο του από 5-7-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως όσο και της από 21-3-2002 διαθήκης. Η ....., ειδική δικαστική γραφολόγος, η οποία διενήργησε γραφολογική έρευνα στα ανωτέρω έγγραφα και συνέταξε την από 22-7-2004 έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υπάρχουσες σ' αυτά υπογραφές τού Α είναι πλαστές και η πλαστογράφηση έγινε από άτομο που είχε στη διάθεση του ή γνώριζε τον τρόπο ανάπτυξης της υπογραφής του. Ο εκκαλών, είναι φανερό ότι, εξαιτίας της συγγένειας και της επαγγελματικής σχέσης που είχε με τον αδελφό του, γνώριζε τον τρόπο ανάπτυξης της υπογραφής του αδελφού του, γεγονός άλλωστε που επιβεβαίωσε προανακριτικά, εξεταζόμενος ενόρκως στις 22-7-2004, ο μάρτυρας Ε. Στις 9-6-2001, όπως προαναφέραμε, ο εκκαλών είχε ζητήσει την ταυτότητα του αδελφού του και, κάνοντας χρήση αυτής, πέτυχε είτε λόγω ομοιότητας του με αυτόν, όπως αναφέρει ο ανωτέρω μάρτυρας, είτε λόγω φόρτου εργασίας των αρμοδίων υπαλλήλων να βεβαιωθεί αφενός μεν από υπάλληλο του Δήμου Περιστερίου το γνήσιο της υπογραφής του αδελφού του στην από 5-7-2001 σύμβαση επαγγελματικής μισθώσεως, αφετέρου δε από υπάλληλο της ΔΟΥ Α' Περιστερίου η κατάθεση, δήθεν, προσωπικώς από τον αδελφό του της από 21-3-2002 διαθήκης στην υπηρεσία του. Το γεγονός, ότι ο Α είχε καταθέσει τα έτη 2000 και 2001 σε συμβολαιογράφο δυο διαθήκες, αποκλείει την περίπτωση, ως γνώστης του τρόπου σύνταξης έγκυρης διαθήκης, να προέβαινε στις ως άνω άστοχες ενέργειες. Περαιτέρω το συνολικό όφελος που επεδίωξε ο εκκαλών με την κατάρτιση της πλαστής σύμβασης επαγγελματικής μισθώσεως υπερβαίνει, σε κάθε περίπτωση, κατά πολύ το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ, δοθέντος ότι, όπως αναφέρουν οι εγκαλούντες, η μισθωτική αξία του ακινήτου ανερχόταν στο ποσό των 15.000 ευρώ μηνιαίως αλλά και η διάρκεια της ήταν δωδεκαετής με δικαίωμα του μισθωτή, εκκαλούντος, να προβεί σε μονομερή παράταση της για άλλη μια δωδεκαετία. Επισημαίνουμε ότι, σε όλη αυτή τη διάρκεια της μίσθωσης ο εκκαλών θα εκμεταλλευόταν κατά τον πλέον επικερδή γι' αυτόν τρόπο το μίσθιο, χωρίς καμία παρέμβαση της εκμισθώτριας εταιρείας, αφού σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο, και συγκεκριμένα το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574 και 575 του ΑΚ, βασική υποχρέωση της τελευταίας απέναντι σ' αυτόν ήταν να εγκαταλείψει το μίσθιο καθ 'όλη τη διάρκεια του χρόνου της μίσθωσης, προσέτι δε να μην επιχειρεί πράξεις που μπορούν να στερήσουν από αυτόν τη χρήση του μισθίου ή να διαταράξουν την κατοχή του ή να υποσκάψουν τον επιδιωκόμενο σκοπό της μίσθωσης. Τέλος, ο υπό του εκκαλούντος επικαλούμενος υπολογισμός του μισθώματος με βάση την αντικειμενική αξία του μισθίου δεν είναι σύμφωνος με τα κρατούντα στις συναλλαγές, όπου η διαμόρφωση του μισθώματος γίνεται υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης και κατά τις διαπραγματεύσεις λαμβάνεται υπόψη, κατά κανόνα, η αγοραία αξία του μισθίου, η οποία πολλές φορές είναι πολλαπλάσια της αντικειμενικής. Η άποψη του εκκαλούντος ότι το μίσθωμα ανέρχεται στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως στηρίζεται στα εντελώς αόριστα στοιχεία της παλαιότητας και της θέσεως του μισθίου, αντικρούεται δε ακόμη και από το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως υπ' αυτού, υπό ημερομηνία 19-11-2004, ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο, ακόμη και αν ήθελε παραβλεφθεί η περίπτωση το αναφερόμενο σ' αυτό μίσθωμα να είναι εικονικό, φέρεται να υπεκμίσθωσε στις 20-6-2004 στον Ι τους δύο μόνο από τους τρεις πτηνοτροφικούς θαλάμους μετά του μηχανολογικού εξοπλισμού τους αντί του ποσού των 600 ευρώ μηνιαίως. Κατόπιν αυτών, φανερό είναι ότι, οι ως άνω ισχυρισμοί του εκκαλούντος στερούνται ουσιαστικής βασιμότητας."Στη συνέχεια, διατύπωσε τη διαλαμβανόμενη στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος σε βάρος του κατηγορούμενου Χ κατηγορία της χρήσεως πλαστού, από επιβαρυντική περίσταση σε αυτοτελή πλέον πράξη, ως ακολούθως: "Στην ..... στις 27-2-2004 εν γνώσει του χρησιμοποίησε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, επικαλέστηκε και προσκόμισε την από 21-3-2002 διαθήκη, ως δήθεν προερχομένη από τον αποβιώσαντα την 26.11.2002 αδελφό του Α, ενώ την είχε συντάξει ο ίδιος στην ..... και είχε θέσει επ' αυτής υπογραφή κατ' απομίμηση της υπογραφής του αδελφού του, ως συνημμένη στην από 27-2-2004 μήνυση που υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών ζητώντας την ποινική δίωξη και κατά νόμο τιμωρία, μεταξύ, άλλων, της συμβολαιογράφου Αθηνών ΣΤ και των εγκαλούντων Γ, Ε και Δ, καταγγέλλοντας ότι η εν λόγω συμβολαιογράφος, με τη συμμετοχική δράση των υπολοίπων, την 1-5-2002 συνέταξε την υπ. αρ. ..... δημόσια διαθήκη του Α, αν και γνώριζαν ότι ο διαθέτης ήταν ανίκανος, ευρισκόμενος σε ψυχική και διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω διαθήκης, το κείμενο της οποίας είχε γράψει με ηλεκτρονικό μέσο και ως οικογένειά του από την κληρονομιά του και ότι, ως εκ τούτου, η προαναφερομένη, υπ' αριθ. ..... δημοσία διαθήκη του, με την οποία τον απέκλειε από την κληρονομιά του ήταν προϊόν εξαπατήσεώς του από τους ως άνω εγκαλούντες" και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα κατά το μέρος που αφορά τις ως άνω παραπεμπτικές διατάξεις.
ΙΙΙ) Ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αναίρεση που στρέφεται κατά του άνω βουλεύματος προβάλλει ως λόγους αναίρεσης κατ' αυτού: α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δη διότι δεν εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο πλαστογράφησε το μισθωτήριο και την άκυρη διαθήκη - από ποιά στοιχεία, έγγραφα, μαρτυρικές καταθέσεις είναι πλαστογράφος. Δεν εκθέτει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν και συγκροτούν υποκειμενικά την υπόσταση των εγκλημάτων και τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την κρίση αυτή και τις σκέψεις με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις σχετικές διατάξεις και ειδικά δεν αναφέρεται στην απολογία και στο συνοδευτικό υπόμνημα. Επίσης δεν έλαβε υπόψη, το αίτημά του να γίνει μέσα στα πλαίσια της ανάκρισης νόμιμη γραφολογική εξέταση των εγγράφων τα οποία θεωρούνται πλαστογραφημένα. Δεν αιτιολογεί από ποια στοιχεία προέκυψε το ύψος της βλάβης-ωφέλειας, αφού δεν απεδείχθη ότι υπερέβαινε σε κάθε περίπτωση το ποσό των 73.000 ευρώ και δέχεται χωρίς αποδεικτικό στοιχείο ότι η μηνιαία μισθωτική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε ποσό 15.000 ευρώ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι είναι συνιδιοκτήτης κατά 50% και ότι το τεκμαρτό μίσθωμα υπολογίζεται σε ποσοστό 3% επί της αντικειμενικής αξίας.
β) Εσφαλμένη εφαρμογή-ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης δηλαδή του άρθρου 216 ΠΚ, αφού η άκυρη διαθήκη δεν παράγει έννομες συνέπειες με την έννοια του άρθρου 216 ΠΚ και συνεπώς δεν συνιστά το έγκλημα αυτό.
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 2 Συντ. και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας συνιστά λόγον αναίρεσης (484 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ), όταν εκτίθεται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο -βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 65/2007, ΑΠ 48/2007, ΑΠ 1371/2006, ΑΠ 1999/2006 κ.α.-
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα δεν απαιτείται χωριστή αναφορά ή αναλυτική παράθεση του καθενός και τί από αυτό συνήγαγε το συμβούλιο, αλλ' αρκεί η μνεία του είδους αυτών (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε την παραπεμπτική κρίση του (βλ. ΑΠ 48/2007, ΑΠ 65/2007, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 1371/2006, ΑΠ 1331/2006, ΑΠ 1101/2006 κ.α.), -νοείται να γίνεται μνεία όλων των υπαρχόντων νομίμων αποδεικτικών μέσων - χωρίς να απαιτείται και συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση αυτών (βλ. ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 1331/2006, ΑΠ 628/2006 κ.α.)- προφανώς αυτό γίνεται προ της αποδοχής της τοιαύτης ή τοιαύτης κρίσεως, αλλά απλώς δεν απαιτείται αυτό να διατυπώνεται ειδικά στο βούλευμα - ή να γίνεται σχολιασμός των μαρτυρικών καταθέσεων ή των υπερασπιστικών επιχειρημάτων κλπ.
Εξ άλλου, και δεδομένου ότι και αυτό το άρθρο 177 ΚΠΔ καθιερώνει την αρχή της ηθικής αποδείξεως καθών οι αποδείξεις στην ποινική διαδικασία εκτιμώνται ελευθέρως κατ' ιδίαν πεποίθηση και κρίση από το συμβούλιο και ότι ο 'Αρειος Πάγος δεν είναι δικαστήριο ουσίας (τρίτου βαθμού) αλλά ελέγχει με την αναίρεση μόνον τη νομικήν ορθότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος, ως και την τήρηση ωρισμένων δικονομικών διατάξεων μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση και διαπίστωση των πορισμάτων της ανακρίσεως, τουτέστιν πραγματικών περιστατικών για τα οποία κρίνει κυριαρχικώς το συμβούλιο, έπεται κατ'ανάγκη ότι κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει το βούλευμα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 2078/2005, ΑΠ 1880/2005 στο τέλος) ή αντικρούουν την υπό του βουλεύματος γενομένη ύπαρξη αυτών είναι απαράδεκτος (ΑΠ 829/2006, ΑΠ 1615/2005 κ.α. Μπουρόπουλος υπό 484 σελ. 195-6), ή ότι τα δεκτά γενόμενα δεν ερείδονται επί των αποδεικτικών μέσων (βλ. ΑΠ 1542/2006, ΑΠ 380/2006 ή ότι αντιτίθεται σε συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα ή προκύπτουν τα ακριβώς αντίθετα (βλ. ΑΠ 2148/2005). Ούτε απαιτείται να αναφέρεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή (ΑΠ 567/2006, ΑΠ 561/2006 κ.α.).
Το υπόμνημα δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο και δη ούτε καν έγγραφο (βλ. ΑΠ 896/2001 Ποινικός Λόγος σελ. 1050, ΑΠ 100/2004 Ποινικός Λόγος σελ. 150 στο τέλος).
Για την ύπαρξη της άνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αρκεί η εξ ολοκλήρου παραπομπή του συμβουλίου στην πρόταση του παρ'αυτώ Εισαγγελέα και δη την ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, αφού με την υιοθέτηση αυτής αυτή καθίσταται τμήμα του ιδίου του βουλεύματος, το οποίο και κατέληξε στην αυτή κρίση και συνεπώς, ενόψει και της ιδιότητάς του Εισαγγελέα ως δικαστικού λειτουργού με τις εντεύθεν συνέπειες, η επανάληψη από αυτό (συμβούλιο) των αυτών περιστατικών, συλλογισμού κλπ δεν έχει κανένα νόημα και είναι ανώφελη (βλ. ΑΠ 658/2006, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 501/2006, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 570/2006 ΑΠ 244/2006 κ.α.).
Εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο με το βούλευμά του αποδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει (βλ. ΑΠ 1371/2006, ΑΠ 259/2006, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2/2000 ολ., ΑΠ 3/97 ολ. κ.α.) ή, όταν το συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΑΠ 67/2006, ΑΠ 582/2001, ΑΠ 1527/2000 κ.α., ΑΠ 815/2006, ΑΠ 431/2007, βλ. και Χωραφά Ποινικό Δίκαιο (1987) σελ. 27 σημ. 2).
Εκ της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου εξυπακούεται λογικώς πάντοτε υπαγωγή των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών σε ψευδή τινα έννοια αυτού. 'Ετσι η εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή κρίνεται εκ των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών.
Στη περίπτωση της έλλειψης νόμιμης βάσης η εκ πλαγίου παράβαση του νόμου ελέγχεται εάν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά εκτίθενται κατά τρόπον πλήρη όπως απαιτεί η οικεία διάταξη. 'Ετσι ενώ προηγείται της έρευνας της ευθείας εφαρμογής-ερμηνείας του νόμου, έπεται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία αναφέρεται στον τρόπον σχηματισμού της πεποίθησης του δικαστού περί την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ τελεί πλαστογραφία "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του αυτού άρθρου "Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο".
Εξ άλλου κατά τη διάταξη της παρ. 3 εδ. α ΠΚ - όπως είχε συμπληρωθεί με το άρθρο 1 παρ. 7α του ν. 2408/96 και αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 2 ν. 2721/99 και ήδη ισχύει - "αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον, περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών" (= 73.000 ευρώ).
Από τις άνω διατάξεις που αποβλέπουν στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον (ή η νόθευση γνησίου εγγράφου), υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή, και σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει, με τη χρήση του πλαστού (ή νοθευμένου) εγγράφου, άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν η παραπλάνηση επιτεύχθηκε (βλ. ΑΠ 1757/2001, ΑΠ 890/2001, βλ. και ΑΠ 156/2007, ΑΠ 195/2007, ΑΠ 1504/2004, ΑΠ 1827/2003 κ.α.).
Οι άνω έννομες συνέπειες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως (ΑΠ 156/2007).
Ενώ για τη θεμελίωση της προβλεπόμενης στην παρ. 3 εδ. α του άνω άρθρου βαρύτερης μορφής της πράξης που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνον το ποσό των 25.000.000 δραχμών (βλ. ΑΠ 195/2007), χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός αν επιτεύχθηκε τελικώς (η παραπλάνηση και) το περιουσιακό όφελος ή η βλάβη του τρίτου (βλ. ΑΠ 184/2002, ΑΠ 195/2007, ΑΠ 725/2000, ΑΠ 924/2001, Μπουρόπουλος υπό 216 σελ. 240, Μυλωνόπουλος Ποινικό Δίκαιο (2005) σελ. 97).
Ως χρήση νοείται, εφόσον ο νόμος δεν καθορίζει ειδικό τρόπο, κάθε ενέργεια που καθιστά το πλαστό έγγραφο προσιτό σε κείνον του οποίου επιδιώκεται η παραπλάνηση με την παροχή σ'αυτόν της δυνατότητας να λάβει γνώση του περιεχομένου του εγγράφου (-βλ. ΑΠ 967/2006, ΑΠ 1228/89, ΑΠ 329/98 κ.α.) π.χ. με την προσαγωγή του εγγράφου στον Εισαγγελέα-δικαστήριο? Δεν απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος (βλ. ΑΠ 967/2006, ΑΠ 395/93, ΑΠ 329/98, ΑΠ 1984/2004, ΑΠ 916/2004, ΑΠ 670/2001, ΑΠ 164/2001 κ.α.).
Οι άνω διατάξεις προβλέπουν δύο ξεχωριστές αξιόποινες πράξεις, την κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου (η πρώτη παράγραφος) και τη χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου (η δεύτερη παράγραφος). Ο νόμος ανάγει σε αυτοτελές έγκλημα τη χρήση του πλαστού-νοθευμένου εγγράφου εφόσον γίνεται από τρίτο πρόσωπο και όχι από τον αυτουργό της πλαστογραφίας (εφόσον, βέβαια, ο τρίτος διατελεί σε γνώση της πλαστότητας), όταν όμως η χρήση γίνεται από τον αυτουργό της πλαστογραφίας αποτελεί επιβαρυντική περίσταση και όχι αυτοτελές έγκλημα (βλ. το τελ. εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216 ΠΚ), εφόσον όμως, τιμωρείται και το βασικό έγκλημα, δηλ. η πλαστογραφία. Εάν η τελευταία δεν τιμωρείται για οποιονδήποτε λόγο (βλ. ΑΠ 603/2005, ΑΠ 78/2004, ΑΠ 217/2003, ΑΠ 177/2003 κ.α.) π.χ. παραγραφή (βλ. ΑΠ 1703/2001, ΑΠ 994/97, ΑΠ 780/96, ΑΠ 1559/87 κ.α. Μπουρόπουλο υπό 216 σελ. 238), τότε η χρήση και στην περίπτωση αυτή ανακτά την αυτοτέλειά της και τιμωρείται ως αυτοτελές έγκλημα, έστω και αν τελείται από τον αυτουργό της πλαστογραφίας (βλ. ΑΠ 1284/92 Ολ. ΑΠ 217/2003, ΑΠ 78/2004 κ.α.), οποτεδήποτε και αν γίνει (η χρήση), δηλ. προ της προ ή μετά την παραγραφή της πλαστογραφίας, αφού ο νόμος δεν διακρίνει.
Όπως ελέχθη το έγγραφο (πλαστό-νοθευμένο) πρέπει να είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία (βλ. και ΑΠ 1509/98, ΑΠ 1072/88). Να μπορεί = δύναται - λέγει το άρθρο 216 ΠΚ -το έγγραφο να αποδείξει γεγονός το οποίο να έχει έννομες συνέπειες. 'Ετσι δεν απαιτείται να προκαλεί ή να δύναται να προκαλεί αμέσως την επέλευση των εννόμων συνεπειών, αλλά αρκεί και εμμέσως προς τούτο.
'Ετσι δεν απαιτείται να είναι συντεταγμένο κατά νόμο (Μπουρόπουλος υπό 216 σελ. 229, ΑΠ 261/58, πρβλ Ζησιάδη Γεν Μ ιδίως Μυλωνόπουλο Ειδικό Ποινικό (2005) σελ. 16, α σελ. 146, ΑΠ 1261/2001, ΑΠ 806/2000, ΑΠ 2242/2002 Cramer σε Schonke-Schroder (1977) σελ. 1980 Νο9, Welzel-Das Deutche-Strafrecht (1969) σελ. 404). 'Ετσι εφόσον το έγγραφο είναι πρόσφορο για απόδειξη είναι αδιάφορο αν είναι έγκυρο ή άκυρο, αν έχει συνταχθεί νόμιμα ή όχι ή παρέχει άμεση και πλήρη απόδειξη - βλ. και Κωνσταντινίδη -έγγραφο (2000) σελ. 76, Δέδε - ο.π. σελ. 58 ΑΠ 759/72, ούτε απαιτείται να είναι εξ υπαρχής συντεταγμένο κατ' αποδεικτικό τύπο.
Το πλαστό έγγραφο δεν απαιτείται να είναι το μοναδικό μέσο παραπλάνησης (βλ. Μυλωνόπουλο σελ. 80. Το πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο αρκεί να μπορεί (ή να είναι προωρισμένο) να αποδείξει γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες.
Η για το έγγραφο απαιτουμένη αποδεικτική ικανότητα θεωρείται υπάρχουσα όταν τούτο μπορεί να συνεπιδράσει στο σχηματισμό μιας πεποίθησης, χωρίς και να απαιτείται όπως μόνο του πραγματοποιεί την πλήρη απόδειξη (βλ. ΑΠ 5/59 ΠΧρ Θ 157, Δέδες, Ειδικό Ποινικό-Εγκλήματα περί τα υπομνήματα - (1977) σελ. 157-8 Μυλωνόπουλος ο.π. σελ. 17, Μπουρόπουλος υπό 216 σελ. 229, Γάφος Ειδικό Ποινικό Τεύχος β σελ. 76 και ΠΧρ β σελ. 3) και να δύναται να χρησιμοποιηθεί τούτο προς απόδειξη μόνο του γεγονότος εκείνου για το οποίο προοριζόταν από τον εκδότη, αλλ' αρκεί, κατά την έννοια του νόμου, αφενός μεν όπως τούτο εκ της εκτιμήσεως αυτού και μετ' άλλων αποδεικτικών μέσων άγει στον σχηματισμό πεποιθήσεως περί του αποδεικτέου θέματος (γεγονότος) και αφετέρου να δύναται να χρησιμοποιηθεί προς απόδειξη σημαντικού γεγονότος δυναμένου να έχει έννομες συνέπειες και όταν ακόμη το γεγονός τούτο είναι διάφορο εκείνου στην απόδειξη του οποίου απέβλεπε ο καταρτίσας (ή νοθεύσας) το πλαστό έγγραφο (βλ. ΑΠ 5/59, ΑΠ 1552/88, ΑΠ 1066/78, ΑΠ 906/93, ΑΠ 759/72 κ.α, Ζησιάδη Γενικό Ποινικό τομ. Α σελ. 146 Κωνσταντινίδη-Η έννοια και λειτουργία του εγγράφου (2000) σελ. 75-6 Cramer σε s/s 25 εκδ. (1997) παρ. 267 Νο 11 σελ. 1980-1.
Δεν απαιτείται το έγγραφο να χρησιμεύει προς απόδειξη μόνο εκείνου του γεγονότος προς απόδειξη του οποίου προωρίζετο Τούση-Γεωργίου ΠΚ (1967) σελ. 558 Νο6, Δέδες οπ σελ. 58, Κωνσταντινίδης ο.π. σελ. 76 Ζησιάδης ο.π. σελ. 146, αλλ' αρκεί η αφηρημένη αποδεικτική ικανότητα αυτού δηλ. για οποιοδήποτε γεγονός και εφόσον, εννοείται, συσχετισθεί προς απόδειξη κάποιου γεγονότος αφού το έγγραφο προστατεύεται ως αποδεικτικό μέσο και όχι αφηρημένα ως έγγραφο.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού περιέχει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση-προκαταρκτική εξέταση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά τα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν αυτά στην οικεία διάταξη και δη του άρθρου 216 ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Ειδικώτερα το προσβαλλόμενο βούλευμα σαφώς δέχεται ότι ο αναιρεσείων αφού στην ..... στις 5-7-2001 ο ίδιος κατάρτισε με την αυθαίρετη θέση της υπογραφής του αδελφού του Α και σύνταξη του κειμένου το από 5-7-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, έκανε χρήση αυτού - στα πλαίσια της δικαστικής διαμάχης με τους κληρονόμους του αδελφού του- στις 27-2-2004 ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, όπου και υπέβαλε μήνυση κατά της μητέρας του και της αδελφής του και το επεσύναψε σ'αυτή, αλλά και ενώπιον του Α/Τ Θηβών στις 7-4-2003, με σκοπό να αποδείξει ότι ήταν μισθωτής της ανωτέρω εκτάσεως δυνάμει έγκυρης σύμβασης και -επιπρόσθετα- να προσπορίσει στον εαυτό του συνολικό παράνομο περιουσιακόν όφελος άνω των 73.000 ευρώ (και δη 12 Χ 176.082,17 ευρώ) με αντίστοιχη βλάβη των κληρονόμων του Α.
Επίσης σαφώς δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ο αναιρεσείων, αφού στην ..... στις 21-3-2007 κατάρτισε την από 21-3-2002 διαθήκη ως προερχόμενη από τον αδελφό του Α, στην οποία έθεσε αυθαίρετα την υπογραφή του τελευταίου, προσεκόμισε αυτή, έκανε δηλαδή χρήση, στην ..... στις 27-2-2004 όταν υπέβαλε σχετική μήνυση -κατά της μητέρας του και αδελφής του και συμβολαιογράφου Αθηνών ΣΤ περί πλαστότητας της υπ'αριθμ. ..... δημόσιας διαθήκης που συνέταξε η τελευταία και συνυπέβαλε προς απόδειξη αυτού του γεγονότος την άνω διαθήκη και δη ότι ο διαθέτης δεν θα βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική κατάσταση που να μπορεί να εκφράσει ελεύθερη βούληση τον τότε χρόνο. Και να μεν δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα όταν η συνταχθείσα από τον αναιρεσείοντα διαθήκη δεν ισχύει ως ιδιόγραφος τοιαύτη διότι δεν έχει συνταχθεί δια χειρός του διαθέτη, πλην όμως, αυτή χρησιμοποιήθηκε, όχι ως διαθήκη, αλλά για απόδειξη του γεγονότος ότι ο φερόμενος διαθέτης τον άνω χρόνο συντάξεως της δημόσιας διαθήκης στερείτο της δυνατότητας συντάξεως δημόσιας διαθήκης αλλά η τελευταία ήταν προϊόν εξαπατήσεώς του από τους μηνυόμενους.
Το ότι, όπως δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, ο αναιρεσείων κατάρτισε τα ανωτέρω έγγραφα αυτό σημαίνει ότι ήταν εν γνώσει της πλαστότητας αυτών, αλλά και του παρανόμου του σκοπού του.
Επίσης σαφώς δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ο αναιρεσείων κατάρτισε τα ανωτέρω έγγραφα, χωρίς να απαιτείται να αναφέρει με ποιό τρόπο τα κατάρτισε, από πού ειδικώτερα προέκυψα αυτό ούτε από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε το ύψος της βλάβης, - το οποίο και εξειδικεύει και δη ως μισθωτική αξία αφού όλα αυτά ανάγονται σε εκτίμηση αποδεικτικών μέσων που δεν ελέγχεται αναιρετικά? Επίσης αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που υπάρχουν στη δικογραφία και δη και την απολογία και τα υπομνήματα? Εξ άλλου καθόλου δεν απεδείχθη ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, αφού ούτε ο ίδιος αναφέρει πότε και πού υπέβαλε τέτοιο αίτημα.
Τέλος, ενόψει των ανωτέρω, ορθά δέχθηκε ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 216 ΠΚ σε σχέση με την κατάρτιση της από 21-3-2002 διαθήκης σε συνδυασμό με το σκοπό χρήσεώς της.
'Ετσι οι λόγοι αναίρεσης είναι απαράδεκτοι και αβάσιμοι.
Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως απορριφθεί η υπ'αριθμ. 183/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ κατά του υπ'αριθμ. 866/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να επιβληθούν δε τα έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 11 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξ άλλου, η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιούμενη με τον τρόπο αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιας δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του έβδομου πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Σύμβασης, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 21-11-1984 και κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειρότερους δικαστές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού, στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό, που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 περ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το Συμβούλιο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο με αριθμ. 866/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών έκανε τυπικά δεκτή την ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντά έφεση κατά του πρωτοδίκου με αριθ. 464/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως τούτο διορθώθηκε με το με αριθμό 656/2007 βούλευμα του ίδιου συμβουλίου και στη συνέχεια δέχθηκε αυτήν ως βάσιμη, εν μέρει, κατ' ουσίαν, έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη για την πράξη της πλαστογραφίας που τελέστηκε σε βαθμό πλημμελήματος στις 21-3-2002 και απέρριψε την έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη κατά τα λοιπά, δηλαδή κατά το μέρος του βουλεύματος με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί για πλαστογραφία με χρήση, τελεσθείσα από δράστη που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον με αντίστοιχο όφελος ή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρα 45, 216 παρ. 1, 3 Π.Κ). Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα του εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του. τα ακόλουθα περιστατικά: Ο εκκαλών-κατηγορούμενος Χ τυγχάνει αδελφός της εγκαλούσας Γ και θείος των λοιπών εγκαλούντων Ε και Δ. Κατά το έτος 1971 ο* εκκαλών, ο αδελφός του Α και ο πατέρας τους Ζ είχαν συστήσει ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "..... και υιοί Ο.Ε.", με ποσοστό 33% έκαστος, που σκοπό είχε την ωοπαραγωγή, αναπαραγωγή νεοσσών και κάθε άλλη συναφή εργασία. Η εταιρεία αυτή, προς επίτευξη του προαναφερομένου σκοπού της, αγόρασε ένα αγροτεμάχιο στη θέση ..... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ..... . Κατά μήνα Δεκέμβριο του έτους 1994 αποχώρησε από την εταιρεία ο πατέρας και παρέμειναν τα δυο αδέλφια, με ποσοστό 50% έκαστο. Η εταιρεία, με νέα πλέον επωνυμία "Αφοι ..... Ο.Ε", φέρεται να σταμάτησε τη λειτουργία της το έτος 1996. Έκτοτε οι σχέσεις των δύο αδελφών δεν ήσαν καλές. Ο Α, έχοντας προσβληθεί από καρκίνο του προστάτη και της ουροδόχου κύστης, χειρουργηθείς από το έτος 2000 στις ΗΠΑ, με την από 24-6-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του είχε διαθέσει την περιουσία του και ταυτόχρονα είχε αποκλείσει από την κληρονομιά τον εκκαλούντα, τη σύζυγο του Η και τα τέκνα τους. Ο ανωτέρω στις 5-7-2004 προέβη ενώπιον της συμβολαιογράφου Θ σε δήλωση, κωδίκελο, συνισταμένη στο ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος στις 9-6-2001 του ζήτησε την αστυνομική του ταυτότητα, προκειμένου να προβεί σε διακοπή της τηλεφωνικής σύνδεσης της εταιρείας τους στη ....., την οποία, διακοπή, δεν έκανε, δήλωνε δε ότι υποπτευόταν πως ο ανωτέρω χρησιμοποίησε την ταυτότητα του για σύνταξη πράξεως, με την οποία αλλοιωνόταν η περιουσιακή του κατάσταση προς όφελος του, προβαίνοντας σε πλαστογράφηση της υπογραφής του και κατέληγε ότι δεν αναγνωρίζει ως έγκυρη καμία τέτοια πράξη που χρονολογείται μετά την 9-6-2001. Τελικά ο Α, ο οποίος δεν είχε παντρευτεί και ούτε είχε αποκτήσει παιδιά, απεβίωσε στο ..... στις 26-11-2002. Έκτοτε μεταξύ εκκαλούντος και των ως άνω εγκαλούντων υφίσταται σφοδρή δικαστική διαμάχη σχετικά με τη κληρονομιά του αποβιώσαντος. Ο εκκαλών, στην ..... στις 5-7-2001, γνωρίζοντας ότι ο αποβιώσας αδελφός του έπασχε από ανίατη και μάλιστα με μη αναστρέψιμα αποτελέσματα ασθένεια, καθόσον ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση στους λεμφαδένες και σε άλλα σημεία του σώματος του, κατάρτισε μία, υπό ιδίαν ημερομηνία, σύμβαση επαγγελματικής μίσθωσης και έθεσε χωρίς εντολή αλλά ούτε και κάποιο άλλο προς τούτο δικαίωμα κατ' απομίμηση την υπογραφή του ανωτέρω, ως δήθεν συμβαλλομένου σε αυτήν με την ιδιότητα του ως ομόρρυθμου μέλους της εταιρείας "Αφοι ..... Ο.Ε". Σύμφωνα με το περιεχόμενο της σύμβασης αυτής, στην οποία μισθωτής ήταν ο ίδιος ο εκκαλών, η ως άνω εταιρεία, εκμίσθωνε σ' αυτόν ένα ακίνητο κείμενο στην κτηματική περιφέρεια της ....., αποτελούμενο από ένα αγρόκτημα έκτασης εξήντα ενός (61) στρεμμάτων, τρεις (3) πλήρεις πτηνοτροφικούς θαλάμους εκτροφής και αναπαραγωγής πουλερικών μετά του μηχανολογικού εξοπλισμού τους, μία αποθήκη και παρασκευαστήριο πτηνοτροφιών, δύο (2) πλήρεις κατοικίες εργατών, ένα υδατόπυργο, ένα συγκρότημα άντλησης νερού με γεώτρηση και τρία (3) ισόγεια διαμερίσματα, έναντι ετησίου μισθώματος 3.000 ευρώ ή 1.022.250 δραχμών, με διάρκεια της μίσθωσης δώδεκα έτη, χορηγείτο δε σ' αυτόν με τον όρο 2.2 το δικαίωμα μονομερούς παράτασης της μίσθωσης για δώδεκα επιπλέον έτη και με τον όρο 4.2 παρείχετο σ' αυτόν το δικαίωμα να υπεκμισθώνει το μίσθιο σε τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, να παραχωρεί με οποιονδήποτε τρόπο τη χρήση αυτού προς οποιονδήποτε τρίτο και να συστήνει εταιρείες προς εκμετάλλευσή του. Ο εκκαλών, προβαίνοντας στην κατάρτιση της ως άνω πλαστής σύμβασης, σκοπούσε να παραπλανήσει με τη χρήση της άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα τους τρίτους ότι η σύμβαση αυτή είχε υπογραφεί από τον Α ως, δήθεν, συμβαλλόμενο με την ιδιότητα του ομόρρυθμου μέλους της εταιρείας "Αφοι ..... Ο.Ε", ότι ο ίδιος ετύγχανε μισθωτής της ανωτέρω εκτάσεως δυνάμει έγκυρης σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης, και επιπροσθέτως να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την περιουσία της ως άνω ομορρύθμου εταιρείας αλλά και των εγκαλούντων, ως κληρονόμων του Α, το δε συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, αφού η μισθωτική αξία της εκτάσεως ανερχόταν μηνιαίως στο ποσό των 15.000 ευρώ και ετησίως στο ποσό των 176.082, 17 ευρώ. Ακολούθως ο εκκαλών έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου και συγκεκριμένα, στα πλαίσια της δικαστικής διαμάχης του με τους ως άνω εγκαλούντες, επικαλέστηκε και προσκόμισε αυτό αφενός μεν στις 7-4-2003, όταν, καταθέτοντας ενόρκως ενώπιον του Υ/Α του Α.Τ Θηβών ....., ζήτησε την ποινική δίωξη και κατά νόμο τιμωρία της μητέρας του Β και της εγκαλούσας, αδελφής του, Γ για υφαίρεση (κλοπή), αφετέρου δε στις 27-2-2004, όταν υποβάλλοντας ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών την υπό ιδίαν ημερομηνία έγκληση του, ζήτησε την ποινική δίωξη και κατά νόμο τιμωρία, μεταξύ άλλων, της συμβολαιογράφου Αθηνών ΣΤ και των εγκαλούντων, καταγγέλλοντας ότι η εν λόγω συμβολαιογράφος, με τη συμμετοχική δράση των λοιπών εγκαλουμένων, την 1-5-2002 συνέταξε την υπ' αριθ. ..... δημόσια διαθήκη του Α, αν και γνώριζαν ότι ο διαθέτης ήταν ανίκανος, ευρισκόμενος σε ψυχική και διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του. Στην τελευταία περίπτωση ο εκκαλών επικαλέστηκε και προσκόμισε επίσης την από 21-3-2002 διαθήκη, ως δήθεν προερχομένη από τον αποβιώσαντα αδελφό του Α. Η διαθήκη αυτή ήταν πλαστή, αφού ο ίδιος στην ..... στις 21-3-2002 είχε προβεί στη σύνταξη της και είχε θέσει επ' αυτής υπογραφή κατ' απομίμηση της υπογραφής του ως άνω αδελφού του. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω διαθήκης, το κείμενο της οποίας ο εκκαλών είχε γράψει με ηλεκτρονικό μέσο και ως εκ τούτου ήταν άκυρη, αφού δεν μπορούσε να ισχύσει ως ιδιόγραφη, δημοσία η μυστική λόγω της μη τήρησης των προϋποθέσεων των διατάξεων 1718, 1724 και 1738 του ΑΚ, ο Α φερόταν να εγκαθιστά τον εκκαλούντα κληρονόμο του σε χρηματιστηριακούς τίτλους και καταθέσεις του, στο 1/3 της ψιλής κυριότητας του ποσοστού του επί πολυώροφης οικοδομής και της επικαρπίας ολοκλήρου του ποσοστού του επί της ίδιας οικοδομής που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ..... και ....., ως επίσης και στο ποσοστό του επί του κείμενου στην περιοχή των ..... πτηνοτροφείου. Σκοπός του εκκαλούντος, παρά τα όσα περί του αντιθέτου αβασίμως ισχυρίζεται, ήταν με τη χρήση της πλαστής αυτής διαθήκης, όπως άλλωστε σκοπούσε και με την κατάρτιση της, να παραπλανήσει τις εισαγγελικές και τις δικαστικές αρχές και κάθε τρίτο πρόσωπο σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα σχετικά με το γεγονός ότι η διαθήκη αυτή, αν και άκυρη, ως μη συνταχθείσα κατά τους νομίμους τύπους, εξέφραζε την αυθεντική τελευταία βούληση του αδελφού του Α, σύμφωνα με την οποία δεν είχε πρόθεση να αποκλείσει τον ίδιο και την οικογένεια του από την κληρονομιά του και ότι, ως εκ τούτου, η προαναφερομένη, υπ' αριθ. 17598/2002, δημοσία διαθήκη του, με την οποία τον απέκλειε από την κληρονομιά του ήταν προϊόν εξαπατήσεως του από τους ως άνω εγκαλούντες. Ισχυρίζεται ο εκκαλών -κατηγορούμενος ότι το από 5-7-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως υπεγράφη από αυτόν και το παρέδωσε στον αδελφό του με την παράκληση, αφού το υπογράψει ως συνδιαχειριστής της εκμισθώτριας εταιρείας, να το καταθέσει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Περιστερίου, η οποία βρισκόταν πλησίον της οικίας του, καθώς επίσης ότι την από 21-3-2002 διαθήκη την ανακάλυψε μπροστά στα μάτια της μητέρας του πίσω από ένα κρεβάτι στην οικία του αδελφού του και τέλος ότι η γνησιότητα της υπογραφής του τελευταίου είχε θεωρηθεί με αυτοπρόσωπη παρουσία του στο ΚΕΠ Περιστερίου αλλά και την επίδειξη της αρ. ..... ταυτότητας του. Περαιτέρω, ο εκκαλών προβάλλει τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι στην περίπτωση του 5-7-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως συντελέσθηκε το αδίκημα της πλαστογραφίας, το συνολικό όφελος δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, καθόσον η αντικειμενική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 503.000 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις δηλώσεις μεγάλης ακίνητης περιουσίας της εταιρείας κατά τα έτη 2000-2005, τις οποίες μετ' επικλήσεως προσκόμισε, καταλήγει δε ότι το ετήσιο τεκμαρτό μίσθωμα υπολογίζεται σύμφωνα με τις φορολογικές διατάξεις σε ποσοστό 3% ετησίως της αντικειμενικής αξίας, κατά συνέπεια ανέρχεται στο ποσό των 15.090 ευρώ (503.000 ευρώ Χ 3%) ετησίως, πλην όμως με την υπάρχουσα κατάσταση η εμπορική αξία του συγκεκριμένου ακινήτου υπολείπεται της αντικειμενικής του αξίας λόγω παλαιότητας και θέσεως και το μηνιαίο μίσθωμα δεν ξεπερνά το ποσό των 300 ευρώ. Επί των ως άνω ισχυρισμών του εκκαλούντος λεκτέα τα ακόλουθα: Ο εκκαλών, όπως προαναφέραμε, δεν είχε καλές σχέσεις με τον αδελφό του Α. Μάλιστα από τον τελευταίο είχαν εκφρασθεί υπόνοιες στο προαναφερόμενο κωδίκελο ότι πιθανόν ο εκκαλών, προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, να προέβη σε πλαστογράφηση της υπογραφής του. Περαιτέρω ο εκκαλών ήταν ο μόνος που είχε συμφέρον για την κατάρτιση τόσο του από 5-7-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως όσο και της από 21-3-2002 διαθήκης. Η ....., ειδική δικαστική γραφολόγος, η οποία διενήργησε γραφολογική έρευνα στα ανωτέρω έγγραφα και συνέταξε την από 22-7-2004 έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υπάρχουσες σ' αυτά υπογραφές τού Α είναι πλαστές και η πλαστογράφηση έγινε από άτομο που είχε στη διάθεση του ή γνώριζε τον τρόπο ανάπτυξης της υπογραφής του. Ο εκκαλών, είναι φανερό ότι, εξαιτίας της συγγένειας και της επαγγελματικής σχέσης που είχε με τον αδελφό του, γνώριζε τον τρόπο ανάπτυξης της υπογραφής του αδελφού του, γεγονός άλλωστε που επιβεβαίωσε προανακριτικά, εξεταζόμενος ενόρκως στις 22-7-2004, ο μάρτυρας Ε. Στις 9-6-2001, όπως προαναφέραμε, ο εκκαλών είχε ζητήσει την ταυτότητα του αδελφού του και, κάνοντας χρήση αυτής, πέτυχε είτε λόγω ομοιότητας του με αυτόν, όπως αναφέρει ο ανωτέρω μάρτυρας, είτε λόγω φόρτου εργασίας των αρμοδίων υπαλλήλων να βεβαιωθεί αφενός μεν από υπάλληλο του Δήμου Περιστερίου το γνήσιο της υπογραφής του αδελφού του στην από 5-7-2001 σύμβαση επαγγελματικής μισθώσεως, αφετέρου δε από υπάλληλο της ΔΟΥ Α' Περιστερίου η κατάθεση, δήθεν, προσωπικώς από τον αδελφό του της από 21-3-2002 διαθήκης στην υπηρεσία του. Το γεγονός, ότι ο Α είχε καταθέσει τα έτη 2000 και 2001 σε συμβολαιογράφο δυο διαθήκες, αποκλείει την περίπτωση, ως γνώστης του τρόπου σύνταξης έγκυρης διαθήκης, να προέβαινε στις ως άνω άστοχες ενέργειες. Περαιτέρω το συνολικό όφελος που επεδίωξε ο εκκαλών με την κατάρτιση της πλαστής σύμβασης επαγγελματικής μισθώσεως υπερβαίνει, σε κάθε περίπτωση, κατά πολύ το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ, δοθέντος ότι, όπως αναφέρουν οι εγκαλούντες, η μισθωτική αξία του ακινήτου ανερχόταν στο ποσό των 15.000 ευρώ μηνιαίως αλλά και η διάρκεια της ήταν δωδεκαετής με δικαίωμα του μισθωτή, εκκαλούντος, να προβεί σε μονομερή παράταση της για άλλη μια δωδεκαετία. Επισημαίνουμε ότι, σε όλη αυτή τη διάρκεια της μίσθωσης ο εκκαλών θα εκμεταλλευόταν κατά τον πλέον επικερδή γι' αυτόν τρόπο το μίσθιο, χωρίς καμία παρέμβαση της εκμισθώτριας εταιρείας, αφού σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο, και συγκεκριμένα το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574 και 575 του ΑΚ, βασική υποχρέωση της τελευταίας απέναντι σ' αυτόν ήταν να εγκαταλείψει το μίσθιο καθ 'όλη τη διάρκεια του χρόνου της μίσθωσης, προσέτι δε να μην επιχειρεί πράξεις που μπορούν να στερήσουν από αυτόν τη χρήση του μισθίου ή να διαταράξουν την κατοχή του ή να υποσκάψουν τον επιδιωκόμενο σκοπό της μίσθωσης. Τέλος, ο υπό του εκκαλούντος επικαλούμενος υπολογισμός του μισθώματος με βάση την αντικειμενική αξία του μισθίου δεν είναι σύμφωνος με τα κρατούντα στις συναλλαγές, όπου η διαμόρφωση του μισθώματος γίνεται υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης και κατά τις διαπραγματεύσεις λαμβάνεται υπόψη, κατά κανόνα, η αγοραία αξία του μισθίου, η οποία πολλές φορές είναι πολλαπλάσια της αντικειμενικής. Η άποψη του εκκαλούντος ότι το μίσθωμα ανέρχεται στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως στηρίζεται στα εντελώς αόριστα στοιχεία της παλαιότητας και της θέσεως του μισθίου, αντικρούεται δε ακόμη και από το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως υπ' αυτού, υπό ημερομηνία 19-11-2004, ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο, ακόμη και αν ήθελε παραβλεφθεί η περίπτωση το αναφερόμενο σ' αυτό μίσθωμα να είναι εικονικό, φέρεται να υπεκμίσθωσε στις 20-6-2004 στον Ι τους δύο μόνο από τους τρεις πτηνοτροφικούς θαλάμους μετά του μηχανολογικού εξοπλισμού τους αντί του ποσού των 600 ευρώ μηνιαίως. Κατόπιν αυτών, φανερό είναι ότι, οι ως άνω ισχυρισμοί του εκκαλούντος στερούνται ουσιαστικής βασιμότητας." Στη συνέχεια, διατύπωσε τη διαλαμβανόμενη στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος σε βάρος του κατηγορούμενου Χ κατηγορία της χρήσεως πλαστού, από επιβαρυντική περίσταση σε αυτοτελή πλέον πράξη, ως ακολούθως: "Στην ..... στις 27-2-2004 εν γνώσει του χρησιμοποίησε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, επικαλέστηκε και προσκόμισε την από 21-3-2002 διαθήκη, ως δήθεν προερχομένη από τον αποβιώσαντα την 26.11.2002 αδελφό του Α, ενώ την είχε συντάξει ο ίδιος στην ..... και είχε θέσει επ' αυτής υπογραφή κατ' απομίμηση της υπογραφής του αδελφού του, ως συνημμένη στην από 27-2-2004 μήνυση που υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών ζητώντας την ποινική δίωξη και κατά νόμο τιμωρία, μεταξύ, άλλων, της συμβολαιογράφου Αθηνών ΣΤ και των εγκαλούντων Γ, Ε και Δ, καταγγέλλοντας ότι η εν λόγω συμβολαιογράφος, με τη συμμετοχική δράση των υπολοίπων, την 1-5-2002 συνέταξε την υπ. αρ. ..... δημόσια διαθήκη του Α, αν και γνώριζαν ότι ο διαθέτης ήταν ανίκανος, ευρισκόμενος σε ψυχική και διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω διαθήκης, το κείμενο της οποίας είχε γράψει με ηλεκτρονικό μέσο και ως εκ τούτου ήταν άκυρη, αφού δεν μπορούσε να ισχύσει ως ιδιόγραφη, δημοσία η μυστική λόγω της μη τήρησης των προϋποθέσεων των διατάξεων 1718, 1724 και 1738 του ΑΚ, ο ως άνω Α φερόταν να τον εγκαθιστά κληρονόμο του σε χρηματιστηριακούς τίτλους και καταθέσεις του, στο 1/3 της ψιλής κυριότητας του ποσοστού του επί πολυώροφης οικοδομής και της επικαρπίας ολοκλήρου του ποσοστού του επί της ίδιας οικοδομής που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ..... και ....., ως επίσης και στο ποσοστό του επί του κείμενου στην περιοχή των ..... πτηνοτροφείου. Με την χρήση της πλαστής ως άνω διαθήκης σκοπούσε, όπως άλλωστε και με την κατάρτισή της, να παραπλανήσει τις εισαγγελικές και τις δικαστικές αρχές και κάθε τρίτο πρόσωπο σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα σχετικά με το γεγονός ότι η διαθήκη αυτή, αν και άκυρη, ως μη συνταχθείσα κατά τους νομίμους τύπους, εξέφραζε την αυθεντική τελευταία βούληση του αδελφού του Α, σύμφωνα με την οποία δεν είχε πρόθεση να αποκλείσει τον ίδιο και την οικογένειά του από την κληρονομιά του και ότι, ως εκ τούτου, η προαναφερομένη, υπ' αριθ. 17598/2002, δημοσία διαθήκη του, με την οποία τον απέκλειε από την κληρονομιά του ήταν προϊόν εξαπατήσεώς του από τους ως άνω εγκαλούντες" και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, κατά το μέρος που αφορά τις ως άνω παραπεμπτικές διατάξεις. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 216 παρ.1, 3β Π.Κ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η ταυτότητα των πλαστών εγγράφων, που ο κατηγορούμενος κατάρτισε, ο τρόπος κατάρτισής των, η χρήση των από τον κατηγορούμενο, το περιεχόμενό των, ο σκοπός της κατάρτισης και της χρήσης των εγγράφων αυτών και το συνολικό όφελος που επιδίωξε να προσπορίσει στον εαυτό του με τις παράνομες ενέργειές του και ακόμη μνημονεύονται τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτουν τα παραπάνω, δοθέντος ότι στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος αναφέρονται με σαφήνεια, με πληρότητα και χωρίς ασάφεια και αντιφάσεις τα περιστατικά της δράσης του κατηγορουμένου στην τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και εξειδικεύεται ο σκοπός της παραπλάνησης των τρίτων και εκείνος του πορισμού οφέλους, αφού, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, 1) ο ίδιος κατάρτισε, με την αυθαίρετη θέση της υπογραφής του αδελφού του Α και σύνταξη του κειμένου, το από 5-7-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, έκανε χρήση αυτού στις 27.2.2004 ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, όπου υπέβαλε μήνυση κατά της μητέρας και της αδελφής του και το επισύναψε σ' αυτή, αλλά και ενώπιον του Α/Τ Θηβών στις 7.4.2003, με σκοπό να αποδείξει ότι ήταν μισθωτής της εκτάσεως που αναφέρεται σ' αυτό, δυνάμει έγκυρης σύμβασης μίσθωσης και να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος άνω των 73.000 ευρώ, με αντίστοιχη βλάβη των κληρονόμων του Α και 2) στις 21.3.2002 κατάρτισε την από 21.3.2002 διαθήκη, ως προερχομένη από τον αδελφό του Α, στην οποία έθεσε κατ' απομίμηση, την υπογραφή του τελευταίου, προσκόμισε αυτήν στις 27.2.2004, όταν υπέβαλε μήνυση κατά της μητέρας, της αδελφής του και της συμβολαιογράφου Αθηνών ΣΤ, περί πλαστότητας της υπ' αριθ. ..... δημόσιας διαθήκης, που συνέταξε η τελευταία και, συνυπέβαλε προς απόδειξη αυτού του γεγονότος την παραπάνω διαθήκη. Επομένως, οι συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 484 παρ. 1δ' του ΚΠΔ, με τους οποίους προβάλλεται αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για τον πρόσθετο λόγο ότι αναφέρεται καθ' ολοκληρίαν στην εισαγγελική πρόταση και δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβε υπόψη του, καθώς και ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1β του ΚΠΔ για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 216 παρ. 1, 3 ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, οι προβαλλόμενοι με το δικόγραφο της αναιρέσεως λόγοι, που αναφέρονται στη μη αποδοχή του αιτήματος του αναιρεσείοντος, για τη διενέργεια γραφολογικής εξέτασης και στη μη απόδειξη του ύψους του οφέλους είναι απορριπτέοι, ο μεν πρώτος λόγω της αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζεται με αυτόν το αντικείμενο της γραφολογικής εξέτασης και δεν γίνεται επίκληση ότι το σχετικό αίτημα προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο και ο δεύτερος είναι απαράδεκτος, αφού ανάγεται στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Τέλος, ως προς τον λόγο της αναίρεσης, από το άρθρο 484 παρ. 1β του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ, όσον αφορά, ειδικότερα, την κατάρτιση της άκυρης διαθήκης, αφού, σύμφωνα με τις αιτιάσεις του κατηγορουμένου, ως άκυρη, δεν είναι δυνατόν να επιφέρει έννομο αποτέλεσμα, πρέπει να σημειωθεί, ότι, εφόσον το έγγραφο είναι πρόσφορο για απόδειξη, είναι αδιάφορο αν είναι έγκυρο ή άκυρο, αν έχει ή όχι συνταχθεί νόμιμα ή παρέχει άμεση ή έμμεση απόδειξη, ούτε απαιτείται να είναι συντεταγμένο εξ υπαρχής, κατ' αποδεικτικό τύπο. Στην προκειμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμά του, δέχθηκε ότι "με τη χρήση της πλαστής ως άνω διαθήκης σκοπούσε, όπως άλλωστε και με την κατάρτισή της, να παραπλανήσει τις Εισαγγελικές και τις δικαστικές αρχές και κάθε τρίτο πρόσωπο σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα με το γεγονός ότι η διαθήκη αυτή, αν και άκυρη, ως μη συνταχθείσα κατά τους νομίμους τύπους, εξέφραζε την αυθεντική τελευταία βούληση του αδελφού του Α, σύμφωνα με την οποία δεν είχε πρόθεση να αποκλείσει τον ίδιο και την οικογένειά του από την κληρονομιά του και ότι, ως εκ τούτου, η προαναφερόμενη, υπ' αριθμ. ..... δημόσια διαθήκη του, με την οποία τον απέκλειε από την κληρονομιά του, ήταν προϊόν εξαπατήσεώς του από τους εγκαλούντες." Επομένως, ορθώς τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και, 13γ του ΠΚ ερμήνευσε και εφάρμοσε και είναι απορριπτέος είναι ο προαναφερόμενος λόγος της αναίρεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 183/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χγια αναίρεση του 866/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ