Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση. Έννοια αυτών. Αιτιολογημένη καταδίκη. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως.
Αριθμός 1068/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Αλεξίου, περί αναιρέσεως της 1476/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ......., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 702/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Υπαίτιος τελέσεως της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα που προβλέπεται από το άρθρο 224 παρ. 2 του ΠΚ είναι εκείνος ο οποίος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται η αποκρύπτει την αλήθεια. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, απαιτείται και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις τελευταίες διατάξεις, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Έτσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Τέλος κατά το άρθρο 46 παρ.1α του Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείυαι επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε.
ΙΙ.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1.476/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχτηκε ανέλεγκτα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο δεύτερος κατηγορούμενος και η εγκαλούσα τέλεσαν νόμιμο γάμο το έτος 1988 και απόκτησαν ένα τέκνο, τη ....., που γεννήθηκε το έτος 1995. Η έγγαμη συμβίωση διασπάστηκε το μήνα Νοέμβριο του έτους 2001, μετά από επεισόδιο κατά το οποίο ο κατηγορούμενος επέδειξε προς τη σύζυγο του υβριστική και βίαιη συμπεριφορά. Με την από 5-12-2001 αίτησή της η εγκαλούσα ζήτησε ην πρόσκαιρη απομάκρυνση του καθ'ου - συζύγου της από τη συζυγική κατοικία, την ανάθεση προσωρινά σ'αυτήν της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους και την παραχώρηση σ'αυτήν της χρήσης της συζυγικής κατοικίας, ιδιοκτησίας του συζύγου της. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 28-1-2002 εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος, αναφερόμενος στο πρόσωπο του καθ'ου, κατέθεσε ότι (η αιτούσα) δεν τον άντεχε άλλον επειδή ήταν τσιγκούνης, τελευταία όμως και βίαιος ενώ η αιτούσα χαρακτηρίστηκε, ως αξιοπρεπής και άνθρωπος με ηθικές αρχές και σύγχρονες αντιλήψεις, σε αντίθεση με τον καθ'ου που χαρακτηρίστηκε ως άνθρωπος αυταρχικός και με αναχρονιστικές αντιλήψεις. Με την 1969/2002 απόφαση (ασφαλιστικών μέτρων) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η παραπάνω αίτηση και ανταίτηση του καθ'ου για ρύθμιση του τρόπου επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα του και παραλαβή από τη συζυγική κατοικία πραγμάτων αναγκαίων για τη χωριστή του διαβίωση. Επακολούθησε η άσκηση της από 18-4-2002 αγωγής του κατηγορουμένου, με την οποία ζήτησε τη λύση του γάμου του για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο της εναγομένης και ιδίως την εκ μέρους της επίδειξη αυταρχικού χαρακτήρα, την αδιαφορία της για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το γάμο και το συζυγικό δεσμό, την παραμέληση των υποχρεώσεων της ως συζύγου και μητέρας για να συμμετέχει σε εκδηλώσεις και συνεστιάσεις, με αποτέλεσμα να μετατίθεται στο σύζυγο η φροντίδα ταυ τέκνου τους, την εκ μέρους της άσκοπη σπατάλη των χρημάτων που κέρδιζε από την εργασία της ως δασκάλα και την αναίτια εκδήλωση περιφρόνησης προς το πρόσωπο του και επιθυμίας διάλυσης του γάμου της. Για την απόδειξη των κρίσιμων αυτών περιστατικών, εξετάστηκε ενόρκως ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου με επιμέλεια του ενάγοντος ο πρώτος κατηγορούμενος και συντάχτηκε σχετικά η 333/2003 ένορκη βεβαίωση για να χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιήθηκε πράγματι ως αποδεικτικό μέσο ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση της παραπάνω αγωγής διαζυγίου και αντίθετης όμοιας αγωγής της εναγομένης, με την οποία ζητούσε τη λύση του γάμου για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο του αντεναγομένου. Εκτός από άλλα, σε σχέση με τα παραπάνω αποδεικτέα της αγωγής του συζύγου ο πρώτος κατηγορούμενος κατάθεσε ότι: Μετά το έτος 1995 και τη γέννηση του τέκνου των διαδίκων συζύγων διαπίστωσε απαξιωτική συμπεριφορά της συζύγου και ότι αυτή ήταν διαρκώς εριστική και δημιουργούσε καυγάδες με το παραμικρό. Ότι προ επταετίας και ενώ ο σύζυγος, λόγω του επαγγέλματος του (αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού), ταξίδευε, η εναγομένη του δήλωσε ότι... εγώ θα διαλύσω το γάμο μου με το Χ2 ... θα τον διώξω από το σπίτι και αν θέλει συναινετικό διαζύγιο να μου δώσει 10.000.000 δραχμές για να φύγω από το σπίτι... ότι έπαψε να κοιμάται στην ίδια κλίνη με το σύζυγο της. Περαιτέρω κατάθεσε ότι από την εξώπορτα της γειτονικής κατοικίας του είδε την εναγομένη να μουτζώνει τον ενάγοντα και (την άκουσε) να τον αποκαλεί "μαλάκα", πράγμα για ο οποίο ο ίδιος (πρώτος κατηγορούμενος) ένοιωσε μεγάλη ντροπή ως άνθρωπος και ως άνδρας. Ότι ο ενάγων είχε επιφορτιστεί με την φροντίδα και ανατροφή του παιδιού τους από μωρό ακόμη... ότι από το έτος 1997 διαπίστωνε κατά τις επισκέψεις του ότι τις περισσότερες φορές η εναγομένη απουσίαζε και στις σχετικές ερωτήσεις του ο ενάγων απαντούσε "... έφυγε χωρίς να μου πει που θα πάει" και ακόμη ότι γνώριζε από τις συζητήσεις του με τον ενάγοντα ότι αυτός αποκλειστικά είχε επιφορτιστεί με τα έξοδα του σπιτιού και της οικογένειας του αποκλειστικά. Τα παραπάνω όμως πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε ο πρώτος κατηγορούμενος ήσαν ψευδή και ο ίδιος τα κατέθεσε εν γνώσει της αναλήθειας τους, αφού λόγω της φιλίας που αναπτύχθηκε μεταξύ της εγκαλούσας και της συζύγου του πρώτου κατηγορουμένου αλλά και με τον ίδιο, που διέμενε σε γειτονική κατοικία που είχε εκμισθώσει σ'αυτόν ο δεύτερος κατηγορούμενος, γνώριζε ότι η εγκαλούσα ήταν ήπιος χαρακτήρας και δεν είχε εκδηλώσει εριστική ή απαξιωτική προς το σύζυγο της συμπεριφορά, ότι δεν παραμελούσε τις υποχρεώσεις της ως σύζυγος και μητέρα, ότι διέθετε τα εισοδήματα από την εργασία της για τις ανάγκες της συζυγικής κατοικίας και του τέκνου τους σε αντίθεση με τον ενάγοντα που δεν συνέβαλε κατά το μέτρο των μεγαλύτερων δυνάμεων του στην αντιμετώπιση των αναγκών αυτών, ότι ουδέποτε η εναγομένη, που επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσει τέκνο μετά από δύο εξωσωματικές, εκδήλωσε πρόθεση να διαλύσει το γάμο της και μάλιστα με χρηματικό αντάλλαγμα, ότι δεν συνέβη το περιστατικό στο οποίο αναφέρθηκε κατά το οποίο "μούτζωσε" το σύζυγό της και τον αποκάλεσε "μαλάκα", ότι δεν απουσίαζε από τη συζυγική κατοικία χωρίς να ενημερώνει το σύζυγο για το λόγο της απουσίας της και ότι ήταν στοργική μητέρα για το τέκνο της που αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα, πράγμα που είχε αποδεχτεί ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά τη συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και συμφώνησε ότι η αιτούσα ήταν καταλληλότερη για να ανατεθεί σ'αυτήν η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους. Περαιτέρω τα παραπάνω περιστατικά που ισχυρίστηκε και διέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος, των οποίων έλαβαν γνώση η Ειρηνοδίκης ενώπιον της οποίας συντάχτηκε η ένορκη βεβαίωση και η Γραμματέας που τη συνέταξε, οι πληρεξούσιοι των διαδίκων στη δίκη διαζυγίου, οι αρμόδιοι Δικαστές και Γραμματείς του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήσαν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, εγνώριζε δε ο πρώτος κατηγορούμενος τόσο ότι τα παραπάνω γεγονότα είναι ψευδή όσο και ότι ο ισχυρισμός και η διάδοση των γεγονότων αυτών μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Σε σχέση με το δεύτερο κατηγορούμενο αποδεικνύεται ότι αυτός με πρόθεση προκάλεσε στον πρώτο κατηγορούμενο, με πειθώ, φορτικότητα και συνεχείς προτροπές την απόφαση να τελέσει τις παραπάνω άδικες πράξεις που διέπραξε, εκμεταλλευόμενος και τη σχέση εκμισθωτή - μισθωτή που τους συνέδεε. Σύμφωνα με τα παραπάνω οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχτούν ένοχοι...". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό του, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και επέβαλε σε καθένα από αυτούς συνολική ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε στο σκεπτικό της την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο Χ1, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, χωρίς αυτό να αποτελεί απλή τυπική επανάληψη του τελευταίου, παρατίθενται τα αναγκαία κατά το νόμο πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση των προαναφερομένων εγκλημάτων, αιτιολογείται δε με σαφήνεια και πληρότητα ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος, τόσο ως προς τη διάπραξη του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα όσο και εκείνου της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Τέλος δε, για τον αναιρεσείοντα Χ2, επαρκώς αιτιολογείται η καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου για ηθική αυτουργία στις παραπάνω πράξεις του φυσικού αυτουργού, αφού στην απόφαση διαλαμβάνεται ότι αυτός προκάλεσε στον τελευταίο την απόφαση της τελέσεως των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων με πειθώ, φορτικότητα, εκμεταλλευόμενος και τη σχέση μισθωτή και εκμισθωτή που τους συνέδεε. Η αιτίαση του τελευταίου ότι δεν αποδείχθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι αυτός προκάλεσε την απόφαση στον αυτουργό να τελέσει τις παραπάνω πράξεις, είναι απαράδεκτη γιατί βάλλει και της ανέλεγκτης περί πραγμάτων κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. της κρινόμενης κοινής αιτήσεως των αναιρεσειόντων, με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2 Απριλίου 2007 αίτηση των α) Χ1 και β) Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1.476/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ